Στην αρχαιότητα, η αθηναϊκή πολιτεία είχε προβλέψει μηχανισμό ελέγχου για τη συνταξιοδότηση των πολιτών. Έτσι, όποιος Αθηναίος υποψιαζόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη συνταξιοδότηση συμπολίτη του, ότι, δηλαδή, αυτός υποκρίθηκε τον ασθενή και ξεγέλασε τις αρμόδιες αρχές ή αντιμετωπίστηκε χαριστικά από αυτές, είχε το δικαίωμα να καταγγείλει στη Βουλή τον συνταξιούχο και να ζητήσει από το κράτος να του στερήσει τη σύνταξη.
Εξάλλου, το οργανωμένο κράτος, σε περίπτωση καταγγελίας και προκειμένου να προστατευθεί από κακόπιστους συκοφάντες, απαιτούσε από τον κατήγορο ακλόνητες αποδείξεις χαριστικής αντιμετώπισης του συνταξιούχου από τις αρμόδιες αρχές. Αν μάλιστα ο κατήγορος υποστήριζε ότι ο ίδιος ήταν φτωχότερος ή πιο επιβαρυμένος στην υγεία του από τον κατηγορούμενο, τότε η πολιτεία επέτρεπε την ανταλλαγή περιουσιών, την αποκαλούμενη «αντίδοση».
Η ΑΝΤΙΔΟΣΙΣ ήταν νόμος, στο πλαίσιο των λειτουργιών της αθηναϊκής πολιτείας. Όταν ένας πολίτης οριζόταν να εκτελέσει μια από τις λειτουργίες, αν έκρινε ότι αυτή ήταν δυσανάλογη με τις οικονομικές του δυνατότητες, μπορούσε να την αρνηθεί, υποδεικνύοντας άλλον πλουσιότερο συμπολίτη του, ο οποίος όφειλε είτε να δεχθεί είτε να ανταλλάξει την περιουσία του με εκείνον.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης, που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα για τις συντάξεις των πολιτών, αλλά και υπόδειγμα υπεράσπισης κατηγορουμένου αποτελεί ο γνωστός και σε κάθε Έλληνα μαθητή «Υπέρ αδυνάτου» ρητορικός δικανικός λόγος του Λυσία, που γράφτηκε μετά την πτώση των Τριάκοντα Τυράννων, το 403 π.Χ. και εκφωνήθηκε στη Βουλή των Αθηναίων.
Ένας πολίτης, ανάπηρος (αδύνατος) αγωνιζόταν στο δικαστήριο να υπερασπιστεί το δικαίωμά του για συνταξιοδότηση, καθώς ένας συμπολίτης του τον είχε καταγγείλει, γιατί τον αμφισβητούσε και τον θεωρούσε ικανό για εργασία. Αρχίζοντας, λοιπόν, ο αδύνατος την απολογία του, με τρόπο πρωτότυπο και απροσδόκητο, προκάλεσε την προσοχή των βουλευτών-κριτών του και κέρδισε τη συμπάθειά τους λέγοντας:
«Δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, επειδή μου ετοίμασε αυτήν εδώ τη δίκη, που μου δίνει την ευκαιρία να λογοδοτήσω για τη ζωή μου, κάτι που δεν είχα λόγο να επιχειρήσω μέχρι σήμερα». Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο Λυσίας, με το ύφος ενός απλού Αθηναίου πολίτη, καταφέρνει να αναδείξει τα δικά του τίμια επιχειρήματα απέναντι στα αντίστοιχα απατηλά του αντίδικου.
Στη σύγχρονη Ελλάδα της λιτότητας, οι συντάξεις χρησιμοποιούνται ως η πιο ανώδυνη λύση για την είσπραξη χρημάτων προς όφελος του κράτους από τους αδύνατους πολίτες και ως εκ τούτου, ακίνδυνους και... «μη αγανακτισμένους». Έτσι, οι συνταξιούχοι καλούνται να πληρώσουν υποχρεωτικά τις αμαρτίες γενεών και ...ούτε ένας ΛΥΣΙΑΣ δεν τους σώζει!
Στέλλα Πριόβολου - Γεωργαλά
Ομότιμη Καθηγήτρια Λατινικής - Ιταλικής Φιλολογίας | Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Πηγή
Εξάλλου, το οργανωμένο κράτος, σε περίπτωση καταγγελίας και προκειμένου να προστατευθεί από κακόπιστους συκοφάντες, απαιτούσε από τον κατήγορο ακλόνητες αποδείξεις χαριστικής αντιμετώπισης του συνταξιούχου από τις αρμόδιες αρχές. Αν μάλιστα ο κατήγορος υποστήριζε ότι ο ίδιος ήταν φτωχότερος ή πιο επιβαρυμένος στην υγεία του από τον κατηγορούμενο, τότε η πολιτεία επέτρεπε την ανταλλαγή περιουσιών, την αποκαλούμενη «αντίδοση».
Η ΑΝΤΙΔΟΣΙΣ ήταν νόμος, στο πλαίσιο των λειτουργιών της αθηναϊκής πολιτείας. Όταν ένας πολίτης οριζόταν να εκτελέσει μια από τις λειτουργίες, αν έκρινε ότι αυτή ήταν δυσανάλογη με τις οικονομικές του δυνατότητες, μπορούσε να την αρνηθεί, υποδεικνύοντας άλλον πλουσιότερο συμπολίτη του, ο οποίος όφειλε είτε να δεχθεί είτε να ανταλλάξει την περιουσία του με εκείνον.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης, που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα για τις συντάξεις των πολιτών, αλλά και υπόδειγμα υπεράσπισης κατηγορουμένου αποτελεί ο γνωστός και σε κάθε Έλληνα μαθητή «Υπέρ αδυνάτου» ρητορικός δικανικός λόγος του Λυσία, που γράφτηκε μετά την πτώση των Τριάκοντα Τυράννων, το 403 π.Χ. και εκφωνήθηκε στη Βουλή των Αθηναίων.
Ένας πολίτης, ανάπηρος (αδύνατος) αγωνιζόταν στο δικαστήριο να υπερασπιστεί το δικαίωμά του για συνταξιοδότηση, καθώς ένας συμπολίτης του τον είχε καταγγείλει, γιατί τον αμφισβητούσε και τον θεωρούσε ικανό για εργασία. Αρχίζοντας, λοιπόν, ο αδύνατος την απολογία του, με τρόπο πρωτότυπο και απροσδόκητο, προκάλεσε την προσοχή των βουλευτών-κριτών του και κέρδισε τη συμπάθειά τους λέγοντας:
«Δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, επειδή μου ετοίμασε αυτήν εδώ τη δίκη, που μου δίνει την ευκαιρία να λογοδοτήσω για τη ζωή μου, κάτι που δεν είχα λόγο να επιχειρήσω μέχρι σήμερα». Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο Λυσίας, με το ύφος ενός απλού Αθηναίου πολίτη, καταφέρνει να αναδείξει τα δικά του τίμια επιχειρήματα απέναντι στα αντίστοιχα απατηλά του αντίδικου.
Στη σύγχρονη Ελλάδα της λιτότητας, οι συντάξεις χρησιμοποιούνται ως η πιο ανώδυνη λύση για την είσπραξη χρημάτων προς όφελος του κράτους από τους αδύνατους πολίτες και ως εκ τούτου, ακίνδυνους και... «μη αγανακτισμένους». Έτσι, οι συνταξιούχοι καλούνται να πληρώσουν υποχρεωτικά τις αμαρτίες γενεών και ...ούτε ένας ΛΥΣΙΑΣ δεν τους σώζει!
Στέλλα Πριόβολου - Γεωργαλά
Ομότιμη Καθηγήτρια Λατινικής - Ιταλικής Φιλολογίας | Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Πηγή