Πρίν παρακολουθήσουμε ένα απόσπασμα από την απάντηση του Προμηθέα στον Ερμή, για την παράδοση της φωτιάς στους ανθρώπους, λίγα λόγια για τον Προμηθέα δεσμώτη.
Στον Προμηθέα του Αισχύλου οι άνθρωποι πριν από την παρέμβαση του Προμηθέα ζούσαν σε σπηλιές και δεν διέθεταν πρακτική νοημοσύνη για να μπορούν να συλλάβουν, να κατανοήσουν τον κόσμο και να επινοήσουν τρόπους βελτίωσης της ζωής τους. Ο Προμηθέας, λοιπόν, τους διδάσκει όλες τις τέχνες: αρχιτεκτονική, ξυλουργική, αστρονομία, μαθηματικά, γραφή, γλώσσα, ιστορία, γεωργία, τη χρήση των ζώων και την ίππευση, τη ναυτική τέχνη, την ιατρική, τη φαρμακευτική, τη μαντική και τη μεταλλοτεχνία.
Η μετάβαση του ανθρώπου από την κατάσταση των βιολογικών εξαρτήσεων στην κατάσταση της αυτονομίας του νοήμονος όντος συμβολίζεται με τον Προμηθέα και την φιλάνθρωπη κλοπή των «δώρων» του για τον άνθρωπο από το εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου. Έτσι η κλοπή δεν κρίνεται ως παράβαση ηθικής φύσεως που δεν έπρεπε να γίνει, αλλά ως ευρηματική πράξη του Προμηθέα – ανθρώπου που υπαγορεύεται από αυτή την ίδια την αρχή, η οποία κατηύθυνε και τη μοιρασιά του Επιμηθέα, της σύμμετρης και ισόρροπης διατήρησης του φυσικού κόσμου και της αναπλήρωσης της φυσικής αδυναμίας του ανθρώπου σε αυτόν.
Η κατ’ αναγκαιότητα, λοιπόν, παράβαση έχει πρακτικό αντίκρισμα στον άνθρωπο, καθώς η τεχνογνωσία και η γνώση της τέχνης της φωτιάς επιτρέπουν στον άνθρωπο να επινοεί τα προς το ζῆν και να εφαρμόζει πρακτικά τις επινοήσεις του. Ο άνθρωπος είναι σε θέση με τις δύο αυτές κατακτήσεις να μετασχηματίζει τους σχεδιασμούς και τις επινοήσεις του σε πρακτικό πρόγραμμα ζωής. Πρόκειται συνεπώς για την πρώτη ενέργεια της ανθρώπινης ελευθερίας, που είναι και ρήξη με την προ-ανθρώπινη τάξη του κόσμου.
Τα δώρα του Προμηθέα συνετέλεσαν στο να αποκτήσει ο άνθρωπος «τὴν περὶ τὸν βίον σοφίαν», χρήσιμες δηλαδή γνώσεις προκειμένου να αντισταθμίσει τις ελλείψεις των εφοδίων που είχαν δοθεί στα υπόλοιπα έμβια όντα. Έτσι, ο άνθρωπος μπόρεσε με τη γνώση να καλύψει τις βιολογικές του ανάγκες (τροφή, στέγη, ένδυση, υπόδεση, κ.τ.λ.) και να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, να την αλλάξει και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Αυτά ακριβώς τα πρώτα βασικά επιτεύγματά του υποδηλώνονται με τη φράση «εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται».
Ο άνθρωπος όμως δεν σταμάτησε εκεί: ανέπτυξε γλώσσα, θρησκεία, δηλαδή πολιτισμό, και αργότερα ανέπτυξε και αρετές, όπως ο σεβασμός, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, που τον βοήθησαν να οργανωθεί πολιτικά και να συμβιώσει αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Αυτά, λοιπόν, τα εφόδια του έδωσαν τη δυνατότητα όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να διαφοροποιηθεί σημαντικά από τα άλλα έμβια όντα.
Γενικά η κατάκτηση τεχνικής συνδέεται με την ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων, την οργάνωση της εργασίας ως κατασκευαστικής διαδικασίας, για παράδειγνα σπιτιών, όπλων, εργαλείων, με την επινόηση συμβολικών συστημάτων επικοινωνίας και αντιμετώπισης καθημερινών αναγκών, πχ. γλώσσα, γραφή, αρίθμηση, με την καλλιέργεια, πχ. γης, και με την αγωγή, καθώς όλα αυτά δεν είναι εξωτερικά προς τη φύση του ανθρώπου, αλλά την επηρεάζουν και οδηγούν τον άνθρωπο σταδιακά σε έλεγχο των παθών και οργάνωση της άμυνάς του προς τους άλλους.
Στην εξέλιξη του μύθου, κάθε στάδιο της ανθρώπινης παρουσίας και εξέλιξης στον κόσμο συμβολίζεται με κάποιον θεό και την προσφορά του στον άνθρωπο. Το στάδιο της βιολογικής συγκρότησης του ανθρώπου συμβολίζεται με τον Επιμηθέα, το επόμενο, της δημιουργίας τεχνικού πολιτισμού, με τον Προμηθέα και τα δώρα του και το τελευταίο, του σχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας, με τον Δία και τη δική του προσφορά στον άνθρωπο. Αξιολογώντας και συγκρίνοντας τα δώρα του Προμηθέα και του Δία, αρχικά μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται με διαφορετικές φάσεις εξέλιξης και ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Δίας δεν δώρισε στον άνθρωπο την πολιτική τέχνη, αν και την κατείχε, αλλά την αιδώ και τη δίκη, με τις οποίες ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατακτήσει την πολιτική τέχνη. Τα «δώρα του Δία» εκφράζουν ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού, κατά το οποίο ο άνθρωπος ωριμάζει ηθικοπνευματικά και παράγει πολιτισμό που προσανατολίζεται όχι απλώς από την ανάγκη του ζῆν, αλλά από τη συνειδητοποίηση της αξίας
του εὖ ζῆν
Η χρήση συμβόλων αποτελεί χαρακτηριστικό του μύθου και η αναφορά στους θεούς φαίνεται να είναι συμβολική: ο Δίας συμβολίζει τη νομοτέλεια που υπάρχει στη φύση, ενώ ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας (που συναντήσαμε στην προηγούμενη ενότητα) και ο Ερμής αποτελούν τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των όντων και εξασφαλίζουν ισορροπία.
Εν πρώτοις ότι ουδέν εζημιώθησαν οι θεοί διότι οι άνθρωποι ήλθον εις την ζωήν θα προσπαθήσω ν’ αποδείξω• έπειτα δε ότι είνε και συμφέρον και καλλίτερον δι’ αυτούς λίαν παρά εάν έμενεν η γη έρημος και χωρίς ανθρώπους. Εάν λοιπόν παλαιόθεν — διότι ευκολώτερα θ’ αποδειχθή ούτω εάν εγώ κακώς έπραξα να σχηματίσω το ανθρώπινον γένος—εάν υπήρχε μόνον το θείον και επουράνιον γένος, η δε γη ήτο εις αγρίαν και άμορφον κατάστασιν, κατεχομένη όλη από δάση άγρια, ούτε βωμοί, ούτε ναοί θεών υπήρχον—και πώς ηδύναντο να υπάρχουν;-— ούτε αγάλματα ή ξόανα ή άλλο τι τοιούτον, εξ εκείνων τα οποία, πολυάριθμα φαίνονται τώρα παντού και μετά τόσης φροντίδος τιμώνται.
Εγώ δε — διότι πάντοτε κάτι προνοώ χάριν του κοινού συμφέροντος και προσπαθώ πώς ν’αυξηθούν μεν τα ανήκοντα εις τους θεούς, προκόψουν δε και τα άλλα όλα εις αρμονίαν και ωραιότητα —εσκέφθηκα ότι ήτο καλλίτερον να λάβω ολίγον πηλόν και να πλάσω εξ αυτού ζώα τινα και να δώσω εις αυτά μορφάς προσομοιαζούσας προς τας ιδικάς μας• διότι ενόμιζα ότι κάτι έλειπεν από το θείον, επειδή δεν υπήρχε τι αντίθετον, προς το οποίον να δύναται να συγκριθή και ούτω να αναδεικνύεται ευδαιμονέστερον. Και να είνε μεν θνητόν το γένος τούτο, αλλ’ ευφυέστατον κατά τα άλλα και νοημονέστατον και δυνάμενον να διακρίνη το καλλίτερον.
Λοιπόν, ως λέγουν οι ποιηταί, «γαίαν ύδει φύρας» και μαλάξας έπλασα τους ανθρώπους, παρεκάλεσα δε και την Αθηνάν να με βοηθήση εις το έργον. Αυτά είνε τα μεγάλα εγκλήματά μου προς τους θεούς. Και βλέπεις ποία είνε η ζημία εάν εκ πηλού έκαμα ζώα και εις το πρώην ακίνητον έδωκα κίνησιν και φαίνεται ότι έκτοτε οι θεοί είνε ολιγώτερον θεοί, διότι και επί της γης έγειναν ζώα τινα θνητά• ο δε Ζευς τώρα αγανακτεί, ως εάν εκ της δημιουργίας των ανθρώπων ελαττούται η αξία των θεών, εκτός εάν φοβήται μήπως και αυτοί σκεφθούν να επαναστατήσουν εναντίον του και να κινήσουν πόλεμον κατά των θεών, όπως οι Γίγαντες.
Αλλ’ ότι ουδόλως εζημιώθητε, ω Ερμή, παρ’ εμού και των έργων μου είνε φανερόν• ή συ απόδειξέ μου και την ελαχίστην ζημίαν και τότε εγώ θα σιωπήσω και θ’ αναγνωρίσω ότι δίκαια έπαθα εκ μέρους υμών. Ότι δε τα έργα μου έγειναν χρήσιμα εις τους θεούς αρκεί, διά να το εννοήσης, να παρατηρήσης εξ’ ύψους την γην όλην και να ίδης ότι δεν είνε πλέον ξηρά και ακαλλιέργητος, αλλά στολισμένη με πόλεις, αγρούς καλλιεργημένους και φυτά ήμερα, και την θάλασσαν διασχιζομένην υπό πλοίων και τας νήσους κατοικημένας, πανταχού δε βωμούς και θυσίας και ναούς και πανηγύρεις• μεσταί δε Διός πάσαι μεν αγυιαί, πάσαι δ’ ανθρώπων αγοραί Εάν εδημιούργουν τους ανθρώπους διά να είνε μόνον κτήμα μου, θα ηδυνάμην ίσως να κατηγορηθώ ως πλεονέκτης• αλλ’ εγώ αφού τους εδημιούργησα τους κατέστησα κοινόν κτήμα των θεών• και ενώ παντού δύναταί τις να ίδη ναούς του Διός και του Απόλλωνος, της Ήρας και σου, ω Ερμή, του Προμηθέως ουδαμού φαίνεται ναός. Βλέπεις, ότι μόνον περί του συμφέροντός μου φροντίζω, τα δε κοινά καταπροδίδω και ζημιώνω.
Αλλά θέλω να μου είπης και τούτο, ω Ερμή, εάν νομίζης ότι δύναται να υπάρξη αγαθόν άγνωστον, κτήμα ή έργον το οποίον ουδείς βλέπει και ουδείς επαινεί και αν το τοιούτον δύναται να είνε εξ ίσου ευχάριστον εις τον κάτοχον αυτού. Διά τούτου θέλω να είπω, ότι αν δεν εδημιουργούντο οι άνθρωποι, θα έμενε χωρίς θεατάς το κάλλος του σύμπαντος και θα ήμεθα κάτοχοι πλούτου, ο οποίος ούτε υπό άλλων θα εθαυμάζετο, ούτε δι’ ημάς θα ήτο όσον σήμερον πολύτιμος, διότι, δεν θα είχαμεν τίποτε κατώτερον προς το οποίον να τον συγκρίνωμεν, ούτε θα είχαμεν συνείδησιν όλης της ευτυχίας μας μη βλέποντες άλλους στερουμένους των όσων ημείς απολαμβάνομεν. Το μέγα φαίνεται τοιούτον μόνον όταν συγκρίνεται προς το μικρόν. Σεις, δε αντί να με τιμήσετε δι’ αυτάς μου τας πράξεις, μ’ εσταυρώσατε, και αυτήν την αμοιβήν μου εδώκατε διά την προνοητικότητά μου.
Αλλά θα είπης ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν κακούργοι και μοιχεύουν και πολεμούν και τας αδελφάς των νυμφεύονται και επιβουλεύονται την ζωήν των γονέων των. Αλλά μήπως και μεταξύ ημών των θεών δεν είνε πολλή αφθονία τοιούτων εγκλημάτων; Και πρέπει κανείς διά τούτο να κατηγορήση την Γην και τον Ουρανόν διότι μας εγέννησαν; Αλλά δύνασαι να είπης και τούτο ακόμη ότι μας δίδει πολλάς φροντίδας η επιτήρησίς των. Ο ποιμήν όμως δεν θεωρεί δυστύχημα ότι έχει το ποίμνιον και ευρίσκεται εις την ανάγκην να φροντίζη δι’ αυτό• διότι αι φροντίδες αποτελούν την ευτυχίαν του• άλλως και η φροντίς είνε τέρψις διότι συντελεί να διερχώμεθα τον καιρόν χωρίς πλήξιν.
Διότι τι θα εκάναμεν εάν δεν είχαμεν να φροντίζωμεν περί των ανθρώπων;
Θα διηρχόμεθα τον καιρόν με αργίαν, θα επίναμεν το νέκταρ και θα εγεμίζαμεν την γαστέρα με αμβροσίαν χωρίς να έχωμεν κανένα πόθον. Εκείνο δε το οποίον προ πάντων με πνίγει από αγανάκτησιν, είνε ότι ενώ με κατηγορείτε ότι έκαμα τους ανθρώπους και μάλιστα τας γυναίκας, όμως τας ερωτεύεσθε και δεν παύετε να κατέρχεσθε εις την γην, άλλοτε μεν εις ταύρους, άλλοτε δε εις σατύρους και κύκνους μεταμορφούμενοι και καταδέχεσθε να γεννάτε εξ αυτών θεούς. Αλλ’ ίσως θα είπης ότι έπρεπε μεν να πλασθούν οι άνθρωποι, διαφορετικοί όμως και όχι ομοιάζοντες προς ημάς. Και ποίον άλλο υπόδειγμα ηδυνάμην να προτιμήσω από εκείνο το οποίον εγνώριζα ως το τελειότερον;
Ή έπρεπε να κάμω τον άνθρωπον ζώον ανόητον, άγριον και θηριώδες; Αλλά τότε πώς θα προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και πώς θα σας απένεμον τας άλλας τιμάς αν ήσαν τοιούτοι; Αλλά σεις όταν μεν σας προσφέρουν εκατόμβας προσέρχεσθε και δεν βαρύνεσθε ούτε και αν είνε ανάγκη να μεταβήτε μέχρι του Ωκεανού «μετ’ αμύμονας Αιθιοπήας »• τον δε αίτιον των προσφερομένων προς υμάς τιμών εσταυρώσατε. Ως προς το ζήτημα λοιπόν των ανθρώπων, όσα είπα είνε επίσης αρκετά.
Τώρα δε μεταβαίνω εις την υπόθεσιν του πυρός και την επονείδιστον εκείνην κλοπήν. Και σ’ εξορκίζω εις τους θεούς να μην αρνηθής να μου αποκριθής εις την εξής ερώτησιν• μήπως ημείς εστερήθημεν το πυρ, αφ’ ότου το έχουν και οι άνθρωποι; Βεβαίως όχι. Διότι η φύσις του πράγματος τούτου είνε, μου φαίνεται, να μη ολιγοστεύη, εάν και άλλος πάρη εξ αυτού• διότι δεν σβύνει αν ανάψη κανείς άλλος. Επομένως είνε φθόνος καθαρός το τοιούτον, διότι εμποδίζατε να δοθή εις τους έχοντας ανάγκην κάτι το οποίον σεις δεν θα εστερείσθε και ουδόλως θα εζημιώνεσθε. Και όμως αφού είσθε θεοί έπρεπε να είσθε αγαθοί και «δοτήρες εάων» και απηλλαγμένοι παντός φθόνου.
Άλλως τε και αν ολόκληρον το πυρ αφήρουν εκ του ουρανού και το εκόμιζα κάτω εις την γην, χωρίς ν’ αφήσω εξ αυτού τίποτε, η ζημία σας δεν θα ήτο μεγάλη.
Διότι ουδόλως έχετε ανάγκην αυτού, καθότι ούτε κρυόνετε, ούτε την αμβροσίαν ψήνετε, ούτε τεχνητόν φως χρειάζεσθε. Εις τοις ανθρώπους δε είνε απαραίτητον το πυρ και διά τας άλλας των ανάγκας, αλλά και διά τας θυσίας, διά να διαχύνουν εις τας οδούς την κνίσσαν των θυμάτων, να θυμιάζουν διά του λιβανωτού και να καίουν τα μηρία επί των βωμών. Γνωρίζω δε πόσον σας ευχαριστεί ο καπνός των θυσιών και ότι αυτήν την ευωχίαν νομίζετε ως την νοστιμωτέραν, όταν η κνίσσα φθάνη εις τον ουρανόν «ελισσομένη περί καπνώ».
Επομένως η κατηγορία αύτη είνε όλως εναντία προς τας διαθέσεις σας. Απορώ δε πώς δεν διατάσσετε και τον ήλιον να παύση να φωτίζη τους ανθρώπους• διότι και αυτός είνε πυρ, πολύ θαυμαστότερον και φλογερώτερον. Ή και εκείνον κατηγορείτε ότι ασωτεύει την περιουσίαν σας; Αυτή είνε η απολογία μου. Σεις δε, Ερμή και Ήφαιστε, εάν νομίζετε ότι είπα τίποτε, το οποίον δεν είνε ορθόν, ελέγξετε και επανορθώσετέ με, εγώ δε θα απολογηθώ εκ νέου.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ, ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Πηγή
Στον Προμηθέα του Αισχύλου οι άνθρωποι πριν από την παρέμβαση του Προμηθέα ζούσαν σε σπηλιές και δεν διέθεταν πρακτική νοημοσύνη για να μπορούν να συλλάβουν, να κατανοήσουν τον κόσμο και να επινοήσουν τρόπους βελτίωσης της ζωής τους. Ο Προμηθέας, λοιπόν, τους διδάσκει όλες τις τέχνες: αρχιτεκτονική, ξυλουργική, αστρονομία, μαθηματικά, γραφή, γλώσσα, ιστορία, γεωργία, τη χρήση των ζώων και την ίππευση, τη ναυτική τέχνη, την ιατρική, τη φαρμακευτική, τη μαντική και τη μεταλλοτεχνία.
Η μετάβαση του ανθρώπου από την κατάσταση των βιολογικών εξαρτήσεων στην κατάσταση της αυτονομίας του νοήμονος όντος συμβολίζεται με τον Προμηθέα και την φιλάνθρωπη κλοπή των «δώρων» του για τον άνθρωπο από το εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου. Έτσι η κλοπή δεν κρίνεται ως παράβαση ηθικής φύσεως που δεν έπρεπε να γίνει, αλλά ως ευρηματική πράξη του Προμηθέα – ανθρώπου που υπαγορεύεται από αυτή την ίδια την αρχή, η οποία κατηύθυνε και τη μοιρασιά του Επιμηθέα, της σύμμετρης και ισόρροπης διατήρησης του φυσικού κόσμου και της αναπλήρωσης της φυσικής αδυναμίας του ανθρώπου σε αυτόν.
Η κατ’ αναγκαιότητα, λοιπόν, παράβαση έχει πρακτικό αντίκρισμα στον άνθρωπο, καθώς η τεχνογνωσία και η γνώση της τέχνης της φωτιάς επιτρέπουν στον άνθρωπο να επινοεί τα προς το ζῆν και να εφαρμόζει πρακτικά τις επινοήσεις του. Ο άνθρωπος είναι σε θέση με τις δύο αυτές κατακτήσεις να μετασχηματίζει τους σχεδιασμούς και τις επινοήσεις του σε πρακτικό πρόγραμμα ζωής. Πρόκειται συνεπώς για την πρώτη ενέργεια της ανθρώπινης ελευθερίας, που είναι και ρήξη με την προ-ανθρώπινη τάξη του κόσμου.
Τα δώρα του Προμηθέα συνετέλεσαν στο να αποκτήσει ο άνθρωπος «τὴν περὶ τὸν βίον σοφίαν», χρήσιμες δηλαδή γνώσεις προκειμένου να αντισταθμίσει τις ελλείψεις των εφοδίων που είχαν δοθεί στα υπόλοιπα έμβια όντα. Έτσι, ο άνθρωπος μπόρεσε με τη γνώση να καλύψει τις βιολογικές του ανάγκες (τροφή, στέγη, ένδυση, υπόδεση, κ.τ.λ.) και να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, να την αλλάξει και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Αυτά ακριβώς τα πρώτα βασικά επιτεύγματά του υποδηλώνονται με τη φράση «εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται».
Ο άνθρωπος όμως δεν σταμάτησε εκεί: ανέπτυξε γλώσσα, θρησκεία, δηλαδή πολιτισμό, και αργότερα ανέπτυξε και αρετές, όπως ο σεβασμός, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, που τον βοήθησαν να οργανωθεί πολιτικά και να συμβιώσει αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Αυτά, λοιπόν, τα εφόδια του έδωσαν τη δυνατότητα όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να διαφοροποιηθεί σημαντικά από τα άλλα έμβια όντα.
Γενικά η κατάκτηση τεχνικής συνδέεται με την ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων, την οργάνωση της εργασίας ως κατασκευαστικής διαδικασίας, για παράδειγνα σπιτιών, όπλων, εργαλείων, με την επινόηση συμβολικών συστημάτων επικοινωνίας και αντιμετώπισης καθημερινών αναγκών, πχ. γλώσσα, γραφή, αρίθμηση, με την καλλιέργεια, πχ. γης, και με την αγωγή, καθώς όλα αυτά δεν είναι εξωτερικά προς τη φύση του ανθρώπου, αλλά την επηρεάζουν και οδηγούν τον άνθρωπο σταδιακά σε έλεγχο των παθών και οργάνωση της άμυνάς του προς τους άλλους.
Στην εξέλιξη του μύθου, κάθε στάδιο της ανθρώπινης παρουσίας και εξέλιξης στον κόσμο συμβολίζεται με κάποιον θεό και την προσφορά του στον άνθρωπο. Το στάδιο της βιολογικής συγκρότησης του ανθρώπου συμβολίζεται με τον Επιμηθέα, το επόμενο, της δημιουργίας τεχνικού πολιτισμού, με τον Προμηθέα και τα δώρα του και το τελευταίο, του σχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας, με τον Δία και τη δική του προσφορά στον άνθρωπο. Αξιολογώντας και συγκρίνοντας τα δώρα του Προμηθέα και του Δία, αρχικά μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται με διαφορετικές φάσεις εξέλιξης και ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες του ανθρώπου.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Δίας δεν δώρισε στον άνθρωπο την πολιτική τέχνη, αν και την κατείχε, αλλά την αιδώ και τη δίκη, με τις οποίες ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατακτήσει την πολιτική τέχνη. Τα «δώρα του Δία» εκφράζουν ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού, κατά το οποίο ο άνθρωπος ωριμάζει ηθικοπνευματικά και παράγει πολιτισμό που προσανατολίζεται όχι απλώς από την ανάγκη του ζῆν, αλλά από τη συνειδητοποίηση της αξίας
του εὖ ζῆν
Η χρήση συμβόλων αποτελεί χαρακτηριστικό του μύθου και η αναφορά στους θεούς φαίνεται να είναι συμβολική: ο Δίας συμβολίζει τη νομοτέλεια που υπάρχει στη φύση, ενώ ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας (που συναντήσαμε στην προηγούμενη ενότητα) και ο Ερμής αποτελούν τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις των όντων και εξασφαλίζουν ισορροπία.
Προμηθέας προς Ερμή
Εν πρώτοις ότι ουδέν εζημιώθησαν οι θεοί διότι οι άνθρωποι ήλθον εις την ζωήν θα προσπαθήσω ν’ αποδείξω• έπειτα δε ότι είνε και συμφέρον και καλλίτερον δι’ αυτούς λίαν παρά εάν έμενεν η γη έρημος και χωρίς ανθρώπους. Εάν λοιπόν παλαιόθεν — διότι ευκολώτερα θ’ αποδειχθή ούτω εάν εγώ κακώς έπραξα να σχηματίσω το ανθρώπινον γένος—εάν υπήρχε μόνον το θείον και επουράνιον γένος, η δε γη ήτο εις αγρίαν και άμορφον κατάστασιν, κατεχομένη όλη από δάση άγρια, ούτε βωμοί, ούτε ναοί θεών υπήρχον—και πώς ηδύναντο να υπάρχουν;-— ούτε αγάλματα ή ξόανα ή άλλο τι τοιούτον, εξ εκείνων τα οποία, πολυάριθμα φαίνονται τώρα παντού και μετά τόσης φροντίδος τιμώνται.
Εγώ δε — διότι πάντοτε κάτι προνοώ χάριν του κοινού συμφέροντος και προσπαθώ πώς ν’αυξηθούν μεν τα ανήκοντα εις τους θεούς, προκόψουν δε και τα άλλα όλα εις αρμονίαν και ωραιότητα —εσκέφθηκα ότι ήτο καλλίτερον να λάβω ολίγον πηλόν και να πλάσω εξ αυτού ζώα τινα και να δώσω εις αυτά μορφάς προσομοιαζούσας προς τας ιδικάς μας• διότι ενόμιζα ότι κάτι έλειπεν από το θείον, επειδή δεν υπήρχε τι αντίθετον, προς το οποίον να δύναται να συγκριθή και ούτω να αναδεικνύεται ευδαιμονέστερον. Και να είνε μεν θνητόν το γένος τούτο, αλλ’ ευφυέστατον κατά τα άλλα και νοημονέστατον και δυνάμενον να διακρίνη το καλλίτερον.
Λοιπόν, ως λέγουν οι ποιηταί, «γαίαν ύδει φύρας» και μαλάξας έπλασα τους ανθρώπους, παρεκάλεσα δε και την Αθηνάν να με βοηθήση εις το έργον. Αυτά είνε τα μεγάλα εγκλήματά μου προς τους θεούς. Και βλέπεις ποία είνε η ζημία εάν εκ πηλού έκαμα ζώα και εις το πρώην ακίνητον έδωκα κίνησιν και φαίνεται ότι έκτοτε οι θεοί είνε ολιγώτερον θεοί, διότι και επί της γης έγειναν ζώα τινα θνητά• ο δε Ζευς τώρα αγανακτεί, ως εάν εκ της δημιουργίας των ανθρώπων ελαττούται η αξία των θεών, εκτός εάν φοβήται μήπως και αυτοί σκεφθούν να επαναστατήσουν εναντίον του και να κινήσουν πόλεμον κατά των θεών, όπως οι Γίγαντες.
Αλλ’ ότι ουδόλως εζημιώθητε, ω Ερμή, παρ’ εμού και των έργων μου είνε φανερόν• ή συ απόδειξέ μου και την ελαχίστην ζημίαν και τότε εγώ θα σιωπήσω και θ’ αναγνωρίσω ότι δίκαια έπαθα εκ μέρους υμών. Ότι δε τα έργα μου έγειναν χρήσιμα εις τους θεούς αρκεί, διά να το εννοήσης, να παρατηρήσης εξ’ ύψους την γην όλην και να ίδης ότι δεν είνε πλέον ξηρά και ακαλλιέργητος, αλλά στολισμένη με πόλεις, αγρούς καλλιεργημένους και φυτά ήμερα, και την θάλασσαν διασχιζομένην υπό πλοίων και τας νήσους κατοικημένας, πανταχού δε βωμούς και θυσίας και ναούς και πανηγύρεις• μεσταί δε Διός πάσαι μεν αγυιαί, πάσαι δ’ ανθρώπων αγοραί Εάν εδημιούργουν τους ανθρώπους διά να είνε μόνον κτήμα μου, θα ηδυνάμην ίσως να κατηγορηθώ ως πλεονέκτης• αλλ’ εγώ αφού τους εδημιούργησα τους κατέστησα κοινόν κτήμα των θεών• και ενώ παντού δύναταί τις να ίδη ναούς του Διός και του Απόλλωνος, της Ήρας και σου, ω Ερμή, του Προμηθέως ουδαμού φαίνεται ναός. Βλέπεις, ότι μόνον περί του συμφέροντός μου φροντίζω, τα δε κοινά καταπροδίδω και ζημιώνω.
Αλλά θέλω να μου είπης και τούτο, ω Ερμή, εάν νομίζης ότι δύναται να υπάρξη αγαθόν άγνωστον, κτήμα ή έργον το οποίον ουδείς βλέπει και ουδείς επαινεί και αν το τοιούτον δύναται να είνε εξ ίσου ευχάριστον εις τον κάτοχον αυτού. Διά τούτου θέλω να είπω, ότι αν δεν εδημιουργούντο οι άνθρωποι, θα έμενε χωρίς θεατάς το κάλλος του σύμπαντος και θα ήμεθα κάτοχοι πλούτου, ο οποίος ούτε υπό άλλων θα εθαυμάζετο, ούτε δι’ ημάς θα ήτο όσον σήμερον πολύτιμος, διότι, δεν θα είχαμεν τίποτε κατώτερον προς το οποίον να τον συγκρίνωμεν, ούτε θα είχαμεν συνείδησιν όλης της ευτυχίας μας μη βλέποντες άλλους στερουμένους των όσων ημείς απολαμβάνομεν. Το μέγα φαίνεται τοιούτον μόνον όταν συγκρίνεται προς το μικρόν. Σεις, δε αντί να με τιμήσετε δι’ αυτάς μου τας πράξεις, μ’ εσταυρώσατε, και αυτήν την αμοιβήν μου εδώκατε διά την προνοητικότητά μου.
Αλλά θα είπης ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν κακούργοι και μοιχεύουν και πολεμούν και τας αδελφάς των νυμφεύονται και επιβουλεύονται την ζωήν των γονέων των. Αλλά μήπως και μεταξύ ημών των θεών δεν είνε πολλή αφθονία τοιούτων εγκλημάτων; Και πρέπει κανείς διά τούτο να κατηγορήση την Γην και τον Ουρανόν διότι μας εγέννησαν; Αλλά δύνασαι να είπης και τούτο ακόμη ότι μας δίδει πολλάς φροντίδας η επιτήρησίς των. Ο ποιμήν όμως δεν θεωρεί δυστύχημα ότι έχει το ποίμνιον και ευρίσκεται εις την ανάγκην να φροντίζη δι’ αυτό• διότι αι φροντίδες αποτελούν την ευτυχίαν του• άλλως και η φροντίς είνε τέρψις διότι συντελεί να διερχώμεθα τον καιρόν χωρίς πλήξιν.
Διότι τι θα εκάναμεν εάν δεν είχαμεν να φροντίζωμεν περί των ανθρώπων;
Θα διηρχόμεθα τον καιρόν με αργίαν, θα επίναμεν το νέκταρ και θα εγεμίζαμεν την γαστέρα με αμβροσίαν χωρίς να έχωμεν κανένα πόθον. Εκείνο δε το οποίον προ πάντων με πνίγει από αγανάκτησιν, είνε ότι ενώ με κατηγορείτε ότι έκαμα τους ανθρώπους και μάλιστα τας γυναίκας, όμως τας ερωτεύεσθε και δεν παύετε να κατέρχεσθε εις την γην, άλλοτε μεν εις ταύρους, άλλοτε δε εις σατύρους και κύκνους μεταμορφούμενοι και καταδέχεσθε να γεννάτε εξ αυτών θεούς. Αλλ’ ίσως θα είπης ότι έπρεπε μεν να πλασθούν οι άνθρωποι, διαφορετικοί όμως και όχι ομοιάζοντες προς ημάς. Και ποίον άλλο υπόδειγμα ηδυνάμην να προτιμήσω από εκείνο το οποίον εγνώριζα ως το τελειότερον;
Ή έπρεπε να κάμω τον άνθρωπον ζώον ανόητον, άγριον και θηριώδες; Αλλά τότε πώς θα προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και πώς θα σας απένεμον τας άλλας τιμάς αν ήσαν τοιούτοι; Αλλά σεις όταν μεν σας προσφέρουν εκατόμβας προσέρχεσθε και δεν βαρύνεσθε ούτε και αν είνε ανάγκη να μεταβήτε μέχρι του Ωκεανού «μετ’ αμύμονας Αιθιοπήας »• τον δε αίτιον των προσφερομένων προς υμάς τιμών εσταυρώσατε. Ως προς το ζήτημα λοιπόν των ανθρώπων, όσα είπα είνε επίσης αρκετά.
Τώρα δε μεταβαίνω εις την υπόθεσιν του πυρός και την επονείδιστον εκείνην κλοπήν. Και σ’ εξορκίζω εις τους θεούς να μην αρνηθής να μου αποκριθής εις την εξής ερώτησιν• μήπως ημείς εστερήθημεν το πυρ, αφ’ ότου το έχουν και οι άνθρωποι; Βεβαίως όχι. Διότι η φύσις του πράγματος τούτου είνε, μου φαίνεται, να μη ολιγοστεύη, εάν και άλλος πάρη εξ αυτού• διότι δεν σβύνει αν ανάψη κανείς άλλος. Επομένως είνε φθόνος καθαρός το τοιούτον, διότι εμποδίζατε να δοθή εις τους έχοντας ανάγκην κάτι το οποίον σεις δεν θα εστερείσθε και ουδόλως θα εζημιώνεσθε. Και όμως αφού είσθε θεοί έπρεπε να είσθε αγαθοί και «δοτήρες εάων» και απηλλαγμένοι παντός φθόνου.
Άλλως τε και αν ολόκληρον το πυρ αφήρουν εκ του ουρανού και το εκόμιζα κάτω εις την γην, χωρίς ν’ αφήσω εξ αυτού τίποτε, η ζημία σας δεν θα ήτο μεγάλη.
Διότι ουδόλως έχετε ανάγκην αυτού, καθότι ούτε κρυόνετε, ούτε την αμβροσίαν ψήνετε, ούτε τεχνητόν φως χρειάζεσθε. Εις τοις ανθρώπους δε είνε απαραίτητον το πυρ και διά τας άλλας των ανάγκας, αλλά και διά τας θυσίας, διά να διαχύνουν εις τας οδούς την κνίσσαν των θυμάτων, να θυμιάζουν διά του λιβανωτού και να καίουν τα μηρία επί των βωμών. Γνωρίζω δε πόσον σας ευχαριστεί ο καπνός των θυσιών και ότι αυτήν την ευωχίαν νομίζετε ως την νοστιμωτέραν, όταν η κνίσσα φθάνη εις τον ουρανόν «ελισσομένη περί καπνώ».
Επομένως η κατηγορία αύτη είνε όλως εναντία προς τας διαθέσεις σας. Απορώ δε πώς δεν διατάσσετε και τον ήλιον να παύση να φωτίζη τους ανθρώπους• διότι και αυτός είνε πυρ, πολύ θαυμαστότερον και φλογερώτερον. Ή και εκείνον κατηγορείτε ότι ασωτεύει την περιουσίαν σας; Αυτή είνε η απολογία μου. Σεις δε, Ερμή και Ήφαιστε, εάν νομίζετε ότι είπα τίποτε, το οποίον δεν είνε ορθόν, ελέγξετε και επανορθώσετέ με, εγώ δε θα απολογηθώ εκ νέου.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ, ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Πηγή