Ο Αμφίονας και ο Ζήθος γεννήθηκαν μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στις Ελευθερές,στα όρια της Αττικής με τη Βοιωτία.Η Αντιόπη η μητέρα τους καταδιωκόταν από τον πατέρα της, τον Νυκτέα, επειδή είχε μείνει έγκυος από τον Δία.Η Αντιόπη ηταν ξακουστή για την ομορφιά της και οταν βλέποντάς την ο Δίας, έμεινε έκθαμβος και θέλησε να την κατακτήσει μεταμορφωμενος σε σάτυρο.Την είχε συλλάβει ο θείος της ο Λύκος μετά από όρκο που είχε δώσει στον πατέρα της πριν τον θάνατο του τελευταίου, και την πήγαινε στη Θήβα.
Στον δρόμο την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού και οι συνοδοί της αναγκάσθηκαν να την αφήσουν να γεννήσει στη σπηλιά τους δίδυμους Αμφίονα και Ζήθο.Ο Λύκος εγκατέλειψε μόνα τα νεογέννητα σε φαράγγι του Κιθαιρώνα και έφυγε με τη μητέρα τους στη Θήβα.
Τα τέκνα ανατράφηκαν από κάποιο βοσκό και μεγάλωσαν χωρίς να μάθουν τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν.Τα δυο αδέλφια καθώς μεγάλωναν στην ηρεμία της υπαίθριας ζωής, διαμόρφωσαν δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, παρουσιάζοντας διαφορετικές κλίσεις και ταλέντα. Ο Ζήθος ήταν δυνατός και σκληρός, ο τύπος του πρακτικού ανθρώπου. Επιδόθηκε στα όπλα, στο κυνήγι, στην ποιμενική και την καλλιέργεια της γης. Ο Αμφίονας ήταν τρυφερός κι ευαίσθητος, ο τύπος του θεωρητικού ανθρώπου. Του άρεσε να καταπιάνεται με τη μουσική, αγαπούσε το τραγούδι ενώ στα χέρια του η λύρα έκανε τους ανθρώπους να φτάνουν σε έκσταση και τα ζώα να ημερεύουν. Ο Ζήθος έγινε ο γενναίος πολεμιστής κι ο ατρόμητος κυνηγός, που κανένας δεν του παράβγαινε στη δύναμη και στην επιδεξιότητα των όπλων και της σαΐτας το σημάδι, που δεν αγαπούσε παρά μονάχα της μάχης τον αχό και το σπαρτάρημα των θυραμάτων.
Ο Αμφίονας ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Απόλλωνα και οι μαγικές νότες της χρυσόχορδης λύρας, που του χάρισε ο αργυροδοξαράτος θεός κατάφερναν να σαλεύουν ακόμα και τα δέντρα και τα βράχια. Η αντίθεση αυτή του χαρακτήρα τους, κατέστησε τα δύο αδέλφια στα μάτια του κόσμου, ώστε να γίνουν οι εκπρόσωποι της μουσικής αρμονίας, αλλά και των χειρονακτικών τεχνών, του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και της πρακτικής ζωής.Τα δυό παλληκάρια ζούσαν στο σπίτι του βοσκού δίχως να ξέρουν τους γονείς τους.
Κάποτε η Αντιόπη κατάφερε να δραπετεύσει και να τα βρει, αλλά εκείνα δεν την αναγνώρισαν ως μητέρα τους και την κράτησαν μάλιστα αιχμάλωτη.
Μόνο με τη βοήθεια του Δία μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, οπότε μετά τιμώρησαν σκληρά τους διώκτες της, τον Λύκο και τη σύζυγό του Δίρκη, και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα τους στη Θήβα, όπου έγιναν θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας. Σε αυτούς αποδίδει ο μύθος την ανέγερση των πρώτων τειχών της «επτάπυλης» Θήβας: Ο Ζήθος βοήθησε να ανεγερθούν τα τείχη των Θηβών: Με τη μεγάλη του δύναμη μετέφερε στους ώμους του βράχους από τα γειτονικά βουνά, οι οποίοι, με τις θείες μελωδίες της λύρας του αδελφού του Αμφίονα, ανέβαιναν μόνοι τους και οικοδομούσαν τα τείχη. Ο Αμφίονας είχε μάθει αριστοτεχνικά να παίζει την επτάχορδη λύρα από τον θεό Ερμή (Απολλόδ. Γ 5, 5. Ορατίου Ωδή ΙΙΙ, 11, 1. Παυσ. Θ 17, 7. Ευσταθ. λ 263).
Οι δίδυμοι ήρωες ζούσαν ευτυχισμένοι στη Θήβα μέχρι που η σύζυγος του Αμφίονα, η Νιόβη, καυχήθηκε ότι είναι πολύ πιο ευτυχισμένη και εύτεκνη από τη Λητώ. Τότε τα παιδιά της Λητώς, οι θεοί Απόλλων και Άρτεμις, σκότωσαν τα παιδιά της Νιόβης και ο Αμφίονας αυτοκτόνησε.
Ο Παυσανίας (Θ 17, 4) μας παραδίδει ότι οι Θηβαίοι φρουρούσαν προσεκτικά τον τάφο του Αμφίονα γιατί, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, αν οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Τιθορέας έπαιρναν ποτέ χώμα από τον τάφο και το μετέφεραν στον τάφο της Αντιόπης στην Τιθορέα, η περιοχή τους θα γινόταν εύφορη και η περιοχή γύρω από τη Θήβα άγονη.
Αναφέρεται ότι ο Ζήθος έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών.
Η ιστορία των αδελφών Αμφίονα και Ζήθου, κυκλοφορούσε κατά την αρχαιότητα σε πολλές παραλλαγές, Αυτό προκύπτει από τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίες πηγές. Οι διαφορετικές εκδοχές βασικά αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο έφυγε η Αντιόπη από τη Θήβα.
Ο Ευριπίδης έκανε μια σύνθεση αυτών των παραδόσεων, κι από την ποικιλία των μύθων έγραψε την τραγωδία “Αντιόπη”. Η επιλογή και η σύνθεσή του επεκράτησε σαν ένας πλέον ενιαίος μύθος. Έχουν διασωθεί κάποια αποσπάσματα, από τα οποία φαίνεται πως βασική υπόθεση του έργου ήταν η σύγκρουση δύο ανθρώπινων τύπων, του θεωρητικού Αμφίονα και του πρακτικού Ζήθου. Έχουμε την αντιπαράθεση δύο πλευρών της ζωής, που εκφράζεται μέσα από τον χαρακτήρα και τις πράξεις δυο ανθρώπινων τύπων, που είναι δίδυμοι, που έχουν κυηθεί στην ίδια κοιλιά. Αυτή η αντίθεση, που προκύπτει από την φύση, οδηγεί στην εξέλιξη, παράγει έργο, δίνει ώθηση για κινητικότητα και υπερνίκηση της αδράνειας.
Την ίδια αντίθεση συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις της μυθολογίας μας, όπως στην περίπτωση του Κάστορα και του Πολυδεύκη, του γήινου και του ουράνιου, του θνητού και του αθάνατου. Η Μυρώ από το Βυζάντιο, ποιήτρια επών και ελεγείων, λέει πως ο Αμφίων πρώτος ίδρυσε βωμό για τον Ερμή και σ’ αντάλλαγμα πήρε απ’ αυτόν τη λύρα. Λένε πως ο Αμφίων τιμωρείται στον Άδη, γιατί κι αυτός είχε μεμφθεί τη Λητώ και τα παιδιά της. Το επικό ποίημα “Μινυάς” κάνει λόγο για την τιμωρία του Αμφίονα, αναφερόμενο από κοινού στον Αμφίονα και στο Θράκα Θάμυρι.
Όταν η οικογένεια του Αμφίονα ξεκληρίστηκε από επιδημική αρρώστια και όταν το γιο του Ζήθου τον σκότωσε από κάποιο λάθος η μητέρα του και ο ίδιος ο Ζήθος πέθανε από λύπη, οι Θηβαίοι επανέφεραν το Λάιο και τον έκαναν βασιλιά». Σε κατάλογο μουσικών, που βρέθηκε στη Σικυώνα, ο Αμφίονας βρισκόταν στην κορυφή, ενώ η παράδοση αναφέρει πως ανάμεσα στους μουσικούς, όπως οι Ορφέας, Θάμυρις, Λίνος, Αρίων, ο μουσικός της Θήβας θεωρούνταν ο αρχαιότερος.Το ορμητήριο των δύο αδελφών, όταν εξεστράτευσαν κατά της Θήβας, ήταν η Εύτρησις, κοντά στα Λέυκτρα, στα νοτιοδυτικά της Θήβας. Οι δυο γιοι της Αντιόπης είχαν πριν οχυρώσει την Εύτρηση, όλως αργότερα θα οχυρώσουν και τη Θήβα.
Ο τύμβος των Αμφίονα και Ζήθου ανακαλύφθηκε και ανασκάφτηκε κατά τα έτη 1971-73 από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο, στον λόφο που βρίσκεται πίσω από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, προς το βόρειο τμήμα της πόλης. ( Θ.Σπυρόπουλος, “ Αμφείον : Έρευνα και Μελέτη του Μνημείου του Αμφείου Θηβών ”, 1981 ). Τo πιο σημαντικό στον τύμβο του Αμφείου έγκειται στο γεγονός πως είναι το μοναδικό κτίσμα στην Ελλάδα με σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας, ανάλογο με αυτήν του Ζοζέρ στην Αίγυπτο, που αποτελεί το αριστούργημα του Ιμχοτέμπ.Το μνημείο αυτό ανάγεται στην προμυκηναϊκή- πρωτοελλαδική περίοδο, ενώ ο κιβωτιόσχημος τάφος στην κορυφή του λόφου ανάγεται στην Μεσοελλαδική εποχή. Δηλαδή το Αμφείο είναι ένα πανάρχαιο μνημείο, σύγχρονο των Αιγυπτιακών βαθμιδωτών πυραμίδων της 5ης και 6ης Δυναστείας ( 2500-2000 π.χ.).
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο αρχαιολόγος, που ανέσκαψε τον λόφο, στο περιοδικό “ Τρίτο Μάτι ”, για την τοποθεσία και την ονοματοθεσία του λόφου υπήρχαν βάσιμες και ασφαλείς καταγραφές της αρχαίας παράδοσης. Οι τραγικοί μας ποιητές του 5ου και 4ου π.χ. αιώνα, που η θεματογραφία των δραματικών τους έργων υπήρξε ο “ Θηβαικός Κύκλος ”, όπως ήταν αναγκαίο τοπογράφησαν τις θέσεις των φυσικών και μνημειακών αναφορών τους, στα πλαίσια των οποίων εξελίχθηκε η δράση των ηρώων των τραγωδιών τους.
Ο Αισχύλος, όπως προκύπτει από την τραγωδία “ Επτά επί Θήβας ”, κάνει μια λαμπρή αναφορά αλλά και περιγραφή για τα φυσικά ορόσημα της Θηβαϊκής ακρόπολης, της περίφημης Καδμείας, επίσης περιγράφει και τις πύλες του τείχους. Όλοι οι μελετητές της Θηβαϊκής μνημειακής τοπογραφίας, όπως ο Fabricius, o Willamowitz και ιδιαίτερα ο Αντ. Κεραμόπουλος, συμφωνούν στην τοπογραφική θέση του Αμφείου, δηλαδή πως είναι ο λόφος που βρίσκεται βόρεια της Καδμείας. Απ’ αυτήν τον χωρίζει ένας αυχένας, που ήταν βαθύτερος αρχικά, όμως ρηχότερος σήμερα λόγω προσχώσεων.
Ο Αισχύλος ( “ Επτά επί Θήβας”, 526 ) γράφει:
Είναι προφανές πως “ αι Βορραιαί Πύλαι ”, που αναφέρει ο Αισχύλος, μόνο στο βόρειο άκρο της ωοειδούς Καδμείας μπορούν να τοποθετηθούν, η οποία μάλιστα σ’ αυτό το άκρο στενεύει. Απέναντι απ’ αυτές τις πύλες υπάρχει μόνον ο λόφος και ο τύμβος των Διογενών αδελφών, που φέρει το όνομα “ Αμφείον ”. Γύρω απ’ αυτό το λόφο απλώνεται η εύφορη Θηβαϊκή πεδιάδα, το αρχαίο “Αόνιον Πεδίον ”. O Αισχύλος επίσης αναφέρει το ταφικό μνημείο ως μετέωρο, δηλαδή σαν υψηλό ορόσημο.
Στην τραγωδία “ Ικέτιδες ”, 662, γράφει :
Ο Ευριπίδης ιστορεί πως ο Παρθενοπαίος για να παρατάξει τον στρατό του προ των πυλών της Καδμείας, αυτών που λέγονται “ Βορραίες ” ή “ Ωγύγιες Πύλες ”, παρέκαμψε τον λόφο με το μνήμα του Ζήθου ( Ευριπίδου, “ Φοίνισσαι, 145 ) : « αμφί μνήμα Ζήθου περά ». Σχετική είναι και η αναφορά του Παυσανία : « Ζήθω δε και Αμφίονι εν κοινώ Γης χώμα έστιν ου μέγα ». Έτσι ο περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα αναπαράγει την παράδοση που θέλει τους Θηβαίους Διόσκουρους να έχουν ταφεί στο ίδιο μνήμα, αλλά περιγράφει και τον τύμβο, που επισκέφθηκε.
Τον κοινό τάφο αποκάλυψε ο Θ. Σπυρόπουλος κατά την περίοδο 1970-1973, οπότε η μυθολογική παράδοση ενός σεπτού και σημαντικού μνημείου του προϊστορικού πολιτισμού της πατρίδας μας, αποδείχτηκε πέρα για πέρα ακριβής. Ο τύμβος, που κάλυπτε τον κοινό τάφο, αποδείχτηκε πως δεν ήταν απλά χώμα. Ήταν μια κατασκευή σε σχήμα κόλουρου κώνου, φτιαγμένη με πλίνθους, όπου στο βόρειο τμήμα της είχε γίνει ο κιβωτιόσχημος τάφος των δυο ηρώων. Ανακαλύφτηκε μια μνημειώδης ταφική εγκατάσταση με πελώρια καλυπτήρια πλάκα και διπλή πόρτα στη βόρεια πλευρά της.Ο τάφος δεν ήταν ανέπαφος, αλλά συλημένος.
Σ’ αυτόν βρέθηκαν διασκορπισμένα σκελετικά λείψανα και τρία χρυσά κοσμήματα κρινοπαπύρων ύψους 33mm ( χιλιοστών ), με διπλή αντιθετική σπείρα στη βάση των ανθήρων και στέλεχος που κατέληγε σε θηλιά ανάρτησης. Σίγουρα θα υπήρχαν περισσότερα τμήματα από ένα ή δύο περιδέραια, τα οποία αναδείκνυαν το βασιλικό και ιερατικό αξίωμα των Διοσκούρων. Τα χρυσά κοσμήματα, από τα ωραιότερα του Ελληνικού χώρου, και τα άλλα ευρήματα του τάφου ( σκύφος, σαλτσιέρα ) χρονολογούν την κατασκευή του τάφου και του τύμβου, που τον καλύπτει, κατά τους πρωτοελλαδικούς ΙΙ χρόνους, δηλαδή κατά την περίοδο 2700-2400 π.χ.
Οι κλιτύες του λόφου του Αμφείου έχουν διαμορφωθεί τεχνητά σε επάλληλα κωνικά άνδηρα, ώστε το όλο μνημείο να αποκτήσει κλιμακωτή μορφή πυραμίδας με τέσσερις βαθμίδες, με στόχο να είναι ορατό από μακριά ( τηλεφανές ). Ο λόφος, λοιπόν, είχε λαξευτεί ώστε να πάρει το τρίβαθμο σχήμα, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε ο τύμβος με τον κοινό τάφο του Αμφίονα και του Ζήθου. Ζήθος ονομάζεται ο μεγαλύτερος κρατήρας πάνω στον δορυφόρο Θήβη του πλανήτη Δία.
Πηγή
Στον δρόμο την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού και οι συνοδοί της αναγκάσθηκαν να την αφήσουν να γεννήσει στη σπηλιά τους δίδυμους Αμφίονα και Ζήθο.Ο Λύκος εγκατέλειψε μόνα τα νεογέννητα σε φαράγγι του Κιθαιρώνα και έφυγε με τη μητέρα τους στη Θήβα.
Τα τέκνα ανατράφηκαν από κάποιο βοσκό και μεγάλωσαν χωρίς να μάθουν τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν.Τα δυο αδέλφια καθώς μεγάλωναν στην ηρεμία της υπαίθριας ζωής, διαμόρφωσαν δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, παρουσιάζοντας διαφορετικές κλίσεις και ταλέντα. Ο Ζήθος ήταν δυνατός και σκληρός, ο τύπος του πρακτικού ανθρώπου. Επιδόθηκε στα όπλα, στο κυνήγι, στην ποιμενική και την καλλιέργεια της γης. Ο Αμφίονας ήταν τρυφερός κι ευαίσθητος, ο τύπος του θεωρητικού ανθρώπου. Του άρεσε να καταπιάνεται με τη μουσική, αγαπούσε το τραγούδι ενώ στα χέρια του η λύρα έκανε τους ανθρώπους να φτάνουν σε έκσταση και τα ζώα να ημερεύουν. Ο Ζήθος έγινε ο γενναίος πολεμιστής κι ο ατρόμητος κυνηγός, που κανένας δεν του παράβγαινε στη δύναμη και στην επιδεξιότητα των όπλων και της σαΐτας το σημάδι, που δεν αγαπούσε παρά μονάχα της μάχης τον αχό και το σπαρτάρημα των θυραμάτων.
Ο Αμφίονας ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Απόλλωνα και οι μαγικές νότες της χρυσόχορδης λύρας, που του χάρισε ο αργυροδοξαράτος θεός κατάφερναν να σαλεύουν ακόμα και τα δέντρα και τα βράχια. Η αντίθεση αυτή του χαρακτήρα τους, κατέστησε τα δύο αδέλφια στα μάτια του κόσμου, ώστε να γίνουν οι εκπρόσωποι της μουσικής αρμονίας, αλλά και των χειρονακτικών τεχνών, του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και της πρακτικής ζωής.Τα δυό παλληκάρια ζούσαν στο σπίτι του βοσκού δίχως να ξέρουν τους γονείς τους.
Κάποτε η Αντιόπη κατάφερε να δραπετεύσει και να τα βρει, αλλά εκείνα δεν την αναγνώρισαν ως μητέρα τους και την κράτησαν μάλιστα αιχμάλωτη.
Μόνο με τη βοήθεια του Δία μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, οπότε μετά τιμώρησαν σκληρά τους διώκτες της, τον Λύκο και τη σύζυγό του Δίρκη, και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα τους στη Θήβα, όπου έγιναν θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας. Σε αυτούς αποδίδει ο μύθος την ανέγερση των πρώτων τειχών της «επτάπυλης» Θήβας: Ο Ζήθος βοήθησε να ανεγερθούν τα τείχη των Θηβών: Με τη μεγάλη του δύναμη μετέφερε στους ώμους του βράχους από τα γειτονικά βουνά, οι οποίοι, με τις θείες μελωδίες της λύρας του αδελφού του Αμφίονα, ανέβαιναν μόνοι τους και οικοδομούσαν τα τείχη. Ο Αμφίονας είχε μάθει αριστοτεχνικά να παίζει την επτάχορδη λύρα από τον θεό Ερμή (Απολλόδ. Γ 5, 5. Ορατίου Ωδή ΙΙΙ, 11, 1. Παυσ. Θ 17, 7. Ευσταθ. λ 263).
Οι δίδυμοι ήρωες ζούσαν ευτυχισμένοι στη Θήβα μέχρι που η σύζυγος του Αμφίονα, η Νιόβη, καυχήθηκε ότι είναι πολύ πιο ευτυχισμένη και εύτεκνη από τη Λητώ. Τότε τα παιδιά της Λητώς, οι θεοί Απόλλων και Άρτεμις, σκότωσαν τα παιδιά της Νιόβης και ο Αμφίονας αυτοκτόνησε.
Ο Παυσανίας (Θ 17, 4) μας παραδίδει ότι οι Θηβαίοι φρουρούσαν προσεκτικά τον τάφο του Αμφίονα γιατί, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, αν οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Τιθορέας έπαιρναν ποτέ χώμα από τον τάφο και το μετέφεραν στον τάφο της Αντιόπης στην Τιθορέα, η περιοχή τους θα γινόταν εύφορη και η περιοχή γύρω από τη Θήβα άγονη.
Αναφέρεται ότι ο Ζήθος έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών.
Η ιστορία των αδελφών Αμφίονα και Ζήθου, κυκλοφορούσε κατά την αρχαιότητα σε πολλές παραλλαγές, Αυτό προκύπτει από τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίες πηγές. Οι διαφορετικές εκδοχές βασικά αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο έφυγε η Αντιόπη από τη Θήβα.
Ο Ευριπίδης έκανε μια σύνθεση αυτών των παραδόσεων, κι από την ποικιλία των μύθων έγραψε την τραγωδία “Αντιόπη”. Η επιλογή και η σύνθεσή του επεκράτησε σαν ένας πλέον ενιαίος μύθος. Έχουν διασωθεί κάποια αποσπάσματα, από τα οποία φαίνεται πως βασική υπόθεση του έργου ήταν η σύγκρουση δύο ανθρώπινων τύπων, του θεωρητικού Αμφίονα και του πρακτικού Ζήθου. Έχουμε την αντιπαράθεση δύο πλευρών της ζωής, που εκφράζεται μέσα από τον χαρακτήρα και τις πράξεις δυο ανθρώπινων τύπων, που είναι δίδυμοι, που έχουν κυηθεί στην ίδια κοιλιά. Αυτή η αντίθεση, που προκύπτει από την φύση, οδηγεί στην εξέλιξη, παράγει έργο, δίνει ώθηση για κινητικότητα και υπερνίκηση της αδράνειας.
Την ίδια αντίθεση συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις της μυθολογίας μας, όπως στην περίπτωση του Κάστορα και του Πολυδεύκη, του γήινου και του ουράνιου, του θνητού και του αθάνατου. Η Μυρώ από το Βυζάντιο, ποιήτρια επών και ελεγείων, λέει πως ο Αμφίων πρώτος ίδρυσε βωμό για τον Ερμή και σ’ αντάλλαγμα πήρε απ’ αυτόν τη λύρα. Λένε πως ο Αμφίων τιμωρείται στον Άδη, γιατί κι αυτός είχε μεμφθεί τη Λητώ και τα παιδιά της. Το επικό ποίημα “Μινυάς” κάνει λόγο για την τιμωρία του Αμφίονα, αναφερόμενο από κοινού στον Αμφίονα και στο Θράκα Θάμυρι.
Όταν η οικογένεια του Αμφίονα ξεκληρίστηκε από επιδημική αρρώστια και όταν το γιο του Ζήθου τον σκότωσε από κάποιο λάθος η μητέρα του και ο ίδιος ο Ζήθος πέθανε από λύπη, οι Θηβαίοι επανέφεραν το Λάιο και τον έκαναν βασιλιά». Σε κατάλογο μουσικών, που βρέθηκε στη Σικυώνα, ο Αμφίονας βρισκόταν στην κορυφή, ενώ η παράδοση αναφέρει πως ανάμεσα στους μουσικούς, όπως οι Ορφέας, Θάμυρις, Λίνος, Αρίων, ο μουσικός της Θήβας θεωρούνταν ο αρχαιότερος.Το ορμητήριο των δύο αδελφών, όταν εξεστράτευσαν κατά της Θήβας, ήταν η Εύτρησις, κοντά στα Λέυκτρα, στα νοτιοδυτικά της Θήβας. Οι δυο γιοι της Αντιόπης είχαν πριν οχυρώσει την Εύτρηση, όλως αργότερα θα οχυρώσουν και τη Θήβα.
Ο τύμβος των Αμφίονα και Ζήθου ανακαλύφθηκε και ανασκάφτηκε κατά τα έτη 1971-73 από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο, στον λόφο που βρίσκεται πίσω από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, προς το βόρειο τμήμα της πόλης. ( Θ.Σπυρόπουλος, “ Αμφείον : Έρευνα και Μελέτη του Μνημείου του Αμφείου Θηβών ”, 1981 ). Τo πιο σημαντικό στον τύμβο του Αμφείου έγκειται στο γεγονός πως είναι το μοναδικό κτίσμα στην Ελλάδα με σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας, ανάλογο με αυτήν του Ζοζέρ στην Αίγυπτο, που αποτελεί το αριστούργημα του Ιμχοτέμπ.Το μνημείο αυτό ανάγεται στην προμυκηναϊκή- πρωτοελλαδική περίοδο, ενώ ο κιβωτιόσχημος τάφος στην κορυφή του λόφου ανάγεται στην Μεσοελλαδική εποχή. Δηλαδή το Αμφείο είναι ένα πανάρχαιο μνημείο, σύγχρονο των Αιγυπτιακών βαθμιδωτών πυραμίδων της 5ης και 6ης Δυναστείας ( 2500-2000 π.χ.).
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο αρχαιολόγος, που ανέσκαψε τον λόφο, στο περιοδικό “ Τρίτο Μάτι ”, για την τοποθεσία και την ονοματοθεσία του λόφου υπήρχαν βάσιμες και ασφαλείς καταγραφές της αρχαίας παράδοσης. Οι τραγικοί μας ποιητές του 5ου και 4ου π.χ. αιώνα, που η θεματογραφία των δραματικών τους έργων υπήρξε ο “ Θηβαικός Κύκλος ”, όπως ήταν αναγκαίο τοπογράφησαν τις θέσεις των φυσικών και μνημειακών αναφορών τους, στα πλαίσια των οποίων εξελίχθηκε η δράση των ηρώων των τραγωδιών τους.
Ο Αισχύλος, όπως προκύπτει από την τραγωδία “ Επτά επί Θήβας ”, κάνει μια λαμπρή αναφορά αλλά και περιγραφή για τα φυσικά ορόσημα της Θηβαϊκής ακρόπολης, της περίφημης Καδμείας, επίσης περιγράφει και τις πύλες του τείχους. Όλοι οι μελετητές της Θηβαϊκής μνημειακής τοπογραφίας, όπως ο Fabricius, o Willamowitz και ιδιαίτερα ο Αντ. Κεραμόπουλος, συμφωνούν στην τοπογραφική θέση του Αμφείου, δηλαδή πως είναι ο λόφος που βρίσκεται βόρεια της Καδμείας. Απ’ αυτήν τον χωρίζει ένας αυχένας, που ήταν βαθύτερος αρχικά, όμως ρηχότερος σήμερα λόγω προσχώσεων.
Ο Αισχύλος ( “ Επτά επί Θήβας”, 526 ) γράφει:
« Τον δε πέμπτον αυ, λέγωπέμπταισι προσταχθέντα βορραίαις πύλαςτύμβον κατ’ αυτόν διογενούς Αμφίονος ».
Είναι προφανές πως “ αι Βορραιαί Πύλαι ”, που αναφέρει ο Αισχύλος, μόνο στο βόρειο άκρο της ωοειδούς Καδμείας μπορούν να τοποθετηθούν, η οποία μάλιστα σ’ αυτό το άκρο στενεύει. Απέναντι απ’ αυτές τις πύλες υπάρχει μόνον ο λόφος και ο τύμβος των Διογενών αδελφών, που φέρει το όνομα “ Αμφείον ”. Γύρω απ’ αυτό το λόφο απλώνεται η εύφορη Θηβαϊκή πεδιάδα, το αρχαίο “Αόνιον Πεδίον ”. O Αισχύλος επίσης αναφέρει το ταφικό μνημείο ως μετέωρο, δηλαδή σαν υψηλό ορόσημο.
Στην τραγωδία “ Ικέτιδες ”, 662, γράφει :
« Αρμάτων δ’ οχήματα ( ορώ )ένερθε σεμνών μνημάτων Αμφίονος ».
Ο Ευριπίδης ιστορεί πως ο Παρθενοπαίος για να παρατάξει τον στρατό του προ των πυλών της Καδμείας, αυτών που λέγονται “ Βορραίες ” ή “ Ωγύγιες Πύλες ”, παρέκαμψε τον λόφο με το μνήμα του Ζήθου ( Ευριπίδου, “ Φοίνισσαι, 145 ) : « αμφί μνήμα Ζήθου περά ». Σχετική είναι και η αναφορά του Παυσανία : « Ζήθω δε και Αμφίονι εν κοινώ Γης χώμα έστιν ου μέγα ». Έτσι ο περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα αναπαράγει την παράδοση που θέλει τους Θηβαίους Διόσκουρους να έχουν ταφεί στο ίδιο μνήμα, αλλά περιγράφει και τον τύμβο, που επισκέφθηκε.
Τον κοινό τάφο αποκάλυψε ο Θ. Σπυρόπουλος κατά την περίοδο 1970-1973, οπότε η μυθολογική παράδοση ενός σεπτού και σημαντικού μνημείου του προϊστορικού πολιτισμού της πατρίδας μας, αποδείχτηκε πέρα για πέρα ακριβής. Ο τύμβος, που κάλυπτε τον κοινό τάφο, αποδείχτηκε πως δεν ήταν απλά χώμα. Ήταν μια κατασκευή σε σχήμα κόλουρου κώνου, φτιαγμένη με πλίνθους, όπου στο βόρειο τμήμα της είχε γίνει ο κιβωτιόσχημος τάφος των δυο ηρώων. Ανακαλύφτηκε μια μνημειώδης ταφική εγκατάσταση με πελώρια καλυπτήρια πλάκα και διπλή πόρτα στη βόρεια πλευρά της.Ο τάφος δεν ήταν ανέπαφος, αλλά συλημένος.
Σ’ αυτόν βρέθηκαν διασκορπισμένα σκελετικά λείψανα και τρία χρυσά κοσμήματα κρινοπαπύρων ύψους 33mm ( χιλιοστών ), με διπλή αντιθετική σπείρα στη βάση των ανθήρων και στέλεχος που κατέληγε σε θηλιά ανάρτησης. Σίγουρα θα υπήρχαν περισσότερα τμήματα από ένα ή δύο περιδέραια, τα οποία αναδείκνυαν το βασιλικό και ιερατικό αξίωμα των Διοσκούρων. Τα χρυσά κοσμήματα, από τα ωραιότερα του Ελληνικού χώρου, και τα άλλα ευρήματα του τάφου ( σκύφος, σαλτσιέρα ) χρονολογούν την κατασκευή του τάφου και του τύμβου, που τον καλύπτει, κατά τους πρωτοελλαδικούς ΙΙ χρόνους, δηλαδή κατά την περίοδο 2700-2400 π.χ.
Οι κλιτύες του λόφου του Αμφείου έχουν διαμορφωθεί τεχνητά σε επάλληλα κωνικά άνδηρα, ώστε το όλο μνημείο να αποκτήσει κλιμακωτή μορφή πυραμίδας με τέσσερις βαθμίδες, με στόχο να είναι ορατό από μακριά ( τηλεφανές ). Ο λόφος, λοιπόν, είχε λαξευτεί ώστε να πάρει το τρίβαθμο σχήμα, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε ο τύμβος με τον κοινό τάφο του Αμφίονα και του Ζήθου. Ζήθος ονομάζεται ο μεγαλύτερος κρατήρας πάνω στον δορυφόρο Θήβη του πλανήτη Δία.
Πηγή