Ήταν ειδικό σώμα του πεζικού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ονομάστηκε έτσι επειδή οι επαργυρωμένες ασπίδες τους ήταν διακοσμημένες και με ασημένια ελάσματα. Στην ουσία πρόκειται για την μετεξέλιξη του σώματος των «Υπασπιστών», που είχε οργανώσει ο Μ. Αλέξανδρος ως προσωπική του φρουρά, η οποία τον περιστοίχιζε στις μάχες και όχι μόνον.
Όπως αναφέρει μάλιστα ο Αμερικανός καθηγητής Homayun Sidky στο βιβλίο του «The Greek Kingdom of Bactria» (Το ελληνικό Βασίλειο της Βακτρίας), οι Αργυράσπιδες ήσαν απόλυτα αφοσιωμένοι στον Μ. Αλέξανδρο και οι πολεμιστές αυτού του σώματος αποτελούσαν τις επίλεκτες «ειδικές δυνάμεις» του, υπήρξαν δε χωρίς αμφιβολία οι πλέον θανατηφόροι πεζικάριοι της Ιστορίας.
Πρώτος διοικητής τους διετέλεσε ο Νικάνωρ, γιος του στρατηγού Παρμενίωνος και στην συνέχεια, ο Αντιγένης, ο οποίος ανέλαβε επίσης και κυβερνήτης της Σουσιανής με την συμφωνία του Τριπαράδεισου (320 π.Χ.).
Σύμφωνα με τους ιστορικούς η ονομασία «Αργυράσπιδες» για το ειδικό αυτό σώμα, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Μακεδόνα στρατηλάτη πριν από την εκστρατεία στις Ινδίες. Συχνά, αναφέρεται λανθασμένα ότι πρωτοεμφανίστηκαν στη μάχη των Γαυγαμήλων. Πηγή αυτού του λάθους είναι ο αρχαίος ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο οποίος, στο 18ο βιβλίο της Ιστορίας του και στην περιγραφή της μάχης των Γαυγαμήλων, αναφέρει τους «Αργυράσπιδες». Όπως προαναφέρθηκε, η ιστορική έρευνα απέδειξε ότι η αναφορά αυτή του Διοδώρου ήταν πρωθύστερη.
Οι Αργυράσπιδες πολέμησαν αργότερα με τον Ευμένη τον Καρδιανό εναντίον του Αντιγόνου Α΄ του Μονόφθαλμου, πατέρα του Δημητρίου Α΄ Πολιορκητή και πάππο του μετέπειτα βασιλέα της Μακεδονίας Αντιγόνου Β΄ Γονατά) στις μάχες της Παραιτακηνής (316 π.Χ.) και της Γαβιηνής (315 π.Χ.), περιοχές στο σημερινό Β. Ιράκ. Όταν αναγκάστηκαν να αυτομολήσουν στον Αντίγονο (ο οποίος με μια ευφυή κίνηση αιχμαλώτισε τα γυναικόπαιδά τους που τους ακολουθούσαν στις εκστρατείες τους), εκείνος, μετά την μεγάλη νίκη του εναντίον του Ευμένη, διέταξε να συλληφθεί ο Αντιγένης και τον έκαψε ζωντανό για παραδειγματισμό.
Αργότερα τους έστειλε στον κυβερνήτη της Αραχωσίας (σημερινό Αφγανιστάν) Σιβύρτιο με οδηγίες να τους στέλνει σε επικίνδυνες αποστολές με σκοπό την βαθμιαία εξολόθρευσή τους, διότι εξακολουθούσε να τους φοβάται. Πραγματικά, σύντομα οι Αργυράσπιδες εξαφανίσθηκαν πολεμώντας στις αχανείς εκτάσεις του σημερινού Αφγανιστάν και δεν ξανακούστηκε ξανά κάτι γι’ αυτούς. Υπολογίζεται ότι αριθμούσαν περίπου 3.000 στρατιώτες.
Δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα που δημιούργησαν αργότερα οι Σελευκίδες βασιλείς. Στην μάχη της Ραφία (κοντά στην σημερ. Γάζα) στις 22 Ιουνίου 217 π.Χ. (μια από τις μεγαλύτερες μάχες μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων που έκρινε την τύχη της Κοίλης Συρίας), οι Αργυράσπιδες του Σελευκίδη Αντιόχου Γ΄ Μέγα πολέμησαν με την αιγυπτιακή Φάλαγγα του Πτολεμαίου Δ΄ Φιλοπάτορος.
Για αυτούς τους Αργυράσπιδες έχουμε αναφορές από τον Έλληνα Ιστορικό Πολύβιο (203-120 π.Χ.), ο οποίος τους περιγράφει (Ιστορίες, 5.79.4, 82.2) ως έχοντες εξοπλισμό σύμφωνα με τον μακεδονικό τρόπο. Η τοποθέτησή τους στην μάχη της Μαγνησίας (Μ. Ασία) δίπλα στον βασιλιά υποδεικνύει ότι αποτελούσαν την κύρια μονάδα πεζικού στον στρατό των Σελευκιδών. Ο ίδιος Ιστορικός αναφέρει επίσης (Ιστορίες, 5.79.4) ότι στρατολογούνταν από ολόκληρη την επικράτεια του σελευκιδικού βασιλείου και ότι στην προαναφερθείσα μάχη της Ραφίας αριθμούσαν 10.000 άνδρες.
Πηγή
Όπως αναφέρει μάλιστα ο Αμερικανός καθηγητής Homayun Sidky στο βιβλίο του «The Greek Kingdom of Bactria» (Το ελληνικό Βασίλειο της Βακτρίας), οι Αργυράσπιδες ήσαν απόλυτα αφοσιωμένοι στον Μ. Αλέξανδρο και οι πολεμιστές αυτού του σώματος αποτελούσαν τις επίλεκτες «ειδικές δυνάμεις» του, υπήρξαν δε χωρίς αμφιβολία οι πλέον θανατηφόροι πεζικάριοι της Ιστορίας.
Πρώτος διοικητής τους διετέλεσε ο Νικάνωρ, γιος του στρατηγού Παρμενίωνος και στην συνέχεια, ο Αντιγένης, ο οποίος ανέλαβε επίσης και κυβερνήτης της Σουσιανής με την συμφωνία του Τριπαράδεισου (320 π.Χ.).
Σύμφωνα με τους ιστορικούς η ονομασία «Αργυράσπιδες» για το ειδικό αυτό σώμα, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Μακεδόνα στρατηλάτη πριν από την εκστρατεία στις Ινδίες. Συχνά, αναφέρεται λανθασμένα ότι πρωτοεμφανίστηκαν στη μάχη των Γαυγαμήλων. Πηγή αυτού του λάθους είναι ο αρχαίος ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο οποίος, στο 18ο βιβλίο της Ιστορίας του και στην περιγραφή της μάχης των Γαυγαμήλων, αναφέρει τους «Αργυράσπιδες». Όπως προαναφέρθηκε, η ιστορική έρευνα απέδειξε ότι η αναφορά αυτή του Διοδώρου ήταν πρωθύστερη.
Οι Αργυράσπιδες πολέμησαν αργότερα με τον Ευμένη τον Καρδιανό εναντίον του Αντιγόνου Α΄ του Μονόφθαλμου, πατέρα του Δημητρίου Α΄ Πολιορκητή και πάππο του μετέπειτα βασιλέα της Μακεδονίας Αντιγόνου Β΄ Γονατά) στις μάχες της Παραιτακηνής (316 π.Χ.) και της Γαβιηνής (315 π.Χ.), περιοχές στο σημερινό Β. Ιράκ. Όταν αναγκάστηκαν να αυτομολήσουν στον Αντίγονο (ο οποίος με μια ευφυή κίνηση αιχμαλώτισε τα γυναικόπαιδά τους που τους ακολουθούσαν στις εκστρατείες τους), εκείνος, μετά την μεγάλη νίκη του εναντίον του Ευμένη, διέταξε να συλληφθεί ο Αντιγένης και τον έκαψε ζωντανό για παραδειγματισμό.
Αργότερα τους έστειλε στον κυβερνήτη της Αραχωσίας (σημερινό Αφγανιστάν) Σιβύρτιο με οδηγίες να τους στέλνει σε επικίνδυνες αποστολές με σκοπό την βαθμιαία εξολόθρευσή τους, διότι εξακολουθούσε να τους φοβάται. Πραγματικά, σύντομα οι Αργυράσπιδες εξαφανίσθηκαν πολεμώντας στις αχανείς εκτάσεις του σημερινού Αφγανιστάν και δεν ξανακούστηκε ξανά κάτι γι’ αυτούς. Υπολογίζεται ότι αριθμούσαν περίπου 3.000 στρατιώτες.
Δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα που δημιούργησαν αργότερα οι Σελευκίδες βασιλείς. Στην μάχη της Ραφία (κοντά στην σημερ. Γάζα) στις 22 Ιουνίου 217 π.Χ. (μια από τις μεγαλύτερες μάχες μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων που έκρινε την τύχη της Κοίλης Συρίας), οι Αργυράσπιδες του Σελευκίδη Αντιόχου Γ΄ Μέγα πολέμησαν με την αιγυπτιακή Φάλαγγα του Πτολεμαίου Δ΄ Φιλοπάτορος.
Για αυτούς τους Αργυράσπιδες έχουμε αναφορές από τον Έλληνα Ιστορικό Πολύβιο (203-120 π.Χ.), ο οποίος τους περιγράφει (Ιστορίες, 5.79.4, 82.2) ως έχοντες εξοπλισμό σύμφωνα με τον μακεδονικό τρόπο. Η τοποθέτησή τους στην μάχη της Μαγνησίας (Μ. Ασία) δίπλα στον βασιλιά υποδεικνύει ότι αποτελούσαν την κύρια μονάδα πεζικού στον στρατό των Σελευκιδών. Ο ίδιος Ιστορικός αναφέρει επίσης (Ιστορίες, 5.79.4) ότι στρατολογούνταν από ολόκληρη την επικράτεια του σελευκιδικού βασιλείου και ότι στην προαναφερθείσα μάχη της Ραφίας αριθμούσαν 10.000 άνδρες.
Πηγή