Ο βιογράφος και φιλόσοφος Πλούταρχος [50-120 μ.Χ] γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας. Ταξίδεψε πολύ και διεύρυνε τον γνωστικό του ορίζοντα ενώ ήλθε σε επαφή με προσωπικότητες της εποχής του, κυρίως Ρωμαίους. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πατρίδα του και άσκησε δημόσια και ιερατικά αξιώματα.
Το σωζόμενο έργο του διακρίνεται στο ιστορικό-βιογραφικό μέρος και στα ονομαζόμενα Ηθικά Συγγράμματα όπου αναπτύσσονται ζητήματα ηθικής, φιλοσοφίας, επιστήμης, πολιτικής και ζητήματα θρησκείας, φύσης, ιστορίας κ.λ.π.
Στο μακροσκελές έργο του Ηθικά συμπεριλαμβάνονται οι δύο λόγοι του περί σαρκοφαγίας. Οι λόγοι αυτοί ανήκουν σε μια πρώιμη παράδοση υπεράσπισης των ζώων, που στον δυτικό κόσμο ξεκίνησε με τον Πυθαγόρα.
Ο Πλούταρχος στους λόγους αυτούς εστιάζει στη φύση των ζώων και τη σχέση τους με τους ανθρώπους και διερωτάται πώς γίνεται, ενώ ο άνθρωπος έχει στη διάθεση του μια μεγάλη ποικιλία από φρούτα, καρπούς και λαχανικά, να επιθυμεί τη ματωμένη σάρκα, σβήνοντας με καρυκεύματα τη γεύση του αίματος.
Το θλιβερό είναι πως ο ‘πολιτισμένος’ σήμερα κόσμος διαβάζει αυτούς τους λόγους από φιλολογικό και μόνον ενδιαφέρον και αρνείται να κατανοήσει και να παραδεχθεί το λάθος: την εγκληματική δηλαδή συμπεριφορά του που βασίζεται σε μια λανθασμένη και βάρβαρη αντίληψη που υποβιβάζει τα ζώα σε πλάσματα προορισμένα για κατανάλωση.
Η κακοποίηση και η σφαγή των ζώων στον σημερινό κόσμο της αφθονίας και των άπειρων διατροφικών επιλογών, στιγματίζει τον υποτιθέμενο ‘πολιτισμό’ μας που παρά τις εκκλήσεις της λογικής συνεχίζει να νομιμοποιεί και συστηματικά να διαπράττει αυτό το διαρκές και αδικαιολόγητο έγκλημα.
Παρακάτω παρατίθενται μερικά αποσπάσματα από τους λόγους του Πλούταρχου Περί σαρκοφαγίας.
«Η λογική μας αναγκάζει με φρέσκο μυαλό και ανανεωμένο ζήλο να ασχοληθούμε με το παλιό ζήτημα της σαρκοφαγίας. Είναι δύσκολο βέβαια, όπως είπε ο Κάτων, να μιλάει κάποιος σε κοιλιές που δεν διαθέτουν αυτιά».
Λόγος Β΄996 Ε
«Εσύ ρωτάς για ποιον λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν το αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν. Πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε την γλώσσα να αγγίξει ξένα έλκη και ν’ απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων…»
Λόγος Α΄993 Β
«Τίποτε δεν μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή, το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί κι έχει φτιαχτεί από τη φύση [το ζωντανό πλάσμα]. Ακόμη, τις φωνές και τα γρυλίσματα του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις, δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει: «Δεν σου ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου αλλά μην προχωρήσεις στην ύβρη. Αν είναι ανάγκη σου να φας, σκότωσε με, αν είναι όμως απλώς για να φας πιο ευχάριστα, μην το κάνεις».
Λόγος Α΄994 E
«Τα κρέατα που τρώμε δεν είναι μόνον για τα σώματα παρά φύση, αλλά παχαίνουν και τις ψυχές με την υπεραφθονία και τον κορεσμό. Το κρασί και η υπερβολική κρεοφαγία κάνουν μεν το σώμα ισχυρό και ρωμαλέο, την ψυχή όμως ασθενική.»
Λόγος Α΄995Ε
«Όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η ανάγκη, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή: «Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους. Πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα!»
Λόγος Α΄ 993 D
Πηγή
Το σωζόμενο έργο του διακρίνεται στο ιστορικό-βιογραφικό μέρος και στα ονομαζόμενα Ηθικά Συγγράμματα όπου αναπτύσσονται ζητήματα ηθικής, φιλοσοφίας, επιστήμης, πολιτικής και ζητήματα θρησκείας, φύσης, ιστορίας κ.λ.π.
Στο μακροσκελές έργο του Ηθικά συμπεριλαμβάνονται οι δύο λόγοι του περί σαρκοφαγίας. Οι λόγοι αυτοί ανήκουν σε μια πρώιμη παράδοση υπεράσπισης των ζώων, που στον δυτικό κόσμο ξεκίνησε με τον Πυθαγόρα.
Ο Πλούταρχος στους λόγους αυτούς εστιάζει στη φύση των ζώων και τη σχέση τους με τους ανθρώπους και διερωτάται πώς γίνεται, ενώ ο άνθρωπος έχει στη διάθεση του μια μεγάλη ποικιλία από φρούτα, καρπούς και λαχανικά, να επιθυμεί τη ματωμένη σάρκα, σβήνοντας με καρυκεύματα τη γεύση του αίματος.
Το θλιβερό είναι πως ο ‘πολιτισμένος’ σήμερα κόσμος διαβάζει αυτούς τους λόγους από φιλολογικό και μόνον ενδιαφέρον και αρνείται να κατανοήσει και να παραδεχθεί το λάθος: την εγκληματική δηλαδή συμπεριφορά του που βασίζεται σε μια λανθασμένη και βάρβαρη αντίληψη που υποβιβάζει τα ζώα σε πλάσματα προορισμένα για κατανάλωση.
Η κακοποίηση και η σφαγή των ζώων στον σημερινό κόσμο της αφθονίας και των άπειρων διατροφικών επιλογών, στιγματίζει τον υποτιθέμενο ‘πολιτισμό’ μας που παρά τις εκκλήσεις της λογικής συνεχίζει να νομιμοποιεί και συστηματικά να διαπράττει αυτό το διαρκές και αδικαιολόγητο έγκλημα.
Παρακάτω παρατίθενται μερικά αποσπάσματα από τους λόγους του Πλούταρχου Περί σαρκοφαγίας.
«Η λογική μας αναγκάζει με φρέσκο μυαλό και ανανεωμένο ζήλο να ασχοληθούμε με το παλιό ζήτημα της σαρκοφαγίας. Είναι δύσκολο βέβαια, όπως είπε ο Κάτων, να μιλάει κάποιος σε κοιλιές που δεν διαθέτουν αυτιά».
Λόγος Β΄996 Ε
«Εσύ ρωτάς για ποιον λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν το αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν. Πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε την γλώσσα να αγγίξει ξένα έλκη και ν’ απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων…»
Λόγος Α΄993 Β
«Τίποτε δεν μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή, το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί κι έχει φτιαχτεί από τη φύση [το ζωντανό πλάσμα]. Ακόμη, τις φωνές και τα γρυλίσματα του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις, δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει: «Δεν σου ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου αλλά μην προχωρήσεις στην ύβρη. Αν είναι ανάγκη σου να φας, σκότωσε με, αν είναι όμως απλώς για να φας πιο ευχάριστα, μην το κάνεις».
Λόγος Α΄994 E
«Τα κρέατα που τρώμε δεν είναι μόνον για τα σώματα παρά φύση, αλλά παχαίνουν και τις ψυχές με την υπεραφθονία και τον κορεσμό. Το κρασί και η υπερβολική κρεοφαγία κάνουν μεν το σώμα ισχυρό και ρωμαλέο, την ψυχή όμως ασθενική.»
Λόγος Α΄995Ε
«Όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η ανάγκη, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή: «Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους. Πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα!»
Λόγος Α΄ 993 D
Πηγή