Aν πάρει κάποιος αποσπασματικά την συγκεκριμένη φράση («Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας») από το κείμενο του Ισοκράτη, αυτό το νόημα θα βγάλει. Το πραγματικό νόημα όμως προκύπτει σε σχέση με τα συμφραζόμενα, δηλαδή διαβάζοντας ολόκληρη τη φράση. Και το νόημα που προκύπτει απ' αυτή, δεν είναι αυτό που πιστεύεται σήμερα.
Σε πολύ απλά ελληνικά, ο Ισοκράτης έκανε μια διαπίστωση (και όχι διακήρυξη ενός πιστεύω), πως οι ξένοι την εποχή εκείνη έφτασαν στο σημείο να θεωρούνται και να (αυτο)αποκαλούνται Έλληνες με βάση την ελληνική εκπαίδευση που αποκτούσαν και όχι με βάση το γένος.
Τα σκοπίμως παρεννοημένο κείμενο προέρχεται από τον Πανηγυρικό λόγο που απεύθυνε στους Αθηναίους. Το επίμαχο απόσπασμα είναι το ακόλουθο:
Δηλαδή:
«Είναι δε τόσο μεγάλη η απόσταση που χωρίζει την πολιτεία μας από τούς άλλους ανθρώπους ως προς την πνευματική ανάπτυξη και την τέχνη τού λόγου, ώστε οι μαθητές της έχουν γίνει διδάσκαλοι τών άλλων και κατόρθωσε ώστε το όνομα τών Ελλήνων να είναι σύμβολο όχι πλέον τής καταγωγής αλλά τής πνευματικής ανυψώσεως, και να ονομάζονται Έλληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την ίδια καταγωγή».
Μετάφραση: Μ. Πρωτοψάλτης, «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, Ι. Ζαχαρόπουλος».
Καθώς, η ακριβής απόδοση και το νόημα του αρχαίου κειμένου, έχουν γίνει αντικείμενο συζητήσεων (και ειδικότερα τα ρήματα «πεποίηκε» και «δοκεῖν»), αν και η ουσία δεν αλλάζει, κρίνεται χρήσιμο να δούμε και κάποιες άλλες εκδοχές και απόψεις.
«Ο Ισοκράτης αναφέρει βέβαια στον "Πανηγυρικό" του (380 π.Χ.) ότι η Αθήνα υπερέχει τόσο πολύ στην σκέψη και τον λόγο ώστε "οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας" (παρ. 50).
Ωστόσο με την φράση αυτή ο Ισοκράτης δεν θέλει να συμπεριλάβει (όπως υποστηρίχθηκε συχνά) στους Έλληνες και τους εξελληνισμένους αυτούς βαρβάρους, γιατί γι' αυτόν οι βάρβαροι, ιδιαίτερα οι Πέρσες, εξακολουθούσαν να είναι οι "φυσικοί" εχθροί των Ελλήνων (Πανηγ. παρ. 158, πρβλ. Παναθ. παρ. 163). Το νόημα της φράσεως είναι μάλλον ότι ο Ισοκράτης θεωρεί πραγματικούς Έλληνες μόνον τους Έλληνες εκείνους που είχαν λάβει αττική μόρφωση». Ulrich Wilcken (Γερμανός ιστορικός)
«Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας (η Αθήνα) τους υπόλοιπους ανθρώπους στη σκέψη και στο λόγο, ώστε οι μαθητές της έγιναν δάσκαλοι των άλλων, και το όνομα των Ελλήνων το έχει κάνει να φανερώνει όχι πλέον τη φυλή αλλά τη διάνοια, με αποτέλεσμα περισσότερο να αποκαλούνται Έλληνες αυτοί που μετέχουν στη δική μας παιδεία παρά στην κοινή καταγωγή».
«Τι λέει εδώ ο Ισοκράτης; Ότι πιο άξιοι να καλούνται Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ημετέρας παιδείας παρά όσοι έχουν ελληνική καταγωγή. Ο αλλοδαπός που έχει πάρει την ελληνική παιδεία αξίζει περισσότερο ν’ αποκαλείται Έλληνας απ’ ό,τι ο εκ φύσεως Έλληνας που την αγνοεί. Παναπεί, ο αριστούχος αλβανός είναι απόλυτα άξιος να αποκαλείται έλληνας και επομένως να φέρει την ελληνική σημαία, εφόσον το επιθυμεί. Έτσι λέει ο Ισοκράτης. Πιο άξιος μάλιστα από τα βλαστάρια μας που είναι σκράπες.
Ο Ισοκράτης το λέει. [...] Το «δοκώ» με απαρέμφατο έχει ακριβώς τη σημασία «νομίζομαι, θεωρούμαι», όπως λέει το Λίντελ Σκοτ (λ. δοκέω, ΙΙ.5) οι δοκούντες είναι τι=άνθρωποι που θεωρείται ότι είναι κάτι. Και πιο καθαρά, όταν λέει ο Δημοσθένης οι «δεδογμένοι ανδροφόνοι», εννοεί «οι ευρεθέντες ένοχοι ανθρωποκτονίας», όχι «αυτοί που φαίνονται φονιάδες αλλά δεν είναι» [...]». Νίκος Σαραντάκος (συγγραφέας)
Πηγή
Σε πολύ απλά ελληνικά, ο Ισοκράτης έκανε μια διαπίστωση (και όχι διακήρυξη ενός πιστεύω), πως οι ξένοι την εποχή εκείνη έφτασαν στο σημείο να θεωρούνται και να (αυτο)αποκαλούνται Έλληνες με βάση την ελληνική εκπαίδευση που αποκτούσαν και όχι με βάση το γένος.
Τα σκοπίμως παρεννοημένο κείμενο προέρχεται από τον Πανηγυρικό λόγο που απεύθυνε στους Αθηναίους. Το επίμαχο απόσπασμα είναι το ακόλουθο:
«Τοσοῦτον δ' ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ' οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας».
Δηλαδή:
«Είναι δε τόσο μεγάλη η απόσταση που χωρίζει την πολιτεία μας από τούς άλλους ανθρώπους ως προς την πνευματική ανάπτυξη και την τέχνη τού λόγου, ώστε οι μαθητές της έχουν γίνει διδάσκαλοι τών άλλων και κατόρθωσε ώστε το όνομα τών Ελλήνων να είναι σύμβολο όχι πλέον τής καταγωγής αλλά τής πνευματικής ανυψώσεως, και να ονομάζονται Έλληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την ίδια καταγωγή».
Μετάφραση: Μ. Πρωτοψάλτης, «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, Ι. Ζαχαρόπουλος».
Καθώς, η ακριβής απόδοση και το νόημα του αρχαίου κειμένου, έχουν γίνει αντικείμενο συζητήσεων (και ειδικότερα τα ρήματα «πεποίηκε» και «δοκεῖν»), αν και η ουσία δεν αλλάζει, κρίνεται χρήσιμο να δούμε και κάποιες άλλες εκδοχές και απόψεις.
«Ο Ισοκράτης αναφέρει βέβαια στον "Πανηγυρικό" του (380 π.Χ.) ότι η Αθήνα υπερέχει τόσο πολύ στην σκέψη και τον λόγο ώστε "οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας" (παρ. 50).
Ωστόσο με την φράση αυτή ο Ισοκράτης δεν θέλει να συμπεριλάβει (όπως υποστηρίχθηκε συχνά) στους Έλληνες και τους εξελληνισμένους αυτούς βαρβάρους, γιατί γι' αυτόν οι βάρβαροι, ιδιαίτερα οι Πέρσες, εξακολουθούσαν να είναι οι "φυσικοί" εχθροί των Ελλήνων (Πανηγ. παρ. 158, πρβλ. Παναθ. παρ. 163). Το νόημα της φράσεως είναι μάλλον ότι ο Ισοκράτης θεωρεί πραγματικούς Έλληνες μόνον τους Έλληνες εκείνους που είχαν λάβει αττική μόρφωση». Ulrich Wilcken (Γερμανός ιστορικός)
«Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας (η Αθήνα) τους υπόλοιπους ανθρώπους στη σκέψη και στο λόγο, ώστε οι μαθητές της έγιναν δάσκαλοι των άλλων, και το όνομα των Ελλήνων το έχει κάνει να φανερώνει όχι πλέον τη φυλή αλλά τη διάνοια, με αποτέλεσμα περισσότερο να αποκαλούνται Έλληνες αυτοί που μετέχουν στη δική μας παιδεία παρά στην κοινή καταγωγή».
«Τι λέει εδώ ο Ισοκράτης; Ότι πιο άξιοι να καλούνται Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ημετέρας παιδείας παρά όσοι έχουν ελληνική καταγωγή. Ο αλλοδαπός που έχει πάρει την ελληνική παιδεία αξίζει περισσότερο ν’ αποκαλείται Έλληνας απ’ ό,τι ο εκ φύσεως Έλληνας που την αγνοεί. Παναπεί, ο αριστούχος αλβανός είναι απόλυτα άξιος να αποκαλείται έλληνας και επομένως να φέρει την ελληνική σημαία, εφόσον το επιθυμεί. Έτσι λέει ο Ισοκράτης. Πιο άξιος μάλιστα από τα βλαστάρια μας που είναι σκράπες.
Ο Ισοκράτης το λέει. [...] Το «δοκώ» με απαρέμφατο έχει ακριβώς τη σημασία «νομίζομαι, θεωρούμαι», όπως λέει το Λίντελ Σκοτ (λ. δοκέω, ΙΙ.5) οι δοκούντες είναι τι=άνθρωποι που θεωρείται ότι είναι κάτι. Και πιο καθαρά, όταν λέει ο Δημοσθένης οι «δεδογμένοι ανδροφόνοι», εννοεί «οι ευρεθέντες ένοχοι ανθρωποκτονίας», όχι «αυτοί που φαίνονται φονιάδες αλλά δεν είναι» [...]». Νίκος Σαραντάκος (συγγραφέας)
Πηγή