Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Ελλήνων γενάρχες

«Η ελληνική μυθολογία» γραμμένη το 150πχ , από τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο γραμματικό προς χρήση των μαθητών της εποχής.

Βιβλίο Α VII. 


Ο Προμηθέας έπλασε τους ανθρώπους με χώμα και νερό και τους χάρισε τη φωτιά κρυφά απ’ το Δία, κρύβοντας την σε νάρθηκα. Όταν το έμαθε ο Δίας διέταξε τον Ήφαι­στο να καρφώσει το σώμα του στον Καύκασο, σ’ ένα βου­νό της Σκυθίας. Και ο Προμηθέας πράγματι καρφώθηκε και έμεινε εκεί δεμένος πολλά χρόνια. Κάθε μέρα ένας αε­τός ορμούσε και του έτρωγε το συκώτι, που μεγάλωνε πά­λι τη νύχτα. Έτσι τιμωρήθηκε απ’ τους Θεούς, επειδή έ­κλεψε τη φωτιά μέχρι τη στιγμή που κατέφθασε ο Ηρα­κλής και τον ελευθέρωσε. Αλλά αυτά ανήκουν στο κεφά­λαιο του Ηρακλή.

Παιδί του Προμηθέα ήταν ο Δευκαλίωνας, που έγινε βα­σιλιάς της Φθίας και παντρεύτηκε την Πύρρα, κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, της πρώτης γυναίκας που έ­πλασαν οι Θεοί. Όταν ο Δίας αποφάσισε να αφανίσει το χάλκινο γένος, ο Δευκαλίωνας μετά από συμβουλή του Προμηθέα κατασκεύασε μια κιβωτό, όπου, αφού έβαλε τα απαραίτητα, μπήκε μέσα με την Πύρρα. Τότε ο Δίας έστει­λε άφθονη βροχή από τον ουρανό και κατέκλυσε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και χάθηκαν όλοι οι άνθρωποι εκτός από λίγους, που σκαρφάλωσαν στα πιο ψηλά βουνά. Έτσι χωρίστηκαν και τα βουνά της Θεσσαλίας και καταστρά­φηκαν τα πάντα εκτός απ’ την Πελοπόννησο και τον Ι­σθμό.

Ο Δευκαλίωνας μέσα στην κιβωτό, περιπλανιόταν στη θάλασσα εννέα μερόνυχτα, όταν ξαφνικά προσέκρουσε στον Παρνασσό. Εκεί μόλις σταμάτησε η βροχή, θυσίασε στο Δία το σωτήρα. Εκείνος έστειλε τον Ερμή για να ζητήσει ο Δευκαλίωνας ότι επιθυμεί. Και ζήτησε να ξαναγεννηθούν οι άνθρωποι. Τότε μετά από συμβουλή του Δία, άρχισε να πετά πέτρες πάνω απ’ το κεφάλι του και όσες έριχνε ο Δευκαλίωνας γινόντουσαν άντρες, ενώ της Πύρρας όλες έβγαιναν γυναίκες. Έτσι εξηγείται και η ο­νομασία λαός απ’ τη λέξη λάας που σημαίνει πέτρα. Από το Δευκαλίωνα και από την Πύρρα γεννήθηκαν παιδιά. Πρώτος ο Έλληνας, που κάποιοι λένε ότι γεννήθηκε απ’ το Δία. Δεύτερος ο Αμφικτύονας που βασίλεψε μετά τον Κραναό στην Αττική και τρίτη η Πρωτογένεια, που με το Αία γέννησε τον Αέθλιο.

Από τον Έλληνα και τη νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκαν ο Λώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Ο Έλληνας έδωσε τ’ όνομά του στους Γραικούς που τώρα λέγονται Έλληνες και μοί­ρασε στα παιδιά του όλη τη χώρα. Ο Ξούθος πήρε την Πε­λοπόννησο και γέννησε με την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα, τον Αχαιό και τον Ιωνά. Απ’ αυτούς πήραν τα ονόματά τους οι Αχαιοί και οι Ίωνες. Ο Δώρος πήρε την περιοχή πέρα απ’ την Πελοπόννησο και ονόμασε τους κα­τοίκους της Δωριείς.

Ο Αίολος βασίλεψε στις περιοχές της Θεσσαλίας, ονόμασε τους κατοίκους Αιολείς, παντρεύτηκε την κόρη του Δηιμάχου, Εναρέτη, και έκανε επτά γιους, τον Κρηθέα, το Σίσυφο, τον Αθάμαντα, το Σαλμωνέα, το Δηιόνα, το Μάγνητα και τον Περιήρη, και πέντε κόρες την Κανάκη, την Αλκυόνη, την Πεισιδίκη την Καλύκη και την Περιμήδη. Η τελευταία με τον Αχελώο απέκτησε τον Ιπποδάμαντα και τον Ορέστη, η Πεισιδίκη με το Μυρμιδόνα απέκτησε τον Άντιφο και τον Άκτορα.

Η Αλκυόνη πήρε για άντρα της τον Κήυκα, το γιο του Εωσφόρου. Οι δυο τους καταστράφηκαν από την αλαζο­νεία τους γιατί ο άνδρας αποκαλούσε τη γυναίκα Ήρα και εκείνη φώναζε το σύζυγό της Δία. Γι’ αυτό ο Δίας τους μεταμόρφωσε σε κήυκα και ψαροπούλι. Η Κανάκη γέννη­σε με τον Ποσειδώνα τον Οπλέα, το Νιρέα τον Επωπέα, τον Αλωέα και τον Τρίοπα.

Ο Αλωέας παντρεύτηκε την Ιφιμέδεια, την κόρη του Τρίοπα. Αυτή όμως ερωτεύτηκε τον Ποσειδώνα και σύχναζε στην ακροθαλασσιά, όπου α­γκάλιαζε με τα χέρια της τα κύματα και γέμιζε τα στήθια της. Ώσπου πλάγιασε με τον Ποσειδώνα και έκανε δύο παιδιά, τον Ώτο και τον Εφιάλτη, τους γνωστούς ως Aλωάδες. Αυτοί μεγάλωναν κάθε χρόνο έναν πήχυ στο πλάτος και. μια οργιά στο ύψος. Και όταν έγιναν εννιά χρονών, το πλάτος τους ήταν εννιά πήχες και το ύψος τους εννιά οργιές.


Τότε σκαρφίστηκαν να πολεμήσουν με τους Θεούς.


Και αφού στερέωσαν πάνω απ’ τον Όλυμπο την Όσσα και επάνω της κάρφωσαν το Πήλιο, μ’ αυτά τα βουνά απειλούσαν ότι θ’ ανέβουν στον ουρανό. Και έλεγαν ότι θα χώσουν τη θάλασσα μες στα βουνά και ότι τη γη θα ιην κάνουν θάλασσα. Και ζητούσαν να ζευγαρώσουν, ο Εφιάλτης με την Ήρα, και ο Ώτος με την Άρτεμη. Έδεσαν μάλιστα και τον Άρη. Τον ελευθέρωσε ο Ερμής και η Άρτεμη σκότωσε τους Αλωάδες, αφού τους ξεγέλασε στη Νάξο. Μεταμορφώθηκε σε ελάφι και πήδησε ανάμεσά τους, Όταν προσπάθησαν αυτοί να σκοτώσουν το ζώο, τρύπησε με toτόξο του ο ένας τον άλλον.

Απ’ την Καλύκη και τον Αέθλιο γεννήθηκε ο Ενδυμίωνας, που πήρε τους Αιολείς από τη Θεσσαλία και τους εγκατέστησε στην Ήλιδα. Κάποιοι λένε ότι και αυτός ήταν γιος ιου Δία. Για τη σπάνια ομορφιά του τον ερωτεύτηκε η Σε­λήνη και ο Δίας του έδωσε το δικαίωμα να επιλέξει ότι ε­πιθυμεί. Και εκείνος ζήτησε να κοιμάται αιώνια, μένοντας αθάνατος και αγέραστος.

Ο Ενδυμίωνας και μια Νηίδα νύμφη, που μερικοί ισχυρί­ζονται ότι ήταν η Ιφιάνασσα, απέκτησαν τον Αιτωλό. Αυτός σκότωσε τον Άπι, γιο του Φορωνέα και κατέφυγε στην Κουρήτιδα, όπου σκότωσε τους γιους της Φθίας και του Απόλλωνα, Δώρο, Λαόδοκο και Πολυποίτη, που τον φιλοξένησαν, και ονόμασε τη χώρα Αιτωλία.

Απ’ τον Αιτωλό και την Προνόη, την κόρη του Φόρβου, γεννήθηκαν ο Πλευρώνας και ο Καλυδώνας, απ’ τους ο­ποίους πήραν τις ονομασίες τους δυο πόλεις της Αιτωλίας. Ο Πλευρώνας πήρε γυναίκα την Ξανθίππη, κόρη του Δώ­ρου και απέκτησε γιο τον Αγήνορα και κόρες την Στερόπη, τη Στρατονίκη και τη Λαοφόντη. Ο Καλυδώνας και η Αιολία, κόρη του Αμυθάονα, έκαμαν την Επικάστη και την Πτωτογένεια που με τον Άρη, γέννησε τον Όξυλο. Ο Αγήνορας, γιος του Πλευρώνα, πήρε την Επικάστη του Καλυδώνα και γέννησε τον Πορθάονα και τη Δημονίκη.

Λυτή και ο Αρης απέκτησαν τον Εΰηνο, το Μώλο, τον Πύλο και το Θέστιο.


Ο Εύηνος με τη σειρά του, γέννησε τη Μάρπησσα. Αυτήν την ήθελε ο Απόλλωνας αλλά την έκλεψε ο Ίδας, ο γιος του Αφαρέα, με φτερωτό άρμα που πήρε απ’ τον Ποσειδώνα. Τον Ίδα τον κυνήγησε ο Εΰηνος πάνω σε άρμα και όταν φτάνοντας στον ποταμό Λυκόρμα κατάλαβε ότι δεν τον προφταίνει, έσφαξε τα άλογα και έπεσε στο ποτάμι, που από τότε ονομάζεται Εΰηνος.

Ο Ίδας έφτασε στη Μεσσήνη, εκεί όμως τον συνάντησε ο Απόλλωνας και άρπαξε το κορίτσι. Και ενώ μαλώνανε ποιος απ’ τους δυο θα παντρευτεί την κόρη, ο Δίας έδωσε το λόγο στην παρθένα ν’ αποφασίσει εκείνη. Κι η Μάρπησσα φοβούμενη μήπως, όταν γεράσει, την εγκαταλείψει ο Απόλλωνας, διάλεξε για άντρα της τον Ίδα.

Ο Θέστιος και η Ευρυθέμη, τέκνο της Κλεοβοίας, γέννησαν κόρες, την Αλθαία, τη Λήδα, και την Υπερμνήστρα και γιους, τον Ίφικλο, τον Εΰιππο, τον Πλήξιππο και τον Ευρΰπυλο. Απ’ τον Πορθάονα και την Ευρΰτη, κόρη του Ιπποδάμαντα, γεννήθηκαν τέσσερα αγόρια, ο Οινέας, ο Άγριος, ο Αλκάθοος, ο Μέλανας και ο Λευκωπέας και μια κόρη η Στερόπη, που έκαμε με τον Αχελώο, τις Σειρήνες.


Βιβλιογραφία: «Η ελληνική μυθολογία» γραμμένη το 150πχ , από τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο γραμματικό προς χρήση των μαθητών της εποχής  –  Εκδοτική Θεσσαλονίκης



Πηγή