Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Αταλάντη η ηρωίδα της αρχαιότητας που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία

Η ηρωίδα αυτή της αρχαιότητας, η πιο γρήγορη από όλους τους θνητούς υπήρξε και η μοναδική γυναίκα Αργοναύτης. Η ιστορία της συνδέεται άλλοτε με τους Αρκαδικούς κι άλλοτε με τους Βοιωτικούς μύθους. Οι δυο μύθοι έχουν τόσα κοινά χαρακτηριστικά που δεν μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε πως υπήρχαν δυο διαφορετικές ηρωίδες με το ίδιο όνομα.

Κατά τον Αρκαδικό μύθο, η Αταλάντη, ήταν κόρη του Ιασίου (ή του Σχοινέως) και της Κλυμένης. Πατρίδα της ήταν το Λύκαιον, το Μαίναλο ή η Τεγέα. Όταν γεννήθηκε η Αταλάντη, ο πατέρας της, επειδή ήθελε μόνο γιους, την εγκατέλειψε στο όρος Παρθένιο κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς.
Στην αρχή, την Αταλάντη, την φρόντιζε μια αρκούδα (σύμβολο της Άρτεμης) και αργότερα την περιμάζεψαν κάποιοι κυνηγοί. Κοντά τους έμεινε μέχρι να μεγαλώσει κι έμαθε τα μυστικά του κυνηγιού. Όταν μεγάλωσε δεν ήθελε να παντρευτεί, ζούσε με αγνότητα και κάποτε σκότωσε με τα βέλη της τους Κένταυρους Ροίκο και Υλαίο που είχαν προσπαθήσει να τη βιάσουν.

Πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου παρά τις αντιδράσεις των συγκεντρωμένων ηρώων, οι οποίοι αρνούνταν να συμμετάσχουν σε κυνήγι που θα έπαιρνε μέρος μία γυναίκα.Ο Μελέαγρος όμως, ο γιος του βασιλιά Οινέως, του διοργανωτή της επιχείρησης, ερωτεύτηκε την ηρωίδα κι έπεισε τους υπόλοιπους ήρωες να τη δεχτούν.

Μετά από έξι μέρες κυνηγιού η Αταλάντη σκότωσε μαζί με το Μελέαγρο τον κάπρο ρίχνοντας πρώτη εκείνη το θανατηφόρο βέλος στο ζώο και σύμφωνα με το έθιμο έλαβε σαν έπαθλο το κεφάλι και το δέρμα του ζώου.

Πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία μαζί με το Μελέαγρο. Μετά το τέλος της εκστρατείας στους ταφικούς αγώνες που έγιναν προς τιμή του Πελία, η Αταλάντη νίκησε στην πάλη τον Πηλέα.Σύμφωνα με την αρκαδική εκδοχή παντρεύτηκε τον εξαδελφό της Μελανίωνα, ο οποίος την είχε ερωτευθεί όταν την είχε συναντήσει στις περιπλανήσεις του στα δάση.

Πάλη του Πηλέα και της Αταλάντης για τα Άθλα του βασιλιά Πελία. Μελανβφής υδρία, περ 550 π.Χ.. Από την Χαλκίδα στην Εύβοια
Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Παρθενοπαίος, τον οποίο ο Ευρυπίδης αναφέρει ως έναν από τους Επτά επί Θήβας.

Η Αταλάντη παλεύει με τον Πηλέα στους αγώνες «Άθλα επί Πελία»…(;)  Για την κεφαλή του Καλυδωνίου κάπρου 500-490 π.Χ.
Σύμφωνα με το Βοιωτικό μύθο γονείς της Αταλάντης ήταν ο Σχοινέας και η Κλυμένη. Από πολύ μικρή είχε δείξει μεγάλες ικανότητες στο κυνήγι και ήταν ανίκητη στο τρέξιμο. Ζούσε στα δάση κι απέφευγε τους ανθρώπους επειδή ήθελε να μείνει πιστή στην Άρτεμη και να παραμείνει αγνή ή κατά άλλους επειδή υπήρχε κάποιος χρησμός που έλεγε πως αν παντρευόταν θα μεταμορφωνόταν σε ζώο.

Ο πατέρας της δέχτηκε την απόφασή της να μην παντρευτεί υπό τον όρο ότι αν κάποιος την κέρδιζε σε αγώνα δρόμου εκείνος θα την έκανε γυναίκα του.

Η Αταλάντη, επειδή ήταν ανίκητη στο τρέξιμο, συμφώνησε, με την προϋπόθεση ότι θα είχε το δικαίωμα να σκοτώνει τους ηττημένους. Για το λόγο αυτό στις εκκινήσεις των αγώνων έδινε σε κάθε επίδοξο μνηστήρα ένα μικρό προβάδισμα. Εκείνη ακολουθούσε κρατώντας ένα δόρυ με το οποίο τρυπούσε το νεό όταν τον έφτανε. Πολλοί είχαν βρει τέτοιο θάνατο μέχρι που ο Ιππομένης ή Ιππομέδων ξεπέρασε την Αταλάντη στο τρέξιμο με τέχνασμα που του υπέδειξε η θεά Αφροδίτη. Η θεά του χάρισε τρία χρυσά μήλα από τον Κήπο των Εσπερίδων ή κατά μία άλλη παράδοση από το στεφάνι του Διονύσου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, καθώς ο Ιππομένης έχοντας ξεκινήσει πρώτος προηγούνταν, έριχνε πίσω του από ένα χρυσό μήλο κάθε φορά που η Αταλάντη τον πλησίαζε.

Εκείνη σταματούσε να το μαζέψει και καθυστερούσε, με τον τρόπο αυτό ο Ιππομένης κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα. Οι δυο νέοι παρασυρμένοι από τον έρωτα τους περιπλανιόνταν στα δάση και ενώθηκαν μέσα σε ναό αφιερωμένο στη θεά Κυβέλη ή κατ’ άλλους στο Δία Καλλίνικο. Επειδή αυτό θεωρούνταν ανόσιο τιμωρήθηκαν με τη μεταμόρφωσή τους σε ζευγάρι λιονταριών.

Βιβλιογραφία – πηγές


Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 769

Τοῖ’ ἄρα δῶρα θεᾶς Ἰτωνίδος ἦεν Ἀθήνης·
δεξιτερῇ δ’ ἕλεν ἔγχος ἑκηβόλον, ὅ ῥ’ Ἀταλάντη
Μαινάλῳ ἔν ποτέ οἱ ξεινήιον ἐγγυάλιξε,
πρόφρων ἀντομένη, πέρι γὰρ μενέαινεν ἕπεσθαι
τὴν ὁδόν· ἀλλ’, ὅσον αὐτὸς ἑκών, ἀπερήτυε κούρην,
δεῖσε γὰρ ἀργαλέας ἔριδας φιλότητος ἕκητι.

Θεόγνης, Ελεγείες

ἔργ’ ἀτέλεστα τέλει
πατρὸς νοσφισθεῖσα δόμων ξανθὴ Ἀταλάντη·
ὤιχετο δ’ ὑψηλὰς εἰς κορυφὰς ὀρέων
φεύγουσ’ ἱμερόεντα γάμον, χρυσῆς Ἀφροδίτης
δῶρα· τέλος δ’ ἔγνω καὶ μάλ’ ἀναινομένη.

Πλούταρχος, Ηθικά, Περί των παρ’ Αλεξανδρεύσι παροιμιών, 44, 2

παρῆκται δὲ ἀπὸ τῶνπεμφθέντων παρ’ Ἱππομένους ἐπὶ Ἀταλάντην μήλων. προύκειτο μὲν γὰρ τῷ νικῶντιδρόμῳ τὴν Ἀταλάντην ἔπαθλον ὁ ταύτης γάμος. Ὁ γοῦν Ἱππομένης εἰς ἅμιλλανκαταστὰς χρυσᾶ μῆλα πρότερον παρὰ τῆς Ἀφροδίτης λαβὼν καὶ ταῦτα ῥίπτων αὐτῆςπεριγέγονεν ἀσχολουμένης περὶ τὴν τῶν μήλων συλλογήν.

Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4, 34, 3.5

πρώτου δὲ Μελεάγρουτὸ θηρίον ἀκοντίσαντος, ὁμολογούμενον αὐτῷ τὸπρωτεῖον συνεχωρήθη· τοῦτο δ’ ἦν ἡ δορὰ τοῦζῴου. μετεχούσης δὲ τῆς κυνηγίας Ἀταλάντης τῆςΣχοινέως, ἐρασθεὶς αὐτῆς ὁ Μελέαγρος παρεχώρησετῆς δορᾶς καὶ τοῦ κατὰ τὴν ἀριστείαν ἐπαίνου.ἐπὶ δὲ τοῖς πραχθεῖσιν οἱ Θεστίου παῖδες συγκυνη-γοῦντες ἠγανάκτησαν, ὅτι ξένην γυναῖκα προετίμη-σεν αὐτῶν, παραπέμψας τὴν οἰκειότητα. διόπερἀκυροῦντες τοῦ Μελεάγρου τὴν δωρεὰν ἐνήδρευσανἈταλάντῃ, καὶ κατὰ τὴν εἰς Ἀρκαδίαν ἐπάνοδονἐπιθέμενοι τὴν δορὰν ἀφείλοντο. Μελέαγρος δὲδιά τε τὸν πρὸς τὴν Ἀταλάντην ἔρωτα καὶ διὰ τὴνἀτιμίαν παροξυνθείς, ἐβοήθησε τῇ Ἀταλάντῃ. καὶτὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει τοὺς ἡρπακότας ἀποδοῦναιτῇ γυναικὶ τὸ δοθὲν ἀριστεῖον·

Διογενιανός, Περί παροιμιών

Βάλλειν μήλοις: ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βου-λομένων. Παρήχθη δὲ ἀπὸ τῶν πεμφθέντων ἐπ’ Ἀτα–λάντην μήλων. Προὔκειτο γὰρ τῷ νικῶντι δρόμῳ τὴνἈταλάντην ἔπαθλον ὁ ταύτης γάμος. Ὁ γοῦν Ἱππομένηςεἰς ἅμιλλαν καταστὰς, βουλόμενος αὐτὴν νικῆσαι, χρυσᾶμῆλα ἔῤῥιψεν· καὶ περὶ τὴν τούτων συλλογὴν ἐκείνηςἀσχολουμένης, οὗτος ταύτην ὑπερέβαλε.

Ζηνόβιος, Επιτομή Πρώτη

μὲν οὖν Ἀταλάντη τὸν κάπρον εἰς τὰ νῶτα ἐτόξευσε·Μελέαγρος δὲ κατὰ τοῦ κενεῶνος πλήξας ἀπέκτεινε, καὶλαβὼν τὸ δέρας Ἀταλάντῃ χαριζόμενος ἔδωκε.

Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3, 109, 2

Ἡσίοδος δὲ καί τινες ἕτεροιτὴν Ἀταλάντην οὐκ Ἰάσου ἀλλὰ Σχοινέως εἶπον, Εὐρι-πίδης δὲ Μαινάλου, καὶ τὸν γήμαντα αὐτὴν οὐ Μελα-νίωνα ἀλλὰ Ἱππομένην.

Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1, 68, 4

οἱ δὲ συνελθόντες ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρουθήραν ἦσαν οἵδε· Μελέαγρος Οἰνέως, Δρύας Ἄρεος,ἐκ Καλυδῶνος οὗτοι, Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως ἐκΜεσσήνης, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διὸς καὶ Λήδαςἐκ Λακεδαίμονος, Θησεὺς Αἰγέως ἐξ Ἀθηνῶν, ἌδμητοςΦέρητος ἐκ Φερῶν, Ἀγκαῖος καὶ Κηφεὺς Λυκούργου ἐξἈρκαδίας, Ἰάσων Αἴσονος ἐξ Ἰωλκοῦ, Ἰφικλῆς Ἀμφι-τρύωνος ἐκ Θηβῶν, Πειρίθους Ἰξίονος ἐκ Λαρίσης,Πηλεὺς Αἰακοῦ ἐκ Φθίας, Τελαμὼν Αἰακοῦ ἐκ Σαλα-μῖνος, Εὐρυτίων Ἄκτορος ἐκ Φθίας, Ἀταλάντη Σχοι-νέως ἐξ Ἀρκαδίας, Ἀμφιάραος Ὀικλέους ἐξ Ἄργους·μετὰ τούτων καὶ οἱ Θεστίου παῖδες

Παλαίφατος, Περί Απίστων, 13, 1
Περὶ Ἀταλάντης καὶ Μειλανίωνος.

Λέγεται περὶ Ἀταλάντης καὶ Μειλανίωνος ὡςὁ μὲν ἐγένετο λέων, ἡ δὲ λέαινα. ἦν δὲ τὸ ἀληθὲςτοιοῦτον. Ἀταλάντη καὶ Μειλανίων ἐκυνηγέτουν.ἀναπείθει δὲ τὴν κόρην ὁ Μειλανίων μιγῆναι αὐτῷ.εἰσέρχονται δὲ εἴς τι σπήλαιον μιχθησόμενοι. ἦν δὲἐν τῷ ἄντρῳ εὐνὴ λέοντος καὶ λεαίνης, οἳ δή, ἀκού-σαντες φωνῆς, ἐξελθόντες ἐμπίπτουσι τοῖς περὶ Ἀτα-λάντην καὶ ἀναιροῦσιν αὐτούς. μετὰ δὲ χρόνον τοῦλέοντος καὶ τῆς λεαίνης ἐξελθόντων, ἰδόντες τούτουςοἱ συγκυνηγετοῦντες τῷ Μειλανίωνι, ἔδοξαν αὐτοὺςεἰς ταῦτα τὰ ζῷα μεταβληθῆναι. εἰσβάλλοντεςοὖν εἰς τὴν πόλιν διεφήμιζον ὡς οἱ περὶ Ἀταλάντηνκαὶ Μειλανίωνα εἰς λέοντας μετεβλήθησαν.

Λιβάνιος, Προγυμνάμσατα, 2, 32
Περὶ Ἀταλάντης.

Πολλοὶ μὲν ἔκειντο μνηστῆρες ὑπὸ Ἀταλάντηςἡττηθέντες ποδωκείᾳ τῆς κόρης, ἔδει γὰρ ἡττώμενονμὲν ἀποθανεῖν, νικῶντα δὲ γαμεῖν, Ἱππομένης δὲ ταύ-της ἐπιθυμῶν, δεδιὼς δὲ τὸν κίνδυνον δεῖται τῆςἈφροδίτης συμπρᾶξαι. ἡ δὲ ἔδωκε τὰ χρυσᾶ μῆλα καὶεἶπεν ὃ χρὴ ποιεῖν ἐν τῷ δρόμῳ.ὡς οὖν ἔθεον,ὁπότε πλησίον ἡ κόρη γένοιτο, μῆλον ἠφίει, ἡ δὲἐθαύμαζέ τε καὶ ὑπολειπομένη τὸ μῆλον ἀνῃρεῖτο, ἐγ-γιζούσης δὲ πάλιν τὸ αὐτὸ ἐδρᾶτο. καὶ διὰ τοιοῦδεσοφίσματος Ἀταλάντη μὲν εἶχε τὰ μῆλα, Ἱππομένηςδὲ Ἀταλάντην.Ἄλλως.Ἀταλάντην τὴν Σχοινέως ἔχειν μὲν ἐπόθουν πολ-λοί, Ἱππομένης δὲ παρ’ ἑτέρους ἀπείληφε. μνωμένωνγὰρ τὴν κόρην πολλῶν ἆθλον ἑαυτὴν ἡ παῖς προὐ-τίθει τοῖς νικῶσιν εἰς δρόμον. καὶ πάντων ἀπολειπο-μένων τὸ τάχος Ἀφροδίτην Ἱππομένης εὕρατο σύμ-μαχον καὶ μῆλα χρυσᾶ παρ’ ἐκείνης λαβὼν ἠφίει παρὰτὸ στάδιον. καὶ ἡ μὲν τὰ μῆλα συνέλεγεν, ὁ δὲ παρῄεισυλλέγουσαν καὶ τέχνῃ μᾶλλον ἢ ῥώμῃ τὸν Ἀταλάντηςγάμον ἐκτήσατο.

Φώτιος, Λεξικόν

Ἀταλάντη· τριήρης τις ἦν ὀνομασθεῖσα ἀπὸ Ἀταλάντης,
ἥτις ἦν ὀξυτάτη δραμεῖν.

Μέγα Ετυμολογικόν

Ποδορρώρη: Ἐπώνυμον Ἀταλάντης· παρὰ τὸποὺς καὶ τὸ ὀρούειν· οἷον, ἡ τοῖς ποσὶν ὁρμῶσα.


  • Καλλίμαχος, Ύμνος στην Άρτεμη, 215
  • Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 8, 316 και 10, 560
  • Οβίδιος, Ars Amatoria, 2, 185
  • Υγίνος, Fabulae, 70, 99


Μελέαγρος και Αταλάντη


Ο μύθος ,ή μυθιστορία καλύτερα, αρχίζει όταν ο Οινέας θυσίασε κάποτε σε όλους τους άλλους θεούς, αλλά ξέχασε την Άρτεμη. Η θεά οργίσθηκε και έστειλε εναντίον των Καλυδωνίων ένα φοβερό αγριογούρουνο, τον Καλυδώνιο Κάπρο, που προκαλούσε μεγάλες καταστροφές.

Ο Μελέαγρος καταδίωξε μαζί με τους πιο ονομαστούς Έλληνες ήρωες της εποχής το θηρίο και πέτυχε τελικά να το σκοτώσει.
Η Άρτεμις τότε προκάλεσε διχόνοια μεταξύ των Αιτωλών και των Κουρήτων που είχαν πάρει μέρος στο κυνήγι για το ποιος θα κρατήσει το τομάρι και το κεφάλι του ζώου. Επακολούθησε μάχη και σε αυτή ο Μελέαγρος σκότωσε τους Τοξέα και Πλέξιππο, αδελφούς της μητέρας του, η οποία τότε τον καταράστηκε, επικαλούμενη εναντίον του την οργή των «χθονίων θεών» (του Κάτω Κόσμου).

Ο Μελέαγρος, φοβούμενος το αποτέλεσμα της μητρικής κατάρας, αποσύρθηκε τότε από τη μάχη κι έτσι νίκησαν οι Κουρήτες και πολιόρκησαν τους Αιτωλούς στην Καλυδώνα. Μάταια ικέτευαν τον Μελέαγρο να πολεμήσει για να σώσει την πόλη του: ο ήρωας έκλεινε τα αφτιά του στις παρακλήσεις των γερόντων, των ιερέων, του πατέρα του και της μητέρας του (που είχε μετανοήσει).
Τελικώς ο εχθρός κυρίευσε και πυρπόλησε την Καλυδώνα, και οι Κουρήτες ετοιμάζονταν να λεηλατήσουν το μέγαρο του Μελεάγρου. Τότε μόνο ο Μελέαγρος μεταπείσθηκε από τις ικεσίες της συζύγου του Κλεοπάτρας (κόρης του Ίδα), πήρε τα όπλα του και έσωσε την πόλη, αλλά σκοτώθηκε καθώς φαίνεται την ώρα του τέλους της μάχης.

Αργότερα, ο μύθος εξελίχθηκε με μείωση της έμφασης στον πόλεμο Κουρήτων-Αιτωλών και αναγωγή του κυνηγιού του Καλυδώνιου Κάπρου στο κεντρικό επεισόδιο. Κατά τον μεταγενέστερο μύθο, όταν ο Μελέαγρος ήταν επτά ημερών βρέφος οι Μοίρες εμφανίσθηκαν στη μητέρα του και της είπαν ότι ο γιος της θα πέθαινε όταν θα καιγόταν τελείως το ξύλο (δαυλός) που ήταν εκείνη τη στιγμή στην εστία (τζάκι).

Η Αλθαία, έντρομη, άρπαξε και έσβησε τον δαυλό, τον οποίο φύλαξε στη συνέχεια με μεγάλη προσοχή για 15 ολόκληρα χρόνια. Αργότερα, όταν ο Μελέαγρος μεγάλωσε, έλαβε μέρος στο κυνήγι του κάπρου. Σε αυτό είχε συμμετάσχει και η Αταλάντη, και ο Μελέαγρος σκότωσε στη διαμάχη τους θείους του (γιους του Θεστίου) προκειμένου να προσφέρει το τομάρι του θηρίου στην Αταλάντη, και δίκαια, καθώς εκείνη το είχε πληγώσει πρώτη. Τότε η Αλθαία εξοργίστηκε τόσο πολύ για τον χαμό των αδελφών της, ώστε άρπαξε τον κρυμμένο δαυλό και τον έκαψε, με αποτέλεσμα να πεθάνει αμέσως ο γιος της.

Η Αλθαία όμως μετανόησε και αυτοκτόνησε. Αυτοκτόνησε επίσης και η σύζυγος του ήρωα, η Κλεοπάτρα. Σύμφωνα με ομηρική παραλλαγή, ο Μελέαγρος, που ήταν κατά τα άλλα άτρωτος, σκοτώθηκε από τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα, ο οποίος αγωνιζόταν με το μέρος των Κουρήτων.
Σύμφωνα πάλι με λιγότερο αποδεκτές εκδοχές, ο Μελέαγρος σκότωσε και άλλους στο κυνήγι για χάρη της Αταλάντης: τους Κενταύρους Υλαίο και Ραίκο επειδή προσπάθησαν να τη βιάσουν, και τους Ιφικλή και Ευρύπυλο επειδή την είχαν προσβάλει. Αναφέρεται ότι ο Μελέαγρος πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, κατά την οποία σκότωσε τον Αιήτη στην Κολχίδα, ενώ συμμετέχει και στους ταφικούς αγώνες που έγιναν στη μνήμη του Πελία, τα «άθλα επί Πελία».

Όταν γεννήθηκε ο Μελέαγρος , οι τρεις Μοίρες , αυτές που εξουσίαζαν τα πεπρωμένα όλων των ανθρώπων, παρουσιάστηκαν στο δωμάτιο όπου ήταν ξαπλωμένη η λεχώνα με το νεογέννητο. Η Κλωθώ και η Λαχέση προείπαν ότι εκείνος θα γινόταν γενναιόψυχος και δυνατός, η Τρίτη όμως, η Ατροπός, η «αλύγιστη» , βλέποντας ένα κούτσουρο να καίγεται στην εστία, ανήγγειλε ότι θα ζούσε μέχρι τη στιγμή που εκείνος ο δαυλός θα καιγόταν τελείως.
Η η μητέρα του Αλθαία έτρεξε κι έσβησε το ξύλο και το απέθεσε σ ένα κιβώτιο κρυμμένο στα βάθη του ανακτόρου (Απολλόδωρος 1,8,2)

Όταν ο Μελέαγρος μεγάλωσε, φάνηκε ότι εκείνες οι προφητείες επιβεβαιώνονταν: είχε ευγενική ψυχή, ήταν ικανός στους αγώνες και στον πόλεμο έμοιαζε άτρωτος, όπως αρμόζει σε ένα γιο του Αρη. Ύστερα ήρθε στα μέρη της Καλυδώνας ο τρομερός κάπρος που έστειλε η Άρτεμη και ο γιός του Οινέα ήταν φυσικά ο επικεφαλής της αποστολής που οργανώθηκε για να αντιμετωπίσει τη μάστιγα. Πράγματι στην Καλυδώνα συγκεντρώθηκε ο ανθός των ηρώων όλης της Ελλάδας.

Αναμεσά τους ήταν, για να περιοριστούμε στα πιο ένδοξα ονόματα , οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, ο Θησέας, ο Ιάσονας, ο Πηλέας με τον πεθερό του Ευρυτίωνα, ο Αδμητος , ο Πειρίθοος , ο Τελαμώνας, ο Αμφιάραος και πολλοί άλλοι. Μοιραία όμως αποδείχθηκε η συμμετοχή των θείων του Μελέαγρου , που είχαν έρθει από την Πλευρώνα, και μιας δεινής κυνηγού, της Αταλάντης.

Οι επιφανείς φιλοξενούμενοι έγιναν δεκτοί με μεγαλοπρέπεια από τον Οινέα και επί εννέα μέρες οι κυνηγοί διασκέδασαν με γιορτές και συμπόσια. Ωστόσο αμέσως ανέκυψαν διαφορές και διαφωνίες: δεν αποδέχονταν όλοι οι ήρωες την παρουσία μιας γυναίκας σε μια χαρακτηριστικά αντρική δραστηριότητα και περισσότερο εχθρικοί προς την Αταλάντη ήταν οι δύο Κουρήτες , οι θείοι του Μελέαγρου.

Ο Μελέαγρος , αν και ήταν ήδη παντρεμένος με την Κλεοπάτρα, ερωτεύτηκε με πάθος την Αταλάντη και «είχε σφοδρή επιθυμία ν αποκτήσει παιδί» και μαζί της , όπως δηλώνει κακεντρεχώς ο Απολλόδωρος. Ό ήρωας έπεισε τους συντρόφους του να τη δεχτούν στην ομάδα τους και την αυγή της δέκατης μέρας άρχισε το κυνήγι , που έφερνε αντιμέτωπους όλους τους ήρωες της Ελλάδας με ένα μόνο ζώο.

Αλλά ο τρομερός κάπρος απέδειξε αμέσως ότι άξιζε αυτή τη συγκέντρωση δυνάμεων: σκοτώνοντας δύο από αυτούς. Μέσα στη σύγχυση που ακολούθησε την επίθεση του θηρίου, ο Πηλέας έριξε το ακόντιο του , αλλά έχασε το στόχο και τραυμάτισε θανάσιμα τον Ευρυτίωνα.

Μελέανδρος και Πηλέας


Την ώρα που πολλοί από τους άντρες έτρεχαν να σωθούν, πρώτη χτύπησε τον κάπρο η Αταλάντη, που τον πλήγωσε στη ράχη μ ένα βέλος. Ύστερα ο Αμφιάραος τον χτύπησε ανάμεσα στα μάτια και το τέλος ο Μελέαγρος έμπηξε το ακόντιο του στην κοιλιά του θηρίου, που σωριάστηκε νεκρό στο έδαφος.
Ήταν έθιμο του κυνηγιού το κεφάλι και το δέρμα να τα παίρνει εκείνος που είχε δώσει τη χαριστική βολή στο θήραμα , κι επομένως τα τρόπαια που όλοι εποφθαλμιούσαν ανήκαν δικαιωματικά στον Μελέαγρο. Όταν όμως έγδαραν τον κάπρο, ο ήρωας, υποταγμένος στον ερωτά του, χάρισε τα πολύτιμα ενθύμια στην Αταλάντη, καθώς ήταν η πρώτη που χτύπησε το θηρίο.

Η χειρονομία του προκάλεσε βίαιη διαμάχη ανάμεσα σ εκείνους τους άντρες που υπερασπίζονταν με πείσμα την ανωτερότητα του φύλου τους. Ιδιαίτερα ανυποχώρητοι ήταν οι θείοι του ήρωα , οι οποίοι υποστήριζαν ότι το δέρμα ανήκε σε κάθε περίπτωση στην οικογένεια εκείνου που σκότωσε το θηρίο, αν ο Μελέαγρος δεν το ήθελε για τον εαυτό του.

Το απέσπασαν με τη βία από την Αταλάντη και ο Μελέαγρος , τυφλωμένος από την οργή, τους σκότωσε κι επέστρεψε τα τρόπαια στην περήφανη παρθένο. Όταν η μητέρα του η Αλθαία, έμαθε για το θάνατο των αδερφών της, έβγαλε από το κιβώτιο το δαυλό που είχε σβήσει και κρύψει πριν από πολλά χρόνια και τον έριξε οργισμένη στη φωτιά. Ήταν αρκετές λίγες στιγμές για να καεί τελείως το ξύλο, παρασύροντας τον Μελέαγρο στο πεπρωμένο του θανάτου που σηματοδοτούσε το μαγικό αντικείμενο.

Η ψυχή του ήρωα κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο. Εκεί σ ένα θαυμάσιο εδάφιο του Επίνικου του Βακχυλίδη , εκφράζει την αγωνία αυτού που νιώθει τη ζωή του να σβήνει. Συνομιλητής του είναι ο Ηρακλής, που είχε κατέβει στον Άδη για να αρπάξει τον Κέρβερο και, βλέποντας την επιβλητική σκιά ενός ένοπλου πολεμιστή, τέντωσε αμέσως το τόξο του για να αμυνθεί.

Αλλά ο νεκρός τον καθησυχάζει και του αφηγείται με δάκρυα το κυνήγι του κάπρου, τη μοιραία διαμάχη με τους θείους του και τον παράλογο θυμό της μητέρας του . Την ώρα που καταδίωκε τους αντιπάλους του στο δρόμο για την Πλευρώνα και σκύλευε έναν νεκρό από τα όπλα του, στο ανάκτορο ο δαυλός έπαυε να καίει.



Βιβλιογραφία :  Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969.



Πηγή