Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Δημοσθένης - Υπέρ Κτησιφώντος Περί του Στεφάνου

Σε μια περικοπή του περίφημου λόγου του «Υπέρ Κτησιφώντος Περί του Στεφάνου» ο σπουδαίος Αθηναίος πολιτικός στηλιτεύει τη στάση της φιλομακεδονικής παράταξης της Αθήνας και κυρίως του Αισχίνη, τονίζοντας ότι η διαφθορά των Αθηναίων πολιτικών καθώς και η απάθεια του λαού οδήγησαν στη ισχυροποίηση του Φιλίππου πράγμα που στο τέλος θα οδηγούσε στην απώλεια της ανεξαρτησίας τους – κάτι που εν τέλει έγινε.

[Όταν ο Φίλιππος τριγύριζε, υποτάσσοντας Ιλλυριούς και Τριβαλλούς, καθώς και μερικούς άλλους Έλληνες, όταν αποκτούσε σταδιακά τον έλεγχο μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων και ορισμένοι από τις πόλεις, μεταξύ των οποίων και τούτος εδώ (εννοεί τον Αισχίνη), επωφελούνταν από την ελευθερία της ειρήνης για να πηγαίνουν εκεί και να δωροδοκούνται, τότε δέχονταν επίθεση όλοι εκείνοι εναντίον των οποίων ο Φίλιππος έκανε τις κινήσεις αυτές.

Αν δεν το αντιλαμβάνονταν, είναι μια άλλη ιστορία που δε με αφορά. Οι προβλέψεις και οι διαμαρτυρίες μου ήταν αδιάκοπες τόσο εδώ σε σας όσο και όπου είχα σταλεί.

Μα οι πόλεις νοσούσαν. Οι άνθρωποι της πολιτικής και της δράσης είχαν εξαγοραστεί και διαφθαρεί με χρήματα, ενώ από τους απλούς πολίτες πολλοί δεν πρόβλεπαν το μέλλον ή δελεάζονταν με την ανεμελιά και την καθημερινή καλοπέραση.

Και από αυτήν την ασθένεια είχαν προσβληθεί όλοι παντού, ώστε ο καθένας νόμιζε ότι δεν θα τον βρει η συμφορά αυτόν αλλ’ ότι θα εξασφαλίσει τα συμφέροντά του εάν ήθελε, εκμεταλλευόμενος τους κινδύνους των άλλων.

Ήταν, νομίζω, επακόλουθο να τιμωρηθεί η υπερβολική και άκαιρη απάθεια του λαού με την απώλεια της ανεξαρτησίας του, ενώ οι ηγέτες του, που φαντάζονταν ότι πουλούσαν οτιδήποτε άλλο εκτός από τους εαυτούς τους, αντιλήφθηκαν πως το πρώτο πράγμα που ξεπουλούσαν ήταν ο ίδιος ο εαυτός τους.
Και αντί να ονομάζονται φίλοι και φιλοξενούμενοι, όπως συνέβαινε τον καιρό που δωροδοκούνταν, τώρα προσαγορεύνταν κόλακες, εχθροί των θεών και με όλα τα άλλα τα επίθετα που τους αρμόζουν.
Κανένας όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν ξοδεύει τα χρήματα για το καλό του προδότη ούτε, αφού έχει πάρει αυτό για το οποίο πλήρωσε, συνεχίζει να έχει για σύμβουλό του τον προδότη από κει και πέρα. Διαφορετικά δε θα υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από τον προδότη. Μα δεν είναι έτσι.

Από που κι ως που άλλωστε; Κάθε άλλο! Μόλις ο άνθρωπος που επιζητεί την εξουσία γίνει κύριος της κατάστασης, γίνεται και αφέντης εκείνων που του την πρόσφεραν. Και τότε, ναι, γνωρίζοντας την κακοήθειά τους, τους σιχαίνεται, δυσπιστεί απέναντί τους και τους προπηλακίζει.
Έχετε υπ’ όψιν σας αυτά που σας λέω, γιατί αν και είναι περασμένα, και δεν διορθώνονται, ωστόσο είναι πάντα καιρός να διδάσκονται απ’ αυτά οι μυαλωμένοι πολίτες.]
Αντιλαμβανόμαστε στα χρόνια που πέρασαν πως ούτε οι πολίτες έγιναν μυαλωμένοι ούτε οι πολιτικοί τους έπαψαν να είναι διεφθαρμένοι… και συνεχίζουμε κοιμώμενοι ωσάν ξυπνητοί!

Παραθέτοντας τεκμήρια, ο Δημοσθένης προσπάθησε να καταδείξει την προσπάθεια του Φιλίππου να εξασφαλίσει ότι Θηβαίοι και Αθηναίοι δεν θα συμμαχούσαν εναντίον του. Τελικά, ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε τη φωκική πόλη Ελάτεια (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος 339 π.Χ.), με στόχο να πλήξει το ηθικό των αντιπάλων του.


[169] Ήταν ένα βράδυ, κάποιος ήλθε και ανήγγειλε εις τους πρυτάνεις, ότι κατελήφθη η Ελάτεια. Και μετά ταύτα, άλλοι εκ των πρυτάνεων, εγερθέντες αμέσως, εν ω ακόμη εδείπνουν, εξεδίωξαν τους πωλητάς από τας εν τη αγορά σκηνάς, και έθεσαν πυρ εις τα καλύμματα των σκηνών, εν ω άλλοι έστειλαν και έφερον τους στρατηγούς, και εκάλουν τους σαλπιγκτάς, και η πόλις ήτο πλήρης θορύβου. Την δε επομένην, μόλις εξημέρωσε, οι μεν πρυτάνεις προσεκάλουν την βουλήν εις το βουλευτήριον, σεις δε κατευθύνεσθε προς την συνέλευσιν, πριν δε ακόμη εκείνη συσκεφθή, και αποφασίση, όλος ο λαός είχε καταλάβη τας θέσεις του εκεί επάνω.

[170] Και μετά ταύτα, όταν εισήλθεν η βουλή, και οι πρυτάνεις ανεκοίνωσαν, όσα είχον προαναγγελθή εις αυτούς, και επαρουσίασαν τον αγγελιοφόρον, και εκείνος επανέλαβεν, ηρώτα μεν ο κήρυξ «τις αγορεύων βούλεται», ουδείς δε ενεφανίζετο να ομιλήση. Και εν ω ο κήρυξ πολλάκις ηρώτα, ούτε τότε εσηκώνετο κανείς, αν και ήσαν παρόντες μεν όλοι οι στρατηγοί, όλοι δε οι ρήτορες, και η φωνή της πατρίδος εκάλει εκείνον, ο οποίος θα ωμίλει διά την σωτηρίαν της· διότι την φωνήν την οποίαν αφίνει ο κήρυξ κατ' επιταγήν των νόμων, ταύτην, ορθόν είναι, να την ακούωμεν ως κοινήν της πατρίδος φωνήν.

[171] Και εν τούτοις, εάν έπρεπε να ανέλθουν εις το βήμα, οι θέλοντες να σωθή η πόλις, όλοι εσείς οι άλλοι Αθηναίοι, εγειρόμενοι, θα εβαδίζατε προς αυτό, διότι καλώς γνωρίζω, ότι όλοι ηθέλατε να σωθή αύτη. Εάν οι πλουσιώτεροι, οι τριακόσιοι, εάν δε οι έχοντες και τα δύο ταύτα, και φιλοπάτριδες και πλούσιοι, οι μετέπειτα δώσαντες τας μεγάλας χρηματικάς δωρεάς· διότι έπραξαν αυτό, από φιλοπατρίαν και πλούτον. [172] Αλλ', ως φαίνεται, ο καιρός εκείνος, και η ημέρα εκείνη, εκάλει άνδρα, όχι μόνον φιλόπατριν και πλούσιον, αλλά και έχοντα παρακολουθήσει εξ αρχής τα πράγματα, και έχοντα ορθώς αντιληφθή, ένεκα τίνος, και τι επιθυμών, έπραττε ταύτα ο Φίλιππος. Διότι ο μη γνωρίζων ταύτα, και ο μη εξετάσας αυτά από πολλού χρόνου, ούτε εάν ήτο φιλόπατρις, ούτε εάν ήτο πλούσιος, κατ' ουδέν περισσότερον επρόκειτο να γνωρίζη, τι πρέπει να κάμετε, ουδέ θα ηδύνατο να σας συμβουλεύση.

[173] Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν, εγώ ενεφανίσθην τοιούτος ανήρ, και ανελθών εις το βήμα, είπον εις σας, όσα ακούσατε μετά προσοχής διά δύο λόγους, αφ' ενός μεν διά να μάθετε, ότι μόνος εγώ εκ των αγορευόντων και των πολιτευομένων δεν εγκατέλειψα, εν μέσω των δεινών, τας τάξεις της φιλοπατρίας, αλλά ανεδεικνυόμην, και λέγων, και προτείνων τα πρέποντα υπέρ υμών, κατ' αυτά τα φοβερά γεγονότα, αφ' ετέρου δε, διότι δαπανώντες ολίγον χρόνον, θα είσθε εις το μέλλον πολύ εμπειρότεροι εις τα της γενικής πολιτικής.

Απόδοση. Γ.Α. Πλατής. 1974. Δημοσθένους Υπέρ Κτησιφώντος, Περί του Στεφάνου. Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα.


Aρχαίο Κείμενο


[169] Ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν, ἧκε δ’ ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυ-τάνεις ὡς Ἐλάτεια κατείληπται. καὶ μετὰ ταῦθ’ οἱ μὲνεὐθὺς ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες τούς τ’ ἐκ τῶνσκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ’ ἐνε-πίμπρασαν, οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸνσαλπικτὴν ἐκάλουν· καὶ θορύβου πλήρης ἦν ἡ πόλις. τῇδ’ ὑστεραίᾳ, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, οἱ μὲν πρυτάνεις τὴν βουλὴνἐκάλουν εἰς τὸ βουλευτήριον, ὑμεῖς δ’ εἰς τὴν ἐκκλησίανἐπορεύεσθε, καὶ πρὶν ἐκείνην χρηματίσαι καὶ προβουλεῦσαιπᾶς ὁ δῆμος ἄνω καθῆτο. 
[170] καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἦλθεν ἡβουλὴ καὶ ἀπήγγειλαν οἱ πρυτάνεις τὰ προσηγγελμέν’ ἑαυ-τοῖς καὶ τὸν ἥκοντα παρήγαγον κἀκεῖνος εἶπεν, ἠρώτα μὲνὁ κῆρυξ «τίς ἀγορεύειν βούλεται;» παρῄει δ’ οὐδείς. πολ-λάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίστατ’οὐδείς, ἁπάντων μὲν τῶν στρατηγῶν παρόντων, ἁπάντωνδὲ τῶν ῥητόρων, καλούσης δὲ [τῆς κοινῆς] τῆς πατρίδος[φωνῆς] τὸν ἐροῦνθ’ ὑπὲρ σωτηρίας· ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰτοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδοςδίκαιον ἡγεῖσθαι. 
[171] καίτοι εἰ μὲν τοὺς σωθῆναι τὴν πόλινβουλομένους παρελθεῖν ἔδει, πάντες ἂν ὑμεῖς καὶ οἱ ἄλλοιἈθηναῖοι ἀναστάντες ἐπὶ τὸ βῆμ’ ἐβαδίζετε· πάντες γὰροἶδ’ ὅτι σωθῆναι αὐτὴν ἐβούλεσθε· εἰ δὲ τοὺς πλουσιω-τάτους, οἱ τριακόσιοι· εἰ δὲ τοὺς ἀμφότερα ταῦτα, καὶεὔνους τῇ πόλει καὶ πλουσίους, οἱ μετὰ ταῦτα τὰς μεγάλαςἐπιδόσεις ἐπιδόντες· καὶ γὰρ εὐνοίᾳ καὶ πλούτῳ τοῦτ’ἐποίησαν. 
[172] ἀλλ’, ὡς ἔοικεν, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἡμέρα’κείνη οὐ μόνον εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρ’ ἐκάλει, ἀλλὰ καὶπαρηκολουθηκότα τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, καὶ συλλελογι-σμένον ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ταῦτ’ ἔπραττεν ὁ Φίλιππος καὶτί βουλόμενος· ὁ γὰρ μὴ ταῦτ’ εἰδὼς μηδ’ ἐξητακὼς πόρ-ρωθεν, οὔτ’ εἰ εὔνους ἦν οὔτ’ εἰ πλούσιος, οὐδὲν μᾶλλονἔμελλ’ ὅ τι χρὴ ποιεῖν εἴσεσθαι οὐδ’ ὑμῖν ἕξειν συμβου-λεύειν. 
[173] ἐφάνην τοίνυν οὗτος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγὼ καὶπαρελθὼν εἶπον εἰς ὑμᾶς, ἅ μου δυοῖν εἵνεκ’ ἀκούσατεπροσσχόντες τὸν νοῦν, ἑνὸς μέν, ἵν’ εἰδῆθ’ ὅτι μόνος τῶνλεγόντων καὶ πολιτευομένων ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξινἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, ἀλλὰ καὶ λέγων καὶ γράφωνἐξηταζόμην τὰ δέονθ’ ὑπὲρ ὑμῶν ἐν αὐτοῖς τοῖς φοβεροῖς,ἑτέρου δέ, ὅτι μικρὸν ἀναλώσαντες χρόνον πολλῷ πρὸς τὰλοιπὰ τῆς πάσης πολιτείας ἔσεσθ’ ἐμπειρότεροι.



Πηγή1 / Πηγή2