Μετά τη Δηλιακή Συμμαχία, η αθηναϊκή ηγεμονία διαμορφωνόταν σε πανελλήνια δύναμη, κάτι που δεν άρεσε στα πατροπαράδοτα πολιτεύματα των πόλεων-κρατών. Έτσι, ο παραδοσιακός ελληνικός κόσμος από τη μια πλευρά (Πελοποννησιακή Συμμαχία) και η "νεωτερίζουσα" δημοκρατία από την άλλη (Αθηναϊκή Συμμαχία), συγκρούστηκαν στην ουσία για το ίδιο "ιδεώδες". Τη σύγκρουση των δύο μεγάλων ελληνικών δυνάμεων της εποχής του Χρυσού Αιώνα, των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, κατέγραψαν οι ιστορικοί Θουκυδίδης, Ξενοφών, Θεόπομπος ο Χίος, Κράτιππος, Ελλάνικος ο Λέσβιος, Έφορος ο Κυμαίος, Διόδωρος Σικελιώτης, Ιουστίνος, Φίλιστος, Τίμαιος ο Ταυρομενίτης και άλλοι.
Από όλους αυτούς, ο πρώτος έγραψε την αξιόλογη στρατιωτική ιστορία, παραθέτοντας επίσημα έγγραφα, στοιχεία διπλωματικής ιστορίας, συνθήκες και συμμαχίες. Ο πόλεμος άρχισε το 431 π.Χ. και κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια. Το επίκεντρό του ήταν η Στερεά Ελλάδα, αλλά οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε όλη την Ελλάδα και τις αποικίες της: στο Αιγαίο, στις ακτές της Μικράς Ασίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, και δυτικά στο Ιόνιο Πέλαγος, στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία.
Ο πόλεμος άρχισε τον Μάρτιο ή Απρίλιο του 431 π.X. με την εισβολή ενός αποσπάσματος 300-400 Θηβαίων στις Πλαταιές. Στη μάχη που έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας, το απόσπασμα αποδεκατίστηκε και ο κύριος όγκος του θηβαϊκού στρατού που έφτασε την άλλη μέρα αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Οι Πλαταιείς σκότωσαν αμέσως τους 180 αιχμαλώτους, χωρίς τη συγκατάθεση των Αθηναίων συμμάχων τους. Οι τελευταίοι, σαν αντίποινα, αποφάσισαν τη σύλληψη των Βοιωτών που βρίσκονταν στην Αττική. Ένα μήνα αργότερα, οι Πελοποννήσιοι με τον Αρχίδαμο εισβάλλουν στην Αττική και καταλαμβάνουν τις Αχαρνές, τον μεγαλύτερο αγροτικό δήμο της Αττικής. Ακολούθησαν λεηλασίες και μικροσυμπλοκές μεταξύ του ιππικού των Βοιωτών και του ιππικού των Αθηναίων, οι οποίοι προτίμησαν να κλειστούν στα τείχη τους.
Πριν αποχωρήσουν οι Σπαρτιάτες από την Αττική, οι Αθηναίοι με τη βοήθεια των Κερκυραίων οργάνωσαν ναυτική δύναμη με 100 αθηναϊκές και 50 κερκυραϊκές τριήρεις στις οποίες επέβαιναν 1.000 οπλίτες και 400 τοξότες. Απέκλεισαν τα πελοποννησιακά και άλλα συμμαχικά προς τους Σπαρτιάτες παράλια και συγκρούστηκαν με τους εχθρούς τους στη Μεθώνη, στον Αστακό της Ακαρνανίας, στην Κεφαλληνία, στο Θρόνιο της Λοκρίδας, στα Μέγαρα και αλλού.
Στο τέλος του χρόνου εκφωνείται από τον Περικλή ο επιτάφιος λόγος προς τιμήν των νεκρών του πρώτου χρόνου.. Τον επόμενο χρόνο οι Πελοποννήσιοι εισβάλλουν ξανά και παραμένουν σαράντα μέρες στην Αττική προκαλώντας καταστροφές στην ύπαιθρο. Αναγκάζονται να αποχωρήσουν γιατί η επιδημία που ενέσκηψε, προκάλεσε τον θάνατο του ενός τρίτου του πληθυσμού της Αττικής.
Οι απώλειες του στρατού αριθμούνται σε 4.400 οπλίτες και 300 ιππείς. Εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων με 4.000 οπλίτες και 300 ιππείς, με αρχηγούς τον Άγνωνα και τον Κλεόπομπο, επιχείρησε κα καταλάβει την Ποτίδαια. Καταγράφεται η απώλεια 1.050 ανδρών του στρατού του Άγνωνα. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, οι Σπαρτιάτες στέλνουν πρεσβεία στον Πέρση βασιλιά, για να ζητήσουν τη συμμαχία και την οικονομική βοήθειά του. Οι πρεσβευτές συλλαμβάνονται από τον γιο του βασιλιά της Θράκης Σάδοκο, που τιμητικά του είχε αποδοθεί ο τίτλος του Αθηναίου πολίτη και παραδίδονται στου Αθηναίους πρεσβευτές της Θράκης. Μεταφέρονται στην Αθήνα και ρίχνονται σε ένα βάραθρο. Την πράξη τους αυτή οι Αθηναίοι την παρουσίασαν σαν αντίποινα προς τους Σπαρτιάτες, που έριχναν στον γκρεμό τους Αθηναίους αιχμαλώτους και τους συμμάχους τους.
Tην άνοιξη του 429 π.X.ο Αρχίδαμος εισβάλλει και πολιορκεί τις Πλαταιές. Στην πολιορκία αυτή, που κράτησε πάνω από δυόμισι χρόνια, κάνει την εμφάνισή της η στρατιωτική τεχνολογία των δυο μεγάλων δυνάμεων. Πολιορκητικοί πύργοι, φλογοβόλα και πυρπολικά μηχανήματα, τειχιστική, υπονομευτική τέχνη, πιο ευέλικτα όπλα και άλλα. Στο τέλος (428 π.Χ.), μετά από ηρωική έξοδο, η μισή φρουρά κατάφερε να διαφύγει και να φτάσει στην Αθήνα. Οι υπόλοιποι, 200 Πλαταιείς και 25 Αθηναίοι, παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν από τους Σπαρτιάτες σε μια παρωδία δίκης. Στη συνέχεια οι Θηβαίοι κατέσκαψαν κυριολεκτικά την πόλη που συμβόλιζε τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών.
Οι Αθηναίοι στη Χαλκιδική (429 π.Χ.): Οι Αθηναίοι εισβάλλουν στη Χαλκιδική με 2.000 οπλίτες και 200 ιππείς. Η δύναμη αυτή κινήθηκε εναντίον της οχυρωμένης πόλης των Βοττιαίων, Σπαρτώλου. Σε μια πρώτη φάση της μάχης οι Αθηναίοι οπλίτες νίκησαν, αλλά στη συνέχεια υπέκυψαν στην ανωτερότητα των αντιπάλων τους, οι οποίοι παρέταξαν ευέλικτα σχήματα με ιππείς και ελαφρά οπλισμένους πελταστές. Τη νέα αυτή στρατιωτική τακτική εφάρμοσαν αργότερα οι στρατηγοί των Αθηναίων Ιφικράτης και Χαβρίας. Οι απώλειες των Αθηναίων ήταν 400 άνδρες και οι τρεις στρατηγοί τους.
Αντίβαρο στις ενέργειες των Αθηναίων ήταν η εκστρατεία 1.000 Σπαρτιατών οπλιτών στην Ακαρνανία, οι οποίοι με τη βοήθεια 3.000 συμμάχων τους (Ανακτορίων, Χαόνων και Μακεδόνων) προσπάθησαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα των Ακαρνάνων. Οι τελευταίοι διέλυσαν τους Χάονες και τους Ορέστες, αναγκάζοντας τους Σπαρτιάτες σε αναδίπλωση. Στη σύγκρουση αυτή, καθώς και στη ναυμαχία των στόλων των δυο μεγάλων δυνάμεων που έγινε στην Πάτρα, με περιφανή νίκη των Αθηναίων, δεν καταγράφονται οι απώλειες από τους ιστορικούς.
Ωστόσο, η καταβύθιση της σπαρτιατικής ναυαρχίδας και η αιχμαλωσία άλλων δώδεκα πλοίων μαρτυρεί μεγάλες απώλειες των Πελοποννησίων και των συμμάχων τους Κορινθίων. Δεύτερη ναυμαχία των δυο αντιπάλων έξω από τη Ναύπακτο είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυση του πελοποννησιακού στόλου, που τον αποτελούσαν 77 τριήρεις.
Η αποστασία της Μυτιλήνης (428 π.Χ.): Το καλοκαίρι του 428, οι Σπαρτιάτες έπεισαν την ολιγαρχική κυβέρνηση της Μυτιλήνης να αποστατήσει από την αθηναϊκή συμμαχία. Αμέσως οι Αθηναίοι έστειλαν δύναμη 1.000 ανδρών να καταστείλει την εξέγερση και ταυτόχρονα έκαναν γενική επίθεση κατά των πελοποννησιακών παραλίων με 250 τριήρεις. Τελικά η Μυτιλήνη παραδόθηκε στους Αθηναίους και οι υποκινητές της αποστασίας εκτελέστηκαν. Κατά τον Θουκυδίδη ο αριθμός τους ανέρχεται σε 1.000.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κέρκυρα (428-425 π.Χ.): Σε αυτή τη χρονική περίοδο, κι ενώ όλα έδειχναν ότι η μεγάλη αντιπαράθεση των Σπαρτιατών και των Αθηναίων θα τελείωνε, οι εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων αναζωπυρώθηκαν. Οι αριστοκρατικοί της Κέρκυρας, επωφελούμενοι από τα γεγονότα της Μυτιλήνης, προσπάθησαν να επαναφέρουν την πόλη τους στην ουδετερότητα, με σκοπό να επωφεληθούν από τον πόλεμο κυνηγώντας τα μεγάλα εμπορικά κέρδη. Οι δημοκρατικοί ήθελαν να αναλάβουν έντονη δράση στο πλευρό των Αθηναίων. Ο εμφύλιος γενικεύτηκε με την προσέλευση 800 μισθοφόρων Ηπειρωτών στο πλευρό των ολιγαρχικών και τη ναυτική σύγκρουση των δυο μεγάλων δυνάμεων.
Ο αθηναϊκός στόλος παρέταξε 12 αθηναϊκές τριήρεις και 60 κερκυραϊκές, ενώ στη διάρκεια της σύγκρουσης προστέθηκαν άλλες 60 του κύριου αθηναϊκού στόλου. Έναντι αυτών, η Πελοποννησιακή Συμμαχία παρέταξε 60 τριήρεις. Η υπεροχή των Αθηναίων και το μένος των δημοκρατικών υπερίσχυσαν των αντιπάλων τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη σύγκρουση αυτή έγινε μια από τις φρικιαστικότερες σφαγές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Σφαγές, πυρπολήσεις, λεηλασίες, ακρωτηριασμοί και εκτελέσεις. Για επτά ολόκληρες μέρες, γράφει ο Θουκυδίδης, οι δημοκρατικοί έσφαζαν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς, με την κατηγορία ότι ήθελαν να καταλύσουν τη δημοκρατία.
Η μεγάλη σφαγή της Κέρκυρας έδωσε αφορμή στον Θουκυδίδη να περιγράψει τα φρικτά αποτελέσματα του εμφυλίου πολέμου και να εκφράσει τον σκεπτικισμό του για την ανθρώπινη φύση. Πεντακόσιοι αριστοκρατικοί που διέφυγαν στην Ήπειρο επέστρεψαν και κατέλαβαν μια μικρή περιοχή. Μετά από δυο χρόνια παραδόθηκαν στους Αθηναίους με τον όρο να δικαστούν κανονικά. Οι Αθηναίοι ωστόσο τους παρέδωσαν στους δημοκρατικούς, οι οποίοι τους εκτέλεσαν χωρίς οίκτο.
Η ανάγκη των Αθηναίων να κρατήσουν την Κέρκυρα ήταν μεγάλης σημασίας, γιατί ήθελαν να τη χρησιμοποιήσουν σαν βάση για την επέκταση του πολέμου στη Σικελία. Πράγματι, η πρώτη αθηναϊκή εκστρατεία (427-425 π.Χ.) έγινε στο δεύτερο έτος του εμφυλίου της Κέρκυρας
Ο πόλεμος επεκτάθηκε και οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας άρχισαν τις συγκρούσεις. Συρακούσιοι, Επιζεφύριοι Λοκροί, Ρηγίνοι, Μεσσήνιοι και άλλοι αλληλοσκοτώνονταν συμμαχώντας ανάλογα, είτε με τους Αθηναίους είτε με τους Πελοποννησίους. Την ίδια περίοδο (το καλοκαίρι του 426 π.Χ.) ελαφρά οπλισμένοι Αιτωλοί προκάλεσαν βαριές απώλειες στον αθηναϊκό στρατό που διεξήγαγαν επιχειρήσεις στην Αιτωλία.
Οι "Θερμοπύλες" της Σφακτηρίας (425 π.Χ.): Στα μέτωπα της Πελοποννήσου, η κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους οδήγησε σε αντιπερισπασμό τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι κατέλαβαν τη Σφακτηρία με φρουρά 420 ανδρών και ειλώτων που τους υπηρετούσαν. Η Σφακτηρία αλώθηκε μετά από 72 μέρες, με ενδιάμεση ανακωχή 20 ημερών. Ο Αθηναίος στρατηγός Κλέων, που δήλωσε πως με λιγότερους από χίλιους άνδρες θα εξόντωνε στους Σπαρτιάτες ή θα τους έσερνε σιδηροδέσμιους στην Αθήνα, κράτησε την υπόσχεσή του. Επιχείρησε απόβαση με μικρά τμήματα των 200 ανδρών και κατέλαβε τα υψώματα του νησιού σφυροκοπώντας τους Σπαρτιάτες. Εκείνοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και κατέφυγαν νικημένοι στο βόρειο άκρο του νησιού σε ένα παλιό οχυρό. Όμως οι Αθηναίοι, με ένα απόσπασμα ελαφρά οπλισμένο, πέτυχαν να περάσουν από αρκετά δύσβατα και, και για τον λόγο αυτό, αφύλακτα μονοπάτια και να βρεθούν στα νώτα των Σπαρτιατών, που βρέθηκαν έτσι κυκλωμένοι από παντού.
Στα γραπτά του, ο Θουκυδίδης παραβάλλει τη θέση των Σπαρτιατών με τη θέση του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες: "Οι Λακεδαιμόνιοι άρχισαν να βάλλονται και από τις δυο μεριές και, για να συγκριθούν μικρά με μεγάλα γεγονότα ("ως μικρών μεγάλα εικάσαι"), βρέθηκαν στην ίδια θέση που είχαν βρεθεί στις Θερμοπύλες". Τότε οι Πέρσες τους κύκλωσαν από κρυφό μονοπάτι και τους σκότωσαν όλους. Τώρα έχοντας να αντιμετωπίσουν διπλή επίθεση, ζήτησαν τη συμβουλή από την ηγεσία τους που βρισκόταν σε χερσαίο έδαφος. Η απάντηση που πήραν ήταν διφορούμενη: "Οι Λακεδαιμόνιοι σας καλούν να αποφασίσετε για την τύχη σας, χωρίς να κάνετε τίποτε το ατιμωτικό". Μετά από αυτή την απάντηση παραδόθηκαν, αλλά η πράξη τους αυτή, που ήταν αντίθετη προς τις αρχές και τα ιδεώδη της Σπάρτης, προκάλεσε κατάπληξη στο πανελλήνιο. Οι 420 οπλίτες μαζί με τον αρχηγό τους μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και φυλακίστηκαν.
Το πάθος για την τελική επικράτηση οδήγησε τους αντιπάλους σε ενέργειες που κάθε άλλο παρά τιμούσαν την προϊστορία τους. Έφτασαν στο σημείο να προσεγγίζουν φιλικά τους Πέρσες, προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους. Ένα χρόνο μετά τα γεγονότα της Σφακτηρίας, οι Σπαρτιάτες ξαναέστειλαν πρέσβεις στην Περσία προσπαθώντας να πετύχουν συμμαχία και οικονομική ενίσχυση από τους Πέρσες, γιατί δυσκολεύονταν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Το ίδιο όμως έκαναν και οι Αθηναίοι, οι οποίοι υπέγραψαν με τον Δαρείο Β' συνθήκη αιώνιας φιλίας.
Επιχειρήσεις κατά των Μεγάρων (425 π.Χ.).
Τον ίδιο χρόνο, κύρια δύναμη του αθηναϊκού στρατού, με 4.000 οπλίτες και 600 ιππείς, επιχείρησε κατά των Μεγάρων. Οι Μεγαρείς, με τη βοήθεια του στρατηγού των Σπαρτιατών Βρασίδα, ο οποίος διέθεσε 2.700 Κορίνθιους οπλίτες, 400 Φλειάσιους, 600 Σικυώνιους, 2.000 Βοιωτούς οπλίτες και 600 ιππείς, ανάγκασαν τους 4.000 οπλίτες και 600 ιππείς του αθηναϊκού στρατού να αποσυρθούν. Η αποφυγή της σύγκρουσης ενεθάρρυνε τους ολιγαρχικούς των Μεγάρων, οι οποίοι, σε μια παρωδία δίκης με συνοπτικές διαδικασίες, σκότωσαν 100 δημοκρατικούς.
Η μάχη του Δηλίου (424 π.Χ.): Στη μάχη του Δηλίου, ανατολικά της Τανάγρας, συγκρούστηκαν οι Βοιωτοί με τους Αθηναίους. Οι αντίπαλοι στρατοί παρέταξαν από 7.000 οπλίτες και πάνω από 10.000 ψιλούς και πελταστές ο καθένας. Ο Βοιωτάρχης αρχιστράτηγος Παγώνδας επιτέθηκε πρώτος, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά την τακτική της "λοξής φάλαγγας". Η δεξιά πτέρυγα των Βοιωτών, που ήταν παρατεταγμένη σε μεγάλο βάθος, διέλυσε την αριστερή πτέρυγα των Αθηναίων, ενώ η αριστερή πτέρυγα και το κέντρο των Βοιωτών νικήθηκαν στην αρχή από τον αθηναϊκό στρατό. Η έγκαιρη όμως επέμβαση δυο ιλών του βοιωτικού και του λοκρικού ιππικού, έτρεψε σε άτακτη φυγή τους Αθηναίους, που σώθηκαν από ολοκληρωτική καταστροφή γιατί η καταδίωξη σταμάτησε εξαιτίας της νύχτας.
Οι νεκροί ήταν 1.000 Αθηναίοι οπλίτες και πολλοί ψιλοί και στο άλλο στρατόπεδο 500 Βοιωτοί οπλίτες. Στους νεκρούς των Αθηναίων ήταν και ο στρατηγός τους Ιπποκράτης, ανιψιός του Περικλή. Δεκαεπτά μέρες μετά τη μάχη αυτή, οι Βοιωτοί κυρίευσαν και το αθηναϊκό φρούριο του Δηλίου. Εκει σκοτώθηκαν λίγοι ακόμα Αθηναίοι και συνελήφθησαν και 200 αιχμάλωτοι.
Η πρώτη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία ενέπνευσε τον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα να μεταφέρει τον πόλεμο στις απομακρυσμένες κτήσεις τους στη Μακεδονία. Στην αρχή του πολέμου, οι Σπαρτιάτες υποκινούσαν επαναστάσεις κατά των Αθηναίων στην ευρύτερη περιοχή. Η παρουσία του Βρασίδα στη Μακεδονία είχε σαν αποτέλεσμα κι άλλη αθηναϊκή ήττα, με σχετικές απώλειες μαχίμων και αμάχων. Όλες οι κτήσεις των Αθηναίων και τα χρυσοφόρα ορυχεία του Παγγαίου πέρασαν στην Πελοποννησιακή Συμμαχία. Η καταστροφή στο Δήλιο και η απώλεια των μακεδονικών κτήσεων είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην Αθήνα.
Οι υπεύθυνοι στρατηγοί, δίκαια ή άδικα, καταδικάστηκαν. Μεταξύ αυτών και ο ιστορικός Θουκυδίδης, που ήταν ένας από τους στρατηγούς στο μακεδονικό μέτωπο. Τότε υπογράφηκε και η πρώτη ανακωχή από την αρχή του πολέμου (το Μάρτιο του 423 π.Χ.), που στην ουσία δεν εφαρμόστηκε καθόλου. Στις νέες συγκρούσεις των αντιπάλων στη Μακεδονία, δυο ικανότατοι στρατηγοί, ο Σπαρτιάτης Βρασίδας και ο νικητής της μάχης της Σφακτηρίας Κλέων, ηγήθηκαν στην αιματοχυσία που ακολούθησε.
Ο Κλέων, που είχε ορκιστεί να αποκαταστήσει το γόητρο των Αθηναίων ανακτώντας τα χαμένα εδάφη, συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Βρασίδα στη μεγάλη μάχη της Αμφίπολης (422 π.Χ.). Εκεί αντιπαρατάχθηκαν οι δυο μεγάλες δυνάμεις, 10.000 Έλληνες περίπου, για να λύσουν το "μακεδονικό" της εποχής. Τη δύναμη των Αθηναίων αποτελούσαν 1.200 οπλίτες, 300 ιππείς και 3.000 στρατιώτες των συμμαχικών πόλεων. Αντίστοιχη ήταν και η δύναμη των Σπαρτιατών με 2.000 οπλίτες, 300 ιππείς και 2.500 πελταστές και ιππείς των συμμαχικών τους πόλεων. Στη διαφαινόμενη ήττα, οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι.
Οι απώλειές τους ήταν 600 νεκροί και, ανάμεσά τους, ο ίδιος ο Κλέων. Οι Σπαρτιάτες είχαν μόλις επτά νεκρούς. Την τύχη του Κλέωνα είχε και ο στρατηγός των Σπαρτιατών Βρασίδας, που πέθανε μαθαίνοντας πως νίκησε.
Τον Απρίλιο του 421 π.Χ. υπογράφηκε νέα συνθήκη ειρήνης. Όμως οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών, Μεγαρείς, Κορίνθιοι, Αργείοι και άλλοι αντιδρούσαν στην ειρήνη με διάφορα προσχήματα. Για παράδειγμα οι Βοιωτοί, που μετά τη νίκη τους στο Δήλιο δημιούργησαν μια τέλεια στρατιωτική μηχανή, επεδίωκαν να αναλάβουν την ηγεμονία της Ελλάδας, πράγμα που θα ήταν πιο εύκολο αν συνεχιζόταν ο πόλεμος.
Παρά τη συνθήκη Αθήνας και Σπάρτης, μια νέα πελοποννησιακή συμμαχία (Αργείων και Κορινθίων) κατά των Σπαρτιατών συνέχισε την αιματοχυσία. Οι Αργείοι ήθελαν να αναλάβουν την ηγεμονία ολόκληρης της Πελοποννήσου. Στην αντιπαράθεση αυτή οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αριθμούσαν περίπου 20.000 άνδρες, έναντι 16.000 περίπου του αντίπαλου συνασπισμού, στον οποίο απέστειλαν και οι Αθηναίοι 1.300 άνδρες. Στην αποφασιστική μάχη της Μαντινείας (418 π.Χ.), που νίκησαν οι Σπαρτιάτες, η αντίπαλη παράταξη μέτρησε 1.100 νεκρούς, (700 Αργείοι, Ορνεάτες και Κλεωναίοι, 200 Μαντινείς και 200 Αθηναίοι και Αιγινήτες ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι στρατηγοί Λάχης και Νικόστρατος).
Μετά τη νίκη τους, οι Σπαρτιάτες έστησαν τρόπαιο και συνέλεξαν τους νεκρούς τους που τους μετέφεραν στην Τεγέα και τους έθαψαν. Τους νεκρούς της αντίπαλης παράταξης πρώτα τους σκύλεψαν και μετά τους παρέδωσαν στους εχθρούς τους για να τους θάψουν. Οι Σπαρτιάτες δεν ανακοίνωσαν ποτέ τις απώλειές τους, που κατά τον Θουκυδίδη φτάνουν τους 300 άνδρες.
Μετά τη μάχη της Μαντινείας, αναζωπυρώνονται οι συγκρούσεις μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών σε όλες σχεδόν τις πελοποννησιακές πόλεις. Στο Άργος, το 416 π.Χ. εκτελούνται 300 ολιγαρχικοί. Τον επόμενο χρόνο οι Αθηναίοι κάνουν νέες επιχειρήσεις στη Χαλκιδική και στη Μήλο (415 π.Χ.), όπου μετά από πολύμηνη πολιορκία κατασφάζονται όλοι οι ενήλικοι κάτοικοι του νησιού.
Η μεγάλη σφαγή των Συρακουσών (415-413 π.Χ.): Η εμφάνιση του Αλκιβιάδη στον πολιτικό χώρο συνδέεται με τη μεγάλη καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία. Το τραγικό σε αυτή τη σύρραξη είναι η μεταφορά του εμφυλίου πολέμου της μητροπολιτικής Ελλάδας στον αποικιακό χώρο. Εκεί η αιματοχυσία μεταξύ των Ελλήνων πήρε μεγάλες διαστάσεις.
Πεπειραμένοι στρατηγοί και βετεράνοι οπλίτες, συνεπικουρούμενοι από νέες στρατιωτικές μονάδες με ευέλικτα σχήματα και νέα αντίληψη των πολεμικών επιχειρήσεων, "έβαλαν φωτιά" στον εύφλεκτο χώρο των πλούσιων αποικιών τους. Στη σύγκρουση των δυο μεγάλων πολεμικών μηχανών, της Αθήνας και της Σπάρτης, οι άποικοι σύμμαχοί τους, και από τα δυο στρατόπεδα, διέθεσαν τα νέα οπλικά συστήματα των οπλουργών τους (καταπέλτες, πολυβόλες μηχανές, πολιορκητικούς πύργους, αρπάγες και άλλα), που αποδείχθηκαν φονικά όπλα. Μάλιστα παρατηρήθηκε το φαινόμενο της σύγχυσης στις συγκρούσεις, αφού οι Δωριείς και των δύο παρατάξεων είχαν σχεδόν τον ίδιο πολεμικό παιάνα, με αποτέλεσμα να συγκρούονται φιλικές μονάδες μεταξύ τους.
Στην πρώτη επιχείρηση κατά των Συρακουσών, 50 Αθηναίοι και 260 Συρακούσιοι έπεσαν νεκροί. Ακολούθησε αθηναϊκή ήττα στην ξηρά και καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στη θάλασσα. Η ναυμαχία ήταν βιαιότατη και οι απώλειες και των δυο παρατάξεων μεγάλες. Συρακούσιοι περισυνέλεξαν τα ναυάγια και τους νεκρούς κι έστησαν τρόπαιο.
Οι Αθηναίοι, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου, ούτε που σκέφτηκαν τους νεκρούς τους. Το μόνο που επιζητούσαν ήταν η φυγή, που μετά από οκτώ μέρες μεταβλήθηκε σε πλήρη καταστροφή και διάλυση. Τις δραματικές στιγμές της υποχώρησης περιγράφει ο Θουκυδίδης ως εξής: "Εγκαταλείποντας το στρατόπεδο, ένιωθε ο καθένας, μεγάλη κατάθλιψη για τα όσα έβλεπε και τα όσα σκεπτόταν. Καθώς οι νεκροί ήταν άταφοι, όταν κανείς αναγνώριζε έναν σύντροφο, τον έπιανε μεγάλη λύπη και φόβος και όσοι έμεναν πίσω ζωντανοί, οι τραυματίες και οι άρρωστοι, ήταν για τους ζωντανούς πολύ πιο αξιολύπητοι, πιο αξιοθρήνητοι κι από τους νεκρούς.
Ξεσπούσαν σε θρήνους και σε ικεσίες και σκορπούσαν την αγωνία σε όσους έφευγαν και ζητούσαν να τους πάρουν μαζί, φωνάζοντας όσους έβλεπαν από τους φίλους και τους συντρόφους τους. Αρπάζονταν από τους συντρόφους τους, καθώς αυτοί έφευγαν, και σέρνονταν πίσω τους όσο μπορούσαν. Όταν, εξαντλημένοι, δεν είχαν πια θέληση και δυνάμεις, έπεφταν και με κλάματα επικαλούνταν τους θεούς".
Τη στιγμή εκείνη, που η αθηναϊκή στρατιά εγκατέλειπε τις Συρακούσες, αριθμούσε ακόμα περισσότερους από 40.000 άνδρες. Xωρίστηκαν σε δυο τμήματα, τα οποία διοικούσαν οι στρατηγοί Δημοσθένης και Νικίας. Η υποχώρηση, κάτω από το εχθρικό σφυροκόπημα, κράτησε οκτώ μέρες και η καταστροφή ήταν τεράστια. Το τμήμα του Δημοσθένη υποχώρησε σχετικά άτακτα και διαλύθηκε την έκτη μέρα. Η τύχη του Νικία και των ανδρών του ήταν δραματική. Υποχωρώντας οι στρατιώτες, πεινασμένοι και διψασμένοι, έφτασαν στον ποταμό Ασσίναρο.
Ενώ τα βέλη έπεφταν βροχή και τα νερά του ποταμού κοκκίνισαν από το αίμα, αυτοί προσπαθούσαν να ξεδιψάσουν. Η έκταση της σφαγής ήταν ανυπολόγιστη. Οι νεκροί είχαν συσσωρευτεί μέσα στην κοίτη. Η εικόνα ήταν δραματική. Ο Νικίας, προκειμένου να αποφύγει το μένος των Συρακουσίων, παραδόθηκε στον Σπαρτιάτη στρατηγό Γύλιππο.
Οι συνολικές απώλειες, μετά και τη μεγάλη αυτή σφαγή (16 Σεπτεμβρίου 413 π.Χ.), που κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη έφτασαν τους 18.000 άνδρες, δείχνει το μέγεθος της μεγαλύτερης από τις καταστροφές που υπέστη μέχρι τότε ελληνικός στρατός και μάλιστα από Έλληνες.
Οι στρατηγοί των Αθηναίων εκτελέστηκαν, ενώ 7.000 αιχμάλωτοι σύρθηκαν σε καταναγκαστικά έργα, στα λατομεία των Συρακουσών. Από τον συνολικό όγκο της αθηναϊκής στρατιάς (42.000-55.000 άνδρες) ελάχιστοι επέστρεψαν στην πόλη. Η ατυχής εκστρατεία εξάντλησε οικονομικά και πολιτικά την πόλη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τους Σπαρτιάτες να πολιορκούν την Αττική με βάση τους την οχυρωμένη Δεκέλεια, οι Αθηναίοι καλούνταν να αγωνιστούν πλέον για την ελευθερία τους.
Η καταστροφή στη Σικελία ήταν μόνο ένα μέρος της ελληνικής αιματοχυσίας του "Χρυσού Aιώνα". Στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν, οι Αθηναίοι εξέλεξαν μια δεκαμελή επιτροπή κοινής σωτηρίας, τους Προβούλους, οι οποίοι εξουσιοδοτήθηκαν να προτείνουν τα μέτρα που θα έσωζαν την πόλη. Οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τις περιοχές της Αττικής, ενώ στα μικρασιατικά παράλια άρχιζαν οι αποστασίες. Μάλιστα το 412 π.Χ. οι Σπαρτιάτες πέτυχαν συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες και συμμάχησαν μαζί τους εναντίον των Αθηναίων. Στη Σάμο οι δημοκρατικοί εξουδετέρωσαν τους ολιγαρχικούς και κατέλαβαν την εξουσία μόνοι τους, προσφέροντας έτσι σπουδαία βάση στους Αθηναίους για τη συνέχιση του αλληλοσπαραγμού.
Στις αλλεπάλληλες συγκρούσεις που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή των μικρασιατικών παραλίων, από τον Ελλήσποντο ώς τη Ρόδο, όπου οι μισές πόλεις αποστάτησαν, τα ελληνικά φύλα αιμορραγούσαν, προς όφελος του περσικού παράγοντα. Σε ένα χαρακτηριστικό εδάφιο του Θουκυδίδη, που αναφέρεται στη σύγκρουση των αντιπάλων συνασπισμών στη Μίλητο, διακρίνονται: η δράση του περσικού παράγοντα που οφειλόταν στην ανίερη συμμαχία των Σπαρτιατών μαζί τους, το μένος των αντιπάλων, η εκδικητικότητα των Συρακουσίων και η θλιβερή εικόνα της πολεμικής αντιπαράθεσης Ελλήνων εναντίον Ελλήνων και μάλιστα κάτω από ξένη "διαιτησία":
"Κατά το τέλος του ίδιου θέρους, έφτασαν από την Αθήνα στη Σάμο 1.000 Αθηναίοι οπλίτες και 1.500 Αργείοι, από τους οποίους οι 500 ήταν ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι) και εφοδιάστηκαν από τους Αθηναίους με βαρύ οπλισμό.
Ο στρατός αυτός με 48 πλοία, μεταξύ των οποίων ήταν και οπλιταγωγά, κάτω από την αρχηγία του Φρυνίχου, του Ονομακλή και του Σκιρωνίδη, μεταφέρθηκε από τη Σάμο στη Μίλητο, όπου και στρατοπέδευσε. Από την πόλη βγήκαν 800 Μιλήσιοι οπλίτες, οι Πελοποννήσιοι του Χαλκιδέα, καθώς και μισθοφορικό σώμα του Τισσαφέρνη και ο ίδιος ο Τισσαφέρνης, που έτυχε να βρίσκεται εκεί με το ιππικό του και άρχισε η σύγκρουση.
Οι Αργείοι προέλασαν με τις δυνάμεις τους αμέσως και επετέθησαν κατά της πτέρυγας των Μιλησίων, υποτιμώντας αυτούς σαν Ίωνες και σαν ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν. Όμως νικήθηκαν από αυτούς και έχασαν σχεδόν 300 άνδρες. Οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πελοποννησίους και μετά απώθησαν τους μισθοφόρους και το υπόλοιπο άτακτο πλήθος. Δεν κατόρθωσαν όμως να συγκρουστούν με τους Μιλησίους γιατί αυτοί, αφού έτρεψαν σε φυγή τους Αργείους και είδαν ότι οι άλλες παρατάξεις τους διαλύθηκαν, υποχώρησαν και κλείστηκαν στην πόλη. Και συνέβη στη μάχη αυτή οι Ίωνες και των δύο στρατών να νικήσουν τους Δωριείς.
Γιατί και οι Αθηναίοι νίκησαν τους απέναντί τους Πελοποννήσιους και οι Μιλήσιοι τους Αργείους. Αφού έστησαν τρόπαιο οι Αθηναίοι, άρχισαν να ετοιμάζονται για την κατασκευή τείχους, κατά μήκος του ισθμού, ο οποίος χωρίζει την πόλη από τη στεριά, νομίζοντας ότι αν γίνουν κύριοι της Μιλήτου, οι υπόλοιπες πόλεις θα επανέλθουν εύκολα στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Στο σημείο αυτό βρίσκονταν τα πράγματα, όταν κατά το απόγευμα έμαθαν ότι από στιγμή σε στιγμή καταφθάνουν τα από την Πελοπόννησο και τη Σικελία προερχόμενα 55 εχθρικά πλοία. Από αυτά, 20 έστελναν οι Συρακούσιοι και δυο οι Σελινούντιοι".
Στον Ελλήσποντο, στη ναυμαχία της Κυζίκου (410 π.Χ.), οι Αθηναίοι κατέστρεψαν ολόκληρο τον πελοποννησιακό στόλο. Στη μάχη της Εφέσου, ένα χρόνο αργότερα, έπεσαν 400 Αθηναίοι οπλίτες κάτω από την οργανωμένη άμυνα της πόλης στην οποία συμμετείχαν και Συρακούσιοι στρατιώτες. Μάλιστα οι Αθηναίοι, κατά την υποχώρησή τους και ενώ έπλεαν προς τη Λέσβο, συνέλαβαν τέσσερα πλοία των Συρακουσίων. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στα λατομεία του Πειραιά, όπως ακριβώς συνέβη και με τους Αθηναίους αιχμαλώτους στις Συρακούσες.
Στη ναυμαχία των Αργινουσών (406 π.Χ.), τη μεγαλύτερη που έγινε μέχρι τότε μεταξύ των Ελλήνων, οι Σπαρτιάτες έχασαν 69 πλοία και οι Αθηναίοι 25. Η ναυμαχία έγινε κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και οι απώλειες ήταν μεγάλες αφού λίγοι μόνο κατόρθωσαν να σωθούν, κολυμπώντας προς την ξηρά. Ωστόσο, οκτώ από τους στρατηγούς που οδήγησαν τον αθηναϊκό στόλο στη νίκη κατηγορήθηκαν ότι δεν φρόντισαν να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Οι έξι καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν ενώ οι δύο αυτοεξορίστηκαν πριν συλληφθούν.
Μετά την καταστροφή στις Αργινούσες, οι Σπαρτιάτες ναυπήγησαν νέο στόλο εμμένοντας στη συνέχιση του πολέμου, όπως ακριβώς και οι Αθηναίοι. Η τελική αναμέτρηση έγινε στους Αιγός Ποταμούς, στα στενά του Ελλησπόντου, σε ένα μικρό χωριό που ήταν απέναντι από τη Λάμψακο. Το μέρος ήταν ακατάλληλο. Το λιμάνι υποτυπώδες και δεν υπήρχε κοντά άλλη πόλη από την οποία θα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα της επιμελητείας. Σύμφωνα με τα γραπτά του Ξενοφώντος, ο Αλκιβιάδης, βλέποντας τους Αθηναίους να πηγαίνουν για τρόφιμα στη Σηστό, που απείχε 15 στάδια, τους πρότεινε να ναυλοχήσουν εκεί αλλά δεν εισακούστηκε.
Έτσι οι στρατιώτες απομακρύνονταν τακτικά προς τα διάφορα χωριά της περιοχής. Ο Λύσανδρος παρακολουθούσε με κατασκόπους τις κινήσεις του αθηναϊκού στόλου. Την πέμπτη μέρα από τότε που στάθμευσε ο Αδείμαντος, διέταξε τους κατασκόπους του, μόλις αντιληφθούν την έξοδο των Αθηναίων προς την ενδοχώρα, να γυρίσουν πίσω και στη μέση του πλου να τους κάνουν το προκαθορισμένο σήμα.
Έτσι ο αθηναϊκός στόλος κυριεύθηκε αιφνιδιαστικά και καταστράφηκε. Μόνο εφτά πλοία μαζί με τον στρατηγό Κόνωνα διασώθηκαν και έφτασαν στην Κύπρο. Oλόκληρος ο Aθηναϊκός στόλος (170 πλοία), καθώς και περισσότεροι από 3.000 αιχμάλωτοι, μεταφέρθηκαν στη Λάμψακο, όπου εκτυλίχθηκε και το τελευταίο δράμα της εμφύλιας αιματοχυσίας.
Ο νικητής Λύσανδρος μεταβίβασε στους εφόρους της Σπάρτης τις ειδήσεις και μετά ζήτησε τη γνώμη των συμμάχων του για την τύχη των αιχμαλώτων. Οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών αναφέρθηκαν σε πολλές πράξεις των Αθηναίων, για τις οποίες ζητούσαν εκδίκηση. Επικαλέστηκαν μάλιστα ένα ψήφισμα, με το οποίο οι Αθηναίοι, για να περιορίσουν την προθυμία ανδρών από διάφορες πόλεις να κατατάσσονται σαν μισθοφόροι στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, όριζε ότι, αν τους συνελλάμβαναν αιχμαλώτους, θα τους έκοβαν το δεξί χέρι. Αναφέρθηκε επίσης ότι ο στρατηγός των Αθηναίων Φιλοκλής, που τώρα ήταν αιχμάλωτος, παλαιότερα είχε ρίξει στη θάλασσα τους άνδρες δύο πλοίων, ενός των Κορινθίων κι ενός των Ανδρίων, τα οποία είχε κυριεύσει.
Μετά από αυτές τις καταγγελίες, σκότωσαν όλους τους αιχμαλώτους. Μάλιστα, τον Φιλοκλή τον άφησαν και άταφο για την πράξη του εκείνη. Ο στρατηγός Αδείμαντος, όμως, είχε αντιταχθεί στο ψήφισμα των Αθηναίων. Για τον λόγο αυτό οι Σπαρτιάτες δεν τον εκτέλεσαν. Μάλιστα ο Ξενοφών γράφει ότι κατηγορήθηκε από τους Αθηναίους πως "πρόδωσε τα πλοία". Η ίδια πληροφορία διασταυρώνεται και από άλλες πηγές, όπως ο Παυσανίας που γράφει ότι οι Σπαρτιάτες "είχαν εξαγοράσει κι άλλους από τους Αθηναίους στρατηγούς, καθώς και τον Αδείμαντο".
Αλλά και στη βιογραφία του ίδιου του Αλκιβιάδη αναφέρεται το ίδιο. Γράφει εκεί ο Πλούταρχος ότι, βλέποντας ο Αλκιβιάδης τον Αδείμαντο και τους άλλους στρατηγούς να μην παίρνουν προφυλακτικά μέτρα, υποπτεύθηκε πως το έκαναν επίτηδες γιατί ήταν προδότες.
Τελικά οι Λακεδαιμόνιοι πολιόρκησαν την Αθήνα από ξηρά και θάλασσα, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης άνευ όρων. Οι Βοιωτοί, οι Κορίνθιοι, και οι άλλοι σύμμαχοι των Σπαρτιατών ζήτησαν εξανδραποδισμό των Αθηναίων. Όμως οι Σπαρτιάτες αναγνώρισαν τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Αθηναίοι κατά των Περσών και αποφάσισαν διαφορετικά: περιορίστηκαν στην κατεδάφιση των Μακρών Tειχών, την παράδοση του αθηναϊκού στόλου (εκτός από λίγα πλοία), την απομάκρυνση των φρουρών από όλες τις πόλεις, την επιστροφή των φυγάδων στην Αθήνα και την υποχρέωση των Αθηναίων να τους ακολουθούν κατά ξηρά και θάλασσα σε περίπτωση πολέμου.
Τα αποτελέσματα της μεγαλύτερης σύγκρουσης μεταξύ των Ελλήνων ήταν ανάλογη της διάρκειας και της εκδικητικότητας των αντιπάλων. Οι Σπαρτιάτες ανέτρεψαν τα αρχικά σχέδια των Αθηναίων και τους έφθειραν με την πάροδο του χρόνου αντί να φθαρούν οι ίδιοι. Όταν μάλιστα απέκτησαν στόλο ικανό, ώστε να μπορούν να αναμετρηθούν με τους Αθηναίους και στη θάλασσα, στέρησαν τους αντιπάλους τους από πολλές συμμάχους πόλεις και τους έδωσαν το τελειωτικό πλήγμα στους Αιγός Ποταμούς. Αλλά αυτό το πέτυχαν αφού δέχτηκαν τόν περσικό χρυσό, παραμερίζοντας όμως το πανελλήνιο φρόνημά τους για έναν ιδιόμορφο πατριωτισμό και εισάγοντας έτσι έναν ξένο παράγοντα στα ελληνικά πράγματα. Οι Πέρσες σατράπες έγιναν με αυτό τον τρόπο διαιτητές του εμφύλιου σπαραγμού των Ελλήνων και οι Σπαρτιάτες όργανα του Πέρση βασιλιά, συνάπτοντας μαζί του συμφωνίες ατιμωτικές για Σπαρτιάτες και Έλληνες.
Η νίκη των συντηρητικών ήταν, όπως συμβαίνει συχνά, "Πύρρεια", γιατί ο πόλεμος κατέστρεψε την κοινωνική και ηθική βάση των αριστοκρατικών ιδανικών. Η αριστοκρατική τάξη αποδεκατίστηκε είτε κατά τις εμφύλιες στάσεις, όπου τα μέλη της ήταν τα κυριότερα θύματα, είτε κατά τις μάχες, όπου σαν οπλίτες έπεφταν στην πρώτη γραμμή. Περισσότερο όμως ο πόλεμος έφθειρε την παραδοσιακή πραότητα που στηριζόταν στους θρησκευτικούς φραγμούς και στα "των Ελλήνων νόμιμα".
Ορισμένα στοιχεία, όπως οι αλλεπάλληλες σπαρτιατικές πρωτοβουλίες για την κατάπαυση του πολέμου, δείχνουν ότι πολλοί ήταν εκείνοι που στη Σπάρτη διέβλεπαν πόσο θανάσιμη για τους παραδοσιακούς θεσμούς ήταν η συνέχιση του αγώνα. Οι προσπάθειες όμως αυτές απέτυχαν και ο πόλεμος παρατάθηκε για 27 χρόνια. Ξαπλώθηκε μάλιστα σε όλες τις περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες, ενώ αντιπαρατάσσονταν όλο καί μεγαλύτερες δυνάμεις. Έτσι, η Ελλάδα έφτασε σε τέτoια κατάπτωση ώστε στάθηκε αδύνατο να ξαναβρεί την αρμονική συνοχή που την οδήγησε στους θριάμβους των Περσικών Πολέμων.
Η αυτονομία των πόλεων είχε καταλυθεί ανεπανόρθωτα και η κοινωνική δομή διασαλεύθηκε. Έτσι η νίκη των Σπαρτιατών ήταν συνάμα και ήττα των ιδανικών για τα οποία οι ίδιοι αγωνίστηκαν τόσο σκληρά. Τα αφοσιωμένα στους Αθηναίους δημοκρατικά καθεστώτα αντικατέστησαν Σπαρτιάτες αρμοστές και τυραννικές δεκαρχίες που κυβέρνησαν χωρίς τον ελάχιστο σεβασμό για "τους πατρίους νόμους" των Ελλήνων.
Κατά τη μακρόχρονη αυτή πανελλήνια σύρραξη, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ουσιαστικά εμφύλιος πόλεμος Ελλήνων εναντίον Ελλήνων, έβλαψε πάνω από όλα την Ελλάδα, γιατί έφθειρε τις ζωτικές δυνάμεις και τις αξίες του Ελληνισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Θουκυδίδης "Ιστορίες", Ξενοφών "Ελληνικά", Διόδωρος Σικελιώτης "Ιστορική Βιβλιοθήκη", Πολύβιος "Ιστορίες", Παυσανίας "Ελλάδος Περιήγησις", Πλούταρχος "Βίοι Παράλληλοι" (22 βιβλία, όπως "Θεμιστοκλής", "Κίμων", "Αλέξανδρος", "Αριστείδης" και άλλα), Πολύαινος "Στρατηγήματα", Έφορος "Αποσπάσματα" και "Αποσπάσματα" άλλων ιστορικών όπως Θεόπομπος ο Χίος, Κράτιππος, Ελλάνικος ο Λέσβιος, Ιουστίνος ο Φίλιστος, Τίμαιος ο Ταυρομενίτης (Fragmenta Historicorum Graecorum).
ΓIΩPΓOΣ XAPAΛAMΠOΠOYΛOΣ
Πηγή
Από όλους αυτούς, ο πρώτος έγραψε την αξιόλογη στρατιωτική ιστορία, παραθέτοντας επίσημα έγγραφα, στοιχεία διπλωματικής ιστορίας, συνθήκες και συμμαχίες. Ο πόλεμος άρχισε το 431 π.Χ. και κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια. Το επίκεντρό του ήταν η Στερεά Ελλάδα, αλλά οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε όλη την Ελλάδα και τις αποικίες της: στο Αιγαίο, στις ακτές της Μικράς Ασίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, και δυτικά στο Ιόνιο Πέλαγος, στη Σικελία και στη Νότια Ιταλία.
Oι Θηβαίοι στις Πλαταιές
Ο πόλεμος άρχισε τον Μάρτιο ή Απρίλιο του 431 π.X. με την εισβολή ενός αποσπάσματος 300-400 Θηβαίων στις Πλαταιές. Στη μάχη που έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας, το απόσπασμα αποδεκατίστηκε και ο κύριος όγκος του θηβαϊκού στρατού που έφτασε την άλλη μέρα αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Οι Πλαταιείς σκότωσαν αμέσως τους 180 αιχμαλώτους, χωρίς τη συγκατάθεση των Αθηναίων συμμάχων τους. Οι τελευταίοι, σαν αντίποινα, αποφάσισαν τη σύλληψη των Βοιωτών που βρίσκονταν στην Αττική. Ένα μήνα αργότερα, οι Πελοποννήσιοι με τον Αρχίδαμο εισβάλλουν στην Αττική και καταλαμβάνουν τις Αχαρνές, τον μεγαλύτερο αγροτικό δήμο της Αττικής. Ακολούθησαν λεηλασίες και μικροσυμπλοκές μεταξύ του ιππικού των Βοιωτών και του ιππικού των Αθηναίων, οι οποίοι προτίμησαν να κλειστούν στα τείχη τους.
Πριν αποχωρήσουν οι Σπαρτιάτες από την Αττική, οι Αθηναίοι με τη βοήθεια των Κερκυραίων οργάνωσαν ναυτική δύναμη με 100 αθηναϊκές και 50 κερκυραϊκές τριήρεις στις οποίες επέβαιναν 1.000 οπλίτες και 400 τοξότες. Απέκλεισαν τα πελοποννησιακά και άλλα συμμαχικά προς τους Σπαρτιάτες παράλια και συγκρούστηκαν με τους εχθρούς τους στη Μεθώνη, στον Αστακό της Ακαρνανίας, στην Κεφαλληνία, στο Θρόνιο της Λοκρίδας, στα Μέγαρα και αλλού.
Στο τέλος του χρόνου εκφωνείται από τον Περικλή ο επιτάφιος λόγος προς τιμήν των νεκρών του πρώτου χρόνου.. Τον επόμενο χρόνο οι Πελοποννήσιοι εισβάλλουν ξανά και παραμένουν σαράντα μέρες στην Αττική προκαλώντας καταστροφές στην ύπαιθρο. Αναγκάζονται να αποχωρήσουν γιατί η επιδημία που ενέσκηψε, προκάλεσε τον θάνατο του ενός τρίτου του πληθυσμού της Αττικής.
Οι απώλειες του στρατού αριθμούνται σε 4.400 οπλίτες και 300 ιππείς. Εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων με 4.000 οπλίτες και 300 ιππείς, με αρχηγούς τον Άγνωνα και τον Κλεόπομπο, επιχείρησε κα καταλάβει την Ποτίδαια. Καταγράφεται η απώλεια 1.050 ανδρών του στρατού του Άγνωνα. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, οι Σπαρτιάτες στέλνουν πρεσβεία στον Πέρση βασιλιά, για να ζητήσουν τη συμμαχία και την οικονομική βοήθειά του. Οι πρεσβευτές συλλαμβάνονται από τον γιο του βασιλιά της Θράκης Σάδοκο, που τιμητικά του είχε αποδοθεί ο τίτλος του Αθηναίου πολίτη και παραδίδονται στου Αθηναίους πρεσβευτές της Θράκης. Μεταφέρονται στην Αθήνα και ρίχνονται σε ένα βάραθρο. Την πράξη τους αυτή οι Αθηναίοι την παρουσίασαν σαν αντίποινα προς τους Σπαρτιάτες, που έριχναν στον γκρεμό τους Αθηναίους αιχμαλώτους και τους συμμάχους τους.
Φλογοβόλα και πυρπολικά
Tην άνοιξη του 429 π.X.ο Αρχίδαμος εισβάλλει και πολιορκεί τις Πλαταιές. Στην πολιορκία αυτή, που κράτησε πάνω από δυόμισι χρόνια, κάνει την εμφάνισή της η στρατιωτική τεχνολογία των δυο μεγάλων δυνάμεων. Πολιορκητικοί πύργοι, φλογοβόλα και πυρπολικά μηχανήματα, τειχιστική, υπονομευτική τέχνη, πιο ευέλικτα όπλα και άλλα. Στο τέλος (428 π.Χ.), μετά από ηρωική έξοδο, η μισή φρουρά κατάφερε να διαφύγει και να φτάσει στην Αθήνα. Οι υπόλοιποι, 200 Πλαταιείς και 25 Αθηναίοι, παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν από τους Σπαρτιάτες σε μια παρωδία δίκης. Στη συνέχεια οι Θηβαίοι κατέσκαψαν κυριολεκτικά την πόλη που συμβόλιζε τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών.
Οι Αθηναίοι στη Χαλκιδική (429 π.Χ.): Οι Αθηναίοι εισβάλλουν στη Χαλκιδική με 2.000 οπλίτες και 200 ιππείς. Η δύναμη αυτή κινήθηκε εναντίον της οχυρωμένης πόλης των Βοττιαίων, Σπαρτώλου. Σε μια πρώτη φάση της μάχης οι Αθηναίοι οπλίτες νίκησαν, αλλά στη συνέχεια υπέκυψαν στην ανωτερότητα των αντιπάλων τους, οι οποίοι παρέταξαν ευέλικτα σχήματα με ιππείς και ελαφρά οπλισμένους πελταστές. Τη νέα αυτή στρατιωτική τακτική εφάρμοσαν αργότερα οι στρατηγοί των Αθηναίων Ιφικράτης και Χαβρίας. Οι απώλειες των Αθηναίων ήταν 400 άνδρες και οι τρεις στρατηγοί τους.
Αντίβαρο στις ενέργειες των Αθηναίων ήταν η εκστρατεία 1.000 Σπαρτιατών οπλιτών στην Ακαρνανία, οι οποίοι με τη βοήθεια 3.000 συμμάχων τους (Ανακτορίων, Χαόνων και Μακεδόνων) προσπάθησαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα των Ακαρνάνων. Οι τελευταίοι διέλυσαν τους Χάονες και τους Ορέστες, αναγκάζοντας τους Σπαρτιάτες σε αναδίπλωση. Στη σύγκρουση αυτή, καθώς και στη ναυμαχία των στόλων των δυο μεγάλων δυνάμεων που έγινε στην Πάτρα, με περιφανή νίκη των Αθηναίων, δεν καταγράφονται οι απώλειες από τους ιστορικούς.
Ωστόσο, η καταβύθιση της σπαρτιατικής ναυαρχίδας και η αιχμαλωσία άλλων δώδεκα πλοίων μαρτυρεί μεγάλες απώλειες των Πελοποννησίων και των συμμάχων τους Κορινθίων. Δεύτερη ναυμαχία των δυο αντιπάλων έξω από τη Ναύπακτο είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυση του πελοποννησιακού στόλου, που τον αποτελούσαν 77 τριήρεις.
Η αποστασία της Μυτιλήνης (428 π.Χ.): Το καλοκαίρι του 428, οι Σπαρτιάτες έπεισαν την ολιγαρχική κυβέρνηση της Μυτιλήνης να αποστατήσει από την αθηναϊκή συμμαχία. Αμέσως οι Αθηναίοι έστειλαν δύναμη 1.000 ανδρών να καταστείλει την εξέγερση και ταυτόχρονα έκαναν γενική επίθεση κατά των πελοποννησιακών παραλίων με 250 τριήρεις. Τελικά η Μυτιλήνη παραδόθηκε στους Αθηναίους και οι υποκινητές της αποστασίας εκτελέστηκαν. Κατά τον Θουκυδίδη ο αριθμός τους ανέρχεται σε 1.000.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κέρκυρα (428-425 π.Χ.): Σε αυτή τη χρονική περίοδο, κι ενώ όλα έδειχναν ότι η μεγάλη αντιπαράθεση των Σπαρτιατών και των Αθηναίων θα τελείωνε, οι εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων αναζωπυρώθηκαν. Οι αριστοκρατικοί της Κέρκυρας, επωφελούμενοι από τα γεγονότα της Μυτιλήνης, προσπάθησαν να επαναφέρουν την πόλη τους στην ουδετερότητα, με σκοπό να επωφεληθούν από τον πόλεμο κυνηγώντας τα μεγάλα εμπορικά κέρδη. Οι δημοκρατικοί ήθελαν να αναλάβουν έντονη δράση στο πλευρό των Αθηναίων. Ο εμφύλιος γενικεύτηκε με την προσέλευση 800 μισθοφόρων Ηπειρωτών στο πλευρό των ολιγαρχικών και τη ναυτική σύγκρουση των δυο μεγάλων δυνάμεων.
Ο αθηναϊκός στόλος παρέταξε 12 αθηναϊκές τριήρεις και 60 κερκυραϊκές, ενώ στη διάρκεια της σύγκρουσης προστέθηκαν άλλες 60 του κύριου αθηναϊκού στόλου. Έναντι αυτών, η Πελοποννησιακή Συμμαχία παρέταξε 60 τριήρεις. Η υπεροχή των Αθηναίων και το μένος των δημοκρατικών υπερίσχυσαν των αντιπάλων τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη σύγκρουση αυτή έγινε μια από τις φρικιαστικότερες σφαγές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Σφαγές, πυρπολήσεις, λεηλασίες, ακρωτηριασμοί και εκτελέσεις. Για επτά ολόκληρες μέρες, γράφει ο Θουκυδίδης, οι δημοκρατικοί έσφαζαν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς, με την κατηγορία ότι ήθελαν να καταλύσουν τη δημοκρατία.
Η μεγάλη σφαγή της Κέρκυρας έδωσε αφορμή στον Θουκυδίδη να περιγράψει τα φρικτά αποτελέσματα του εμφυλίου πολέμου και να εκφράσει τον σκεπτικισμό του για την ανθρώπινη φύση. Πεντακόσιοι αριστοκρατικοί που διέφυγαν στην Ήπειρο επέστρεψαν και κατέλαβαν μια μικρή περιοχή. Μετά από δυο χρόνια παραδόθηκαν στους Αθηναίους με τον όρο να δικαστούν κανονικά. Οι Αθηναίοι ωστόσο τους παρέδωσαν στους δημοκρατικούς, οι οποίοι τους εκτέλεσαν χωρίς οίκτο.
Η ανάγκη των Αθηναίων να κρατήσουν την Κέρκυρα ήταν μεγάλης σημασίας, γιατί ήθελαν να τη χρησιμοποιήσουν σαν βάση για την επέκταση του πολέμου στη Σικελία. Πράγματι, η πρώτη αθηναϊκή εκστρατεία (427-425 π.Χ.) έγινε στο δεύτερο έτος του εμφυλίου της Κέρκυρας
Ο πόλεμος επεκτάθηκε και οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας άρχισαν τις συγκρούσεις. Συρακούσιοι, Επιζεφύριοι Λοκροί, Ρηγίνοι, Μεσσήνιοι και άλλοι αλληλοσκοτώνονταν συμμαχώντας ανάλογα, είτε με τους Αθηναίους είτε με τους Πελοποννησίους. Την ίδια περίοδο (το καλοκαίρι του 426 π.Χ.) ελαφρά οπλισμένοι Αιτωλοί προκάλεσαν βαριές απώλειες στον αθηναϊκό στρατό που διεξήγαγαν επιχειρήσεις στην Αιτωλία.
Οι "Θερμοπύλες" της Σφακτηρίας (425 π.Χ.): Στα μέτωπα της Πελοποννήσου, η κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους οδήγησε σε αντιπερισπασμό τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι κατέλαβαν τη Σφακτηρία με φρουρά 420 ανδρών και ειλώτων που τους υπηρετούσαν. Η Σφακτηρία αλώθηκε μετά από 72 μέρες, με ενδιάμεση ανακωχή 20 ημερών. Ο Αθηναίος στρατηγός Κλέων, που δήλωσε πως με λιγότερους από χίλιους άνδρες θα εξόντωνε στους Σπαρτιάτες ή θα τους έσερνε σιδηροδέσμιους στην Αθήνα, κράτησε την υπόσχεσή του. Επιχείρησε απόβαση με μικρά τμήματα των 200 ανδρών και κατέλαβε τα υψώματα του νησιού σφυροκοπώντας τους Σπαρτιάτες. Εκείνοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και κατέφυγαν νικημένοι στο βόρειο άκρο του νησιού σε ένα παλιό οχυρό. Όμως οι Αθηναίοι, με ένα απόσπασμα ελαφρά οπλισμένο, πέτυχαν να περάσουν από αρκετά δύσβατα και, και για τον λόγο αυτό, αφύλακτα μονοπάτια και να βρεθούν στα νώτα των Σπαρτιατών, που βρέθηκαν έτσι κυκλωμένοι από παντού.
Στα γραπτά του, ο Θουκυδίδης παραβάλλει τη θέση των Σπαρτιατών με τη θέση του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες: "Οι Λακεδαιμόνιοι άρχισαν να βάλλονται και από τις δυο μεριές και, για να συγκριθούν μικρά με μεγάλα γεγονότα ("ως μικρών μεγάλα εικάσαι"), βρέθηκαν στην ίδια θέση που είχαν βρεθεί στις Θερμοπύλες". Τότε οι Πέρσες τους κύκλωσαν από κρυφό μονοπάτι και τους σκότωσαν όλους. Τώρα έχοντας να αντιμετωπίσουν διπλή επίθεση, ζήτησαν τη συμβουλή από την ηγεσία τους που βρισκόταν σε χερσαίο έδαφος. Η απάντηση που πήραν ήταν διφορούμενη: "Οι Λακεδαιμόνιοι σας καλούν να αποφασίσετε για την τύχη σας, χωρίς να κάνετε τίποτε το ατιμωτικό". Μετά από αυτή την απάντηση παραδόθηκαν, αλλά η πράξη τους αυτή, που ήταν αντίθετη προς τις αρχές και τα ιδεώδη της Σπάρτης, προκάλεσε κατάπληξη στο πανελλήνιο. Οι 420 οπλίτες μαζί με τον αρχηγό τους μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και φυλακίστηκαν.
Συνθήκες με τους Πέρσες
Το πάθος για την τελική επικράτηση οδήγησε τους αντιπάλους σε ενέργειες που κάθε άλλο παρά τιμούσαν την προϊστορία τους. Έφτασαν στο σημείο να προσεγγίζουν φιλικά τους Πέρσες, προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους. Ένα χρόνο μετά τα γεγονότα της Σφακτηρίας, οι Σπαρτιάτες ξαναέστειλαν πρέσβεις στην Περσία προσπαθώντας να πετύχουν συμμαχία και οικονομική ενίσχυση από τους Πέρσες, γιατί δυσκολεύονταν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Το ίδιο όμως έκαναν και οι Αθηναίοι, οι οποίοι υπέγραψαν με τον Δαρείο Β' συνθήκη αιώνιας φιλίας.
Επιχειρήσεις κατά των Μεγάρων (425 π.Χ.).
Τον ίδιο χρόνο, κύρια δύναμη του αθηναϊκού στρατού, με 4.000 οπλίτες και 600 ιππείς, επιχείρησε κατά των Μεγάρων. Οι Μεγαρείς, με τη βοήθεια του στρατηγού των Σπαρτιατών Βρασίδα, ο οποίος διέθεσε 2.700 Κορίνθιους οπλίτες, 400 Φλειάσιους, 600 Σικυώνιους, 2.000 Βοιωτούς οπλίτες και 600 ιππείς, ανάγκασαν τους 4.000 οπλίτες και 600 ιππείς του αθηναϊκού στρατού να αποσυρθούν. Η αποφυγή της σύγκρουσης ενεθάρρυνε τους ολιγαρχικούς των Μεγάρων, οι οποίοι, σε μια παρωδία δίκης με συνοπτικές διαδικασίες, σκότωσαν 100 δημοκρατικούς.
Η μάχη του Δηλίου (424 π.Χ.): Στη μάχη του Δηλίου, ανατολικά της Τανάγρας, συγκρούστηκαν οι Βοιωτοί με τους Αθηναίους. Οι αντίπαλοι στρατοί παρέταξαν από 7.000 οπλίτες και πάνω από 10.000 ψιλούς και πελταστές ο καθένας. Ο Βοιωτάρχης αρχιστράτηγος Παγώνδας επιτέθηκε πρώτος, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά την τακτική της "λοξής φάλαγγας". Η δεξιά πτέρυγα των Βοιωτών, που ήταν παρατεταγμένη σε μεγάλο βάθος, διέλυσε την αριστερή πτέρυγα των Αθηναίων, ενώ η αριστερή πτέρυγα και το κέντρο των Βοιωτών νικήθηκαν στην αρχή από τον αθηναϊκό στρατό. Η έγκαιρη όμως επέμβαση δυο ιλών του βοιωτικού και του λοκρικού ιππικού, έτρεψε σε άτακτη φυγή τους Αθηναίους, που σώθηκαν από ολοκληρωτική καταστροφή γιατί η καταδίωξη σταμάτησε εξαιτίας της νύχτας.
Οι νεκροί ήταν 1.000 Αθηναίοι οπλίτες και πολλοί ψιλοί και στο άλλο στρατόπεδο 500 Βοιωτοί οπλίτες. Στους νεκρούς των Αθηναίων ήταν και ο στρατηγός τους Ιπποκράτης, ανιψιός του Περικλή. Δεκαεπτά μέρες μετά τη μάχη αυτή, οι Βοιωτοί κυρίευσαν και το αθηναϊκό φρούριο του Δηλίου. Εκει σκοτώθηκαν λίγοι ακόμα Αθηναίοι και συνελήφθησαν και 200 αιχμάλωτοι.
O Bρασίδας στη Mακεδονία
Η πρώτη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία ενέπνευσε τον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα να μεταφέρει τον πόλεμο στις απομακρυσμένες κτήσεις τους στη Μακεδονία. Στην αρχή του πολέμου, οι Σπαρτιάτες υποκινούσαν επαναστάσεις κατά των Αθηναίων στην ευρύτερη περιοχή. Η παρουσία του Βρασίδα στη Μακεδονία είχε σαν αποτέλεσμα κι άλλη αθηναϊκή ήττα, με σχετικές απώλειες μαχίμων και αμάχων. Όλες οι κτήσεις των Αθηναίων και τα χρυσοφόρα ορυχεία του Παγγαίου πέρασαν στην Πελοποννησιακή Συμμαχία. Η καταστροφή στο Δήλιο και η απώλεια των μακεδονικών κτήσεων είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην Αθήνα.
Οι υπεύθυνοι στρατηγοί, δίκαια ή άδικα, καταδικάστηκαν. Μεταξύ αυτών και ο ιστορικός Θουκυδίδης, που ήταν ένας από τους στρατηγούς στο μακεδονικό μέτωπο. Τότε υπογράφηκε και η πρώτη ανακωχή από την αρχή του πολέμου (το Μάρτιο του 423 π.Χ.), που στην ουσία δεν εφαρμόστηκε καθόλου. Στις νέες συγκρούσεις των αντιπάλων στη Μακεδονία, δυο ικανότατοι στρατηγοί, ο Σπαρτιάτης Βρασίδας και ο νικητής της μάχης της Σφακτηρίας Κλέων, ηγήθηκαν στην αιματοχυσία που ακολούθησε.
Ο Κλέων, που είχε ορκιστεί να αποκαταστήσει το γόητρο των Αθηναίων ανακτώντας τα χαμένα εδάφη, συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Βρασίδα στη μεγάλη μάχη της Αμφίπολης (422 π.Χ.). Εκεί αντιπαρατάχθηκαν οι δυο μεγάλες δυνάμεις, 10.000 Έλληνες περίπου, για να λύσουν το "μακεδονικό" της εποχής. Τη δύναμη των Αθηναίων αποτελούσαν 1.200 οπλίτες, 300 ιππείς και 3.000 στρατιώτες των συμμαχικών πόλεων. Αντίστοιχη ήταν και η δύναμη των Σπαρτιατών με 2.000 οπλίτες, 300 ιππείς και 2.500 πελταστές και ιππείς των συμμαχικών τους πόλεων. Στη διαφαινόμενη ήττα, οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι.
Οι απώλειές τους ήταν 600 νεκροί και, ανάμεσά τους, ο ίδιος ο Κλέων. Οι Σπαρτιάτες είχαν μόλις επτά νεκρούς. Την τύχη του Κλέωνα είχε και ο στρατηγός των Σπαρτιατών Βρασίδας, που πέθανε μαθαίνοντας πως νίκησε.
Mάχη Mαντινείας
Τον Απρίλιο του 421 π.Χ. υπογράφηκε νέα συνθήκη ειρήνης. Όμως οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών, Μεγαρείς, Κορίνθιοι, Αργείοι και άλλοι αντιδρούσαν στην ειρήνη με διάφορα προσχήματα. Για παράδειγμα οι Βοιωτοί, που μετά τη νίκη τους στο Δήλιο δημιούργησαν μια τέλεια στρατιωτική μηχανή, επεδίωκαν να αναλάβουν την ηγεμονία της Ελλάδας, πράγμα που θα ήταν πιο εύκολο αν συνεχιζόταν ο πόλεμος.
Παρά τη συνθήκη Αθήνας και Σπάρτης, μια νέα πελοποννησιακή συμμαχία (Αργείων και Κορινθίων) κατά των Σπαρτιατών συνέχισε την αιματοχυσία. Οι Αργείοι ήθελαν να αναλάβουν την ηγεμονία ολόκληρης της Πελοποννήσου. Στην αντιπαράθεση αυτή οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αριθμούσαν περίπου 20.000 άνδρες, έναντι 16.000 περίπου του αντίπαλου συνασπισμού, στον οποίο απέστειλαν και οι Αθηναίοι 1.300 άνδρες. Στην αποφασιστική μάχη της Μαντινείας (418 π.Χ.), που νίκησαν οι Σπαρτιάτες, η αντίπαλη παράταξη μέτρησε 1.100 νεκρούς, (700 Αργείοι, Ορνεάτες και Κλεωναίοι, 200 Μαντινείς και 200 Αθηναίοι και Αιγινήτες ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι στρατηγοί Λάχης και Νικόστρατος).
Μετά τη νίκη τους, οι Σπαρτιάτες έστησαν τρόπαιο και συνέλεξαν τους νεκρούς τους που τους μετέφεραν στην Τεγέα και τους έθαψαν. Τους νεκρούς της αντίπαλης παράταξης πρώτα τους σκύλεψαν και μετά τους παρέδωσαν στους εχθρούς τους για να τους θάψουν. Οι Σπαρτιάτες δεν ανακοίνωσαν ποτέ τις απώλειές τους, που κατά τον Θουκυδίδη φτάνουν τους 300 άνδρες.
Σφαγές στη Mήλο και στις Συρακούσες
Μετά τη μάχη της Μαντινείας, αναζωπυρώνονται οι συγκρούσεις μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών σε όλες σχεδόν τις πελοποννησιακές πόλεις. Στο Άργος, το 416 π.Χ. εκτελούνται 300 ολιγαρχικοί. Τον επόμενο χρόνο οι Αθηναίοι κάνουν νέες επιχειρήσεις στη Χαλκιδική και στη Μήλο (415 π.Χ.), όπου μετά από πολύμηνη πολιορκία κατασφάζονται όλοι οι ενήλικοι κάτοικοι του νησιού.
Η μεγάλη σφαγή των Συρακουσών (415-413 π.Χ.): Η εμφάνιση του Αλκιβιάδη στον πολιτικό χώρο συνδέεται με τη μεγάλη καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία. Το τραγικό σε αυτή τη σύρραξη είναι η μεταφορά του εμφυλίου πολέμου της μητροπολιτικής Ελλάδας στον αποικιακό χώρο. Εκεί η αιματοχυσία μεταξύ των Ελλήνων πήρε μεγάλες διαστάσεις.
Πεπειραμένοι στρατηγοί και βετεράνοι οπλίτες, συνεπικουρούμενοι από νέες στρατιωτικές μονάδες με ευέλικτα σχήματα και νέα αντίληψη των πολεμικών επιχειρήσεων, "έβαλαν φωτιά" στον εύφλεκτο χώρο των πλούσιων αποικιών τους. Στη σύγκρουση των δυο μεγάλων πολεμικών μηχανών, της Αθήνας και της Σπάρτης, οι άποικοι σύμμαχοί τους, και από τα δυο στρατόπεδα, διέθεσαν τα νέα οπλικά συστήματα των οπλουργών τους (καταπέλτες, πολυβόλες μηχανές, πολιορκητικούς πύργους, αρπάγες και άλλα), που αποδείχθηκαν φονικά όπλα. Μάλιστα παρατηρήθηκε το φαινόμενο της σύγχυσης στις συγκρούσεις, αφού οι Δωριείς και των δύο παρατάξεων είχαν σχεδόν τον ίδιο πολεμικό παιάνα, με αποτέλεσμα να συγκρούονται φιλικές μονάδες μεταξύ τους.
Στην πρώτη επιχείρηση κατά των Συρακουσών, 50 Αθηναίοι και 260 Συρακούσιοι έπεσαν νεκροί. Ακολούθησε αθηναϊκή ήττα στην ξηρά και καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στη θάλασσα. Η ναυμαχία ήταν βιαιότατη και οι απώλειες και των δυο παρατάξεων μεγάλες. Συρακούσιοι περισυνέλεξαν τα ναυάγια και τους νεκρούς κι έστησαν τρόπαιο.
Οι Αθηναίοι, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου, ούτε που σκέφτηκαν τους νεκρούς τους. Το μόνο που επιζητούσαν ήταν η φυγή, που μετά από οκτώ μέρες μεταβλήθηκε σε πλήρη καταστροφή και διάλυση. Τις δραματικές στιγμές της υποχώρησης περιγράφει ο Θουκυδίδης ως εξής: "Εγκαταλείποντας το στρατόπεδο, ένιωθε ο καθένας, μεγάλη κατάθλιψη για τα όσα έβλεπε και τα όσα σκεπτόταν. Καθώς οι νεκροί ήταν άταφοι, όταν κανείς αναγνώριζε έναν σύντροφο, τον έπιανε μεγάλη λύπη και φόβος και όσοι έμεναν πίσω ζωντανοί, οι τραυματίες και οι άρρωστοι, ήταν για τους ζωντανούς πολύ πιο αξιολύπητοι, πιο αξιοθρήνητοι κι από τους νεκρούς.
Ξεσπούσαν σε θρήνους και σε ικεσίες και σκορπούσαν την αγωνία σε όσους έφευγαν και ζητούσαν να τους πάρουν μαζί, φωνάζοντας όσους έβλεπαν από τους φίλους και τους συντρόφους τους. Αρπάζονταν από τους συντρόφους τους, καθώς αυτοί έφευγαν, και σέρνονταν πίσω τους όσο μπορούσαν. Όταν, εξαντλημένοι, δεν είχαν πια θέληση και δυνάμεις, έπεφταν και με κλάματα επικαλούνταν τους θεούς".
Xάθηκαν 50.000 Aθηναίοι
Τη στιγμή εκείνη, που η αθηναϊκή στρατιά εγκατέλειπε τις Συρακούσες, αριθμούσε ακόμα περισσότερους από 40.000 άνδρες. Xωρίστηκαν σε δυο τμήματα, τα οποία διοικούσαν οι στρατηγοί Δημοσθένης και Νικίας. Η υποχώρηση, κάτω από το εχθρικό σφυροκόπημα, κράτησε οκτώ μέρες και η καταστροφή ήταν τεράστια. Το τμήμα του Δημοσθένη υποχώρησε σχετικά άτακτα και διαλύθηκε την έκτη μέρα. Η τύχη του Νικία και των ανδρών του ήταν δραματική. Υποχωρώντας οι στρατιώτες, πεινασμένοι και διψασμένοι, έφτασαν στον ποταμό Ασσίναρο.
Ενώ τα βέλη έπεφταν βροχή και τα νερά του ποταμού κοκκίνισαν από το αίμα, αυτοί προσπαθούσαν να ξεδιψάσουν. Η έκταση της σφαγής ήταν ανυπολόγιστη. Οι νεκροί είχαν συσσωρευτεί μέσα στην κοίτη. Η εικόνα ήταν δραματική. Ο Νικίας, προκειμένου να αποφύγει το μένος των Συρακουσίων, παραδόθηκε στον Σπαρτιάτη στρατηγό Γύλιππο.
Οι συνολικές απώλειες, μετά και τη μεγάλη αυτή σφαγή (16 Σεπτεμβρίου 413 π.Χ.), που κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη έφτασαν τους 18.000 άνδρες, δείχνει το μέγεθος της μεγαλύτερης από τις καταστροφές που υπέστη μέχρι τότε ελληνικός στρατός και μάλιστα από Έλληνες.
Οι στρατηγοί των Αθηναίων εκτελέστηκαν, ενώ 7.000 αιχμάλωτοι σύρθηκαν σε καταναγκαστικά έργα, στα λατομεία των Συρακουσών. Από τον συνολικό όγκο της αθηναϊκής στρατιάς (42.000-55.000 άνδρες) ελάχιστοι επέστρεψαν στην πόλη. Η ατυχής εκστρατεία εξάντλησε οικονομικά και πολιτικά την πόλη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τους Σπαρτιάτες να πολιορκούν την Αττική με βάση τους την οχυρωμένη Δεκέλεια, οι Αθηναίοι καλούνταν να αγωνιστούν πλέον για την ελευθερία τους.
Ιωνία, το ανατολικό μέτωπο
Η καταστροφή στη Σικελία ήταν μόνο ένα μέρος της ελληνικής αιματοχυσίας του "Χρυσού Aιώνα". Στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν, οι Αθηναίοι εξέλεξαν μια δεκαμελή επιτροπή κοινής σωτηρίας, τους Προβούλους, οι οποίοι εξουσιοδοτήθηκαν να προτείνουν τα μέτρα που θα έσωζαν την πόλη. Οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν τις περιοχές της Αττικής, ενώ στα μικρασιατικά παράλια άρχιζαν οι αποστασίες. Μάλιστα το 412 π.Χ. οι Σπαρτιάτες πέτυχαν συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες και συμμάχησαν μαζί τους εναντίον των Αθηναίων. Στη Σάμο οι δημοκρατικοί εξουδετέρωσαν τους ολιγαρχικούς και κατέλαβαν την εξουσία μόνοι τους, προσφέροντας έτσι σπουδαία βάση στους Αθηναίους για τη συνέχιση του αλληλοσπαραγμού.
Στις αλλεπάλληλες συγκρούσεις που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή των μικρασιατικών παραλίων, από τον Ελλήσποντο ώς τη Ρόδο, όπου οι μισές πόλεις αποστάτησαν, τα ελληνικά φύλα αιμορραγούσαν, προς όφελος του περσικού παράγοντα. Σε ένα χαρακτηριστικό εδάφιο του Θουκυδίδη, που αναφέρεται στη σύγκρουση των αντιπάλων συνασπισμών στη Μίλητο, διακρίνονται: η δράση του περσικού παράγοντα που οφειλόταν στην ανίερη συμμαχία των Σπαρτιατών μαζί τους, το μένος των αντιπάλων, η εκδικητικότητα των Συρακουσίων και η θλιβερή εικόνα της πολεμικής αντιπαράθεσης Ελλήνων εναντίον Ελλήνων και μάλιστα κάτω από ξένη "διαιτησία":
"Κατά το τέλος του ίδιου θέρους, έφτασαν από την Αθήνα στη Σάμο 1.000 Αθηναίοι οπλίτες και 1.500 Αργείοι, από τους οποίους οι 500 ήταν ψιλοί (ελαφρά οπλισμένοι) και εφοδιάστηκαν από τους Αθηναίους με βαρύ οπλισμό.
Ο στρατός αυτός με 48 πλοία, μεταξύ των οποίων ήταν και οπλιταγωγά, κάτω από την αρχηγία του Φρυνίχου, του Ονομακλή και του Σκιρωνίδη, μεταφέρθηκε από τη Σάμο στη Μίλητο, όπου και στρατοπέδευσε. Από την πόλη βγήκαν 800 Μιλήσιοι οπλίτες, οι Πελοποννήσιοι του Χαλκιδέα, καθώς και μισθοφορικό σώμα του Τισσαφέρνη και ο ίδιος ο Τισσαφέρνης, που έτυχε να βρίσκεται εκεί με το ιππικό του και άρχισε η σύγκρουση.
Οι Αργείοι προέλασαν με τις δυνάμεις τους αμέσως και επετέθησαν κατά της πτέρυγας των Μιλησίων, υποτιμώντας αυτούς σαν Ίωνες και σαν ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν. Όμως νικήθηκαν από αυτούς και έχασαν σχεδόν 300 άνδρες. Οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πελοποννησίους και μετά απώθησαν τους μισθοφόρους και το υπόλοιπο άτακτο πλήθος. Δεν κατόρθωσαν όμως να συγκρουστούν με τους Μιλησίους γιατί αυτοί, αφού έτρεψαν σε φυγή τους Αργείους και είδαν ότι οι άλλες παρατάξεις τους διαλύθηκαν, υποχώρησαν και κλείστηκαν στην πόλη. Και συνέβη στη μάχη αυτή οι Ίωνες και των δύο στρατών να νικήσουν τους Δωριείς.
Γιατί και οι Αθηναίοι νίκησαν τους απέναντί τους Πελοποννήσιους και οι Μιλήσιοι τους Αργείους. Αφού έστησαν τρόπαιο οι Αθηναίοι, άρχισαν να ετοιμάζονται για την κατασκευή τείχους, κατά μήκος του ισθμού, ο οποίος χωρίζει την πόλη από τη στεριά, νομίζοντας ότι αν γίνουν κύριοι της Μιλήτου, οι υπόλοιπες πόλεις θα επανέλθουν εύκολα στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Στο σημείο αυτό βρίσκονταν τα πράγματα, όταν κατά το απόγευμα έμαθαν ότι από στιγμή σε στιγμή καταφθάνουν τα από την Πελοπόννησο και τη Σικελία προερχόμενα 55 εχθρικά πλοία. Από αυτά, 20 έστελναν οι Συρακούσιοι και δυο οι Σελινούντιοι".
Nαυμαχία Aργινουσών
Στον Ελλήσποντο, στη ναυμαχία της Κυζίκου (410 π.Χ.), οι Αθηναίοι κατέστρεψαν ολόκληρο τον πελοποννησιακό στόλο. Στη μάχη της Εφέσου, ένα χρόνο αργότερα, έπεσαν 400 Αθηναίοι οπλίτες κάτω από την οργανωμένη άμυνα της πόλης στην οποία συμμετείχαν και Συρακούσιοι στρατιώτες. Μάλιστα οι Αθηναίοι, κατά την υποχώρησή τους και ενώ έπλεαν προς τη Λέσβο, συνέλαβαν τέσσερα πλοία των Συρακουσίων. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στα λατομεία του Πειραιά, όπως ακριβώς συνέβη και με τους Αθηναίους αιχμαλώτους στις Συρακούσες.
Στη ναυμαχία των Αργινουσών (406 π.Χ.), τη μεγαλύτερη που έγινε μέχρι τότε μεταξύ των Ελλήνων, οι Σπαρτιάτες έχασαν 69 πλοία και οι Αθηναίοι 25. Η ναυμαχία έγινε κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και οι απώλειες ήταν μεγάλες αφού λίγοι μόνο κατόρθωσαν να σωθούν, κολυμπώντας προς την ξηρά. Ωστόσο, οκτώ από τους στρατηγούς που οδήγησαν τον αθηναϊκό στόλο στη νίκη κατηγορήθηκαν ότι δεν φρόντισαν να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Οι έξι καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν ενώ οι δύο αυτοεξορίστηκαν πριν συλληφθούν.
Aιγός Ποταμοί: Tο τέλος
Μετά την καταστροφή στις Αργινούσες, οι Σπαρτιάτες ναυπήγησαν νέο στόλο εμμένοντας στη συνέχιση του πολέμου, όπως ακριβώς και οι Αθηναίοι. Η τελική αναμέτρηση έγινε στους Αιγός Ποταμούς, στα στενά του Ελλησπόντου, σε ένα μικρό χωριό που ήταν απέναντι από τη Λάμψακο. Το μέρος ήταν ακατάλληλο. Το λιμάνι υποτυπώδες και δεν υπήρχε κοντά άλλη πόλη από την οποία θα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα της επιμελητείας. Σύμφωνα με τα γραπτά του Ξενοφώντος, ο Αλκιβιάδης, βλέποντας τους Αθηναίους να πηγαίνουν για τρόφιμα στη Σηστό, που απείχε 15 στάδια, τους πρότεινε να ναυλοχήσουν εκεί αλλά δεν εισακούστηκε.
Έτσι οι στρατιώτες απομακρύνονταν τακτικά προς τα διάφορα χωριά της περιοχής. Ο Λύσανδρος παρακολουθούσε με κατασκόπους τις κινήσεις του αθηναϊκού στόλου. Την πέμπτη μέρα από τότε που στάθμευσε ο Αδείμαντος, διέταξε τους κατασκόπους του, μόλις αντιληφθούν την έξοδο των Αθηναίων προς την ενδοχώρα, να γυρίσουν πίσω και στη μέση του πλου να τους κάνουν το προκαθορισμένο σήμα.
Έτσι ο αθηναϊκός στόλος κυριεύθηκε αιφνιδιαστικά και καταστράφηκε. Μόνο εφτά πλοία μαζί με τον στρατηγό Κόνωνα διασώθηκαν και έφτασαν στην Κύπρο. Oλόκληρος ο Aθηναϊκός στόλος (170 πλοία), καθώς και περισσότεροι από 3.000 αιχμάλωτοι, μεταφέρθηκαν στη Λάμψακο, όπου εκτυλίχθηκε και το τελευταίο δράμα της εμφύλιας αιματοχυσίας.
Aθηναίοι στρατηγοί προδότες
Ο νικητής Λύσανδρος μεταβίβασε στους εφόρους της Σπάρτης τις ειδήσεις και μετά ζήτησε τη γνώμη των συμμάχων του για την τύχη των αιχμαλώτων. Οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών αναφέρθηκαν σε πολλές πράξεις των Αθηναίων, για τις οποίες ζητούσαν εκδίκηση. Επικαλέστηκαν μάλιστα ένα ψήφισμα, με το οποίο οι Αθηναίοι, για να περιορίσουν την προθυμία ανδρών από διάφορες πόλεις να κατατάσσονται σαν μισθοφόροι στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, όριζε ότι, αν τους συνελλάμβαναν αιχμαλώτους, θα τους έκοβαν το δεξί χέρι. Αναφέρθηκε επίσης ότι ο στρατηγός των Αθηναίων Φιλοκλής, που τώρα ήταν αιχμάλωτος, παλαιότερα είχε ρίξει στη θάλασσα τους άνδρες δύο πλοίων, ενός των Κορινθίων κι ενός των Ανδρίων, τα οποία είχε κυριεύσει.
Μετά από αυτές τις καταγγελίες, σκότωσαν όλους τους αιχμαλώτους. Μάλιστα, τον Φιλοκλή τον άφησαν και άταφο για την πράξη του εκείνη. Ο στρατηγός Αδείμαντος, όμως, είχε αντιταχθεί στο ψήφισμα των Αθηναίων. Για τον λόγο αυτό οι Σπαρτιάτες δεν τον εκτέλεσαν. Μάλιστα ο Ξενοφών γράφει ότι κατηγορήθηκε από τους Αθηναίους πως "πρόδωσε τα πλοία". Η ίδια πληροφορία διασταυρώνεται και από άλλες πηγές, όπως ο Παυσανίας που γράφει ότι οι Σπαρτιάτες "είχαν εξαγοράσει κι άλλους από τους Αθηναίους στρατηγούς, καθώς και τον Αδείμαντο".
Αλλά και στη βιογραφία του ίδιου του Αλκιβιάδη αναφέρεται το ίδιο. Γράφει εκεί ο Πλούταρχος ότι, βλέποντας ο Αλκιβιάδης τον Αδείμαντο και τους άλλους στρατηγούς να μην παίρνουν προφυλακτικά μέτρα, υποπτεύθηκε πως το έκαναν επίτηδες γιατί ήταν προδότες.
Tαπείνωσαν του Aθηναίους
Τελικά οι Λακεδαιμόνιοι πολιόρκησαν την Αθήνα από ξηρά και θάλασσα, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης άνευ όρων. Οι Βοιωτοί, οι Κορίνθιοι, και οι άλλοι σύμμαχοι των Σπαρτιατών ζήτησαν εξανδραποδισμό των Αθηναίων. Όμως οι Σπαρτιάτες αναγνώρισαν τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Αθηναίοι κατά των Περσών και αποφάσισαν διαφορετικά: περιορίστηκαν στην κατεδάφιση των Μακρών Tειχών, την παράδοση του αθηναϊκού στόλου (εκτός από λίγα πλοία), την απομάκρυνση των φρουρών από όλες τις πόλεις, την επιστροφή των φυγάδων στην Αθήνα και την υποχρέωση των Αθηναίων να τους ακολουθούν κατά ξηρά και θάλασσα σε περίπτωση πολέμου.
Τα αποτελέσματα της μεγαλύτερης σύγκρουσης μεταξύ των Ελλήνων ήταν ανάλογη της διάρκειας και της εκδικητικότητας των αντιπάλων. Οι Σπαρτιάτες ανέτρεψαν τα αρχικά σχέδια των Αθηναίων και τους έφθειραν με την πάροδο του χρόνου αντί να φθαρούν οι ίδιοι. Όταν μάλιστα απέκτησαν στόλο ικανό, ώστε να μπορούν να αναμετρηθούν με τους Αθηναίους και στη θάλασσα, στέρησαν τους αντιπάλους τους από πολλές συμμάχους πόλεις και τους έδωσαν το τελειωτικό πλήγμα στους Αιγός Ποταμούς. Αλλά αυτό το πέτυχαν αφού δέχτηκαν τόν περσικό χρυσό, παραμερίζοντας όμως το πανελλήνιο φρόνημά τους για έναν ιδιόμορφο πατριωτισμό και εισάγοντας έτσι έναν ξένο παράγοντα στα ελληνικά πράγματα. Οι Πέρσες σατράπες έγιναν με αυτό τον τρόπο διαιτητές του εμφύλιου σπαραγμού των Ελλήνων και οι Σπαρτιάτες όργανα του Πέρση βασιλιά, συνάπτοντας μαζί του συμφωνίες ατιμωτικές για Σπαρτιάτες και Έλληνες.
Oλέθρια αποτελέσματα
Η νίκη των συντηρητικών ήταν, όπως συμβαίνει συχνά, "Πύρρεια", γιατί ο πόλεμος κατέστρεψε την κοινωνική και ηθική βάση των αριστοκρατικών ιδανικών. Η αριστοκρατική τάξη αποδεκατίστηκε είτε κατά τις εμφύλιες στάσεις, όπου τα μέλη της ήταν τα κυριότερα θύματα, είτε κατά τις μάχες, όπου σαν οπλίτες έπεφταν στην πρώτη γραμμή. Περισσότερο όμως ο πόλεμος έφθειρε την παραδοσιακή πραότητα που στηριζόταν στους θρησκευτικούς φραγμούς και στα "των Ελλήνων νόμιμα".
Ορισμένα στοιχεία, όπως οι αλλεπάλληλες σπαρτιατικές πρωτοβουλίες για την κατάπαυση του πολέμου, δείχνουν ότι πολλοί ήταν εκείνοι που στη Σπάρτη διέβλεπαν πόσο θανάσιμη για τους παραδοσιακούς θεσμούς ήταν η συνέχιση του αγώνα. Οι προσπάθειες όμως αυτές απέτυχαν και ο πόλεμος παρατάθηκε για 27 χρόνια. Ξαπλώθηκε μάλιστα σε όλες τις περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες, ενώ αντιπαρατάσσονταν όλο καί μεγαλύτερες δυνάμεις. Έτσι, η Ελλάδα έφτασε σε τέτoια κατάπτωση ώστε στάθηκε αδύνατο να ξαναβρεί την αρμονική συνοχή που την οδήγησε στους θριάμβους των Περσικών Πολέμων.
Η αυτονομία των πόλεων είχε καταλυθεί ανεπανόρθωτα και η κοινωνική δομή διασαλεύθηκε. Έτσι η νίκη των Σπαρτιατών ήταν συνάμα και ήττα των ιδανικών για τα οποία οι ίδιοι αγωνίστηκαν τόσο σκληρά. Τα αφοσιωμένα στους Αθηναίους δημοκρατικά καθεστώτα αντικατέστησαν Σπαρτιάτες αρμοστές και τυραννικές δεκαρχίες που κυβέρνησαν χωρίς τον ελάχιστο σεβασμό για "τους πατρίους νόμους" των Ελλήνων.
Κατά τη μακρόχρονη αυτή πανελλήνια σύρραξη, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ουσιαστικά εμφύλιος πόλεμος Ελλήνων εναντίον Ελλήνων, έβλαψε πάνω από όλα την Ελλάδα, γιατί έφθειρε τις ζωτικές δυνάμεις και τις αξίες του Ελληνισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Θουκυδίδης "Ιστορίες", Ξενοφών "Ελληνικά", Διόδωρος Σικελιώτης "Ιστορική Βιβλιοθήκη", Πολύβιος "Ιστορίες", Παυσανίας "Ελλάδος Περιήγησις", Πλούταρχος "Βίοι Παράλληλοι" (22 βιβλία, όπως "Θεμιστοκλής", "Κίμων", "Αλέξανδρος", "Αριστείδης" και άλλα), Πολύαινος "Στρατηγήματα", Έφορος "Αποσπάσματα" και "Αποσπάσματα" άλλων ιστορικών όπως Θεόπομπος ο Χίος, Κράτιππος, Ελλάνικος ο Λέσβιος, Ιουστίνος ο Φίλιστος, Τίμαιος ο Ταυρομενίτης (Fragmenta Historicorum Graecorum).
ΓIΩPΓOΣ XAPAΛAMΠOΠOYΛOΣ
Πηγή