Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Η ετυμολογία των ονομάτων των πόλεων των Αρχαίων Μακεδόνων

Το όνομα της πρωτεύουσας των Μακεδόνων, της Πέλλας, φαίνεται ότι συγγενεύει με το ουσιαστικό πέλλα, το οποίο παραδίδει ο λεξικογράφος Ησύχιος και το ερμηνεύει ως «λίθος». Με τη σειρά του το ουσιαστικό πέλλα μοιάζει να προέρχεται από την ίδια ρίζα με τη λέξη φελλεύς που σημαίνει «ανώμαλο, βραχώδες έδαφος». Υπήρχε ορεινή περιοχή Φελλεύς στην Αττική, από όπου παραγόταν το τοπικό Φελλείτης.

Επίσης η φελλία, φελλίς γῆ, φελλίον, φελλεών, όλα με τη σημασία του βραχώδους τόπου. Θηλυκό Φελλεῖς, περιοχή στην Αττική. Ο Ηρωδιανός επισημαίνει ότι το όνομα Φελλεύς δεν δηλώνει μόνο το όρος της Αττικής, αλλά κάθε βραχώδες ύψωμα που είναι κατάλληλο για ελαιοφυτία. Ο Παυσανίας αναφέρει έναν ποταμό Φελλία στην Λακωνία (= «ο πετρώδης ποταμός»). Ως όνομα πόλης το Πέλλα θα μπορούσε να δηλώνει την οχυρή τοποθεσία σε βραχώδες μέρος ή λόφο, γεγονός που θα εξηγούσε τα παρόμοια ονόματα πόλεων σε όλη την Ελλάδα: Πελλήνη, Πελλάνα, Παλλήνη κ.ά.


Έδεσσα


Η Έδεσσα, σημαντικότατη πόλη των Μακεδόνων, αλλά και κατά την βυζαντινή εποχή, έχει όνομα με γνήσια ελληνική ετυμολογία. Το όνομα προέρχεται από μια ρίζα που δηλώνει το νερό επομένως Έδεσσα είναι «η πόλη με τα νερά». Η ρίζα αυτή, όπως όλες οι αρχαίες ελληνικές ρίζες, παρουσιάζει μια ποικιλία παραλλαγών (πβ. το κλασικό παράδειγμα βάλλω, ἔβαλλον, ἔβαλον, βλῆμα, βολή, βέλος κ.ο.κ.). Για την πιο αρχαία και προϊστορική φάση της Ελληνικής μπορούν να υποτεθούν οι ακόλουθες ποικιλίες της ρίζας: aw- / awe- / awed- / awer- . Από τις βασικές αυτές μορφές και με μια σειρά άλλων παραλλαγών, φωνητικών μεταβολών, επεκτάσεων και μεταφορικών χρήσεων προκύπτει ένας τεράστιος αριθμός λέξεων, τις πιο ενδιαφέρουσες από τις οποίες θα δούμε παρακάτω:

Από awed- > aud- > ud- : ὕδρος και ὕδρα (αυτός που σχετίζεται με το νερό, μεταφορικά ζώο ή φίδι του νερού, πβ. Λερναία ύδρα και το όνομα του νησιού Ὕδρα), ἄν-υδρος (χωρίς νερό), ὕδωρ (γενική ὕδατος), ἐνυδρίς (ενυδρίδα, βίδρα), ὑδαρής/ὑδαρός (νερουλός), ὑδαλέος (νερουλός), ὕδερος (νερουλός) και ὕδρωψ, ὑδρία (αγγείο για νερό), ὑδράν ή ὑδράνη (αγγείο για καθαρτήριο νερό), ὑδρανός (ο εξαγνιστής των Ελευσινίων Μυστηρίων), ὕδνης (νερουλός), ὑδρηλός, ὑδρηρός, ὑδρώδης (όλα σημαίνουν «γεμάτος νερό»), ὑδραλής (νερόφιδο), ὕδνον (είδος μανιταριού = το νερουλό ή το χυμώδες), ἁλοσ-ύδνη (επίθετο της Αμφιτρίτης, συζύγου του Ποσειδώνα, και της Θέτιδας = «θαλασσινό νερό ή κάτι παρόμοιο»), η πόλη Καλ-υδών (με τα ωραία νερά) και πιθανότατα το νησί Κάλ-υμνος και Κάλ-υμνα (με αφομοίωση του δ σε μ, λόγω των ημιφώνων λ και ν που το περιβάλλουν), ὕδος (νερό). Μεθύδριον («ανάμεσα σε νερά», πόλη της Αρκαδίας), ο  Ὑδροῦς (πόλη στην Καλαβρία), ο Ὑδρών (όνομα μήνα = ο μήνας των νερών).

Με διαφορετική φωνητική εξέλιξη: από awed- > wed- > ed- : Ἔδεσσα από (<Wέδ-εσjα> Ἔδεσjα > Ἔδεσσα).

Στην ίδια ομάδα λέξεων, αλλά ξεκινώντας από τύπο awer-/awor-, ανήκουν πιθανότατα τα: οὐρέω/οὐρῶ (<awor-), οὖρον (τα ούρα), οὐρία (υδρόβιο πτηνό), ἄναυρος (χωρίς νερό, ξεροπόταμος), ἄερσα/ἀέρση/ἕρση/ἐέρση/ἔερσα/ἕρσα (δροσιά <awer-sa).

Τέλος, από το θέμα της γενικής ὕδατος προκύπτουν αναρίθμητες λέξεις (λ.χ. ὑδάτινος, ὑδατικός, ὑδατηρός και πάμπολλες ακόμη).



Πηγή