Στην ελληνική μυθολογία η αμβροσία, όπως και το νέκταρ, πρωτοεμφανίζεται με τη γέννηση του Δια, την οποία ο θεός προσλάμβανε από το κέρας της Αμάλθειας. Στον Όμηρο ως προμηθευτές της αμβροσίας του θεού αναφέρονται οι τρήρωνες πελειάδες, δηλαδή τα άγρια περιστέρια που του κουβαλούσαν στο Ιδαίο Άντρο την αθάνατη τροφή, όπως διαβάζουμε στην Οδύσσεια, στους στίχους μ 60-63:
Η λέξη "αμβροσία" παράγεται από το ουσιαστικό άμβροτος, που σημαίνει αθάνατος, θείος. Γενικά είναι λέξη που χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει πολλά και διαφορετικά πράγματα, όπως π.χ. για τον χαρακτηρισμό προσώπων: «νύμφη αμβροσίη» «γαίαν αμβροσίου σερήνος», κ.α. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ο ήρεμος ύπνος και το όμορφο όνειρο αναφέρονται ως αμβρόσιοι: «αμβρόσιος ύπνος», «όνειρος αμβροσίην». Και η νύχτα όταν ήταν ποιητική και μυστηριώδης χαρακτηριζόταν επίσης «αμβροσία». Το ίδιο ισχύει και για ότι ανήκε στους θεούς, είτε αυτό ήταν μέρος του σώματός τους, είτε τα ενδύματά τους, είτε ακόμη και η μελωδική φωνή τους. Η αμβροσία, όπως και το νέκταρ, θεωρούνταν επίσης το ποιητικό αίτιο του θεϊκού Ιχώρ.
Σαν λέξη η αμβροσία υποδηλώνει την αθανασία. Παρά το γεγονός πως θεωρείται ξηρής μορφής τροφή, οι πηγές την αναφέρουν και ως υγρή. Όπως πιστευόταν ήταν απαραίτητη για τους θεούς και όπως οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από την τροφή για να ζήσουν έτσι και εκείνοι χρειάζονταν την αμβροσία για να παραμείνουν αθάνατοι και είναι πολλές οι φορές που στην αρχαία γραμματεία θεές, μα και ξεχωριστές θνητές, περιγράφονται να αλείφονται με αμβροσία για να διατηρήσουν το κάλλος τους. Έτσι, στην Ιλιάδα (στ. Η 17-172) η Ήρα καθαρίζει το δέρμα της με αμβροσία, ενώ στην Οδύσσεια (Σ 192-193) η Αθηνά χρησιμοποιεί την αμβροσία για να σβήσει τα σημάδια του χρόνου από το πρόσωπο της Πηνελόπης.
Η αμβροσία χρησιμοποιούνταν και ως υλικό ταρίχευσης των νεκρών. Και εδώ τα Έπη είναι αρκετά διαφωτιστικά. Στην Ιλιάδα (Τ 38-39) βλέπουμε την Θέτιδα να στάζει μείγμα από αμβροσία και νέκταρ στη μύτη του νεκρού Πατρόκλου για να διατηρηθεί το σώμα του άθικτο. Το ίδιο συμβαίνει παρακάτω και με το σώμα του Σαρπηδώνος, το οποίο αλείφεται με αμβροσία για να προστατευτεί από τη σήψη. Οι θεοί χρησιμοποιούσαν επίσης την αλοιφή από αμβροσία για να θεραπεύσουν τις πληγές τους.
Ο γλυκός οίνος ονομαζόταν επίσης Αμβρόσιος επειδή παραλληλιζόταν με την αμβροσία των θεών. Πιστεύεται ότι οι Λήναιοι είχαν ιδρύσει μια γιορτή, που την ονόμασαν αμβροσία, για να πανηγυρίσουν την τοποθέτηση του πρώτου ληνού στον τόπο τους, κατά τη διάρκεια της οποίας έλιωναν τα σταφύλια και πρόσφεραν στους ποιητές, ως έπαινο, μέρος του γλυκού οίνου που παρήγαγαν.
Ο μύθος αναφέρει πως η πηγή της αμβροσίας ήταν ο κήπος των Εσπερίδων και πως κύματα της αμβροσίας διέφυγαν όταν συνευρέθηκαν ερωτικά εκεί ο Δίας και η Ήρα.
Υπήρχε και φυτό που ονομαζόταν Αμβροσία, το οποίο φύονταν κυρίως στη νήσο Κω, σύμφωνα με τον Νίκανδρο ενώ στον Γαληνό με το όνομα «αμβροσία» αναφέρεται κάποιο φάρμακο. Τον κρίνο τον αποκαλούσαν επίσης «άνθος της αμβροσίας» και πίστευαν ότι από αυτό έβγαινε ομώνυμο θεραπευτικό έλαιο. Το φυτό Αμβροσία από μερικούς συγγραφείς λεγόταν και Αρτεμισία.
Στην Παλαιά Διαθήκη το φυτό της αμβροσίας είναι το «Δέντρο της γνώσεως» και στη Σοφία Σολωμόντος (19 21.3) γράφει πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο χρησιμοποίησε αμβροσία η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, μετατρεπόταν σε ύλη. Και το Μάννα της εβραϊκής παράδοσης παρουσιάζεται με τα χαρακτηριστικά της αμβροσίας, όπως παρατηρεί ο Φίλων ο Ιουδαίος στο έργο του «Άτρεπτον το θείον».
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως αναφορά στα «άφθαρτα» που, κατά τη μυθολογική παράδοση, δημιουργούνταν από την αμβροσία και το νέκταρ, κάνει ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» τονίζοντας πως είναι μύθευμα, ψέμα και παραμύθια. Συμπερασματικά θα πρέπει να πούμε πως στο πανάρχαιο ερώτημα πάνω στο αν «οι αρχές των φθαρτών και των αθανάτων είναι ίδιες ή διαφορετικές» δεν έχει υπάρξει αληθοφανής απάντηση.
Στην Ινδία η Αμβροσία αναφέρεται ως Αmrita, που στα σανσκριτικά σημαίνει «ο όχι θάνατος» και είναι χαρακτηριστικός ο μύθος του θεού Ίντρα που στέλνει βροχή με αμβροσία στην Ραμαγιάνα η οποία εκτός από το να αναζωογονεί και να ωφελεί στην ευκαρπία, είχε την ιδιότητα αναμεμιγμένη να ανασταίνει τους «πιθηκους» (τα ανθρωποειδή κατά των Επίκουρο) που φονεύθηκαν στη μάχη Λανκά.
Το Ινδικό πάνθεον απολάμβανε την αμβροσία στον παράδεισο του Ίντρα (που είναι το αντίστοιχο του κήπου των Εσπερίδων) από τα πέντε ιερά δέντρα του. Και η θεά Κρι, που είναι αντιστοίχως η ελληνική Αφροδίτη, γεννήθηκε από τη θάλασσα μόλις έπεσε σε αυτή ο γονιμοποιός σπόρος της αμβροσίας.
Εν κατακλείδι η αμβροσία και στους Έλληνες, και σε όλους τους αρχαίους λαούς, αντιπροσώπευε το ίδιο και το αυτό: «το αθάνατο σπέρμα».
Βάσω Μαγγανάρη
Bιβλιογραφία: ΑΜΒΡΟΣΙΑ-ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΣΠΕΡΜΑ, Γ. Ζώρζου, Εκδόσεις Ιδεοθέατρον
Πηγή
«Παγκτάς δη τοι τας γε θεοί μάκαρες καλέους ιτη μεν ουδέ πότητα παρέρχεται ουδέ πέλειαι τρήρωνες ται τα’αμβροσίην Διί πατρί φέρουσι."
Η λέξη "αμβροσία" παράγεται από το ουσιαστικό άμβροτος, που σημαίνει αθάνατος, θείος. Γενικά είναι λέξη που χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει πολλά και διαφορετικά πράγματα, όπως π.χ. για τον χαρακτηρισμό προσώπων: «νύμφη αμβροσίη» «γαίαν αμβροσίου σερήνος», κ.α. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ο ήρεμος ύπνος και το όμορφο όνειρο αναφέρονται ως αμβρόσιοι: «αμβρόσιος ύπνος», «όνειρος αμβροσίην». Και η νύχτα όταν ήταν ποιητική και μυστηριώδης χαρακτηριζόταν επίσης «αμβροσία». Το ίδιο ισχύει και για ότι ανήκε στους θεούς, είτε αυτό ήταν μέρος του σώματός τους, είτε τα ενδύματά τους, είτε ακόμη και η μελωδική φωνή τους. Η αμβροσία, όπως και το νέκταρ, θεωρούνταν επίσης το ποιητικό αίτιο του θεϊκού Ιχώρ.
Σαν λέξη η αμβροσία υποδηλώνει την αθανασία. Παρά το γεγονός πως θεωρείται ξηρής μορφής τροφή, οι πηγές την αναφέρουν και ως υγρή. Όπως πιστευόταν ήταν απαραίτητη για τους θεούς και όπως οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από την τροφή για να ζήσουν έτσι και εκείνοι χρειάζονταν την αμβροσία για να παραμείνουν αθάνατοι και είναι πολλές οι φορές που στην αρχαία γραμματεία θεές, μα και ξεχωριστές θνητές, περιγράφονται να αλείφονται με αμβροσία για να διατηρήσουν το κάλλος τους. Έτσι, στην Ιλιάδα (στ. Η 17-172) η Ήρα καθαρίζει το δέρμα της με αμβροσία, ενώ στην Οδύσσεια (Σ 192-193) η Αθηνά χρησιμοποιεί την αμβροσία για να σβήσει τα σημάδια του χρόνου από το πρόσωπο της Πηνελόπης.
Η αμβροσία χρησιμοποιούνταν και ως υλικό ταρίχευσης των νεκρών. Και εδώ τα Έπη είναι αρκετά διαφωτιστικά. Στην Ιλιάδα (Τ 38-39) βλέπουμε την Θέτιδα να στάζει μείγμα από αμβροσία και νέκταρ στη μύτη του νεκρού Πατρόκλου για να διατηρηθεί το σώμα του άθικτο. Το ίδιο συμβαίνει παρακάτω και με το σώμα του Σαρπηδώνος, το οποίο αλείφεται με αμβροσία για να προστατευτεί από τη σήψη. Οι θεοί χρησιμοποιούσαν επίσης την αλοιφή από αμβροσία για να θεραπεύσουν τις πληγές τους.
Ο γλυκός οίνος ονομαζόταν επίσης Αμβρόσιος επειδή παραλληλιζόταν με την αμβροσία των θεών. Πιστεύεται ότι οι Λήναιοι είχαν ιδρύσει μια γιορτή, που την ονόμασαν αμβροσία, για να πανηγυρίσουν την τοποθέτηση του πρώτου ληνού στον τόπο τους, κατά τη διάρκεια της οποίας έλιωναν τα σταφύλια και πρόσφεραν στους ποιητές, ως έπαινο, μέρος του γλυκού οίνου που παρήγαγαν.
Ο μύθος αναφέρει πως η πηγή της αμβροσίας ήταν ο κήπος των Εσπερίδων και πως κύματα της αμβροσίας διέφυγαν όταν συνευρέθηκαν ερωτικά εκεί ο Δίας και η Ήρα.
Υπήρχε και φυτό που ονομαζόταν Αμβροσία, το οποίο φύονταν κυρίως στη νήσο Κω, σύμφωνα με τον Νίκανδρο ενώ στον Γαληνό με το όνομα «αμβροσία» αναφέρεται κάποιο φάρμακο. Τον κρίνο τον αποκαλούσαν επίσης «άνθος της αμβροσίας» και πίστευαν ότι από αυτό έβγαινε ομώνυμο θεραπευτικό έλαιο. Το φυτό Αμβροσία από μερικούς συγγραφείς λεγόταν και Αρτεμισία.
Στην Παλαιά Διαθήκη το φυτό της αμβροσίας είναι το «Δέντρο της γνώσεως» και στη Σοφία Σολωμόντος (19 21.3) γράφει πως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο χρησιμοποίησε αμβροσία η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, μετατρεπόταν σε ύλη. Και το Μάννα της εβραϊκής παράδοσης παρουσιάζεται με τα χαρακτηριστικά της αμβροσίας, όπως παρατηρεί ο Φίλων ο Ιουδαίος στο έργο του «Άτρεπτον το θείον».
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως αναφορά στα «άφθαρτα» που, κατά τη μυθολογική παράδοση, δημιουργούνταν από την αμβροσία και το νέκταρ, κάνει ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» τονίζοντας πως είναι μύθευμα, ψέμα και παραμύθια. Συμπερασματικά θα πρέπει να πούμε πως στο πανάρχαιο ερώτημα πάνω στο αν «οι αρχές των φθαρτών και των αθανάτων είναι ίδιες ή διαφορετικές» δεν έχει υπάρξει αληθοφανής απάντηση.
Στην Ινδία η Αμβροσία αναφέρεται ως Αmrita, που στα σανσκριτικά σημαίνει «ο όχι θάνατος» και είναι χαρακτηριστικός ο μύθος του θεού Ίντρα που στέλνει βροχή με αμβροσία στην Ραμαγιάνα η οποία εκτός από το να αναζωογονεί και να ωφελεί στην ευκαρπία, είχε την ιδιότητα αναμεμιγμένη να ανασταίνει τους «πιθηκους» (τα ανθρωποειδή κατά των Επίκουρο) που φονεύθηκαν στη μάχη Λανκά.
Το Ινδικό πάνθεον απολάμβανε την αμβροσία στον παράδεισο του Ίντρα (που είναι το αντίστοιχο του κήπου των Εσπερίδων) από τα πέντε ιερά δέντρα του. Και η θεά Κρι, που είναι αντιστοίχως η ελληνική Αφροδίτη, γεννήθηκε από τη θάλασσα μόλις έπεσε σε αυτή ο γονιμοποιός σπόρος της αμβροσίας.
Εν κατακλείδι η αμβροσία και στους Έλληνες, και σε όλους τους αρχαίους λαούς, αντιπροσώπευε το ίδιο και το αυτό: «το αθάνατο σπέρμα».
Βάσω Μαγγανάρη
Bιβλιογραφία: ΑΜΒΡΟΣΙΑ-ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΣΠΕΡΜΑ, Γ. Ζώρζου, Εκδόσεις Ιδεοθέατρον
Πηγή