Η τελευταία ονομασία προέρχεται από τη Δωρική/Αιολική λέξη “μάκος” (στην Αττική “μήκος”) η οποία σημαίνει μήκος, μάκρος (βλ. Ομήρου, Οδύσσεια, VII, 106) και έτσι η λέξη Μακεδνός σημαίνει τον μακρύ, τον ψηλό, αλλά και τον ορεσίβιο, τον βουνίσιο (Ορέσται, Έλληνες).
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα, ίσως το κυριότερο, που προβάλλουν οι Σκοπιανοί, ισχυριζόμενοι ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, είναι ότι οι Μακεδόνες δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Το επιχείρημα αυτό είναι ψευδέστατο, διότι αψευδείς μάρτυρες της γλώσσης των Μακεδόνων και συνεπώς της ελληνικότητάς των είναι, εκτός των άλλων αποδείξεων και τα νομίσματα που έκοβαν οι Μακεδόνες και εχρησιμοποιούσαν στις συναλλαγές τους.
Τα νομίσματα των αρχαιοτάτων Μακεδονικών πόλεων αρχικώς, του μετέπειτα Μακεδονικού Βασιλείου και όλων των άλλων εποχών, φέρουν στον εμπροσθότυπο και οπισθότυπό τους όχι μόνο εγγραφές στην ελληνική γλώσσα, αλλά επίσης παραστάσεις και σύμβολα ενδεικτικά της ελληνικής ταυτότητός τους, διότι είναι όμοια με εκείνα που φέρουν και τα νομίσματα και των άλλων περιοχών της λοιπής Ελλάδος, τόσον της αρχαίας εποχής, όσον και των μεταγενέστερων εποχών. Επάνω δε στα νομίσματα της Μακεδονίας όπως και όλων των άλλων περιοχών της Ελλάδος έχει χαραχθεί η ελληνική ιστορία μας.
Από τα αρχαία νομίσματα μπορούμε να αντλήσουμε πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες, όχι μόνο καθαρά ιστορικού χαρακτήρος, αλλά και πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές κ.ά. Οι παραστάσεις που φέρουν τα νομίσματα μάς πληροφορούν για την αρχιτεκτονική, αφού ναοί και οικοδομήματα εικονίζονται σ’ αυτά, για τη συγκρότηση της κοινωνίας, για τον αθλητισμό, για τα ζώα που ζούσαν τότε, την αμφίεση, την κόμμωση, για τις τέχνες και τα επαγγέλματα. Τέλος για τη γλώσσα μας.
Από καθαρά καλλιτεχνική άποψη τα νομίσματα συμβάλλουν στη μελέτη της τέχνης γενικά, αφού πολλά απ’ αυτά είχαν φιλοτεχνήσει μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Κίμων, ο Ηρακλείδας, ο Ευαίνετος, ο Φρίγιλλος κ.ά. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο τιτάνας του πνεύματος, ο Γκαίτε, είχε γράψει για τα ελληνικά νομίσματα: «Σ’ αυτά μας χαμογελά μια άνοιξη δίχως τέλος, γεμάτη από καρπούς της Τέχνης, αποτέλεσμα μιας έξοχης μορφής διανοήσεως και καλλιτεχνικής ενασχολήσεως».
Η πρώτη μορφή συναλλαγής μεταξύ των ανθρώπων υπήρξεν ο αντιπραγματισμός, δηλαδή η ανταλλαγή των πραγμάτων που έδιδε ένας άνθρωπος για να αποκτήσει αναγκαία σ’ αυτόν πράγματα, που διέθετε ένας άλλος άνθρωπος. Το σύστημα αυτό, που ίσχυσε επί αρκετές χιλιετίες της ανθρώπινης ζωής, δεν εξυπηρετούσε τις συναλλακτικές ανάγκες των ανθρώπων, γι’ αυτό έπρεπε να αντικατασταθεί με ένα σύστημα πρακτικότερο. Για την απόκτηση των αναγκαίων πραγμάτων έπρεπε να παρέχονται είδη ανεγνωρισμένης αξίας και κοινής αποδοχής και αυτά τα είδη ήσαν τα βοσκήσιμα ζώα: πρόβατα, αίγες, βόδια, χοίροι, τα οποία εμετρώντο κατά κεφαλάς.
Η περίοδος αυτή εκλήθη προκερματική, διότι τα ζώα δεν ήτο δυνατόν να κερματισθούν, προς απόκτηση πραγμάτων μικρής αξίας. Για τον λόγον αυτόν ο άνθρωπος εχρησιμοποίησε στις συναλλαγές του τα μέταλλα, τα οποία είναι ανθεκτικά στον χρόνο και κερματίζονται, κερματική περίοδος. Αρχικώς, από το 1200 π.Χ. περίπου εχρησιμοποιήθησαν τα τάλαντα και οι στατήρες, μεγάλα τεμάχια χαλκού που εχρησιμοποιούντο και ως μέτρα βάρους. Αργότερα, προς απόκτηση πραγμάτων μικρής αξίας εχρησιμοποιήθησαν τα βέλη του τόξου, οι οβελοί, ή οβολοί. Έξι οβολοί, όσους μπορούσε να «δράξη»το χέρι του ανθρώπου, απετέλεσαν την ΔΡΑΧΜΗ, (δράγμα, δράττω, δραξ). Στο Ηραίο του Άργους (ναός της Θεάς Ήρας) ευρέθη το 1906, δέσμη 6 οβολών και φυλάσσεται στο Νομισματικό Μουσείο.
Πρώτος ο Φείδων, ο βασιλεύς του Άργους και ηγεμών αμφικτυονίας πόλεων, έκοψε περί τα μέσα του 7ου αιώνος π.Χ. στην Αίγινα τα πρώτα νομίσματα. Κατά σύμπτωση στην Αίγινα εκόπησαν και τα πρώτα νομίσματα του Νεοελληνικού Κράτους. Επίσης στα θεμέλια του Αρτεμισίου (ναού της θεάς Αρτέμιδος) της Εφέσου ευρέθησαν νομίσματα (τεμάχια σφαιροειδή) χρυσού και αργύρου (ήλεκτρον) με τα οποία αμείβοντο οι στρατιώτες. Σε ένα από αυτά υπάρχει εγγραφή, που ίσως είναι το όνομα του Λυδού βασιλέως Αλυάτη. Η ιστορία των Μακεδόνων αρχίζει περίπου από το 700 π.Χ. Το όνομα«Μακεδών», κατά τους ειδικούς επιστήμονες, προέρχεται από το ελληνικό θέμα «Μακ», που αποτελεί την ρίζα του ονόματος και σημαίνει «μάκος» (=μήκος) «μακρύς», «μακρός», «μάκρος» κ.ά.
Η βασιλική δυναστεία των Μακεδόνων έφερε δύο ονόματα: «Αργεάδαι» και «Τημενίδαι». Το πρώτο σημαίνει ότι η βασιλική δυναστεία είναι απόγονος του Αργαίου (ιστορικού προσώπου, που έζησε το 682-621 π.Χ.). Το δεύτερο είναι παλαιότερο και προέρχεται από τον Ηρακλείδη Τημενό. Είναι κατά συνέπεια ακραιφνώς ελληνική η καταγωγή τους. Τόσον οι μακεδονικές πόλεις, που εδημιουργήθησαν μετά την μετακίνηση των Μακεδόνων, περί τα τέλη του 6ου αιώνος π.Χ. προς την πεδιάδα της Πιερίας, όσον και οι Μακεδονικές πόλεις που εδημιουργήθηκαν μεταγενεστέρως, έκοψαν νομίσματα, όπως και οι άλλες πόλεις της Ελλάδος. Τα πλούσια μεταλλεία της περιοχής του Στρυμόνος έδωσαν την δυνατότητα κοπής νομισμάτων, ασημένιων κυρίως, μεγάλης ονομαστικής αξίας, που κυκλοφορούσαν σε περιοχές της Ανατολικής και Νοτίου Ελλάδος, όπου υπήρχε έλλειψις αργύρου.
Φιλελεύθερος
ΕΤΟΣ 50ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ: 16388
Μετάφραση Νίνας Γκατζούλη, πρ. Υπάτου Γραμματέως της Παμμακεδονικής
Μενέλαου Παγουλάτου
Πηγή
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα, ίσως το κυριότερο, που προβάλλουν οι Σκοπιανοί, ισχυριζόμενοι ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, είναι ότι οι Μακεδόνες δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Το επιχείρημα αυτό είναι ψευδέστατο, διότι αψευδείς μάρτυρες της γλώσσης των Μακεδόνων και συνεπώς της ελληνικότητάς των είναι, εκτός των άλλων αποδείξεων και τα νομίσματα που έκοβαν οι Μακεδόνες και εχρησιμοποιούσαν στις συναλλαγές τους.
Τα νομίσματα των αρχαιοτάτων Μακεδονικών πόλεων αρχικώς, του μετέπειτα Μακεδονικού Βασιλείου και όλων των άλλων εποχών, φέρουν στον εμπροσθότυπο και οπισθότυπό τους όχι μόνο εγγραφές στην ελληνική γλώσσα, αλλά επίσης παραστάσεις και σύμβολα ενδεικτικά της ελληνικής ταυτότητός τους, διότι είναι όμοια με εκείνα που φέρουν και τα νομίσματα και των άλλων περιοχών της λοιπής Ελλάδος, τόσον της αρχαίας εποχής, όσον και των μεταγενέστερων εποχών. Επάνω δε στα νομίσματα της Μακεδονίας όπως και όλων των άλλων περιοχών της Ελλάδος έχει χαραχθεί η ελληνική ιστορία μας.
Από τα αρχαία νομίσματα μπορούμε να αντλήσουμε πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες, όχι μόνο καθαρά ιστορικού χαρακτήρος, αλλά και πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές κ.ά. Οι παραστάσεις που φέρουν τα νομίσματα μάς πληροφορούν για την αρχιτεκτονική, αφού ναοί και οικοδομήματα εικονίζονται σ’ αυτά, για τη συγκρότηση της κοινωνίας, για τον αθλητισμό, για τα ζώα που ζούσαν τότε, την αμφίεση, την κόμμωση, για τις τέχνες και τα επαγγέλματα. Τέλος για τη γλώσσα μας.
Από καθαρά καλλιτεχνική άποψη τα νομίσματα συμβάλλουν στη μελέτη της τέχνης γενικά, αφού πολλά απ’ αυτά είχαν φιλοτεχνήσει μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Κίμων, ο Ηρακλείδας, ο Ευαίνετος, ο Φρίγιλλος κ.ά. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο τιτάνας του πνεύματος, ο Γκαίτε, είχε γράψει για τα ελληνικά νομίσματα: «Σ’ αυτά μας χαμογελά μια άνοιξη δίχως τέλος, γεμάτη από καρπούς της Τέχνης, αποτέλεσμα μιας έξοχης μορφής διανοήσεως και καλλιτεχνικής ενασχολήσεως».
Η πρώτη μορφή συναλλαγής μεταξύ των ανθρώπων υπήρξεν ο αντιπραγματισμός, δηλαδή η ανταλλαγή των πραγμάτων που έδιδε ένας άνθρωπος για να αποκτήσει αναγκαία σ’ αυτόν πράγματα, που διέθετε ένας άλλος άνθρωπος. Το σύστημα αυτό, που ίσχυσε επί αρκετές χιλιετίες της ανθρώπινης ζωής, δεν εξυπηρετούσε τις συναλλακτικές ανάγκες των ανθρώπων, γι’ αυτό έπρεπε να αντικατασταθεί με ένα σύστημα πρακτικότερο. Για την απόκτηση των αναγκαίων πραγμάτων έπρεπε να παρέχονται είδη ανεγνωρισμένης αξίας και κοινής αποδοχής και αυτά τα είδη ήσαν τα βοσκήσιμα ζώα: πρόβατα, αίγες, βόδια, χοίροι, τα οποία εμετρώντο κατά κεφαλάς.
Η περίοδος αυτή εκλήθη προκερματική, διότι τα ζώα δεν ήτο δυνατόν να κερματισθούν, προς απόκτηση πραγμάτων μικρής αξίας. Για τον λόγον αυτόν ο άνθρωπος εχρησιμοποίησε στις συναλλαγές του τα μέταλλα, τα οποία είναι ανθεκτικά στον χρόνο και κερματίζονται, κερματική περίοδος. Αρχικώς, από το 1200 π.Χ. περίπου εχρησιμοποιήθησαν τα τάλαντα και οι στατήρες, μεγάλα τεμάχια χαλκού που εχρησιμοποιούντο και ως μέτρα βάρους. Αργότερα, προς απόκτηση πραγμάτων μικρής αξίας εχρησιμοποιήθησαν τα βέλη του τόξου, οι οβελοί, ή οβολοί. Έξι οβολοί, όσους μπορούσε να «δράξη»το χέρι του ανθρώπου, απετέλεσαν την ΔΡΑΧΜΗ, (δράγμα, δράττω, δραξ). Στο Ηραίο του Άργους (ναός της Θεάς Ήρας) ευρέθη το 1906, δέσμη 6 οβολών και φυλάσσεται στο Νομισματικό Μουσείο.
Πρώτος ο Φείδων, ο βασιλεύς του Άργους και ηγεμών αμφικτυονίας πόλεων, έκοψε περί τα μέσα του 7ου αιώνος π.Χ. στην Αίγινα τα πρώτα νομίσματα. Κατά σύμπτωση στην Αίγινα εκόπησαν και τα πρώτα νομίσματα του Νεοελληνικού Κράτους. Επίσης στα θεμέλια του Αρτεμισίου (ναού της θεάς Αρτέμιδος) της Εφέσου ευρέθησαν νομίσματα (τεμάχια σφαιροειδή) χρυσού και αργύρου (ήλεκτρον) με τα οποία αμείβοντο οι στρατιώτες. Σε ένα από αυτά υπάρχει εγγραφή, που ίσως είναι το όνομα του Λυδού βασιλέως Αλυάτη. Η ιστορία των Μακεδόνων αρχίζει περίπου από το 700 π.Χ. Το όνομα«Μακεδών», κατά τους ειδικούς επιστήμονες, προέρχεται από το ελληνικό θέμα «Μακ», που αποτελεί την ρίζα του ονόματος και σημαίνει «μάκος» (=μήκος) «μακρύς», «μακρός», «μάκρος» κ.ά.
Η βασιλική δυναστεία των Μακεδόνων έφερε δύο ονόματα: «Αργεάδαι» και «Τημενίδαι». Το πρώτο σημαίνει ότι η βασιλική δυναστεία είναι απόγονος του Αργαίου (ιστορικού προσώπου, που έζησε το 682-621 π.Χ.). Το δεύτερο είναι παλαιότερο και προέρχεται από τον Ηρακλείδη Τημενό. Είναι κατά συνέπεια ακραιφνώς ελληνική η καταγωγή τους. Τόσον οι μακεδονικές πόλεις, που εδημιουργήθησαν μετά την μετακίνηση των Μακεδόνων, περί τα τέλη του 6ου αιώνος π.Χ. προς την πεδιάδα της Πιερίας, όσον και οι Μακεδονικές πόλεις που εδημιουργήθηκαν μεταγενεστέρως, έκοψαν νομίσματα, όπως και οι άλλες πόλεις της Ελλάδος. Τα πλούσια μεταλλεία της περιοχής του Στρυμόνος έδωσαν την δυνατότητα κοπής νομισμάτων, ασημένιων κυρίως, μεγάλης ονομαστικής αξίας, που κυκλοφορούσαν σε περιοχές της Ανατολικής και Νοτίου Ελλάδος, όπου υπήρχε έλλειψις αργύρου.
Φιλελεύθερος
ΕΤΟΣ 50ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ: 16388
Μετάφραση Νίνας Γκατζούλη, πρ. Υπάτου Γραμματέως της Παμμακεδονικής
Μενέλαου Παγουλάτου
Πηγή