Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

O έρωτας του Τιθωνού και της Ηούς και ο μύθος του τζιτζικιού

Αιώνια συντροφιά των καλοκαιρινών μας στιγμών το τζιτζίκι. Εάν κάποιος περιέγραφε το καλοκαίρι στην Ελλάδα, μία από τις πέντε-έξι λέξεις που θα έβαζε στην περιγραφή του θα ήταν και αυτός ο ήχος, ο ακατάπαυστος ήχος από το συμπαθές έντομο. Ποιος όμως είναι ο μύθος γύρω από το τζιτζίκι; Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι.

Λέγεται λοιπόν πως το τζιτζίκι ήτανε κάποτε άνθρωπος, ο Τιθωνός. Ο Τιθωνός κατά την ελληνική μυθολογία ήταν αδελφός του Πριάμου, γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Στρυμούς. Λέγεται πως ήταν άνδρας έξοχης ομορφιάς, τον οποίο απήγαγε η Ηώ λόγω τού σφοδρού έρωτα που ένιωθε γι' αυτόν και από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα. Κατά μία άλλη εκδοχή ήτανε γιος τής Ηούς και του Κεφάλου και πατέρας τού Φαέθοντος. Ας πάρουμε όμως τον μύθο από την αρχή.
Ορισμένοι μυθογράφοι υποστηρίζουν ότι ο Τιθωνός είχε στη γη και μία θνητή σύζυγο, την Κισσία. Ο Απολλόδωρος παραδίδει και τις δύο εκδοχές για τον Τιθωνό και τη σχέση του με την Ηώ, και μάλιστα στο ίδιο βιβλίο (3.12.3 και 3.14.3). Σύμφωνα λοιπόν με τη μία εκδοχή ο Τιθωνός ήταν γιος της Ηώς και του Αθηναίου Κέφαλου, γιου του Ερμή και της Έρσης. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή εντάσσει τον Τιθωνό στον Τρωικό κύκλο και τον θεωρεί γιο του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, κόρης του θεού ποταμού, ή της Πλακίας, κόρης του Οτρέα, ή της Λευκίππης.

Η Ηώ λοιπόν, ερωτεύτηκε τον Τιθωνό και τον απήγαγε  μαζί με τον Γανυμήδη, κατά μία εκδοχή, για να τους καταστήσει εραστές της. Ωστόσο, όταν ο Δίας κράτησε τον Γανυμήδη για τον εαυτό του. Η Ηώ τότε τον μετέφερε στην Ανατολική Αιθιοπία όπου ίδρυσε τα Σούσα. Επειδή όμως ο Τιθωνός, γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα (γιου του Ίλου, ιδρυτή της Τροίας, γιου του Τρώα, γιου του Εριχθόνιου, γιου του Δαρδάνου, γιου του Δία και της Ηλέκτρας) ήταν θνητός η Ηώ ζήτησε από τον Δία να γίνει αθάνατος και να ζήσει αιώνια. Αλλά όταν ζήτησε την χάρη της αθανασίας, ξέχασε να ζητήσει και αιώνια νεότητα. Απέκτησαν και δύο γιους μαζί, τον Μέμνονα και τον Ημαθίωνα.

Η Ηώ όπως είπαμε παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τιθωνό αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του χαρίσει και την αιώνια νεότητα, και έτσι ο Τιθωνός γέρασε πολύ, παρά τις προσπάθειες της Ηούς να τον κρατήσει νέο. Έτσι αρχικά, έζησαν ως ενθουσιώδεις εραστές, αλλά όταν τα μαλλιά του άρχισαν να ασπρίζουν, η Ηώς τον βαρέθηκε και παρότι τον φρόντιζε και έτρεφε με αμβροσία. Το Γήρας ήρθε σ’ αυτόν και σταδιακά έφθασε σε σημείο να μην μπορεί να κινηθεί. Ο Τιθωνός λοιπόν έφθασε σε έσχατο γήρας, κι έτσι η Ηώς, που ως θεά ήταν και αθάνατη και αιώνια στην ίδια ηλικία, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Με την παράλειψη της Ηούς να ζητήσει από τους θεούς, μαζί με την αθανασία, και την αιώνια νεότητα, ο Τιθωνός δεν μπορεί να πεθάνει, αλλά βρίσκεται σε διαδικασία διαρκούς γήρανσης.  

Γέρος αδύνατος και εξασθενημένος,  έφτασε σε μεγάλη ηλικία μετά από παράκληση τής Ηούς, δεν διατήρησε όμως και την έξοχη ομορφιά του. Μόνο η φωνή του διατήρησε τη νεανικότητά της, γι’ αυτό και οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε τζιτζίκι. Σε ένα ζαρωμένο έντομο δηλαδή που απλώς μιλά ακατάπαυστα, ανίκανο για νεανική δράση. Ωστόσο, άλλοι υποστηρίζουν ότι η Ηώς διατήρησε την αγάπη της και ότι ουδέποτε ντράπηκε που κοιμόταν μαζί του, ζητώντας μάλιστα από τον Δία να τον μεταμορφώσει σε τέττιγα (τζιτζίκι).

Έτσι έμεινε και ως τις μέρες μας η έκφραση «ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ζῆν» που λεγόταν για άνθρωπο που είχε φθάσει σε πολύ βαθιά γεράματα.   Σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης του παραπάνω μύθου μας λέει ο Ρ. Γκρέιβς στο βιβλίο του Λευκή Θεά: "Ο μύθος του Τιθωνού και της Ηούς (Αυγής ή Αουρόρας) φαίνεται ότι προέρχεται από λανθασμένη ερμηνεία κάποιας ιερής απεικόνισης η οποία παρίστανε την Σελήνη-θεά πιασμένη χέρι-χέρι με τον Άδωνη, δίπλα στον ανατέλλοντα Ήλιο, σύμβολο της νιότης του και στο τζιτζίκι σύμβολο της καταστροφής που τον περίμενε."

Η Ηώ κυνηγάει τον Τιθωνό


Ένα ποίημα της Σαπφούς μας περιγράφει τον μύθο. Μας λέει ο φιλόλογος Σταύρος Γκιργκένης σχετικά:

"Το ποίημα αυτό της Σαπφούς ήταν ουσιαστικά άγνωστο μέχρι το 2004. Ως τότε κατείχαμε από πάπυρο που εξέδωσαν στις αρχές του 20ου οι Grenfell και Hunt (P. Oxy. 1787) τα δεύτερα μισά των στίχων. Το 2004 εκδόθηκαν άλλοι δύο πάπυροι (P. Köln 21351+21376), οι οποίοι μας επέτρεψαν να συμπληρώσουμε τα κενά και να έχουμε σχεδόν ακέραιο το ποίημα. Το ποίημα είναι γραμμένο σε ασκληπιάδειο μέτρο και οργανωμένο σε δίστιχα. Με βάση το μέτρο πρέπει να ανήκε στο 4ο βιβλίο της αλεξανδρινής έκδοσης.

Η Σαπφώ απευθύνεται στα μέλη του θιάσου της, νεαρές κοπέλες, και τις καλεί να συνεχίσουν τη σπουδή και την εξάσκηση της μουσικής και του χορού, ώστε να αποκτήσουν τα ωραία και ευγενή δώρα που χαρίζουν οι Μούσες στον καλλιεργημένο άνθρωπο. Η ίδια δεν μπορεί να τις ακολουθήσει στο χορό, επειδή έχει πια γεράσει. Ωστόσο αντιμετωπίζει το γήρας με φιλοσοφική διάθεση: κανένας άνθρωπος ποτέ δεν πρόκειται να αποφύγει την παρακμή του σώματος που φέρνουν τα γηρατειά."

Ας πάμε να το απολαύσουμε σε μετάφραση του ιδίου.

Το αρχαίο κείμενο:

ὔμμες πεδὰ Μοίσαν ἰ]οκ[ό]λπων κάλα δῶρα, παῖδες, σπουδάσδετε καὶ τὰ]ν φιλάοιδαν λιγύραν χελύνναν· ἔμοι δ’ ἄπαλον πρίν] ποτ’ [ἔ]οντα χρόα γῆρας ἤδη ἐπέλλαβε, λεῦκαι δ’ ἐγ]ένοντο τρίχες ἐκ μελαίναν· βάρυς δέ μ’ ὀ [θ]ῦμος πεπόηται, γόνα δ’ [ο]ὐ φέροισι, τὰ δή πότα λαίψηρ’ ἔον ὄρχησθ’ ἴσα νεβρίοισι. τὰ <μὲν> στεναχίσδω θαμέως· ἀλλὰ τί κεν ποείην; ἀγήραον ἄνθρωπον ἔοντ’ οὐ δύνατον γένεσθαι. καὶ γάρ π[ο]τα Τίτωνον ἔφαντο βροδόπαχυν Αὔων ἔρωι φ[υρ]άθεισαν βάμεν’ εἰς ἔσχατα γᾶς φέροισα[ν, ἔοντα [κ]άλον καὶ νέον, ἀλλ’ αὖτον ὔμως ἔμαρψε χρόνωι πόλιον γῆρας, ἔχ[ο]ντ’ ἀθανάταν ἄκοιτιν. 

Η μετάφραση: 

Εσείς για τα ωραία δώρα των πορφυρόντυτων Μουσών, παιδιά μου, να φροντίζετε και για τη λύρα, που αγαπά να τραγουδά, γεμάτη μελωδία. Μένα το δέρμα μου, απαλό που ήταν πριν, το γήρας πια το πρόφτασε και τα μαλλιά μου έγιναν από μαύρα άσπρα. Βάρυνε η ψυχή μου, τα γόνατα δε με βαστούν κι ας χόρευαν κάποτε γοργά σαν ελαφάκι. Συχνά γι’ όλα αυτά στενάζω. Μα τι μπορώ να κάνω; Να μην γεράσει ο άνθρωπος δεν γίνεται. Λένε πως κάποτε τον Τιθωνό ροδόχερη η Αυγή από έρωτα γεμάτη έφτασε κουβαλώντας τον στις εσχατιές της γης. Όμορφος ήτανε και νιος, όμως κι αυτόν στην ώρα τους τα γκρίζα γηρατειά τον πιάσανε, κι ας είχε αθάνατη γυναίκα.




Βιβλιογραφία : Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας της Δήμητρας Μήττα


Πηγή