Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Αριστοτέλης – περί μέθης…

Οι φιλόσοφοι, με αφορμή την οινοποσία και το τελικό στάδιο αυτής, τη μέθη, ασχολήθηκαν με το ερώτημα, αν θα πρέπει να μεθάει ο σοφός. Η ερώτηση αυτή αποτελείται από δύο τμήματα, από τα οποία αναδεικνύεται η ηθική αρετή και κατά συνέπεια η φρόνηση και η παιδεία του σοφού.

Το ένα τμήμα αφορά στην ηθική ποιότητα,, δηλαδή το να πίνει ο σοφός, εφόσον αυτό είναι σύνηθες στα συμπόσια προς τιμή των θεών. Το άλλο τμήμα αφο­ρά στην ιδιάζουσα φύση του καλού πολίτη, που απασχό­λησε τον αριστοτελικό συλλογισμό. Ο αγαθός-καλός πολίτης δεν εμφανίζεται άφρων και συνεπώς δεν αρμόζει να πίνει υπερβολικά και να μεθάει, αλλά απλά να πίνει.

Η ερευνητική στοχοθεσία περί του ζητήματος ότι επι­τρέπεται να μεθάει ο σοφός επιχειρείται μέσα από τρία επιχειρήματα:

α. εφόσον ο σοφός επιτρέπεται να πίνει, είναι σαν να λέμε ότι επιτρέπεται και να μεθάει. Εξάλ­λου οι έννοιες «πιωμένος» και «μεθυσμένος» δε διαφέ­ρουν παρά μόνο στον ήχο.

β. Με βάση την παράδοση των προγόνων, οι οποίοι ακολουθούσαν μια συγκεκριμέ­νη διαδικασία για τις θυσίες αλλά και το χρόνο προσφο­ράς του ανόθευτου κρασιού, ανάλογα με τις περιστάσεις και όπως αρμόζει στην τάξη και χωρίς να διαπράττουν σφάλματα με τα λόγια ή τις πράξεις, στους σοφούς αρ­μόζει να πίνουν, καθώς είναι ικανοί και άξιοι να προσφέ­ρουν θυσίες, τις οποίες ολοκληρώνουν με οινοποσίες. Εί­ναι πρόδηλο ότι η ιδιαιτερότητα του σοφού στην οινοπο­σία και πολύ περισσότερο στο λεγόμενο «μεθύσι» εστιά­ζεται στην αυτοδέσμευση της συνείδησής του, που θέτει ως προϋπόθεση το μέτρο και ισοδυναμεί με την κυριαρ­χία του λογικού,

γ. Η ετυμολογία της λέξης «μέθη» αποδίδεται από ορισμένους φιλοσόφους όχι επειδή τελεί­ται μετά από τις θυσίες, αλλά επειδή αποτελεί αιτία για χαλάρωση της ψυχής. Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι υφίσταται ετερότητα ανάμεσα στο λογισμό του ανόητου και άφρονα ανθρώπου και στο λογισμό του σοφού, καθώς ο πρώτος με την οινοποσία παραδίνεται στη μέθη και στις άλογες πράξεις, ενώ ο δεύτερος παραδίνεται στην απόλαυση της άνεσης, στη χαρά και στην ευθυμία.

Ο σοφός, όταν πίνει, γίνεται νηφάλιος, αποκτά πνευματική ευφορία, την οποία εξωτερικεύει και η οποία συνοδεύεται από ένα αυτοσυναίσθημα αυτάρκειας και αγαλλίασης ως αποτέλεσμα της ηδονής από το μεθύσι, χωρίς όμως να χάνει την αυτοσυνειδησία του νου. Από την ανάλυση των ανωτέρω τριών επιχειρημάτων οδηγούνται οι φιλό­σοφοι στο συμπέρασμα ότι το να πίνει κάποιος δεν είναι μεμπτό, καθώς η απόλαυση του οίνου οδηγεί στη χαλά­ρωση, ενώ το μεθύσι στη φλυαρία.

Παράλληλα ο Αριστοτέλης αναφέρει ονόματα ανδρών, οι οποίοι περιορίζονταν στις αλμυρές τροφές, χωρίς να τρέπονται κατ’ ανάγκη στο ποτό. Στο σημείο αυτό επι­σημαίνει τη διαφορά ανάμεσα στο κυρίως φαγητό και στο επιδόρπιο, ξεχωρίζοντας μάλιστα ως ορεκτικό και επιδόρπιο το σύκο, το οποίο εξαίρουν οι αρχαίοι για την ιερότητα και τη χρησιμότητά του. Μετά το φαγητό ο Αριστοτέλης προβαίνει και σε μια σχετική διάκριση, που προσδιορίζει και το είδος του «μεθυσιού».

Συγκεκριμένα, αν το ποτό είναι από ζύθο (κριθάρι), αυτοί που το πίνουν νιώθουν ένα απλό νυσταγμό και πέφτουν ανάσκελα γέρ­νοντας προς τα πίσω το κεφάλι, ενώ όσοι πίνουν οίνο, επειδή νιώθουν βαρύ το κεφάλι, πέφτουν μπρούμυτα.

Στην ίδια γραμμή ο φιλόσοφος προβαίνει και σε μια άλ­λη πρόδηλη διαπίστωση, δηλαδή, όταν το κρασί είναι αρκετά ζεστό, μεθάει λιγότερο. Και εδώ όμως επισημαίνεται μια διαφορά ότι, όταν ο πότης είναι ηλικιωμένος, μεθάει πιο γρήγορα, διότι η θερμότητα στο εσωτερικό του είναι λιγότερη και ασθενέστερη. Ωστόσο και oι πιο νέοι μεθούν γρήγορα, διότι η θερμότητα στο εσωτερικό τους είναι μεγαλύτερη.

Ο Αριστοτέλης συνιστά τη μεσότητα, κατά την οποία η θερμότητα του σώματος θα είναι τέτοια, ώστε ούτε να είναι ελάχιστη ούτε υπερβολική. Η έλλειψη της μεσότη­τας οδηγεί αναγκαία στη μέθη, είτε αυτή εντοπίζεται στον ανθρώπινο οργανισμό, είτε στην ανθρώπινη συμπε­ριφορά. Ακολούθως, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναφέρεται και σε περιπτώσεις ζώων που μεθούν από οίνο.

Στο σημείο αυτό εντοπίζει το διαχωρισμό των αντίθετων ψυχολογικών καταστάσεων που προξενούνται από δύο διαφορετικά είδη οίνου, δηλαδή το αποκαλούμενο «σαμαγόρειο», όταν αναμιχθεί με νερό, προκαλεί μέθη.

Α­ντίθετα, το αποκαλούμενο «ροδιακό», το οποίο προσφέρεται στα συμπόσια, προκαλεί τέρψη, απόλαυση και με­θάει λιγότερο όχι μόνο εξαιτίας της θερμότητας του, αλλά και επειδή είναι αναμεμιγμένο με διάφορα μυρω­δικά που το καθιστούν πιο ελαφρύ, με αποτέλεσμα να διατηρείται νηφάλιο το πνεύμα, αλλά συγχρόνως να καταλύονται οι ερωτικές ορμές.

Από την ανωτέρω συνοπτική ανάλυση του περιεχομέ­νου του έργου αναφαίνεται ότι η κατεύθυνση της παρού­σας μελέτης εντάσσεται στην ψυχολογικο-ηθική ιδεολο­γία του Αριστοτέλη, δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνα­τότητα να κατανοήσει και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά από το είδος του οίνου αλλά και του φαγητού που θα επιλέξει.

Ο Αριστοτέλης, ανεξάρτητα από τις συνειδητές επιδιώξεις του, φαίνεται να επιχειρεί εδώ μια εκπαίδευ­ση του νου και της ψυχής μέσα από την ηδονική κατά­σταση της ευωχίας, και κυρίως της οινοποσίας, αφήνο­ντας να κατανοηθεί ότι μέσα από τη χαλάρωση της ψυ­χής και τη νηφαλιότητα του νου, που επιτυγχάνεται από την οινοποσία, απελευθερώνονται ακόμη και οι δυσεκπαίδευτες δυνάμεις της ψυχής.


Πηγή