Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

H Αγωγή των Σπαρτιατών

Η  περίφημη  σπαρτιατική  ή  λακωνική  αγωγή  είχε  διαμορφωθεί  περί  το  τέλος  της  Αρχαϊκής  περιόδου (7ος αι. – 479 π.Χ.). Αυτό  το  σύστημα  στρατιωτικής  και  πολιτικής  εκπαίδευσης  αποδίδεται  από  την  παράδοση  στον  Λυκούργο.  Στην  πραγματικότητα  ο  Λυκούργος  καθιέρωσε  τον  8ο  αιώνα  μια  πρώιμη  μορφή  της  αγωγής, που  πέρασε  από  διάφορες  φάσεις  εξέλιξης  και βελτίωσης  για  να  πάρει  την  κλασσική  της  μορφή.

Η  σπαρτιατική  εκπαίδευση  είχε  πολλά  κοινά  με  αυτήν  αρκετών  δωρικών  πόλεων  της  Κρήτης.  Εκτός  από  την  κοινή  δωρική  προέλευση  τους, μερικές  πόλεις  της  μεγαλονήσου  ήταν  σπαρτιατικά  ιδρύματα  και  θεωρείται  γενικά  ότι  υπήρξε  αλληλεπίδραση  ανάμεσα  στις  δύο  περιοχές, Σπάρτη  και  Κρήτη,  ως  προς  την  διαμόρφωση  των  στρατιωτικών  και  εκπαιδευτικών  συστημάτων  τους.
Για  μια  κατεξοχήν   στρατοκρατική  πολιτεία  όπως  ήταν  η  σπαρτιατική, η  στρατιωτική  εκπαίδευση  ήταν  ιδιαίτερα  σημαντική.  Αν  ο  νεαρός  Σπαρτιάτης  δεν  διένυε  τα  στάδια  της  δεν  μπορούσε  να  εισέλθει  στην  τάξη  των  «ομοίων», να  συμμετάσχει  στην  Απέλλα, την  σπαρτιατική  Εκκλησία  του  δήμου  και  αργότερα  στην  Γερουσία, ούτε  μπορούσε  να  εκλεγεί  στην  ομάδα  των  πέντε  εφόρων.  Αυτή  η  σκληρή  εκπαίδευση  που  άγγιζε  τα  όρια  της  ανθρώπινης  αντοχής  από  την  παιδική  ηλικία, έχει  γίνει  αντικείμενο  κριτικής, θετικής  και  αρνητικής,  ήδη  από  την  αρχαιότητα.

Ο  Αριστοτέλης  στα  «Πολιτικά»  του  επικρίνει  τους  Σπαρτιάτες  για  το  εκπαιδευτικό  τους  σύστημα, θεωρώντας  ότι  συμπεριφέρονται  στα  παιδιά  τους  με  τρόπο  ζωώδη  λόγω  των  σκληρών  ασκήσεων  στις  οποίες  τα  υπέβαλλαν.  Πρέπει  όμως, να  μην  λησμονείται  ότι  ο  Αριστοτέλης  ήταν  Αθηναίος  πολίτης (και  γεννημένος  στις  ιωνικές  αποικίες  στο  Βόρειο  Αιγαίο).  Αντίθετα  ο Ξενοφών,  Αθηναίος  εκ  γενετής, επισήμανε  τις   αρετές  που  εξασφάλιζε  στους  Σπαρτιάτες  η  νομοθεσία  και  το  σύστημα  του  Λυκούργου.  Ο  θαυμασμός  του  Ξενοφώντος  για  τους  Σπαρτιάτες  επέφερε  την  απόρριψη  του  από  πολλούς  συμπολίτες  του.

Κάθε  υγιής  γιος  Σπαρτιατών  γονέων  όφειλε  να  διανύσει  τα  στάδια  της  «αγωγής».  Αυτή  ξεκινούσε  ουσιαστικά  από  το  στάδιο  της  εγκυμοσύνης  της  μητέρας  του.   Είναι  γνωστό  ότι  οι  Σπαρτιάτισσες  ζούσαν –επίσης  από  την  παιδική  τους  ηλικία– μια  ζωή  σωματικών  ασκήσεων, στερήσεων  και  διαρκούς  εκπαίδευσης, ανάλογης  της  ανδρικής.  Αυτό  το  γεγονός, εκτός  από  την  ωφέλεια  που  είχε  για  τις  ίδιες, εξασφάλιζε  την  γέννηση  υγιών  και  εύρωστων  παιδιών  που  θα  γίνονταν  είτε  οι  ατρόμητοι  πολεμιστές  της  πόλης,  είτε  οι  δυναμικές  γυναίκες  της  που  «εξουσίαζαν  τους  άνδρες  τους», όπως  παρατηρούσαν  οι  άλλοι  Έλληνες.  

Η  γύμναση (εκγύμναση)  των  αγοριών  και  των  κοριτσιών  ήταν  υποχρεωτική.  Οι  ανύπανδρες  Σπαρτιάτισσες  έτρεχαν  στους  αγώνες  δρόμου,  πάλευαν  στις  παλαίστρες, λάμβαναν  μέρος  στις  αρματοδρομίες  και  διαγωνίζονταν  στην  ρίψη  του  δίσκου  και  του  ακόντιου.  Ο  Αριστοφάνης  στην  «Λυσιστράτη»  του, εμφάνισε  μια  Σπαρτιάτισσα  τόσο  ισχυρή  σωματικά  ώστε  η  κεντρική  ηρωίδα (Λυσιστράτη)  έμεινε  κατάπληκτη  από  την  ρώμη  της, λέγοντας  της: «Τι  γερό  και  σιδερένιο  κορμί, τι  ομορφιά!  Και  ταύρο  θα  μπορούσες  να  πνίξεις!».

Επιστρέφοντας  στην  εκπαίδευση  των  ανδρών, οι  γονείς  ανέθρεφαν  το  μικρό  αγόρι  έτσι  ώστε  να  μην  φοβάται  το  σκοτάδι  και  τη  μοναξιά.  Φρόντιζαν  να  συνηθίζει  στο  κρύο  και  στην  φτωχή  και  πρόχειρη  τροφή.  Στην  ηλικία  των  πέντε  ή  έξι  ετών, όταν  δηλαδή  γινόταν  «παιδίον», άφηνε  το  σπίτι  του  και  εγκαθίστατο  στους  στρατώνες  για  να  αρχίσει  την  στρατιωτική  εκπαίδευση.  Από  την  στιγμή  αυτή  το  αγόρι  δεν  ανήκε  πλέον  στην  οικογένεια  του, αλλά  στο  κράτος.  Πατέρας  του  δεν  θεωρείτο  μόνο  ο  φυσικός, αλλά  όλοι  οι   πολίτες, οι  οποίοι  έφεραν  ευθύνη  για  την  εκπαίδευση  του.

Ο  Ξενοφών  αναφέρει  τα  βασικά  στοιχεία  της  σπαρτιατικής  εκπαίδευσης:  σκληραγωγία, γύμναση, πειθαρχία, αιδώς,  πίστη  και  ανδρεία.  Η  σπαρτιατική  αγωγή  παρείχε  επίσης  στον  εκπαιδευόμενο,  περίσκεψη, φρόνηση, μετριοπάθεια  και  σταθερότητα  χαρακτήρα.  Υπεύθυνος  για  την  πορεία  της  εκπαίδευσης  των  αγοριών  και  των  εφήβων  ήταν  ο  παιδονόμος, ένας  Σπαρτιάτης  «όμοιος»  με  μεγάλη  πείρα  σε  αυτό το  θέμα.  Αν  κάποιος  από  τους  εκπαιδευόμενους  δεν  τηρούσε  τους  κανόνες  της  αγωγής, συλλαμβανόταν  από  το  άγρυπνο  μάτι  του  παιδονόμου  και  υφίστατο  αυστηρή  τιμωρία.  

Τη  σκληρή  εκτέλεση  της  ανελάμβαναν  οι  έφηβοι  μαστιγοφόροι  που  έπαιρναν  εντολές   από  τον  παιδονόμο.  Όλα  γίνονταν  με  αμείλικτο  και  πειθαρχημένο  τρόπο.  Στην  περίπτωση  που  ο  παιδονόμος  δεν  μπορούσε  να  ασκήσει  τα  καθήκοντα  του  για  οποιονδήποτε  λόγο, τον  ρόλο  του  ανελάμβανε  οποιοσδήποτε  πολίτης  παρευρισκόταν  στον  χώρο  της  εκπαίδευσης.  Αν  δεν  υπήρχε  κανένας  άνδρας  εκεί, τότε  αρχηγός  της  ομάδας  θεωρείτο  ο  ικανότερος  εκπαιδευόμενος.

Το  πρώτο  στάδιο  της  «αγωγής»  διαρκούσε  έξι  χρόνια.  Σε  αυτό  τα  αγόρια  μάθαιναν  τον  «πυρρίχη», έναν  ειδικό  χορό  κατά  την  διάρκεια  του  οποίου  χόρευαν  ένοπλα  έτσι  ώστε  να  εκπαιδευτούν  στο  να  είναι  ευκίνητα  φέροντας  τον  στρατιωτικό  εξοπλισμό  τους.  Αποστήθιζαν  τα  εμψυχωτικά  ποιήματα  του  Τυρταίου  και  του  Αλκμάνα  τα  οποία  θα τραγουδούσαν  αργότερα  στις  εκστρατείες,  και  εντάσσονταν  σε  «αγέλες» ή «βουές», δηλαδή  ομάδες  συνομηλίκων  τους.  Ο  αρχηγός  κάθε  ομάδας  ονομαζόταν  «βουαγός».  Σκοπός  των  βουών  ήταν  να  προάγουν  το  ομαδικό  πνεύμα  και  ταυτόχρονα  να  κεντρίσουν  την  άμιλλα  και  τον  ανταγωνισμό  ανάμεσα  στους  νεαρούς  Σπαρτιάτες.  Η  ομάδα  γινόταν  η  νέα  οικογένεια  τους, μέσα  στην  οποία  διδάσκονταν  πειθαρχία  και  συντροφικότητα.  Ταυτόχρονα  διδάσκονταν  ανάγνωση  και  γραφή  ενώ  έπαιρναν  μέρος  σε  αγώνες  μουσικής, χορού  καθώς  και  σε  αθλητικούς.

Το  εκπαιδευτικό  στοιχείο  της  σκληραγωγίας  ήταν  ιδιαίτερα  σημαντικό  επειδή  έκανε  τον  Σπαρτιάτη  οπλίτη  ακαταμάχητο  στον  πόλεμο.  Η  σκληραγωγία  χάριζε  και  άλλες  νίκες  στην  Σπάρτη, αυτές  των  αθλητικών αγώνων.  

Στους  ιερούς  ελληνικούς  αγώνες (Ίσθμια, Ολύμπια, κ.α.) οι  Σπαρτιάτες  συγκέντρωναν  τις  περισσότερες  επιτυχίες  λόγω  της  εκπαίδευσης  τους.
Τα  αγόρια  κυκλοφορούσαν  μονίμως  ανυπόδητα  και  φορούσαν  μόνο  ένα  λεπτό  χιτώνιο  σε  όλες  τις  εποχές  του  έτους.  Έτσι  μάθαιναν  να  αντέχουν  και  να  αψηφούν  τις  αντίξοες  καιρικές  συνθήκες.  

Το  φαγητό  τους  ήταν  λιτό  και  ποτέ  αρκετό, ώστε  να  εξωθούνται  στην  κλοπή  της  απαραίτητης  τροφής  από  τις  δημόσιες  αποθήκες  που  είχαν  διατεθεί  ανεπίσημα  ως  «στόχος».  Αν  συλλαμβάνονταν  να  κλέβουν  τροφή  τιμωρούνταν  αυστηρά, όχι  επειδή  έκλεψαν  αλλά  επειδή  έγιναν  αντιληπτά.  

Το  παράπτωμα  τους  δεν  ήταν  η  κλοπή  αλλά  η  αποτυχία  της  ορθής  χρήσης  όσων  διδάχτηκαν  σχετικά  με  την  επιβίωση  τους,  όταν  στο  μέλλον  θα  βρίσκονταν  σε  εκστρατεία  εντός  εχθρικής  περιοχής.  Σύμφωνα  με  τον  Ξενοφώντα, όποιοι  επρόκειτο  να  κλέψουν  τροφή, έπρεπε  να  χρησιμοποιήσουν  τεχνάσματα  τα  οποία  θα  επινοούσαν  μόνοι  τους  και  να  ενεδρεύσουν προσεκτικά.  Γενικά, το  λιτό  φαγητό  είχε  σκοπό  να  συνηθίσει  τα  αγόρια  στην  πείνα.  Επιπροσθέτως, υπήρχε  η  άποψη  ότι  μια  δίαιτα  που  έκανε  έναν  νέο  λεπτό, θα  του  έδινε περισσότερο  σωματικό  ύψος.

Οι  ιδιαίτερες  φροντίδες  του σώματος  και  των  μαλλιών  απαγορεύονταν, περισσότερο  τα  λουτρά  με  ζεστό  νερό, τα  οποία  επιτρέπονταν  μόνο  σε  ειδικές  περιπτώσεις  και  εορτές, για  παράδειγμα  στην  εορτή  των γυμνοπαιδιών.  Τα  καλάμια  από  τις  όχθες  του  Ευρώτα  χρησιμοποιούντο  ως  υλικό  για  την  κατασκευή  σκληρών  ψαθών  από  τα  ίδια  τα  αγόρια, πάνω  στις  οποίες  κοιμόντουσαν.  Τις  κορυφές  αυτών  των  καλαμιών  τις  έσπαζαν  με  τα  χέρια  τους  και  όχι  χρησιμοποιώντας  μαχαίρι  ή  εγχειρίδιο.  Ο  σκοπός  αυτής  της  πρακτικής  ήταν η  ισχυροποίηση  των  χεριών.  Τα  σκληρά  καλαμένια  στρώματα  αφορούσαν  την  σκληραγώγηση  του  κορμού.

Στα  11-12  έτη  ζωής  ξεκινούσε  το  δεύτερο  στάδιο  της  εκπαίδευσης.  Το  αγόρι  ήταν  πια  «μειράκιον», δηλαδή  έφηβος.  Έκοβε  τα  μαλλιά  του  κοντά  και  ξεκινούσε  την  καθαυτό  στρατιωτική  εκπαίδευση.  Οι  σωματικές  ασκήσεις  αυξάνονταν.  Οι  έφηβοι  διδάσκονταν  την  χρήση  διαφόρων  όπλων  και  έπαιρναν  μέρος  σε  πορείες, περιπολίες, ενέδρες  και  εικονικές  μάχες.  

Εκπαιδεύονταν  στην  πάλη  και  σε  άλλες  ασκήσεις  σχετικές  με  τον  πόλεμο.  Δινόταν  ιδιαίτερη  προσοχή  σε  μερικές  λεπτομέρειες, π.χ. στο  να  ανεβαίνουν  με  ευκολία  στις  πλαγιές  και  να  κατεβαίνουν  με  ασφάλεια  από  αυτές.  Σε  αυτό  τους  βοηθούσε  πολύ  η σκλήρυνση  των  πελμάτων  τους  λόγω  του  γεγονότος  ότι  δεν  φορούσαν  υποδήματα  από  μικροί.  Τέτοιες  ειδικές  ασκήσεις  τους  έδιναν  ασύγκριτο  πλεονέκτημα  στο  πεδίο  της  μάχης  έναντι  των  άλλων  Ελλήνων.

Κάθε  έφηβος  βρισκόταν  υπό  την  εποπτεία  ενός ενήλικα  που  ήταν  υπεύθυνος  για  την  εξέλιξη  και  την  πρόοδο  του.  Αρμόδιος  για  τις  ασκήσεις  της  φυσικής  αγωγής  και  της  πολεμικής  τέχνης,  παρέμενε  ο  προαναφερόμενος  παιδονόμος  ή  ο  μεγαλύτερος  παρών  πολίτης. Στην  Σπάρτη  δεν  υπήρχαν  οι  θεσμοί  του  γυμναστή  και  του  παιδοτρίβη, οι  οποίοι  ίσχυαν  στα  δημόσια  γυμναστήρια  της  Αθήνας,  αλλά  το  γυμναστήριο  ήταν  επίσης  δημόσιο.  

Όπως  μας  πληροφορεί  ο  Πλούταρχος, τα  ιδιωτικά  γυμναστήρια  απαγορεύονταν  στην  Σπάρτη  όπως  και  η  ανάληψη  της  εκγύμνασης  των  νεαρών  Σπαρτιατών  από  ιδιώτες  γυμναστές.  Αυτός  ο  περιορισμός  εξασφάλιζε  την  ομοιομορφία  της  γύμνασης (εκγύμνασης) και  πάνω  από  όλα  την  ορθή  εφαρμογή  της.

Ιδιαίτερα  σημαντική  ήταν η  εορτή  των «γυμνοπαιδιών» που  γινόταν κάθε  χρόνο  στην  Σπάρτη, περί  τα  μέσα  του  καλοκαιριού (τον  μήνα  Εκατομβαιώνα, που  αντιστοιχεί  στον  Ιούλιο).  Τα  αγόρια  ετοιμάζονταν  για  αυτή  την  εορτή  που  περιελάμβανε  αθλητικούς  αγώνες  και  γινόταν  προς  τιμήν  των  αδερφών  Απόλλωνα  και  Αρτέμιδος, της  μητέρας  τους  Λητούς  και  του  Διονύσου.

Από  την  χρονιά  της  πεντηκοστής  ένατης  Ολυμπιάδας (544  π.Χ.) η  εορτή  των  γυμνοπαιδιών  τιμούσε  εκτός  από  αυτούς  τους  θεούς, και  τους  νεκρούς  της  Σπάρτης  που  έπεσαν  στη λεγόμενη  «μάχη  των  προμάχων»  για  την  απόσπαση  της  Θυρεάτιδας από τους  Αργείους.  Οι  Σπαρτιάτες  σταματούσαν  τον  πόλεμο  κατά  την  διάρκεια  αυτής  της  εορτής  στην  οποία  συμμετείχαν  και  κορίτσια,  καθώς  και  ενήλικες  άνδρες.  Κατά  τον  χορό  που  συνόδευε  την  εορτή, τα  αγόρια  πραγματοποιούσαν  ασκήσεις  γυμναστικής  οι  οποίες  αναπαριστούσαν  τα  αθλήματα  της  πάλης  και  του  παγκρατίου.  

Ταυτόχρονα  τραγουδούσαν  ως  παιάνες  τα  ποιήματα  του  Αλκμάνα  και  του  Θαλή  προς  τιμήν  των  πεσόντων  ανδρών  της  Σπάρτης.  Ο  Πλάτων  επισημαίνει  ότι  στις  γυμνοπαιδίες  γίνονταν  «δειναί  καρτερήσεις», παρατήρηση  η  οποία  δείχνει  το  επίπεδο  της  σκληρής  εκγύμνασης.  Νεότεροι  ερευνητές  θεωρούν  ότι  οι  γυμνοπαιδίες  δεν  είχαν  συμβολικό  χαρακτήρα  αλλά  ουσιαστικά  αγωνιστικό.

Ο  αγώνας  που  χρειαζόταν  τη  μεγαλύτερη ψυχική  αντοχή  ήταν  αυτός  της  «διαμαστίγωσης»,  δηλαδή  ο  διαγωνισμός  αντοχής  στον  πόνο.  Οι  διαγωνιζόμενοι  ήταν  έφηβοι  Σπαρτιάτες  εκπαιδευόμενοι  που  μαστιγώνονταν  μπροστά  σε  θεατές.  Ανάμεσα  σε  αυτούς  βρίσκονταν  οι  γονείς  των αγοριών  που  τα  ενεθάρρυναν  να  αντέξουν  τον  πόνο  ή  τα  απειλούσαν  όταν  τα  έβλεπαν  να  λιποψυχούν (Λουκιανός).  

Μερικές  φορές  συνέβαινε  το  μοιραίο, ο  θάνατος  λόγω  του  μαστιγώματος (όπως  μας  πληροφορεί  ο  Πλούταρχος  στον  Βίο  του  Λυκούργου).  Η  νίκη  σε  αυτό  το  αγώνισμα  υπέρτατης  καρτερίας  και  αντοχής, ψυχικής  και  σωματικής, ήταν  εξαιρετικά  τιμητική.  Οι  νικητές  καλούντο  «βωμονίκες»  και  η  πολιτεία  έστηνε  τους  ανδριάντες  τους  σε  δημόσια  μέρη  έτσι  ώστε  να  τους  βλέπουν  όλοι  και  να  παραδειγματίζονται  από  το  κουράγιο  τους.

Ο  Ξενοφών  στο  έργο  του  για  την  πολιτεία  των  Λακεδαιμονίων, αναφέρει  έναν  άλλο  διαγωνισμό  μαστιγώματος  για  τους  έφηβους  Σπαρτιάτες.  Σε  αυτόν  τον  αγώνα, τοποθετούνταν  στον  βωμό  της  Ορθίας  Αρτέμιδος  πολλά  κομμάτια  τυριού  τα  οποία  φρουρούσαν  μαστιγοφόροι  άνδρες.  Ο  σκοπός  των  διαγωνιζόμενων  αγοριών  ήταν  να  αρπάξουν  όσα  πιο  πολλά  κομμάτια  τυριού  μπορούσαν, αποφεύγοντας  ή  υπομένοντας  τα  χτυπήματα  των  μαστιγοφόρων.  Νικητής  ανακηρυσσόταν  ο  έφηβος  που  είχε  συγκεντρώσει  τα  περισσότερα  κομμάτια  τυριού.  

Ο  σκοπός  αυτού  του  αγώνα  ήταν  ο  ίδιος  με  την  άτυπη  διάθεση  των  κρατικών  αποθηκών  προς  κλοπή  τροφίμων  από  τους  νεαρούς  Σπαρτιάτες: η  εξάσκηση  τους  στο  να  εξασφαλίζουν  την  τροφή  κάτω  από  οποιεσδήποτε  αντίξοες  συνθήκες.
Υπήρχαν  και  ομαδικά  αθλήματα, όπως  ένας  αγώνας  που  διεξαγόταν  με  χρήση  σφαίρας  ανάμεσα  σε  ομάδες  που  καλούντο  «σφαιρέες».  Επρόκειτο  για  ένα  είδος  αθλήματος  το  οποίο  έμοιαζε  με  το  σημερινό  αμερικανικό  ποδόσφαιρο.  

Ένα  άλλο  ομαδικό  αγώνισμα  ήταν  η  εικονική  μάχη  ανάμεσα  σε  δύο  βουές  ή  δύο  «ίλες», η  οποία  όμως  διέφευγε  συχνά  από  τον  χαρακτήρα  της  αναπαράστασης,  γινόμενη  αρκετές  φορές  αιματηρή.  Η  ίλη  ήταν  ομάδα  αποτελούμενη  από αγόρια  διαφόρων  ηλικιών.  Ο  θεσμός  αυτός  συνυπήρχε  με  τις  αγέλες  ή  βουές.  Ενώ  στις  τελευταίες  τα  αγόρια  έπρεπε  να  είναι  συνομήλικα, στις  ίλες  δεν  υπήρχε  περιορισμός  ηλικίας.  Είναι  άγνωστος  ο  αριθμός  των  μελών  των  αγελών  και  των  ιλών.  Μόνο  για  την  δεύτερη  υπάρχει  η  εκτίμηση  ότι  αποτελείτο  από  δώδεκα  αγόρια, ένας  αριθμός  κατάλληλος  για  την  ισορροπία  μεταξύ  του  ελέγχου  τους  και  της  επιτυχίας  της  εκπαίδευσης.

Η  πειθαρχία  ήταν  ένα  ακόμη  βασικό  στοιχείο  που  παρείχε  η  σπαρτιατική  αγωγή  στους  εκπαιδευόμενους.  

Ο  νεαροί  Σπαρτιάτες  μάθαιναν  να  μην  διαφωνούν  με  τους  ανωτέρους  του, να  μην  απειθαρχούν  στις  διαταγές  τους και  να  μην  αμφισβητούν  ή  να  αγνοούν  τους  νόμους  που  θέσπισε  ο  Λυκούργος.  Η πειθαρχία  και  η  πίστη  στην  κρίση  του  ανώτερου  του, διοικητή,  αξιωματικού  ή  πρεσβύτερου  οπλίτη-πολίτη, ήταν  θεμελιώδες  στοιχείο  για  την  εξέλιξη  του  νέου  πολεμιστή  της  Σπάρτης  αλλά  και  για  τους  ενήλικες  άνδρες  της.  Ωστόσο, αυτό  το  χαρακτηριστικό  δεν  κατέπνιγε  την  ιδιωτική  πρωτοβουλία  του  Σπαρτιάτη  σε  κρίσιμες  πολεμικές  στιγμές.  

Ο  οπλίτης  της  Σπάρτης  μπορούσε  να  είναι  μια  πολεμική  μηχανή  που  υπάκουε   τυφλά  στις  επιταγές  των  εφόρων, των  βασιλέων  και  των  πολεμάρχων, ή  διαφορετικά –όποτε  χρειαζόταν– να  είναι  μια  αυτοτελής  μαχητική  μονάδα,  ικανός  να  πάρει  αμέσως  κρίσιμες  αποφάσεις, να  οργανώσει  και  να  ηγηθεί  νεότερων  ή  πιο  άπειρων  πολεμιστών (πχ  από  τις  άλλες  πελοποννησιακές  πόλεις).  Αυτό  το  θαυμαστό  προτέρημα, το  οποίο  ελάχιστοι  πολεμιστές  της  παγκόσμιας  Ιστορίας διέθεταν, οφειλόταν  στην  σπαρτιατική  στρατιωτική  εκπαίδευση.  

Η  ενθάρρυνση  της  κλοπής  τροφίμων  από  τις  κρατικές  αποθήκες  καθώς  και  οι  άλλες  σχετικές  ασκήσεις, έπαιζαν  σημαντικό  ρόλο  στην  ανάπτυξη  αυτής  της  πρωτοβουλίας.
Εντυπωσιακή αναπαράσταση  Σπαρτιατών  οπλιτών  από  τον  Αυστραλιανό Σύλλογο  Μελετών Αρχαιων Οπλιτικόν (Ancienthoplitikon) της Μελβουρνης.  Εκτός  από  τα άλλα στοιχεία, αποδίδονται και τα δύο είδη λοφίων: το εγκάρσιο και το συνηθέστερο ‘κάθετο’. Οι οπλίτες  κρατούν  τα  δόρατα  τους  σε  “χαμηλή  λαβή”.

Ο  Σπαρτιάτης  οπλίτης  ήταν  εξίσου  επίλεκτος  στο  πεδίο  της  μάχης  και  στον  τομέα  της  επιβίωσης,  ακόμη  κι  αν  απέμενε  τελείως  μόνος  του  σε  εχθρικό  έδαφος.  Οι  περίφημοι  «Μύριοι»  Έλληνες  μισθοφόροι  επιβίωσαν  στην  καρδιά  της  περσικής  αυτοκρατορίας  μετά  τον  θάνατο  του  εργοδότη  τους  Κύρου  του Νεότερου –παρά  την  επαίσχυντη  εξόντωση  των  αρχηγών  τους  με  δόλο–, διέσχισαν  μια τεράστια  απόσταση  μέσα  από  εχθρικά  εδάφη  και  εντέλει  διασώθηκαν  επιτελώντας  έναν  από  τους  μεγαλύτερους  άθλους  όλων  των  εποχών.  Όλα  αυτά  τα  κατάφεραν  χρησιμοποιώντας  τις  σπαρτιατικές  μεθόδους, τις  οποίες  διδάχτηκαν  από  τον  αρχικό  διοικητή  τους, Κλέαρχο. 

Αυτό  το  γνώρισμα  που  ήταν  ιδιαίτερα  ανεπτυγμένο  στους  Σπαρτιάτες,  δεν  ανήκε  μόνο  στους  «ομοίους»  της  πόλης  αλλά  και  στους  άλλους  Λακεδαιμόνιους, όπως  φαίνεται  από  τα  στρατιωτικά  έργα του  Λύσανδρου, του  Γυλίππου (διοικητή των  Συρακουσίων  εναντίον  των  Αθηναίων κατά τη Σικελική εκστρατεία) , του  Ξανθίππου (αναμορφωτή  του  Καρχηδονιακού  στρατού  κατά τον Α΄ Καρχηδονιακό  πόλεμο)  κ.α. οι οποίοι δεν ήταν «όμοιοι» (Σπαρτιάτες  πολίτες) αλλά υπομειονες, μόθακες ή άλλοι Λακεδαιμόνιοι.  Χαρακτηριστικό  παράδειγμα  της  σπαρτιατικής  στρατιωτικής  πρωτοβουλίας  που  έφτανε  στα  όρια  της  ανυπακοής,  ήταν  η  άρνηση  δύο  Σπαρτιατών  πολέμαρχων  να  εκτελέσουν  τον  ελιγμό  που  τους  υπέδειξε  ο  βασιλέας  Άγις  στη μάχη  της  Μαντίνειας (418  πΧ), επειδή  θεώρησαν  ότι  η  δική  τους  εκτίμηση  ήταν ορθότερη.   

Όμως  τέτοιες  περιπτώσεις  ήταν  μεμονωμένες, ανήκαν  σε  ‘πολέμαρχους’ (ανώτερους  αξιωματικούς)  και  δεν  επηρέασαν  αρνητικά τις  πολεμικές  αναμετρήσεις  της  Σπάρτης.  Σε  γενικές  γραμμές  ο  Σπαρτιάτης  ήταν  υπάκουος  και  πειθαρχημένος.

Η  πνευματική  αγωγή  των  Σπαρτιατών  εφήβων  υστερούσε  έναντι  αυτής  των  Αθηναίων, αλλά  ήταν  μάλλον  ανώτερη  από  αυτήν  που  έδιναν  πολλά  άλλα  ελληνικά  κράτη  στους  νέους  τους.  Ο  έφηβος  διδασκόταν  γραφή  και  ανάγνωση, άκουγε  διηγήσεις για  πολεμικά  κατορθώματα  από  τους  πρεσβύτερους  και  μάθαινε  ποιήματα  με  πατριωτικό  και  ηθικοπλαστικό  χαρακτήρα.  Επίσης  διδασκόταν  το  περίφημο  «λακωνίζειν»  όπως  έγινε  γνωστό  στους  άλλους  Έλληνες, δηλαδή  το  να εκφράζονται  με  συντομία  και  ακρίβεια, αποπνέοντας  παράλληλα  ετοιμότητα  και  πνεύμα  με  τα  λεγόμενα  τους («το  λακωνίζειν  εστί  φιλοσοφείν»).  

Ο παιδονόμος, ή  άλλοι  πρεσβύτεροι  πολίτες, παρακολουθούσαν  τις  συζητήσεις  των  νέων  κατά  την  διάρκεια  των  γευμάτων  και  της  ανάπαυσης, παρεμβαίνοντας  και  υποδεικνύοντας  τα  λάθη  και  την  ορθή  έκφραση.  Αν  έβλεπαν  ότι  κάποιος  νέος  δεν  απαντούσε  ή  απαντούσε  ακατάλληλα  σε  ένα  πείραγμα  ή  ένα  ισχυρισμό  κάποιου  άλλου  συνεκπαιδευόμενου  του, τότε  τον  έψεγαν  ή  τον  τιμωρούσαν.

Ηταν  φυσικό  αυτό  το εκπαιδευτικό  σύστημα  να  ‘παράγει’  τους  ακαταμάχητους  οπλίτες  στους  οποίους  στηρίχθηκε  επί  αρκετούς  αιώνες  το  μεγαλείο  της  Σπάρτης.  Κατά  την  διάρκεια  των  πολέμων  της  Σπάρτης  εναντίον  της  Θήβας, περί  το  τέλος  της  ηγεμονίας  της  πρώτης, συνέβη  ένα  επεισόδιο  το  οποίο  δείχνει  σε  μεγάλο  βαθμό  ποιοι  ήταν  οι  Σπαρτιάτες.  

Οι  Πελοποννήσιοι  σύμμαχοι  τους  δήλωσαν  στον  βασιλιά  Αγησίλαο  ότι  δεν  ήθελαν  πλέον  να  ακολουθούν  τους  Σπαρτιάτες  στις  εκστρατείες  τους  και  να  τελούν  υπό  την  ηγεμονία  τους.  Ο  λόγος  τον  οποίο  επικαλέστηκαν, ήταν  ότι  οι  σύμμαχοι  διέθεταν  για  τους  πολέμους  της  Πελοποννησιακής  συμμαχίας  πολλούς  στρατιώτες  ενώ  οι  Σπαρτιάτες  παρέτασσαν  λίγους.  Τότε  ο  Αγησίλαος  διέταξε  τους  Σπαρτιάτες  και τους  συμμάχους  τους  να  καθήσουν  ξεχωριστά  η  μια  ομάδα  από  την  άλλη.  Έπειτα  διέταξε  τους  κεραμοποιούς  να  σηκωθούν  όρθιοι.  Μερικοί  σύμμαχοι  σηκώθηκαν  ενώ  κανένας  Σπαρτιάτης  δεν  έκανε  το  ίδιο.  Στην  συνέχεια  κάλεσε  να  σηκωθούν  από  την  θέση  τους  οι  μαραγκοί.  Κάποιοι  από  τους  συμμάχους  στάθηκαν  όρθιοι.  Κανένας  Σπαρτιάτης  δεν  σηκώθηκε.  

Μετά  ο  Αγησίλαος  διέταξε  να  σηκωθούν  οι  σιδηρουργοί, έπειτα  οι  κτίστες, έπειτα  οι  έμποροι,  ώσπου  ανέφερε  όλα  τα  επαγγέλματα  των  αρχαίων  Ελλήνων.  Όταν  τελείωσε, σχεδόν  όλοι  οι  σύμμαχοι  στέκονταν  όρθιοι.  Αντίθετα  όλοι  οι  Σπαρτιάτες  κάθονταν  στην  θέση  τους.  Αυτό  ήταν  επόμενο, επειδή  η  σπαρτιατική  πολιτική  και  στρατιωτική  οργάνωση,  τούς  απαγόρευε  να  εξασκούν  οποιοδήποτε  επάγγελμα,  πέρα  από  την  μόνιμη  προετοιμασία  για  πόλεμο.  Τότε  ο  Αγησίλαος  στράφηκε  προς  τους  Πελοποννήσιους  συμμάχους  και  τους  είπε  εύθυμα: «Είδατε  λοιπόν  άνδρες, πόσους  περισσότερους  πολεμιστές  από  εσάς  στέλνει  η  Σπάρτη  στον  πόλεμο!»

Στις  ημέρες  μας, οι  περισσότεροι  στρατιωτικοί  ειδικοί  θεωρούν  τους  κλασσικούς  Σπαρτιάτες  οπλίτες  ως  το  πρώτο  σώμα  πραγματικών  επίλεκτων  στρατιωτών  στην  παγκόσμια  Ιστορία.  Αυτή  η  διαπίστωση  δεν  προκαλεί  έκπληξη.  Σχεδόν  το  μόνο  κριτήριο για  τον  χαρακτηρισμό  του  Σπαρτιάτη  άνδρα  ως  καλού  ή  κακού, εξαρτάτο  από  την  συμπεριφορά  του  στον  πόλεμο.  
Αυτό  που  δεν  έπρεπε  ποτέ  να  συμβεί, ήταν  να  λιποψυχήσει  στη  μάχη.  Ολόκληρο  το  κοινωνικό  και  πολιτικό  σύστημα  της  πόλης  – ακόμη  και  οι  γονείς, η  σύζυγος  και  τα  παιδιά  του Σπαρτιάτη – υποστήριζε  αυτόν  τον  θεμελιώδη  κανόνα  της  πόλης, προτιμώντας  τον  θάνατο  του  γιου, του  αδελφού, του  πατέρα  και  του  συζύγου  στην  μάχη  παρά   τη  ντροπιαστική  υποχώρηση  του  και  τη  θλιβερή  ζωή  ενός  «τρέσα» (δειλού, εκείνου που τρέμει)  η  οποία  περίμενε  αυτόν  και  την  οικογένεια  του.  

Είναι  χαρακτηριστικό  ότι  την  επόμενη  ημέρα  μετά  από  την  σπαρτιατική  ήττα  στα  Λεύκτρα (371  π.Χ.), όσοι  είχαν  χάσει  μέλη  της  οικογένειας  τους  στην  μάχη  κυκλοφορούσαν  καλοντυμένοι, περιποιημένοι  και  με  χαρμόσυνο  ύφος  ενώ  όσοι  δεν  είχαν  νεκρούς  ήταν σκυθρωποί  και  θλιμμένοι.  Αυτή  η  ψυχολογία  που υπερέβαινε  τα  ανθρώπινα  όρια, σε  συνδυασμό  με  την  απαράμιλλη  εκπαίδευση, τον  προσεγμένο  εξοπλισμό, τις  υψηλού  επιπέδου  τακτικές  και  οργάνωση,  δημιούργησε  την  ακαταμάχητη  πολεμική  μηχανή  που  υπήρξε  ο  σπαρτιατικός  στρατός.



Περικλής  Δεληγιάννης



ΠΗΓΕΣ

(1)               Ξενοφών: ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ  ΠΟΛΙΤΕΙΑ, Εκδόσεις  Κάκτος, Αθήνα  1996
(2)               Πλούταρχος : ΒΙΟΙ  ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, Εκδόσεις  Κάκτος, Αθήνα.
(3)               Αριστοτέλης : ΠΟΛΙΤΙΚΑ, Εκδόσεις  Κάκτος, Αθήνα.
(4)               Διόδωρος  ο  Σικελιώτης : ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ  ΙΣΤΟΡΙΚΗ, Εκδόσεις  Κάκτος, Αθήνα  1998
(5)               Chrimes  K.M.T. : SPARTA.  A  RE-EXAMINATION  OF  THE  EVIDENCE, Manchester  1949
(6)               Σταμέλος  Χ.: Η  ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ  ΤΩΝ  ΑΡΧΑΙΩΝ  ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ.



Πηγή1 / Πηγή2