Μια φορά και έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, στην ωραία και καλή πόλη του Άργους ήταν ένας ισχυρός βασιλιάς, ο Ακρίσιος.
Ήταν δυο αδέλφια δίδυμα, αυτός και ο Προίτος, που τσακώνονταν πριν ακόμα γεννηθούν, μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους της Αγλαΐας, χτυπιόντουσαν και αμφισβητούσε ο ένας τον άλλο, όπως θα έκαναν τελικά και σε όλη τους τη ζωή. Συγκεκριμένα μάλιστα, έμελλε να συγκρουστούν για την εξουσία στην πλούσια κοιλάδα της Αργολίδας.
Τελικά, ο ένας βασίλεψε στο Άργος, ο άλλος, ο Προίτος, στην Τίρυνθα. Ο Ακρίσιος είναι λοιπόν ο βασιλιάς του Άργους. Στενοχωριέται που δεν έχει παιδί αρσενικό. Όπως συνηθίζεται, πηγαίνει να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών αν θα αποκτήσει κληρονόμο και τι πρέπει ενδεχομένως να κάνει για να τον αποκτήσει.
Ως συνήθως, το μαντείο δεν απαντάει στην ερώτησή του, αλλά του λέει ότι ο εγγονός του, ο γιος της κόρης του, θα τον σκοτώσει.
Την κόρη του τη λένε Δανάη. Είναι μια πανέμορφη κοπέλα και ο Ακρίσιος την αγαπάει πολύ, έχει τρομοκρατηθεί όμως με την ιδέα ότι ο εγγονός του πρόκειται να τον σκοτώσει. Τι να κάνει; Η μία λύση που σκέφτεται είναι να τη φυλακίσει.
Πράγματι, είναι στη μοίρα της Δανάης να είναι συχνά φυλακισμένη. Ο Ακρίσιος χτίζει μια υπόγεια χάλκινη φυλακή, προφανώς στην αυλή του παλατιού του, όπου κλείνει τη Δανάη μαζί με μια γυναίκα για να την υπηρετεί και τις κλειδαμπαρώνει και τις δυο.
Ο Δίας όμως, ψηλά από τον ουρανό, είδε τη Δανάη, στο άνθος της νιότης και της ομορφιάς της, και την ερωτεύτηκε.
Την εποχή που μιλάμε, η μοιρασιά ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς έχει γίνει πια. Έχουν ξεχωρίσει λοιπόν, η απόσταση που τους χωρίζει όμως δεν είναι και πολύ μεγάλη και οι θεοί μπορούν και ρίχνουν πού και πού καμιά ματιά από ψηλά, από την κορυφή του Ολύμπου και τον λαμπερό αιθέρα, στις όμορφες θνητές.
Βλέπουν τις κόρες της Πανδώρας, την οποία έστειλαν στους ανθρώπους και ο Επιμηθέας έκανε το λάθος και την έβαλε στο σπίτι του. Τις βρίσκουν υπέροχες. Όχι πως οι θεές δεν είναι όμορφες, ίσως όμως οι θεοί βρίσκουν στις θνητές κάτι που δεν έχουν οι θεές.
Ίσως την εύθραυστη ομορφιά τους ή το γεγονός ότι δεν είναι αθάνατες και οι θεοί πρέπει να τις κορφολογήσουν όσο βρίσκονται ακόμα στην ακμή της νιότης και της γοητείας τους.
Ο Δίας ερωτεύεται τη Δανάη και χαμογελάει όταν βλέπει ότι ο πατέρας της την έχει κλείσει στην υπόγεια χάλκινη φυλακή. Γίνεται χρυσή βροχή, κατεβαίνει και πλαγιάζει δίπλα της. Στη φυλακή αυτή εμφανίζεται ως θεός, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, μία και μοναδική φορά.
Ο Δίας σμίγει λοιπόν με τη Δανάη με άκρα μυστικότητα. Η Δανάη περιμένει παιδί, ένα αγόρι που το λένε Περσέα. Η περιπέτειά της παραμένει μυστική, έως ότου μια μέρα ο Περσέας, ζωηρό μωρό, βάζει τέτοια κλάματα, που ο Ακρίσιος, περαστικός από την αυλή, ακούει έναν παράξενο θόρυβο από τη φυλακή όπου έχει κλείσει την κόρη του.
Ο βασιλιάς ζητάει να τη δει. Τους ανεβάζει όλους απάνω, ανακρίνει τη βάγια και μαθαίνει ότι κάτω υπάρχει ένα αγοράκι. Τον πιάνει τρόμος και μανία μαζί, καθώς θυμάται τον χρησμό του μαντείου των Δελφών. Σκέφτεται ότι η δούλα έμπασε κάποιον στα κρυφά για τη Δανάη.
Ανακρίνει την κόρη του: «Ποιος σου σκάρωσε το παιδί; – Ο Δίας».
Ο Ακρίσιος δεν πιστεύει λέξη. Διώχνει πρώτα τη δούλα που είχε γίνει βάγια, για την ακρίβεια τη θυσιάζει στον εφέστιο βωμό του Δία. Τη Δανάη και το παιδί, όμως, τι να τους κάνει;
Ο πατέρας δεν μπορεί να λερώσει τα χέρια του με το αίμα της κόρης και του εγγονού του. Αποφασίζει να τους φυλακίσει και πάλι.
Φωνάζει έναν μαραγκό πολύ άξιο, πολύ επιδέξιο, ο οποίος φτιάχνει μια κιβωτό και τους βάζει μέσα και τους δυο, τη Δανάη και τον Περσέα. Αφήνει τους θεούς να μεριμνήσουν πώς θα ρυθμίσουν το ζήτημα. Αυτή τη φορά όμως δεν τους ξεφορτώνεται κλείνοντάς τους στο υπόγειο του σπιτιού του.
Κλειδώνει την κόρη και τον γιο της στην κρύπτη αυτή και τους αφήνει να πλανηθούν στους υδάτινους ορίζοντες. Πράγματι, η κιβωτός αρμενίζει στη θάλασσα και φτάνει στις ακτές ενός μικρού και φτωχού σχετικά νησιού, στη Σέριφο.
Ένας ψαράς, από βασιλική γενιά όμως, ο Δίκτυς, πιάνει στα δίχτυα του την κιβωτό. Την ανοίγει και βλέπει τη Δανάη και το παιδί της.
Γοητεύεται και αυτός από την ομορφιά της Δανάης, παίρνει τη γυναίκα και τον γιο της στο σπίτι του και τους συμπεριφέρεται όπως στην οικογένειά του. Κρατάει μαζί του τη Δανάη, της φέρεται με σεβασμό και μεγαλώνει τον Περσέα σαν να ήταν γιος του.
Απόσπασμα από το βιβλίο Το Σύμπαν, οι Θεοί, οι Άνθρωποι, Ελληνικές ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου, Jean-Pierre Vernant, εκδόσεις Πατάκη
Πηγή
Ήταν δυο αδέλφια δίδυμα, αυτός και ο Προίτος, που τσακώνονταν πριν ακόμα γεννηθούν, μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους της Αγλαΐας, χτυπιόντουσαν και αμφισβητούσε ο ένας τον άλλο, όπως θα έκαναν τελικά και σε όλη τους τη ζωή. Συγκεκριμένα μάλιστα, έμελλε να συγκρουστούν για την εξουσία στην πλούσια κοιλάδα της Αργολίδας.
Τελικά, ο ένας βασίλεψε στο Άργος, ο άλλος, ο Προίτος, στην Τίρυνθα. Ο Ακρίσιος είναι λοιπόν ο βασιλιάς του Άργους. Στενοχωριέται που δεν έχει παιδί αρσενικό. Όπως συνηθίζεται, πηγαίνει να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών αν θα αποκτήσει κληρονόμο και τι πρέπει ενδεχομένως να κάνει για να τον αποκτήσει.
Ως συνήθως, το μαντείο δεν απαντάει στην ερώτησή του, αλλά του λέει ότι ο εγγονός του, ο γιος της κόρης του, θα τον σκοτώσει.
Την κόρη του τη λένε Δανάη. Είναι μια πανέμορφη κοπέλα και ο Ακρίσιος την αγαπάει πολύ, έχει τρομοκρατηθεί όμως με την ιδέα ότι ο εγγονός του πρόκειται να τον σκοτώσει. Τι να κάνει; Η μία λύση που σκέφτεται είναι να τη φυλακίσει.
Πράγματι, είναι στη μοίρα της Δανάης να είναι συχνά φυλακισμένη. Ο Ακρίσιος χτίζει μια υπόγεια χάλκινη φυλακή, προφανώς στην αυλή του παλατιού του, όπου κλείνει τη Δανάη μαζί με μια γυναίκα για να την υπηρετεί και τις κλειδαμπαρώνει και τις δυο.
Ο Δίας όμως, ψηλά από τον ουρανό, είδε τη Δανάη, στο άνθος της νιότης και της ομορφιάς της, και την ερωτεύτηκε.
Την εποχή που μιλάμε, η μοιρασιά ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς έχει γίνει πια. Έχουν ξεχωρίσει λοιπόν, η απόσταση που τους χωρίζει όμως δεν είναι και πολύ μεγάλη και οι θεοί μπορούν και ρίχνουν πού και πού καμιά ματιά από ψηλά, από την κορυφή του Ολύμπου και τον λαμπερό αιθέρα, στις όμορφες θνητές.
Βλέπουν τις κόρες της Πανδώρας, την οποία έστειλαν στους ανθρώπους και ο Επιμηθέας έκανε το λάθος και την έβαλε στο σπίτι του. Τις βρίσκουν υπέροχες. Όχι πως οι θεές δεν είναι όμορφες, ίσως όμως οι θεοί βρίσκουν στις θνητές κάτι που δεν έχουν οι θεές.
Ίσως την εύθραυστη ομορφιά τους ή το γεγονός ότι δεν είναι αθάνατες και οι θεοί πρέπει να τις κορφολογήσουν όσο βρίσκονται ακόμα στην ακμή της νιότης και της γοητείας τους.
Ο Δίας ερωτεύεται τη Δανάη και χαμογελάει όταν βλέπει ότι ο πατέρας της την έχει κλείσει στην υπόγεια χάλκινη φυλακή. Γίνεται χρυσή βροχή, κατεβαίνει και πλαγιάζει δίπλα της. Στη φυλακή αυτή εμφανίζεται ως θεός, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, μία και μοναδική φορά.
Ο Δίας σμίγει λοιπόν με τη Δανάη με άκρα μυστικότητα. Η Δανάη περιμένει παιδί, ένα αγόρι που το λένε Περσέα. Η περιπέτειά της παραμένει μυστική, έως ότου μια μέρα ο Περσέας, ζωηρό μωρό, βάζει τέτοια κλάματα, που ο Ακρίσιος, περαστικός από την αυλή, ακούει έναν παράξενο θόρυβο από τη φυλακή όπου έχει κλείσει την κόρη του.
Ο βασιλιάς ζητάει να τη δει. Τους ανεβάζει όλους απάνω, ανακρίνει τη βάγια και μαθαίνει ότι κάτω υπάρχει ένα αγοράκι. Τον πιάνει τρόμος και μανία μαζί, καθώς θυμάται τον χρησμό του μαντείου των Δελφών. Σκέφτεται ότι η δούλα έμπασε κάποιον στα κρυφά για τη Δανάη.
Ανακρίνει την κόρη του: «Ποιος σου σκάρωσε το παιδί; – Ο Δίας».
Ο Ακρίσιος δεν πιστεύει λέξη. Διώχνει πρώτα τη δούλα που είχε γίνει βάγια, για την ακρίβεια τη θυσιάζει στον εφέστιο βωμό του Δία. Τη Δανάη και το παιδί, όμως, τι να τους κάνει;
Ο πατέρας δεν μπορεί να λερώσει τα χέρια του με το αίμα της κόρης και του εγγονού του. Αποφασίζει να τους φυλακίσει και πάλι.
Φωνάζει έναν μαραγκό πολύ άξιο, πολύ επιδέξιο, ο οποίος φτιάχνει μια κιβωτό και τους βάζει μέσα και τους δυο, τη Δανάη και τον Περσέα. Αφήνει τους θεούς να μεριμνήσουν πώς θα ρυθμίσουν το ζήτημα. Αυτή τη φορά όμως δεν τους ξεφορτώνεται κλείνοντάς τους στο υπόγειο του σπιτιού του.
Κλειδώνει την κόρη και τον γιο της στην κρύπτη αυτή και τους αφήνει να πλανηθούν στους υδάτινους ορίζοντες. Πράγματι, η κιβωτός αρμενίζει στη θάλασσα και φτάνει στις ακτές ενός μικρού και φτωχού σχετικά νησιού, στη Σέριφο.
Ένας ψαράς, από βασιλική γενιά όμως, ο Δίκτυς, πιάνει στα δίχτυα του την κιβωτό. Την ανοίγει και βλέπει τη Δανάη και το παιδί της.
Γοητεύεται και αυτός από την ομορφιά της Δανάης, παίρνει τη γυναίκα και τον γιο της στο σπίτι του και τους συμπεριφέρεται όπως στην οικογένειά του. Κρατάει μαζί του τη Δανάη, της φέρεται με σεβασμό και μεγαλώνει τον Περσέα σαν να ήταν γιος του.
Απόσπασμα από το βιβλίο Το Σύμπαν, οι Θεοί, οι Άνθρωποι, Ελληνικές ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου, Jean-Pierre Vernant, εκδόσεις Πατάκη
Πηγή