Στην αρχή του 15ου ειδυλλίου του ο Θεόκριτος παρουσιάζει δυο γυναίκες, οι οποίες προσπαθούν να βγουν από το σπίτι και να διασκεδάσουν στην ετήσια γιορτή του Άδωνη.
Τους εμποδίζουν, ωστόσο, οι διαμαρτυρίες ενός παιδιού, το οποίο, όπως όλα τα παιδιά που καταλαβαίνουν ότι πρόκειται να αφεθούν πίσω με τις νταντάδες τους, διαμαρτύρεται έντονα. Τελικά η απελπισμένη μητέρα λέει απειλητικά στο παιδί της ότι δεν θα το πάρει μαζί της, επειδή κυκλοφορεί έξω η Μορμώ, το άλογο που δαγκώνει. Η αναφορά στη Μορμώ έχει σκοπό να τρομοκρατήσει το παιδί.
Ο αρχαίος σχολιαστής του χωριού υπονοεί ότι η μητέρα υπενθυμίζει στο παιδί πως παρόμοια τρομακτικά πλάσματα παραμονεύουν έξω στο σκοτάδι. Ένας άλλος σχολιαστής εξηγεί πως Μορμώ ήταν το όνομα για ένα φάσμα που σκότωνε παιδιά.
Η Μορμώ ταυτίζεται ή παραλληλίζεται συχνά στις πηγές με άλλα παρόμοια όντα, όπως η Λάμια, η Γελλώ και η Έμπουσα. Αυτού του είδους τα όντα κατοικούν στις παρυφές του χώρου της πολιτισμένης κοινωνίας και πολλές φορές αποτελούν ταξινομικά υβρίδια.
Δηλαδή ο τρόμος τον οποίο προξενούν έγκειται στη μη κανονικότητα τους. Αυτό συμβαίνει σε πολλούς πολιτισμούς. Για παράδειγμα ο διαδεδομένος μύθος του λυκανθρώπου: ο λυκάνθρωπος είναι πιο τρομακτικός από έναν κανονικό λύκο ή από έναν φυσιολογικό άνθρωπο, ακριβώς επειδή δεν ανήκει ούτε στη μία, ούτε στην άλλη κατηγορία. Αυτό το πλησίασμα του ζωικού με το ανθρώπινο είναι ανησυχητικό, επειδή υπονοεί ότι μία από τις οργανωτικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η κοινωνία και ο πολιτισμός, δηλαδή ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ των τάξεων των όντων δεν είναι απόλυτος.
Ο οριακός χαρακτήρας αυτών των πλασμάτων φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι η εξώπορτα αποτελεί το σημείο στο οποίο συναντώνται, ακριβώς επειδή το κατώφλι δεν ανήκει ακριβώς ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό του σπιτιού. Στην ίδια έννοια του οριακού εμπίπτουν και άλλα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν αυτές οι οντότητες, όπως το ότι συχνάζουν στα σταυροδρόμια, ότι μπορούν να αλλάζουν μορφή, ότι αντιστρέφουν την φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. κανιβαλισμός, ωμοφαγία) κ.ο.κ. Αυτές οι ιστορίες, λοιπόν, περιέχουν μέσα τους το μήνυμα ότι αν επιθυμεί κανείς να διατηρήσει την ταυτότητα του ανθρώπινου όντος και τη συμμετοχή του σε μια κοινωνία, θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στα γενικά πρότυπα της κοινότητας μέσα στην οποία ζει.
Τα ονόματα Μορμώ, Λάμια, Έμπουσα και Γελλώ, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως κοινά ουσιαστικά, αλλά και ως προσωπικά ονόματα που περιγράφουν μυθολογικά αποκρυσταλλωμένους αντιπροσώπους ομάδων δαιμόνων.
Ωστόσο το όνομα της Μορμώς έδωσε και την παραλλαγή Μορμολύκη ή Μορμολύκειο, όπου είναι παρόν ως δεύτερο συνθετικό το όνομα του λύκου, υπονοώντας έτσι τη φύση του λυκάνθρωπου. Από την άλλη η λέξη μορμολύκειο χρησιμοποιείται πολύ συχνά απλώς με τη σημασία του προσωπείου ή ακόμη και ειδικά της θεατρικής μάσκας. Μπορεί να παραβάλει κανείς και την εξέλιξη της λέξης γοργόνειον από τη Γοργώ, που δήλωνε και την ασπίδα, αλλά και το τραγικό προσωπείο.
Όπως η Μορμώ, έτσι και η Έμπουσα απειλεί τα παιδιά, ενώ η Γελλώ αποκαλείται είδωλο της Έμπουσας, γεγονός που σημαίνει ότι τα δύο πλάσματα ταυτίζονται, διότι η Γελλώ θεωρείται ένας τύπος Έμπουσας. Ο ανώνυμος συγγραφέας του βίου του Αισχίνη ισχυρίζεται ότι η μητέρα του ρήτορα συνήθιζε να πηγαίνει σε σκοτεινά μέρη και να τρομάζει γυναίκες και παιδιά και γι’ αυτό το λόγο την αποκαλούσαν Έμπουσα, επειδή η Έμπουσα είναι ένα νυχτερινό φάντασμα. Στην πραγματικότητα αυτή η αναφορά μπορεί να έχει ως αφετηρία το ρόλο της μητέρας του Αισχίνη σε κάποια μυστηριακή λατρεία.
Όλα τα παραπάνω πλάσματα υποτίθεται ότι φέρνουν το θάνατο στις γυναίκες που κυοφορούν, στα έμβρυα τους και στα μικρά παιδιά. Ο συνδυασμός είναι λογικός, αφού ο δαίμονας που φέρνει το τέλος της αναπαραγωγής σε κάποιο πρώιμο στάδιο της διαδικασίας μπορεί να το κάνει και σε κάποιο επόμενο. Οι δαίμονες αυτοί και οι δραστηριότητές τους αντιπροσωπεύουν δια της αντίθεσης την παραδοσιακή ελληνική άποψη για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος μιας γυναίκας. Η γυναίκα που σκοτώνει κάποιο παιδί ή εμποδίζει τη γέννησή του εκπροσωπεί το ακριβώς αντίθετο από το σύμβολο της μητέρας που ανατρέφει και γονιμοποιεί τη ζωή. Αποδίδοντας μια τέτοια συμπεριφορά σε δαιμονικά πλάσματα ο μύθος υποδεικνύει ότι δεν είναι φυσιολογική.
Ο Ζηνόβιος στις παροιμίες του μας μιλά για τη Γελλώ και την ιστορία της. Μας λέει ότι η Γελλώ ήταν μια κοπέλα, η οποία πέθανε πρόωρα χωρίς να αποκτήσει παιδιά και γι’ αυτό το λόγο το φάντασμά της καταδιώκει τα μικρά παιδιά και φέρνει πρόωρο θάνατο. Η Λάμια από την άλλη μεριά δεν είναι παρθένος, αλλά ομοίως αποτυγχάνει στο ρόλο της ως γυναίκας-μητέρας, αφού τα παιδιά της πεθαίνουν πρώιμα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (20.41.3- 5) μας δίνει μια κάπως εκτενή εκδοχή της ιστορίας της: στη Λιβύη υπήρχε ένα βουνό, στη βάση του οποίου βρισκόταν μεγάλη σπηλιά, όπου είχε γεννηθεί η Λάμια, μια βασίλισσα με ασυνήθιστη ομορφιά.
Εξαιτίας όμως της σκληρότητας της καρδιάς της η μορφή της σταδιακά απέκτησε ζωώδη χαρακτηριστικά. Διότι όταν όλα τα παιδιά, τα οποία γέννησε, της πέθαναν, θλιμμένη από την ατυχία της και γεμάτη φθόνο για τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τους, έδωσε τη διαταγή να απαχθούν τα νεογέννητα από τις μητέρες τους και να θανατωθούν.
Για το μύθο της Μορμώς έχουμε λιγότερες πληροφορίες που μας τις δίνει ο σχολιαστής του Αίλιου Αριστείδη: λέγεται ότι ήταν μία γυναίκα από την Κόρινθο, η οποία ένα βράδυ έφαγε με τη θέλησή της τα παιδιά της και στη συνέχεια έφυγε μακριά. Η ιστορία της μοιάζει με της Λάμιας στο βαθμό που αποτελεί και αυτή το παράδειγμα μιας μητέρας, η οποία απέτυχε στα καθήκοντά της. Η ομοιότητα αυτή επισημαίνεται από τον ίδιο το σχολιαστή, ο οποίος αποκαλεί τη Μορμώ έναν τύπο Λάμιας. Τέτοιες ταυτίσεις και εξισώσεις δεν πρέπει να μας παραξενεύουν, αφού στην πραγματικότητα τα ονόματα αυτών των οντοτήτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά επίθετα που περιγράφουν τους κατόχους τους ως τρομακτικούς [Μορμώ. Πβ. μόρμη = χαλεπή, μύρμος = φόβος. Η λέξη μπορεί να προέρχεται από ονοματοποιία και να είναι αναδιπλασιασμένη για εκφραστικούς λόγους.
Ο λαϊκός χαρακτήρας της λέξης φαίνεται από τις παραλλαγές Μομβρώ ή Μομμώ] ή καταβροχθίζοντες: Λάμια. Το όνομα της Λάμιας συνδέεται από τον αρχαίο σχολιαστή στους Σφήκες του Αριστοφάνη (1035) με τις λέξεις λαιμός και λαμός, που σημαίνει «χάσμα». Συνεπώς το όνομα Λάμια σημαίνει «αυτή η οποία καταβροχθίζει, καταπίνει».
Ο βασιλιάς των κανιβάλων Λαιστρυγόνων ονομάζεται Λάμος. Συνεπώς η λέξη λάμια ξεκίνησε πιθανώς ως ένα ουσιαστικό που δηλώνει κάποιον ο οποίος είναι λαίμαργος και στη συνέχεια μετατράπηκε σε κύριο όνομα, όπως συνέβη και στην περίπτωση άλλων δαιμονικών ονομάτων, αφού για παράδειγμα το όνομα Άρπυιες βγαίνει από το ρήμα αρπάζω (= οι αρπακτικές). Η λέξη Γελλώ πιθανότατα συνδέεται με το ρήμα γελώ και το όνομα θα μπορούσε να σημαίνει είτε «αυτή που γελά» είτε «αυτή που αποτελεί αντικείμενο γέλωτα». Παραπέμπει ίσως στο τρομακτικό γέλιο που χαρακτηρίζει τους δαίμονες του παραλόγου ή ίσως να πρόκειται για ευφημισμό.
Για την πιθανή σημασία της λέξης Έμπουσα πρέπει να παραβάλουμε το ρήμα ἐμπάζομαι (πβ. κατεμπάζω) που σημαίνει «ενδιαφέρομαι», αλλά η αρχική του σημασία ήταν «γραπώνω, προσκολλώμαι». Σ’ αυτή την περίπτωση ἔμπουσα θα ήταν η θηλυκή μετοχή χαμένου ενεργητικού ρήματος (*ἔμπω = αρπάζω). Το ίδιο το ἐμπάζομαι πρέπει να ανάγεται σε *ἐν-πάγ-jομαι (πβ. ἐμπαγῆναι, πακτός κ.τ.λ. = μπήγω).
Οι οντότητες αυτές περιπλανιούνται ανάμεσα στον Κάτω και τον Πάνω Κόσμο, χωρίς ποτέ να μπορούν να κατακτήσουν ούτε τον έναν ούτε τον άλλον, όπως οι άωροι νεκροί, δηλαδή αυτοί που πέθαναν πρώιμα, χωρίς να εκπληρώσουν το σκοπό τους στη ζωή, όπως λόγου χάρη η Γελλώ. Δεν είναι ούτε εντελώς νεκροί, ούτε εντελώς ζωντανοί. Θεωρείται ότι κρατούν σε ένα βαθμό, αλλά όχι εντελώς την σωματικότητά τους, μολονότι είναι ταυτόχρονα φάσματα, δηλαδή φαντάσματα.
Ως προς τη μορφή τα πλάσματα αυτά συγχέουν τις ανθρώπινες κατηγορίες, αλλά και τη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Είναι άσχημα και έχουν απεχθείς προσωπικές συνήθειες, για παράδειγμα είναι γεμάτα βρωμιά και μυρίζουν άσχημα. Η Λάμια έχει ταυτόχρονα και αρσενικά γεννητικά όργανα, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε ακριβώς γυναίκα, ούτε ακριβώς άνδρας.
Η κοιλιά της είναι μεγάλη και χαλαρή, τα στήθη της κρέμονται τρομακτικά, τα δόντια της είναι κοφτερά και απωθητικά. Η Μορμώ αλλάζει συνεχώς μορφές και η Έμπουσα μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα. Άλλοτε παρουσιάζονται να συνδυάζουν ανθρώπινα και ζωικά χαρακτηριστικά και αποκαλούνται θηρία. Μπορεί να έχουν τα πόδια γαϊδάρου, μοιάζουν με λυκάνθρωπους ή άλογα, έχουν μεγάλα αυτιά και περπατάνε στα τέσσερα ή είναι αρπακτικά πουλιά. Οι θηλυκοί δαίμονες που σκοτώνουν παιδιά γενικά ταυτίζονται με τα νυχτερινά αρπακτικά πουλιά, ενώ έχουμε και μυθικά ανάλογα: οι κόρες του Μινύα σκοτώνουν τα παιδιά τους και μεταμορφώνονται η μία σε νυχτερίδα, η άλλη σε κουκουβάγια και η τρίτη σε κουρούνα. Και άλλη θηλυκοί δαίμονες έχουν τα χαρακτηριστικά αρπακτικού πουλιού, όπως για παράδειγμα οι Άρπυιες και οι Σειρήνες.
Το άλογο από την άλλη συνδέεται με τον Ποσειδώνα ο οποίος μπορεί να εκπροσωπεί την ταραγμένη θάλασσα και τον καταστροφικό σεισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις η Λάμια είναι η μητέρα του θαλασσινού τέρατος Σκύλλα ή κόρη του ίδιου του Ποσειδώνα. Πολλές φορές τόσο η ίδια όσο και η Γελλώ απαντούν κοντά στη θάλασσα. Η Μέδουσα και η Ερινύα παίρνουν τη μορφή φοράδας για να γίνουν ερωμένες του
Ποσειδώνα και στη συνέχεια του γεννούν τον Πήγασο και τον Αρείωνα που είναι άλογα. Από την άλλη ορισμένες φορές αυτοί οι δαίμονες παρουσιάζονται ως όμορφες νεαρές γυναίκες με σκοπό να παραπλανήσουν και να αποπλανήσουν τους άντρες. Το γεγονός ότι ορισμένες φορές θεωρείται πως έχουν πόδια γάιδαρου, κατσίκας ή αγελάδας ή ότι έχουν ένα μόνο ζωώδες πόδι ή ότι τα πόδια τους είναι βέβαια ανθρώπινα, αλλά παραδόξως επιμήκη και μεγάλα, υπονοεί μία διεστραμμένη ερωτική συμπεριφορά.
Ειδικά ο γάιδαρος, με τον οποίον ταυτίζεται ιδιαίτερα η Έμπουσα, χαρακτηρίζεται στις αρχαίες πηγές από υπερβολική λαγνεία και σεξουαλική ικανότητα. Στην σάτιρα του Λουκιανού μια ομάδα από ναύτες συναντούν όμορφες δαιμονικές γυναίκες με γαϊδουρινά πόδια που σκοπεύουν να τους αποπλανήσουν και στη συνέχεια να τους φάνε καθώς θα κοιμούνται (Αληθής Ιστορία 2.46).
Στην ελληνική μυθολογία η Έμπουσα ήταν ένα φάντασμα που έστελνε η Εκάτη ως προάγγελο δυστυχιών. H Έμπουσα (αυτή που μπαίνει, που εισχωρεί) είχε την ιδιότητα να διαπερνάει τοίχους, αλλά και τις ανθρώπινες νοητικές άμυνες, ήταν δαιμονικό θηλυκό τέρας κι ανήκε στο χθόνιο λατρευτικό κύκλο της θεάς του Κάτω Κόσμου Εκάτης. Είχε κάποιες ομοιότητες με τη Λάμια.
Η Έμπουσα ήταν κόρη της φοβερής Εκάτης, της σεληνιακής φύσης που κυριαρχούσε στη μοίρα των ψυχών. Πρόκειται για μια τρομερή οντότητα, που είχε, εκτός των άλλων, τη δυνατότητα να αλλάζει μορφές, ώστε να παρουσιάζεται σαν αγελάδα ή σαν μια υπέροχη και πολύ σαγηνευτική γυναίκα.
Τις νύχτες η Έμπουσα εγκατέλειπε τον Κάτω Κόσμο κι ανέβαινε στον κόσμο των ζωντανών. Μπορούσε να πάρει κάθε είδους μορφή. Εμφανιζόταν στις γυναίκες και στα παιδιά για να προκαλέσει παραλυτικό τρόμο. Η απειλή της αρχαίας Ελλάδας, ήταν "πρόσεχε, θα σε πάρει η Έμπουσα" ώστε να φρονιμεύουν τα παιδιά. Άλλες φορές το πρόσωπό της φωτιζόταν σαν να είχε πάρει φωτιά και πολύ συχνά έπαιρνε μορφή σκύλου, όπως άλλωστε και η μητέρα της, η Εκάτη. Πίστευαν για αυτή ότι μεταμορφωνόταν συχνά: παρουσιαζόταν ως αγελάδα, πτηνό, όμορφη γυναίκα, σκύλος, δέντρο, πέτρα και με πολλές άλλες μορφές.
Ήταν μονοπόδαρη, φορούσε χάλκινο σανδάλι (χάλκινα σανδάλια φορούσε κι η Eκάτη) κι είχε καπούλια γαϊδάρου, κι έστηνε καρτέρι στις ερημιές. Αποπλανούσε τους ταξιδιώτες, τους έπινε το αίμα και τους έτρωγε τις σάρκες. Καμιά φορά έπαιρνε αλλόκοτες μορφές, γινόταν πέτρα ή ξερό δέντρο και όταν ξαφνικά ζωντάνευε προκαλούσε τόσο τρόμο, που ο άτυχος ταξιδιώτης πέθαινε επί τόπου.
O μόνος τρόπος άμυνας των ταξιδιωτών ήταν να εκστομούν εναντίον της βωμολοχίες. Η Έμπουσα αναφέρεται από τον Αριστοφάνη (στην κωμωδία Βάτραχοι, όπου τρομάζει τον Διόνυσο και τον Ξανθία στο δρόμο προς τον Κάτω Κόσμο) και από άλλους κωμωδιογράφους. Από τη μυθική αυτή μορφή, `Εμπουσα αποκαλούσαν τη μητέρα του ρήτορα Αισχίνη, που ήταν ιέρεια των Μυστηρίων, επειδή παρουσιαζόταν ξαφνικά τη νύχτα στους μυούμενους και τους τρόμαζε. Η εμφάνιση της Έμπουσας ήταν πολύ κακό σημάδι, γιατί έφερνε μαζί της τον θάνατο.
Συνόψιζε όλο τον τρόμο που ένιωθαν οι άντρες απέναντι στη θηλυκότητα, που έχει μια πολύ επικίνδυνη όψη, λόγω της συνάφειας με το μηνιαίο αίμα. Ο μόνος που την είδε και έμεινε ζωντανός, λέγεται πως ήταν ο Απολλώνιος ο Τυανέας, αυτή αινιγματική μορφή του 1ου αιώνα π.χ.
Πηγή1 / Πηγή2
Τους εμποδίζουν, ωστόσο, οι διαμαρτυρίες ενός παιδιού, το οποίο, όπως όλα τα παιδιά που καταλαβαίνουν ότι πρόκειται να αφεθούν πίσω με τις νταντάδες τους, διαμαρτύρεται έντονα. Τελικά η απελπισμένη μητέρα λέει απειλητικά στο παιδί της ότι δεν θα το πάρει μαζί της, επειδή κυκλοφορεί έξω η Μορμώ, το άλογο που δαγκώνει. Η αναφορά στη Μορμώ έχει σκοπό να τρομοκρατήσει το παιδί.
Ο αρχαίος σχολιαστής του χωριού υπονοεί ότι η μητέρα υπενθυμίζει στο παιδί πως παρόμοια τρομακτικά πλάσματα παραμονεύουν έξω στο σκοτάδι. Ένας άλλος σχολιαστής εξηγεί πως Μορμώ ήταν το όνομα για ένα φάσμα που σκότωνε παιδιά.
Η Μορμώ ταυτίζεται ή παραλληλίζεται συχνά στις πηγές με άλλα παρόμοια όντα, όπως η Λάμια, η Γελλώ και η Έμπουσα. Αυτού του είδους τα όντα κατοικούν στις παρυφές του χώρου της πολιτισμένης κοινωνίας και πολλές φορές αποτελούν ταξινομικά υβρίδια.
Δηλαδή ο τρόμος τον οποίο προξενούν έγκειται στη μη κανονικότητα τους. Αυτό συμβαίνει σε πολλούς πολιτισμούς. Για παράδειγμα ο διαδεδομένος μύθος του λυκανθρώπου: ο λυκάνθρωπος είναι πιο τρομακτικός από έναν κανονικό λύκο ή από έναν φυσιολογικό άνθρωπο, ακριβώς επειδή δεν ανήκει ούτε στη μία, ούτε στην άλλη κατηγορία. Αυτό το πλησίασμα του ζωικού με το ανθρώπινο είναι ανησυχητικό, επειδή υπονοεί ότι μία από τις οργανωτικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η κοινωνία και ο πολιτισμός, δηλαδή ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ των τάξεων των όντων δεν είναι απόλυτος.
Ο οριακός χαρακτήρας αυτών των πλασμάτων φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι η εξώπορτα αποτελεί το σημείο στο οποίο συναντώνται, ακριβώς επειδή το κατώφλι δεν ανήκει ακριβώς ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό του σπιτιού. Στην ίδια έννοια του οριακού εμπίπτουν και άλλα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν αυτές οι οντότητες, όπως το ότι συχνάζουν στα σταυροδρόμια, ότι μπορούν να αλλάζουν μορφή, ότι αντιστρέφουν την φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. κανιβαλισμός, ωμοφαγία) κ.ο.κ. Αυτές οι ιστορίες, λοιπόν, περιέχουν μέσα τους το μήνυμα ότι αν επιθυμεί κανείς να διατηρήσει την ταυτότητα του ανθρώπινου όντος και τη συμμετοχή του σε μια κοινωνία, θα πρέπει να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στα γενικά πρότυπα της κοινότητας μέσα στην οποία ζει.
Τα ονόματα Μορμώ, Λάμια, Έμπουσα και Γελλώ, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως κοινά ουσιαστικά, αλλά και ως προσωπικά ονόματα που περιγράφουν μυθολογικά αποκρυσταλλωμένους αντιπροσώπους ομάδων δαιμόνων.
Ωστόσο το όνομα της Μορμώς έδωσε και την παραλλαγή Μορμολύκη ή Μορμολύκειο, όπου είναι παρόν ως δεύτερο συνθετικό το όνομα του λύκου, υπονοώντας έτσι τη φύση του λυκάνθρωπου. Από την άλλη η λέξη μορμολύκειο χρησιμοποιείται πολύ συχνά απλώς με τη σημασία του προσωπείου ή ακόμη και ειδικά της θεατρικής μάσκας. Μπορεί να παραβάλει κανείς και την εξέλιξη της λέξης γοργόνειον από τη Γοργώ, που δήλωνε και την ασπίδα, αλλά και το τραγικό προσωπείο.
Όπως η Μορμώ, έτσι και η Έμπουσα απειλεί τα παιδιά, ενώ η Γελλώ αποκαλείται είδωλο της Έμπουσας, γεγονός που σημαίνει ότι τα δύο πλάσματα ταυτίζονται, διότι η Γελλώ θεωρείται ένας τύπος Έμπουσας. Ο ανώνυμος συγγραφέας του βίου του Αισχίνη ισχυρίζεται ότι η μητέρα του ρήτορα συνήθιζε να πηγαίνει σε σκοτεινά μέρη και να τρομάζει γυναίκες και παιδιά και γι’ αυτό το λόγο την αποκαλούσαν Έμπουσα, επειδή η Έμπουσα είναι ένα νυχτερινό φάντασμα. Στην πραγματικότητα αυτή η αναφορά μπορεί να έχει ως αφετηρία το ρόλο της μητέρας του Αισχίνη σε κάποια μυστηριακή λατρεία.
Όλα τα παραπάνω πλάσματα υποτίθεται ότι φέρνουν το θάνατο στις γυναίκες που κυοφορούν, στα έμβρυα τους και στα μικρά παιδιά. Ο συνδυασμός είναι λογικός, αφού ο δαίμονας που φέρνει το τέλος της αναπαραγωγής σε κάποιο πρώιμο στάδιο της διαδικασίας μπορεί να το κάνει και σε κάποιο επόμενο. Οι δαίμονες αυτοί και οι δραστηριότητές τους αντιπροσωπεύουν δια της αντίθεσης την παραδοσιακή ελληνική άποψη για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος μιας γυναίκας. Η γυναίκα που σκοτώνει κάποιο παιδί ή εμποδίζει τη γέννησή του εκπροσωπεί το ακριβώς αντίθετο από το σύμβολο της μητέρας που ανατρέφει και γονιμοποιεί τη ζωή. Αποδίδοντας μια τέτοια συμπεριφορά σε δαιμονικά πλάσματα ο μύθος υποδεικνύει ότι δεν είναι φυσιολογική.
Ο Ζηνόβιος στις παροιμίες του μας μιλά για τη Γελλώ και την ιστορία της. Μας λέει ότι η Γελλώ ήταν μια κοπέλα, η οποία πέθανε πρόωρα χωρίς να αποκτήσει παιδιά και γι’ αυτό το λόγο το φάντασμά της καταδιώκει τα μικρά παιδιά και φέρνει πρόωρο θάνατο. Η Λάμια από την άλλη μεριά δεν είναι παρθένος, αλλά ομοίως αποτυγχάνει στο ρόλο της ως γυναίκας-μητέρας, αφού τα παιδιά της πεθαίνουν πρώιμα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (20.41.3- 5) μας δίνει μια κάπως εκτενή εκδοχή της ιστορίας της: στη Λιβύη υπήρχε ένα βουνό, στη βάση του οποίου βρισκόταν μεγάλη σπηλιά, όπου είχε γεννηθεί η Λάμια, μια βασίλισσα με ασυνήθιστη ομορφιά.
Εξαιτίας όμως της σκληρότητας της καρδιάς της η μορφή της σταδιακά απέκτησε ζωώδη χαρακτηριστικά. Διότι όταν όλα τα παιδιά, τα οποία γέννησε, της πέθαναν, θλιμμένη από την ατυχία της και γεμάτη φθόνο για τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τους, έδωσε τη διαταγή να απαχθούν τα νεογέννητα από τις μητέρες τους και να θανατωθούν.
Για το μύθο της Μορμώς έχουμε λιγότερες πληροφορίες που μας τις δίνει ο σχολιαστής του Αίλιου Αριστείδη: λέγεται ότι ήταν μία γυναίκα από την Κόρινθο, η οποία ένα βράδυ έφαγε με τη θέλησή της τα παιδιά της και στη συνέχεια έφυγε μακριά. Η ιστορία της μοιάζει με της Λάμιας στο βαθμό που αποτελεί και αυτή το παράδειγμα μιας μητέρας, η οποία απέτυχε στα καθήκοντά της. Η ομοιότητα αυτή επισημαίνεται από τον ίδιο το σχολιαστή, ο οποίος αποκαλεί τη Μορμώ έναν τύπο Λάμιας. Τέτοιες ταυτίσεις και εξισώσεις δεν πρέπει να μας παραξενεύουν, αφού στην πραγματικότητα τα ονόματα αυτών των οντοτήτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά επίθετα που περιγράφουν τους κατόχους τους ως τρομακτικούς [Μορμώ. Πβ. μόρμη = χαλεπή, μύρμος = φόβος. Η λέξη μπορεί να προέρχεται από ονοματοποιία και να είναι αναδιπλασιασμένη για εκφραστικούς λόγους.
Ο λαϊκός χαρακτήρας της λέξης φαίνεται από τις παραλλαγές Μομβρώ ή Μομμώ] ή καταβροχθίζοντες: Λάμια. Το όνομα της Λάμιας συνδέεται από τον αρχαίο σχολιαστή στους Σφήκες του Αριστοφάνη (1035) με τις λέξεις λαιμός και λαμός, που σημαίνει «χάσμα». Συνεπώς το όνομα Λάμια σημαίνει «αυτή η οποία καταβροχθίζει, καταπίνει».
Ο βασιλιάς των κανιβάλων Λαιστρυγόνων ονομάζεται Λάμος. Συνεπώς η λέξη λάμια ξεκίνησε πιθανώς ως ένα ουσιαστικό που δηλώνει κάποιον ο οποίος είναι λαίμαργος και στη συνέχεια μετατράπηκε σε κύριο όνομα, όπως συνέβη και στην περίπτωση άλλων δαιμονικών ονομάτων, αφού για παράδειγμα το όνομα Άρπυιες βγαίνει από το ρήμα αρπάζω (= οι αρπακτικές). Η λέξη Γελλώ πιθανότατα συνδέεται με το ρήμα γελώ και το όνομα θα μπορούσε να σημαίνει είτε «αυτή που γελά» είτε «αυτή που αποτελεί αντικείμενο γέλωτα». Παραπέμπει ίσως στο τρομακτικό γέλιο που χαρακτηρίζει τους δαίμονες του παραλόγου ή ίσως να πρόκειται για ευφημισμό.
Για την πιθανή σημασία της λέξης Έμπουσα πρέπει να παραβάλουμε το ρήμα ἐμπάζομαι (πβ. κατεμπάζω) που σημαίνει «ενδιαφέρομαι», αλλά η αρχική του σημασία ήταν «γραπώνω, προσκολλώμαι». Σ’ αυτή την περίπτωση ἔμπουσα θα ήταν η θηλυκή μετοχή χαμένου ενεργητικού ρήματος (*ἔμπω = αρπάζω). Το ίδιο το ἐμπάζομαι πρέπει να ανάγεται σε *ἐν-πάγ-jομαι (πβ. ἐμπαγῆναι, πακτός κ.τ.λ. = μπήγω).
Οι οντότητες αυτές περιπλανιούνται ανάμεσα στον Κάτω και τον Πάνω Κόσμο, χωρίς ποτέ να μπορούν να κατακτήσουν ούτε τον έναν ούτε τον άλλον, όπως οι άωροι νεκροί, δηλαδή αυτοί που πέθαναν πρώιμα, χωρίς να εκπληρώσουν το σκοπό τους στη ζωή, όπως λόγου χάρη η Γελλώ. Δεν είναι ούτε εντελώς νεκροί, ούτε εντελώς ζωντανοί. Θεωρείται ότι κρατούν σε ένα βαθμό, αλλά όχι εντελώς την σωματικότητά τους, μολονότι είναι ταυτόχρονα φάσματα, δηλαδή φαντάσματα.
Ως προς τη μορφή τα πλάσματα αυτά συγχέουν τις ανθρώπινες κατηγορίες, αλλά και τη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Είναι άσχημα και έχουν απεχθείς προσωπικές συνήθειες, για παράδειγμα είναι γεμάτα βρωμιά και μυρίζουν άσχημα. Η Λάμια έχει ταυτόχρονα και αρσενικά γεννητικά όργανα, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε ακριβώς γυναίκα, ούτε ακριβώς άνδρας.
Η κοιλιά της είναι μεγάλη και χαλαρή, τα στήθη της κρέμονται τρομακτικά, τα δόντια της είναι κοφτερά και απωθητικά. Η Μορμώ αλλάζει συνεχώς μορφές και η Έμπουσα μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα. Άλλοτε παρουσιάζονται να συνδυάζουν ανθρώπινα και ζωικά χαρακτηριστικά και αποκαλούνται θηρία. Μπορεί να έχουν τα πόδια γαϊδάρου, μοιάζουν με λυκάνθρωπους ή άλογα, έχουν μεγάλα αυτιά και περπατάνε στα τέσσερα ή είναι αρπακτικά πουλιά. Οι θηλυκοί δαίμονες που σκοτώνουν παιδιά γενικά ταυτίζονται με τα νυχτερινά αρπακτικά πουλιά, ενώ έχουμε και μυθικά ανάλογα: οι κόρες του Μινύα σκοτώνουν τα παιδιά τους και μεταμορφώνονται η μία σε νυχτερίδα, η άλλη σε κουκουβάγια και η τρίτη σε κουρούνα. Και άλλη θηλυκοί δαίμονες έχουν τα χαρακτηριστικά αρπακτικού πουλιού, όπως για παράδειγμα οι Άρπυιες και οι Σειρήνες.
Το άλογο από την άλλη συνδέεται με τον Ποσειδώνα ο οποίος μπορεί να εκπροσωπεί την ταραγμένη θάλασσα και τον καταστροφικό σεισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις η Λάμια είναι η μητέρα του θαλασσινού τέρατος Σκύλλα ή κόρη του ίδιου του Ποσειδώνα. Πολλές φορές τόσο η ίδια όσο και η Γελλώ απαντούν κοντά στη θάλασσα. Η Μέδουσα και η Ερινύα παίρνουν τη μορφή φοράδας για να γίνουν ερωμένες του
Ποσειδώνα και στη συνέχεια του γεννούν τον Πήγασο και τον Αρείωνα που είναι άλογα. Από την άλλη ορισμένες φορές αυτοί οι δαίμονες παρουσιάζονται ως όμορφες νεαρές γυναίκες με σκοπό να παραπλανήσουν και να αποπλανήσουν τους άντρες. Το γεγονός ότι ορισμένες φορές θεωρείται πως έχουν πόδια γάιδαρου, κατσίκας ή αγελάδας ή ότι έχουν ένα μόνο ζωώδες πόδι ή ότι τα πόδια τους είναι βέβαια ανθρώπινα, αλλά παραδόξως επιμήκη και μεγάλα, υπονοεί μία διεστραμμένη ερωτική συμπεριφορά.
Ειδικά ο γάιδαρος, με τον οποίον ταυτίζεται ιδιαίτερα η Έμπουσα, χαρακτηρίζεται στις αρχαίες πηγές από υπερβολική λαγνεία και σεξουαλική ικανότητα. Στην σάτιρα του Λουκιανού μια ομάδα από ναύτες συναντούν όμορφες δαιμονικές γυναίκες με γαϊδουρινά πόδια που σκοπεύουν να τους αποπλανήσουν και στη συνέχεια να τους φάνε καθώς θα κοιμούνται (Αληθής Ιστορία 2.46).
Στην ελληνική μυθολογία η Έμπουσα ήταν ένα φάντασμα που έστελνε η Εκάτη ως προάγγελο δυστυχιών. H Έμπουσα (αυτή που μπαίνει, που εισχωρεί) είχε την ιδιότητα να διαπερνάει τοίχους, αλλά και τις ανθρώπινες νοητικές άμυνες, ήταν δαιμονικό θηλυκό τέρας κι ανήκε στο χθόνιο λατρευτικό κύκλο της θεάς του Κάτω Κόσμου Εκάτης. Είχε κάποιες ομοιότητες με τη Λάμια.
Η Έμπουσα ήταν κόρη της φοβερής Εκάτης, της σεληνιακής φύσης που κυριαρχούσε στη μοίρα των ψυχών. Πρόκειται για μια τρομερή οντότητα, που είχε, εκτός των άλλων, τη δυνατότητα να αλλάζει μορφές, ώστε να παρουσιάζεται σαν αγελάδα ή σαν μια υπέροχη και πολύ σαγηνευτική γυναίκα.
Τις νύχτες η Έμπουσα εγκατέλειπε τον Κάτω Κόσμο κι ανέβαινε στον κόσμο των ζωντανών. Μπορούσε να πάρει κάθε είδους μορφή. Εμφανιζόταν στις γυναίκες και στα παιδιά για να προκαλέσει παραλυτικό τρόμο. Η απειλή της αρχαίας Ελλάδας, ήταν "πρόσεχε, θα σε πάρει η Έμπουσα" ώστε να φρονιμεύουν τα παιδιά. Άλλες φορές το πρόσωπό της φωτιζόταν σαν να είχε πάρει φωτιά και πολύ συχνά έπαιρνε μορφή σκύλου, όπως άλλωστε και η μητέρα της, η Εκάτη. Πίστευαν για αυτή ότι μεταμορφωνόταν συχνά: παρουσιαζόταν ως αγελάδα, πτηνό, όμορφη γυναίκα, σκύλος, δέντρο, πέτρα και με πολλές άλλες μορφές.
Ήταν μονοπόδαρη, φορούσε χάλκινο σανδάλι (χάλκινα σανδάλια φορούσε κι η Eκάτη) κι είχε καπούλια γαϊδάρου, κι έστηνε καρτέρι στις ερημιές. Αποπλανούσε τους ταξιδιώτες, τους έπινε το αίμα και τους έτρωγε τις σάρκες. Καμιά φορά έπαιρνε αλλόκοτες μορφές, γινόταν πέτρα ή ξερό δέντρο και όταν ξαφνικά ζωντάνευε προκαλούσε τόσο τρόμο, που ο άτυχος ταξιδιώτης πέθαινε επί τόπου.
O μόνος τρόπος άμυνας των ταξιδιωτών ήταν να εκστομούν εναντίον της βωμολοχίες. Η Έμπουσα αναφέρεται από τον Αριστοφάνη (στην κωμωδία Βάτραχοι, όπου τρομάζει τον Διόνυσο και τον Ξανθία στο δρόμο προς τον Κάτω Κόσμο) και από άλλους κωμωδιογράφους. Από τη μυθική αυτή μορφή, `Εμπουσα αποκαλούσαν τη μητέρα του ρήτορα Αισχίνη, που ήταν ιέρεια των Μυστηρίων, επειδή παρουσιαζόταν ξαφνικά τη νύχτα στους μυούμενους και τους τρόμαζε. Η εμφάνιση της Έμπουσας ήταν πολύ κακό σημάδι, γιατί έφερνε μαζί της τον θάνατο.
Συνόψιζε όλο τον τρόμο που ένιωθαν οι άντρες απέναντι στη θηλυκότητα, που έχει μια πολύ επικίνδυνη όψη, λόγω της συνάφειας με το μηνιαίο αίμα. Ο μόνος που την είδε και έμεινε ζωντανός, λέγεται πως ήταν ο Απολλώνιος ο Τυανέας, αυτή αινιγματική μορφή του 1ου αιώνα π.χ.
Πηγή1 / Πηγή2