Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος είχε υποτάξει σχεδόν όλη τη Σογδιανή (σημερινό Ουζμπεκιστάν) και προέλασε προς το τελευταίο ανθιστάμενο οχυρό. Η Σογδιανή Πέτρα, μια πολύ καλά οχυρωμένη φυσική τοποθεσία, ήταν ένας απότομος βράχος, απροσπέλαστος από παντού, όπου είχαν οχυρωθεί πολλοί επαναστάτες. Η κατάληψή της φαινόταν αδύνατη, αφού η πυκνή ανοιξιάτικη χιονόπτωση δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την πρόσβαση, ενώ οι επαναστάτες είχαν συγκεντρώσει τρόφιμα, για να αντέξουν πολύχρονη πολιορκία, και είχαν άφθονο τρεχούμενο νερό.
Ο Αλέξανδρος τους πρότεινε συνθηκολόγηση, να παραδώσουν το οχυρό και να φύγουν ανενόχλητοι για τα σπίτια τους, αλλά οι Σογδιανοί είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση λόγω τις οχυρής τοποθεσίας και των προετοιμασιών τους. Γέλασαν προσβλητικά και του είπαν περιπαιχτικά να βρει πρώτα ιπτάμενους στρατιώτες, διότι οι κοινοί θνητοί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε την πρόκληση, όχι μόνο διότι ο εγωισμός του δεν του άφηνε άλλη διέξοδο, αλλά και για λόγους τακτικής. Η Σογδιανή είχε επαναστατήσει ήδη δύο φορές και ακόμη δεν είχε υποταχθεί πλήρως. Δεν μπορούσε λοιπόν να αφήσει πίσω του εστίες αντίστασης, ούτε να δώσει δείγματα αδυναμίας στους ντόπιους.
Αφού προκήρυξε κλιμακούμενες αμοιβές για όσους ανέβαιναν στο βράχο, συγκεντρώθηκαν περί τους 300 άντρες, που είχαν εξασκηθεί στην αναρρίχηση κατά τις πολιορκίες. Αυτό, που ακολούθησε, πρέπει να είναι η πρώτη καταγεγραμμένη πολεμική αλπινιστική επιχείρηση. Μέσα στη νύχτα οι αναρριχητές πλησίασαν το πιο απόκρημνο σημείο του βράχου, που ήταν και το πλημμελέστερα φρουρούμενο, κάρφωναν στο σταθερό έδαφος και στο σκληρό χιόνι τα σιδερένια πασαλάκια, που χρησιμοποιούσαν για τη στερέωση των σκηνών, έδεναν πάνω τους γερά σκοινιά από λινάρι και αψηφώντας το κρύο και τον αέρα, άρχισαν την αναρρίχηση, ακριβώς όπως κάνουν και οι σημερινοί αλπινιστές.
Περί τους 30 αναρριχητές χάθηκαν στο κενό. Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και η χιονόπτωση τόσο πυκνή, ώστε δεν βρέθηκαν τα σώματά τους για να ταφούν, όπως τους άξιζε. Κατά το χάραμα οι υπόλοιποι έφτασαν στην κορυφή, εξουδετέρωσαν τη φρουρά εκείνου του σημείου και ανέμισαν πανιά από λεπτό ύφασμα, όπως είχαν προσυμφωνήσει για να ειδοποιήσουν τον Αλέξανδρο. Εκείνος έστειλε ξανά αγγελιαφόρους και ζήτησε από τους επαναστάτες να παραδοθούν, διότι οι ιπτάμενοι στρατιώτες όχι μόνο είχαν βρεθεί, αλλά είχαν ήδη καταλάβει την κορυφή. Οι επαναστάτες τότε μόνο αντιλήφθηκαν τους Μακεδόνες εντός των τειχών τους. Τρομοκρατήθηκαν από τον αδιανόητο αιφνιδιασμό και παραδόθηκαν, πιστεύοντας ότι οι αναρριχηθέντες ήταν περισσότεροι και καλά οπλισμένοι. Το ισχυρότερο οχυρό της χώρας είχε πέσει αμαχητί και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Σογδιανής.
Εκεί τοποθετεί ο Αρριανός τη γνωριμία του Αλεξάνδρου με τη Ρωξάνη (Ροσάνακ=μικρό αστέρι). Ανάμεσα στους αιχμαλώτους της Σογδιανής Πέτρας ήταν και ο Βάκτριος Οξυάρτης με τη γυναίκα και τις κόρες του. Μία από αυτές, η Ρωξάνη, «λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά μετά από τη γυναίκα του Δαρείου». Αντίθετα, ο Πλούταρχος λέει ότι ο Αλέξανδρος γνώρισε τη Ρωξάνη σε κάποια οινοποσία με χορό, χωρίς να κάνει καμία χρονολογική αναφορά. Παραπλήσια είναι και η εκδοχή τουΚούρτιου, ο οποίος τοποθετεί τη γνωριμία μετά την κατάληψη της Πέτρας του Χοριήνη.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό, όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη χώρα του Οξυάρτη, εκείνος παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος τον διατήρησε στη θέση του παίρνοντας ως ομήρους τους τρεις γιους του. Στη συνέχεια ο Οξυάρτης παρέθεσε στον Αλέξανδρο πολυτελές συμπόσιο, στο οποίο για τη διασκέδαση των συνδαιτυμόνων έφερε 30 νεαρές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και την κόρη του Ρωξάνη. Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω της, «διότι διέθετε αξιοπρεπή εμφάνιση, σπάνια στους βαρβάρους και αξιόλογη φυσική ομορφιά, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη των δύο ανύπαντρων κορών του Δαρείου».
Όλοι οι ιστορικοί αποδίδουν σε έρωτα με την πρώτη ματιά την απόφαση του Αλεξάνδρου να παντρευτεί τη Ρωξάνη, αν και με μία προσεκτική ανάγνωση βλέπουμε ότι τα πραγματικά κίνητρα και οι αντιδράσεις σ’ αυτήν την απόφαση του Αλεξάνδρου, δεν έχουν παραποιηθεί από την εξωραϊστική παρουσίαση. Και οι τρεις σωζόμενοι Έλληνες ιστορικοί επαινούν τον Αλέξανδρο για την απόφασή του να παντρευτεί τη Ρωξάνη, ενώ μπορούσε να την κάνει παλλακίδα του.
Όμως το λακωνικό σχόλιο του Αρριανού «περισσότερο [τον] επαινώ παρά τον μέμφομαι» δείχνει ότι περί τους πέντε αιώνες αργότερα ο γάμος του Αλεξάνδρου με μία βάρβαρη εξακολουθούσε να είναι δύσπεπτος στον κόσμο των Ελλήνων και ότι οι έπαινοι στην αρετή του δεν ήταν παρά ηρεμιστικό για την προσβολή, που υπέστη ο ρατσισμός τους. Ο Κούρτιος αποδίδει την απόφαση για το γάμο σε χαλάρωση της αρχικής του αυτοσυγκράτησης λόγω των επιτυχιών του και λέει ότι οι Μακεδόνες δεν επικροτούσαν ούτε την απόφασή του να την παντρευτεί και να δώσει διάδοχο στον Οίκο των Αργεαδών έναν μιξοβάρβαρο, ούτε και το ότι επέλεξε τη σύζυγο του ανάμεσα από αιχμάλωτες νεανίδες διασκέδασης. Ο Αλέξανδρος για να τους κατευνάσει, φέρεται να τους είπε ότι και ο πρόγονός του, ο Αχιλλέας, κοιμόταν με μία αιχμάλωτη, τη Βρισηίδα.
Τελικά, η Ρωξάνη ήταν απλώς η ωραιότερη βάρβαρη σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα και ως εκ τούτου η λιγότερο αταίριαστη εμφανισιακά για σύζυγός του. Το πραγματικό κίνητρο γι’ αυτόν τον γάμο, όπως δηλώνεται και από τις αρχαίες πηγές, ήταν η απόφαση του Αλεξάνδρου να προσφέρει πρόσβαση στην ανώτατη διοίκηση της αυτοκρατορίας σε έναν αριθμό τοπικών αξιωματούχων και να συμφιλιώσει τους πολεμοχαρείς Σογδιανούς με την εξουσία του. Κατά τον Πλούταρχο, οι Σογδιανοί «πήραν θάρρος» και «υπεραγάπησαν» τον Αλέξανδρο, δηλαδή με το γάμο διασκεδάστηκαν κάπως οι φόβοι τους και συμβιβάστηκαν με τη διοίκησή του. Κατά τον Αρριανό, ο Οξυάρτης μόλις μετά την ανακοίνωση του γάμου «πήρε θάρρος» και παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο, για να υποβάλει τα σέβη του (και την οριστική υποταγή του). Ο Κούρτιος θέλει τον Αλέξανδρο να θέτει τα πράγματα πιο ωμά και να δηλώνει στους αξιωματικούς του ότι οι γάμοι μεταξύ Περσών και Μακεδόνων θα χρησίμευαν στη θεμελίωση της αυτοκρατορίας του, διότι «έτσι οι κατακτημένοι θα έπαυαν να αισθάνονται ντροπή και οι κατακτητές υπερηφάνεια».
Για τους ίδιους και σοβαρότερους λόγους (για να θεωρηθεί συνεχιστής της δυναστείας των Αχαιμενιδών) ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε αργότερα την μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου. Είναι δε προφανές ότι τον γάμο αυτόν τον είχε αποφασίσει, αν όχι αμέσως μόλις τη συνέλαβε μετά τη μάχη της Ισσού, οπωσδήποτε όταν την άφησε στα Σούσα με τη διαταγή να της διδάξουν ελληνικά, τα οποία έπρεπε να γνωρίζει, για να γίνει στοιχειωδώς αποδεκτή από τη Μακεδονική Αυλή.
Απ’ την άλλη πλευρά η Ρωξάνη ήταν πολύ ταπεινότερης καταγωγής από τη βασιλοπούλα Στάτειρα, η εθνικότητά της ήταν από τις πιο ασήμαντες της περσικής αυτοκρατορίας, είναι άγνωστο αν και τι είδους παιδεία είχε, φυσικά δεν ήξερε ελληνικά, κι όμως έγινε η πρώτη σύζυγος του Βασιλέα της Ασίας. Η Στάτειρα θα γινόταν υποχρεωτικά δεύτερη σύζυγος και ο γιος του Αλεξάνδρου μ’ αυτήν θα είχε λιγότερα δικαιώματα στο θρόνο από το γιο του με τη Ρωξάνη. Γιατί λοιπόν οδηγήθηκε ο Αλέξανδρος σ’ αυτήν την προφανή ανατροπή των αρχικών σχεδίων του και την (όπως και να το δούμε) προσβολή προς τον Οίκο των Αχαιμενιδών;
Διότι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ο γάμος με τη Ρωξάνη «φάνηκε ότι δεν ήταν ανάρμοστος έτσι όπως είχαν τα πράγματα» και τα πράγματα δεν είχαν καθόλου καλώς! Ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει τις πλουσιότερες χώρες, είχε υποτάξει όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς του τότε γνωστού κόσμου και από την έναρξη της εκστρατείας το 334 κανείς δεν είχε μπορέσει να ανακόψει την προέλασή του. Ως το καλοκαίρι του 329, που πέρασε τον Ώξο για να εισβάλει από τη Βακτρία στη Σογδιανή. Εκεί οι ημινομάδες κάτοικοι τον είχαν υποχρεώσει να διατηρεί τις δυνάμεις του σε διαρκή κινητοποίηση, άλλοτε εν συνόλω και άλλοτε χωρισμένες σε μικρότερα τμήματα κρούσης. Αρχικά φάνηκε ότι οι Σογδιανοί είχαν υποταχθεί με την ίδια ευκολία, όπως και όλοι οι προηγούμενοι λαοί. Εντούτοις επαναστάτησαν με την πρώτη ευκαιρία και, όπως ήταν φυσικό, παρέσυραν σε επανάσταση και μερικούς από τους γειτονικούς Βάκτριους.
Όμως η Σογδιανή θύμιζε κάπως τη Λερναία Ύδρα. Μόλις υποτασσόταν μία πόλη, επαναστατούσε ένα φρούριο. Απελπισία και οργή πρέπει να αισθανόταν ο Αλέξανδρος στη σκέψη ότι οι Σογδιανοί ήταν πιθανό να τον υποβάλουν στην ταπείνωση, που υπέβαλαν οι Σκύθες τον Δαρείο Α΄, ή (σε σύγχρονους όρους) να πάθει ό,τι οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν. Χρειάσθηκε να ισοπεδώσει πόλεις, να μετακινήσει πληθυσμούς της υπαίθρου σε αστικά κέντρα, να εξοντώσει πάνω από 120.000 άντρες και να εξανδραποδίσει πολλαπλάσιο αριθμό γυναικόπαιδων, για να υποτάξει το σύνολο σχεδόν της χώρας.
Εκτός από ένα σκληρό πυρήνα αντιστασιακών, που συγκεντρώθηκαν σε ένα από τα πολυάριθμα φυσικά οχυρά. Προελαύνοντας εναντίον της Σογδιανής Πέτρας ο Αλέξανδρος ίσως αναρωτιόταν, αν υπήρχαν κι άλλοι πυρήνες αντίστασης στους ορεινούς όγκους και τις ερήμους αυτής της σχεδόν άγονης και άνυδρης γης. Ίσως αναρωτιόταν αν άξιζε όλη αυτή η ταλαιπωρία και οπωσδήποτε πρέπει να εξοργιζόταν από την καθυστέρηση της πολυπόθητης εισβολής στην Ινδία.
Μήπως θα ήταν καλύτερα, αν είχε αφήσει τη Σογδιανή για αργότερα, όπως είχε κάνει και με τη Σκυθία βορείως του Ιαξάρτη; Ασφαλώς όχι. Η Σογδιανή ήταν η βορειότερη και η τελευταία περιοχή, που απέμενε για να ολοκληρώσει την κατάληψη της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Αν δεν υπέτασσε την πιο απομακρυσμένη, την πιο άγονη, την πιο φτωχή και τη λιγότερο αστικοποιημένη χώρα, πώς θα μπορούσε να ελπίζει σε υποταγή των Ινδών, που δεν είχαν υποταχθεί ποτέ στους Πέρσες; Ήταν προφανές ότι η τακτική σφαγής και τρόμου, που ο Αλέξανδρος εφάρμοζε από την Περσίδα, δεν είχε φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Η πτώση της Σογδιανής Πέτρας ήταν μεν μία ισχυρότατη ένδειξη ότι οι Σογδιανοί είχαν υποταχθεί οριστικά, αλλά δεν ήταν δεδομένη. Από τις διατυπώσεις του Αρριανού και του Πλούταρχου ότι με τον γάμο του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης οι βάρβαροι «πήραν θάρρος» μπορούμε να σχηματίσουμε την πλήρη εικόνα της κατάστασης. Οι Σογδιανοί θεώρησαν την καταστροφή της περσικής αυτοκρατορίας ως ευκαιρία να ελευθερωθούν και επαναστάτησαν. Η δια πυρός και σιδήρου υποταγή, τους τρομοκράτησε, αλλά δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι έκαμψε την αποφασιστικότητά τους.
Έτσι, ο Αλέξανδρος μπροστά στον κίνδυνο μίας παρατεταμένης στρατιωτικής εμπλοκής, από την οποία θα έβγαινε χαμένος ανεξάρτητα από την έκβασή της, αναζήτησε εσπευσμένα μία διπλωματική διέξοδο. Το πόσο εσπευσμένη ήταν η διέξοδος αυτή φαίνεται απ’ το ότι ο Οξυάρτης ήταν κάποιος τοπικός ηγεμόνας, όχι ο σημαντικότερος, ούτε καν φρούραρχος, κι όμως κατά τον Αρριανό δεν δήλωσε υποταγή ούτε καν μετά τη σύλληψή του. Υποτάχθηκε μόνο μετά το γάμο του Βασιλιά της Ασίας με την κόρη του.
Μέσω του γάμου της Ρωξάνης με τον Αλέξανδρο ο Οξυάρτης και οι Σογδιανοί γενικά αναβάθμιζαν τη θέση τους στη διοίκηση πρωτίστως της χώρας τους και δευτερευόντως της αυτοκρατορίας. Με αυτή τη διπλωματική κίνηση ο Αλέξανδρος παραχωρούσε στους Σογδιανούς το σημαντικότερο προνόμιο, στο οποίο μπορούσε να ελπίζει ένας κατακτημένος λαός, ένα προνόμιο που δεν τους είχε παραχωρήσει ο προηγούμενος δυνάστης. Φαίνεται δε ότι ήταν επιτυχής επιλογή, αφού μετά το γάμο η Σογδιανή δεν του προκάλεσε άλλα προβλήματα.
Βιβλιοθήκη
1. Αρριανός Δ.18-19
2. Πλούταρχος Αλέξανδρος 23, 47.7
3. Διόδωρος ΙΖ.β.κγ, λ
4. Κούρτιος 8.1.21, 43, 4.21-κ.ε.
Πηγή
Ο Αλέξανδρος τους πρότεινε συνθηκολόγηση, να παραδώσουν το οχυρό και να φύγουν ανενόχλητοι για τα σπίτια τους, αλλά οι Σογδιανοί είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση λόγω τις οχυρής τοποθεσίας και των προετοιμασιών τους. Γέλασαν προσβλητικά και του είπαν περιπαιχτικά να βρει πρώτα ιπτάμενους στρατιώτες, διότι οι κοινοί θνητοί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε την πρόκληση, όχι μόνο διότι ο εγωισμός του δεν του άφηνε άλλη διέξοδο, αλλά και για λόγους τακτικής. Η Σογδιανή είχε επαναστατήσει ήδη δύο φορές και ακόμη δεν είχε υποταχθεί πλήρως. Δεν μπορούσε λοιπόν να αφήσει πίσω του εστίες αντίστασης, ούτε να δώσει δείγματα αδυναμίας στους ντόπιους.
Αφού προκήρυξε κλιμακούμενες αμοιβές για όσους ανέβαιναν στο βράχο, συγκεντρώθηκαν περί τους 300 άντρες, που είχαν εξασκηθεί στην αναρρίχηση κατά τις πολιορκίες. Αυτό, που ακολούθησε, πρέπει να είναι η πρώτη καταγεγραμμένη πολεμική αλπινιστική επιχείρηση. Μέσα στη νύχτα οι αναρριχητές πλησίασαν το πιο απόκρημνο σημείο του βράχου, που ήταν και το πλημμελέστερα φρουρούμενο, κάρφωναν στο σταθερό έδαφος και στο σκληρό χιόνι τα σιδερένια πασαλάκια, που χρησιμοποιούσαν για τη στερέωση των σκηνών, έδεναν πάνω τους γερά σκοινιά από λινάρι και αψηφώντας το κρύο και τον αέρα, άρχισαν την αναρρίχηση, ακριβώς όπως κάνουν και οι σημερινοί αλπινιστές.
Περί τους 30 αναρριχητές χάθηκαν στο κενό. Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και η χιονόπτωση τόσο πυκνή, ώστε δεν βρέθηκαν τα σώματά τους για να ταφούν, όπως τους άξιζε. Κατά το χάραμα οι υπόλοιποι έφτασαν στην κορυφή, εξουδετέρωσαν τη φρουρά εκείνου του σημείου και ανέμισαν πανιά από λεπτό ύφασμα, όπως είχαν προσυμφωνήσει για να ειδοποιήσουν τον Αλέξανδρο. Εκείνος έστειλε ξανά αγγελιαφόρους και ζήτησε από τους επαναστάτες να παραδοθούν, διότι οι ιπτάμενοι στρατιώτες όχι μόνο είχαν βρεθεί, αλλά είχαν ήδη καταλάβει την κορυφή. Οι επαναστάτες τότε μόνο αντιλήφθηκαν τους Μακεδόνες εντός των τειχών τους. Τρομοκρατήθηκαν από τον αδιανόητο αιφνιδιασμό και παραδόθηκαν, πιστεύοντας ότι οι αναρριχηθέντες ήταν περισσότεροι και καλά οπλισμένοι. Το ισχυρότερο οχυρό της χώρας είχε πέσει αμαχητί και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Σογδιανής.
Εκεί τοποθετεί ο Αρριανός τη γνωριμία του Αλεξάνδρου με τη Ρωξάνη (Ροσάνακ=μικρό αστέρι). Ανάμεσα στους αιχμαλώτους της Σογδιανής Πέτρας ήταν και ο Βάκτριος Οξυάρτης με τη γυναίκα και τις κόρες του. Μία από αυτές, η Ρωξάνη, «λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά μετά από τη γυναίκα του Δαρείου». Αντίθετα, ο Πλούταρχος λέει ότι ο Αλέξανδρος γνώρισε τη Ρωξάνη σε κάποια οινοποσία με χορό, χωρίς να κάνει καμία χρονολογική αναφορά. Παραπλήσια είναι και η εκδοχή τουΚούρτιου, ο οποίος τοποθετεί τη γνωριμία μετά την κατάληψη της Πέτρας του Χοριήνη.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό, όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη χώρα του Οξυάρτη, εκείνος παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος τον διατήρησε στη θέση του παίρνοντας ως ομήρους τους τρεις γιους του. Στη συνέχεια ο Οξυάρτης παρέθεσε στον Αλέξανδρο πολυτελές συμπόσιο, στο οποίο για τη διασκέδαση των συνδαιτυμόνων έφερε 30 νεαρές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και την κόρη του Ρωξάνη. Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω της, «διότι διέθετε αξιοπρεπή εμφάνιση, σπάνια στους βαρβάρους και αξιόλογη φυσική ομορφιά, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη των δύο ανύπαντρων κορών του Δαρείου».
Όλοι οι ιστορικοί αποδίδουν σε έρωτα με την πρώτη ματιά την απόφαση του Αλεξάνδρου να παντρευτεί τη Ρωξάνη, αν και με μία προσεκτική ανάγνωση βλέπουμε ότι τα πραγματικά κίνητρα και οι αντιδράσεις σ’ αυτήν την απόφαση του Αλεξάνδρου, δεν έχουν παραποιηθεί από την εξωραϊστική παρουσίαση. Και οι τρεις σωζόμενοι Έλληνες ιστορικοί επαινούν τον Αλέξανδρο για την απόφασή του να παντρευτεί τη Ρωξάνη, ενώ μπορούσε να την κάνει παλλακίδα του.
Όμως το λακωνικό σχόλιο του Αρριανού «περισσότερο [τον] επαινώ παρά τον μέμφομαι» δείχνει ότι περί τους πέντε αιώνες αργότερα ο γάμος του Αλεξάνδρου με μία βάρβαρη εξακολουθούσε να είναι δύσπεπτος στον κόσμο των Ελλήνων και ότι οι έπαινοι στην αρετή του δεν ήταν παρά ηρεμιστικό για την προσβολή, που υπέστη ο ρατσισμός τους. Ο Κούρτιος αποδίδει την απόφαση για το γάμο σε χαλάρωση της αρχικής του αυτοσυγκράτησης λόγω των επιτυχιών του και λέει ότι οι Μακεδόνες δεν επικροτούσαν ούτε την απόφασή του να την παντρευτεί και να δώσει διάδοχο στον Οίκο των Αργεαδών έναν μιξοβάρβαρο, ούτε και το ότι επέλεξε τη σύζυγο του ανάμεσα από αιχμάλωτες νεανίδες διασκέδασης. Ο Αλέξανδρος για να τους κατευνάσει, φέρεται να τους είπε ότι και ο πρόγονός του, ο Αχιλλέας, κοιμόταν με μία αιχμάλωτη, τη Βρισηίδα.
Τελικά, η Ρωξάνη ήταν απλώς η ωραιότερη βάρβαρη σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα και ως εκ τούτου η λιγότερο αταίριαστη εμφανισιακά για σύζυγός του. Το πραγματικό κίνητρο γι’ αυτόν τον γάμο, όπως δηλώνεται και από τις αρχαίες πηγές, ήταν η απόφαση του Αλεξάνδρου να προσφέρει πρόσβαση στην ανώτατη διοίκηση της αυτοκρατορίας σε έναν αριθμό τοπικών αξιωματούχων και να συμφιλιώσει τους πολεμοχαρείς Σογδιανούς με την εξουσία του. Κατά τον Πλούταρχο, οι Σογδιανοί «πήραν θάρρος» και «υπεραγάπησαν» τον Αλέξανδρο, δηλαδή με το γάμο διασκεδάστηκαν κάπως οι φόβοι τους και συμβιβάστηκαν με τη διοίκησή του. Κατά τον Αρριανό, ο Οξυάρτης μόλις μετά την ανακοίνωση του γάμου «πήρε θάρρος» και παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο, για να υποβάλει τα σέβη του (και την οριστική υποταγή του). Ο Κούρτιος θέλει τον Αλέξανδρο να θέτει τα πράγματα πιο ωμά και να δηλώνει στους αξιωματικούς του ότι οι γάμοι μεταξύ Περσών και Μακεδόνων θα χρησίμευαν στη θεμελίωση της αυτοκρατορίας του, διότι «έτσι οι κατακτημένοι θα έπαυαν να αισθάνονται ντροπή και οι κατακτητές υπερηφάνεια».
Για τους ίδιους και σοβαρότερους λόγους (για να θεωρηθεί συνεχιστής της δυναστείας των Αχαιμενιδών) ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε αργότερα την μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου. Είναι δε προφανές ότι τον γάμο αυτόν τον είχε αποφασίσει, αν όχι αμέσως μόλις τη συνέλαβε μετά τη μάχη της Ισσού, οπωσδήποτε όταν την άφησε στα Σούσα με τη διαταγή να της διδάξουν ελληνικά, τα οποία έπρεπε να γνωρίζει, για να γίνει στοιχειωδώς αποδεκτή από τη Μακεδονική Αυλή.
Απ’ την άλλη πλευρά η Ρωξάνη ήταν πολύ ταπεινότερης καταγωγής από τη βασιλοπούλα Στάτειρα, η εθνικότητά της ήταν από τις πιο ασήμαντες της περσικής αυτοκρατορίας, είναι άγνωστο αν και τι είδους παιδεία είχε, φυσικά δεν ήξερε ελληνικά, κι όμως έγινε η πρώτη σύζυγος του Βασιλέα της Ασίας. Η Στάτειρα θα γινόταν υποχρεωτικά δεύτερη σύζυγος και ο γιος του Αλεξάνδρου μ’ αυτήν θα είχε λιγότερα δικαιώματα στο θρόνο από το γιο του με τη Ρωξάνη. Γιατί λοιπόν οδηγήθηκε ο Αλέξανδρος σ’ αυτήν την προφανή ανατροπή των αρχικών σχεδίων του και την (όπως και να το δούμε) προσβολή προς τον Οίκο των Αχαιμενιδών;
Διότι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ο γάμος με τη Ρωξάνη «φάνηκε ότι δεν ήταν ανάρμοστος έτσι όπως είχαν τα πράγματα» και τα πράγματα δεν είχαν καθόλου καλώς! Ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει τις πλουσιότερες χώρες, είχε υποτάξει όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς του τότε γνωστού κόσμου και από την έναρξη της εκστρατείας το 334 κανείς δεν είχε μπορέσει να ανακόψει την προέλασή του. Ως το καλοκαίρι του 329, που πέρασε τον Ώξο για να εισβάλει από τη Βακτρία στη Σογδιανή. Εκεί οι ημινομάδες κάτοικοι τον είχαν υποχρεώσει να διατηρεί τις δυνάμεις του σε διαρκή κινητοποίηση, άλλοτε εν συνόλω και άλλοτε χωρισμένες σε μικρότερα τμήματα κρούσης. Αρχικά φάνηκε ότι οι Σογδιανοί είχαν υποταχθεί με την ίδια ευκολία, όπως και όλοι οι προηγούμενοι λαοί. Εντούτοις επαναστάτησαν με την πρώτη ευκαιρία και, όπως ήταν φυσικό, παρέσυραν σε επανάσταση και μερικούς από τους γειτονικούς Βάκτριους.
Όμως η Σογδιανή θύμιζε κάπως τη Λερναία Ύδρα. Μόλις υποτασσόταν μία πόλη, επαναστατούσε ένα φρούριο. Απελπισία και οργή πρέπει να αισθανόταν ο Αλέξανδρος στη σκέψη ότι οι Σογδιανοί ήταν πιθανό να τον υποβάλουν στην ταπείνωση, που υπέβαλαν οι Σκύθες τον Δαρείο Α΄, ή (σε σύγχρονους όρους) να πάθει ό,τι οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν. Χρειάσθηκε να ισοπεδώσει πόλεις, να μετακινήσει πληθυσμούς της υπαίθρου σε αστικά κέντρα, να εξοντώσει πάνω από 120.000 άντρες και να εξανδραποδίσει πολλαπλάσιο αριθμό γυναικόπαιδων, για να υποτάξει το σύνολο σχεδόν της χώρας.
Εκτός από ένα σκληρό πυρήνα αντιστασιακών, που συγκεντρώθηκαν σε ένα από τα πολυάριθμα φυσικά οχυρά. Προελαύνοντας εναντίον της Σογδιανής Πέτρας ο Αλέξανδρος ίσως αναρωτιόταν, αν υπήρχαν κι άλλοι πυρήνες αντίστασης στους ορεινούς όγκους και τις ερήμους αυτής της σχεδόν άγονης και άνυδρης γης. Ίσως αναρωτιόταν αν άξιζε όλη αυτή η ταλαιπωρία και οπωσδήποτε πρέπει να εξοργιζόταν από την καθυστέρηση της πολυπόθητης εισβολής στην Ινδία.
Μήπως θα ήταν καλύτερα, αν είχε αφήσει τη Σογδιανή για αργότερα, όπως είχε κάνει και με τη Σκυθία βορείως του Ιαξάρτη; Ασφαλώς όχι. Η Σογδιανή ήταν η βορειότερη και η τελευταία περιοχή, που απέμενε για να ολοκληρώσει την κατάληψη της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Αν δεν υπέτασσε την πιο απομακρυσμένη, την πιο άγονη, την πιο φτωχή και τη λιγότερο αστικοποιημένη χώρα, πώς θα μπορούσε να ελπίζει σε υποταγή των Ινδών, που δεν είχαν υποταχθεί ποτέ στους Πέρσες; Ήταν προφανές ότι η τακτική σφαγής και τρόμου, που ο Αλέξανδρος εφάρμοζε από την Περσίδα, δεν είχε φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Η πτώση της Σογδιανής Πέτρας ήταν μεν μία ισχυρότατη ένδειξη ότι οι Σογδιανοί είχαν υποταχθεί οριστικά, αλλά δεν ήταν δεδομένη. Από τις διατυπώσεις του Αρριανού και του Πλούταρχου ότι με τον γάμο του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης οι βάρβαροι «πήραν θάρρος» μπορούμε να σχηματίσουμε την πλήρη εικόνα της κατάστασης. Οι Σογδιανοί θεώρησαν την καταστροφή της περσικής αυτοκρατορίας ως ευκαιρία να ελευθερωθούν και επαναστάτησαν. Η δια πυρός και σιδήρου υποταγή, τους τρομοκράτησε, αλλά δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι έκαμψε την αποφασιστικότητά τους.
Έτσι, ο Αλέξανδρος μπροστά στον κίνδυνο μίας παρατεταμένης στρατιωτικής εμπλοκής, από την οποία θα έβγαινε χαμένος ανεξάρτητα από την έκβασή της, αναζήτησε εσπευσμένα μία διπλωματική διέξοδο. Το πόσο εσπευσμένη ήταν η διέξοδος αυτή φαίνεται απ’ το ότι ο Οξυάρτης ήταν κάποιος τοπικός ηγεμόνας, όχι ο σημαντικότερος, ούτε καν φρούραρχος, κι όμως κατά τον Αρριανό δεν δήλωσε υποταγή ούτε καν μετά τη σύλληψή του. Υποτάχθηκε μόνο μετά το γάμο του Βασιλιά της Ασίας με την κόρη του.
Μέσω του γάμου της Ρωξάνης με τον Αλέξανδρο ο Οξυάρτης και οι Σογδιανοί γενικά αναβάθμιζαν τη θέση τους στη διοίκηση πρωτίστως της χώρας τους και δευτερευόντως της αυτοκρατορίας. Με αυτή τη διπλωματική κίνηση ο Αλέξανδρος παραχωρούσε στους Σογδιανούς το σημαντικότερο προνόμιο, στο οποίο μπορούσε να ελπίζει ένας κατακτημένος λαός, ένα προνόμιο που δεν τους είχε παραχωρήσει ο προηγούμενος δυνάστης. Φαίνεται δε ότι ήταν επιτυχής επιλογή, αφού μετά το γάμο η Σογδιανή δεν του προκάλεσε άλλα προβλήματα.
Βιβλιοθήκη
1. Αρριανός Δ.18-19
2. Πλούταρχος Αλέξανδρος 23, 47.7
3. Διόδωρος ΙΖ.β.κγ, λ
4. Κούρτιος 8.1.21, 43, 4.21-κ.ε.
Πηγή