Η Ελληνική μυθολογία, εκτός από τα Ηλύσια πεδία, περιελάμβανε κι έναν άλλο ειδυλλιακό τόπο διαμονής των ηρώων και των ενάρετων ανθρώπων μετά τον συμβατικό θάνατό τους, τους Νήσους των Μακάρων, που ταυτίζονται πολλές φορές με αυτά. Και αυτά βρίσκονται δυτικά, στις εσχατιές της Γης, στο ρεύμα του «βαθυδίνη» Ωκεανού όπου οι «όλβιοι» ζουν εκεί τρισευτυχισμένοι σε ένα περιβάλλον Χρυσής Εποχής. Ο ήλιος λάμπει μέρα νύχτα και δεν σκοτεινιάζει ποτέ και η γόνιμη και καρποφόρα ζωδότρα γη δίνει πολλές σοδιές το χρόνο.
Δεν υπάρχουν εδώ έγνοιες, κόποι, πόνοι και καημοί και όλοι ζουν μακάρια παίζοντας και γιορτάζοντας, ευδαίμονες, χωρίς κανένα πρόβλημα ή κακό να σκιάζει την καθημερινότητά τους. Εδώ οι λίγοι και εκλεκτοί των Θεών ζουν ό,τι δεν μπορούν να ζήσουν οι κοινοί θνητοί πάνω στη γη, στον κόσμο της «ύβρεως», που αντιπαραβάλλεται πάντοτε με τον κόσμο των θεών και τον παράλληλο μυθικό κόσμο της Χρυσής Εποχής.
Ο Ησίοδος μιλώντας για τα πέντε γένη της ανθρωπότητας, αναφέρει ειδικά για τους ήρωες του τετάρτου γένους, ότι ο Δίας έδωσε σε μερικούς απ’ αυτούς τη χάρη να ζήσουν μετά το θάνατο «εν μακάρων νήσοισι παρ’ ωκεανώ βαθυδίνην», όπου ο ζωοδότρα γη (ζείδωρος άρουρα) παράγει τρεις φορές το χρόνο «μελιηδέα καρπόν»:
Στον Όμηρο και στον Ησίοδο παρουσιάζεται ένας αριστοκρατικός εκλεκτισμός των Θεών ως προς εκείνους τους λίγους που επιτρέπουν να ζήσουν στα Ηλύσια πεδία ή στα Νησιά των Μακάρων, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζήσουν μετά το θάνατο στον σκοτεινό και «ατερπή» Άδη, διατηρώντας μόνο ένα είδωλο ή σκιά που τρέφεται από τις χοές που κάνουν οι ζωντανοί συγγενείς του. Για τους ιδιαίτερα ασεβείς και αμαρτωλούς επιφυλάσσεται ο Τάρταρος, το δεσμωτήριο του Άδη, όπου βασανίζονται αιώνια – εκτός από τους Τιτάνες – άνθρωποι ασεβείς, όπως ο Φλεγύας που πυρπόλησε το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και κρέμεται τώρα συνεχώς από πάνω του μια μεγάλη πέτρα, ο Ιξίωνας που τόλμησε να ενωθεί με την Ήρα και είναι τώρα δεμένος ανάσκελα με φίδια πάνω σ’ ένα πύρινο τροχό, περιστρεφόμενος, μαζί με αυτόν, αιώνια στον Τάρταρο. Ή ο Σίσυφος, που ανεβάζει στη κορυφή ενός βουνού μια μεγάλη πέτρα, που όμως όταν φτάσει εκεί ξανακυλάει κάτω, ή ο Τάνταλος, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη πείνα και τη δίψα του, οι Αλωάδες και οι Δαναϊδες με τον τρύπιο πίθο τους.
Προφανώς δεν είναι λόγω της ανώτερης ηθικής τους που οι ήρωες απολαμβάνουν τους ειδυλιακούς και παραδείσιους αυτούς τόπους, «μεταφερόμενοι» μάλιστα εκεί από τους Θεούς χωρίς να πεθάνουν, αλλά η ευγενική τους κατά το πλείστον καταγωγή και η στενή έτσι συγγένειά τους με τους Θεούς. Μόνον για τους απογόνους Θεών και βασιλιάδων επιφυλάσσεται αυτή η επιλεκτική και αριστοκρατική ουσιαστικά μακαριότητα που προσφέρουν οι Θεοί στα Νησιά των Μακάρων.
Εκεί βασιλεύει ο Κρόνος με βοηθό του τον ξανθό Ραδάμανθυ, αφού ο ειδυλλιακός αυτός τόπος είναι ένα αντίγραφο της Χρυσής Εποχής (του Χρυσού Γένους της Ανθρωπότητας), οπότε βασίλευσε πάλι ο αγκυλομήτης. Εκεί είναι επίσης οι οι άλλοι δύο Κριτές του Άδη, ο Μίνωας και ο Αιακός κι εκτός από τον Αχιλλέα και τον Μενέλαο, ο Πηλέας, ο Διομήδης, ο Αίαντας, ο Νεοπτόλεμος, η Ιφιγένεια, ο Πάτροκλος, ο Ορφέας και η Ευρυδίκη, ο Κάδμος και η Αρμονία και η μητέρα του Ηρακλή Αλκμήνη, την οποία νυμφεύθηκε ο Ραδάμανθυς.
Εκεί επίσης έστειλε ο Ποσειδώνας, σύμφωνα με τον Ελλάνικο, τον γιο του Λύκο από την κόρη του Άτλαντα Κελαινώ: «Κελαινοί δε μίσγεται Ποσειδέων· των δε γίγνεται Λύκος, ον ο πατήρ κατοικίζει εν μακάρων νήσοις, και ποιεί αθάνατον (Απόσπασμα 1a,4,F.19b.5). Πάντως δε δέχονται όλοι οι ήρωες και όλοι οι βασιλιάδες τη μεγάλη αυτή εύνοια των θεών.
Με την πάροδο των ετών, κάτω από την επίδραση των Ελευσινίων και Ορφικών Μυστηρίων, αυξήθηκε ο αριθμός των κατοίκων των Νήσων των Μακάρων. Δεν απολάμβαναν πια μόνον οι ήρωες, εκλεκτοί των Θεών, την παραμονή τους εκεί, αλλά και οι μύστες, οι δίκαιοι και οι ενάρετοι. Αντίθετα, με την επίδραση πάλι του Ορφισμού, ο Άδης ή «Κάτω Κόσμος» μετατράπηκε σε ένα τόπο τιμωρίας των φαύλων και ασεβών. Την αλλαγή αυτής της στάσης παρατηρούμε και στον Πλατωνικό «Γοργία», όπου ο Σωκράτης εξιστορεί ότι από την εποχή του Κρόνου υπάρχει ένας νόμος στους Θεούς πως όποιος από τους ανθρώπους περάσει τη ζωή του δίκαια και αγνά να πηγαίνει όταν πεθαίνει στις νήσους των Μακάρων και να ζει εκεί πλήρως ευτυχισμένος μακριά απ’ όλα τα κακά, ενώ άμα την περάσει άδικα και ανόσια να ρίχνεται στον Τάρταρο λαμβάνοντας εκεί μια δίκαιη τιμωρία.
Δικαστές την εποχή του Κρόνου, αλλά και πιο πρόσφατα, όταν κυβερνούσε ο Δίας, ήταν ζωντανοί για τους ζωντανούς, που του δίκαζαν την μέρα που επρόκειτο να πεθάνουν. Οι κρίσεις όμως ήταν έτσι μεροληπτικές και ο Πλούτωνας και οι επιμελητές από τα νησιά των Μακάρων παραπονιόντουσαν στο Δία ότι έρχονταν στον τόπο τους άνθρωποι που δεν ταίριαζαν με αυτόν, όπως άνθρωποι με κακή ψυχή που παρουσιάζονταν με όμορφα ρούχα, πλούτη και ευγενική καταγωγή και πολλούς μάρτυρες να καταθέτουν υπέρ τους παρουσιάζοντάς τους δήθεν ως δίκαιους, εκπλήττοντας τους δικαστές.. Ο Δίας αποφάσισε όλοι οι άνθρωποι να κρίνονται γυμνοί, χωρίς στολίδια και περικαλύμματα αφού πεθάνουν. Ανάλογα και οι κριτές που θα τους έκριναν, έπρεπε και αυτοί να είναι γυμνοί, να έχουν δηλαδή και αυτοί πεθάνει, ώστε να μπορούν να τους δουν καθαρά ψυχή προς ψυχή όπως πραγματικά είναι και όχι με υλικά μάτια, σώμα και αυτιά.
Έτσι ο Δίας έκανε στο εξής Κριτές των ψυχών τους γιους του, Μίνωα και τον Ραδάμανθυ από την Ασία και τον Αιακό από την Ευρώπη, οι οποίοι και δικάζουν στο εξής τους νεκρούς στο τρίστατο, απ’ όπου ο ένας δρόμος οδηγεί στα Νησιά των Μακάρων και ο άλλος στον Τάρταρο. Αυτούς που προέρχονται από την Ασία τους κρίνει ο Ραδάμανθυς και αυτούς από την Ευρώπη ο Αιακός, ενώ ο Μίνωας έχει την τελική κρίση, αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων.
Ο Πίνδαρος, ο μεγάλος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας (522–443 π.κ.ε), επηρεασμένος σαφώς από τον Ορφισμό, παρουσιάζει στον 2ο Ολυμπιόνικό του τα Νησιά των Μακάρων στον ενικό «Μακάρων Νάσος» όπου πηγαίνουν όσοι παραμένουν δίκαιοι και αναμάρτητοι τρεις φορές (υποννοείται εδώ το δόγμα της μετενσάρκωσης) στο πάνω και στον κάτω κόσμο:
Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος II 127
Ο Πίνδαρος παρουσιάζει καθαρά τη βασιλεία του Κρόνου και της Ρέας στα Νησιά των Μακάρων υποστηρίζοντας έτσι έμμεσα ότι η ζωή σ’ αυτά αποτελεί μια συνέχεια της Κρόνιας ή Χρυσής Εποχής του Ησιόδου. Το μυθικό έτσι παρελθόν συνεχίζεται στο παρόν στον παράλληλο κόσμο των Νήσων των Μακάρων. Η μετενσάρκωση που παρουσιάζει εδώ ο Πίνδαρος είναι κάτι εντελώς νέο, που δεν βρίσκεται στον Όμηρο ή στον Ησίοδο, στα πλαίσια της Χρυσής Εποχής. Δεν αρκεί μία μόνον ζωή, αλλά τρεις για να κερδίσουν οι δίκαιοι αυτή τη «χρυσή» ανταμοιβή. Η Ορφική διδασκαλία μιλάει για έναν «Ιερό Δρόμο» που πρέπει να ακολουθήσει ο μυημένος για να απαλλαγεί τελικά από τον Τροχό της Ανάγκης και να ζήσει έτσι στα Νησιά των Μακάρων, ανάμεσα στους άλλους ήρωες.
Τα Ηλύσια Πεδία και οι Νήσοι των Μακάρων εκφράζουν αντιλήψεις εποχών πολύ παλαιότερων από αυτές του Ομήρου και του Ησιόδου και ανάγονται ίσως στην Μυκηναϊκή Εποχή. Ο Πίνδαρος παρουσιάζει παραπάνω τα Νησιά των Μακάρων να βρίσκονται «παρ’ ωκεανόν βαθυδίνην» (που δε φαίνεται στην μετάφραση), κι επομένως σε μια μακρινή άγνωστη χώρα, όπως και τα Ηλύσια πεδία ή στα «πείρατα» του κόσμου, όπως επίσης η χώρα των Αιθιόπων που επισκέπτονται συχνά οι Θεοί και συνδειπνούν μαζί τους ή των Υπερβορείων που επισκέπεται ο Απόλλωνας στους χειμερινούς μήνες.
Τα Νησιά των Μακάρων έχουν ταυτιστεί κατά καιρούς με διάφορα νησιά του Ατλαντικού Ωκεανού «πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες», όπως οι Μικρές Αντίλες, οι Μαδέρες, οι Αζόρες, οι Σαλβάχες, οι Βερμούδες, οι Κανάριες νήσοι και τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, με σπουδιαότερο γενικά υποψήφιο τις Κανάριες νήσους. Λέγεται ότι ο Κλαύδιος Πτολεμαίος χρησιμοποίησε τις Νήσους των Μακάρων ως σημείο αναφοράς για τη μέτρηση του γεωγραφικού μήκους.
Ο Στράβωνας τα ταύτισε με τα Νησιά των Εσπερίδων, όπου κατοικούσαν σύμφωνα με τον μύθο οι νύμφες Εσπερίδες, οι οποίες φύλαγαν τα χρυσά μήλα των θεών που έκλεψε ο Ηρακλής με τον Άθλο του. Ο Πλίνιος τα ταύτισε με τις Κανάριες Νήσους που «βρίθουν καρπών και πτηνών κάθε είδους». Έχουν ταυτιστεί επίσης με τα «Νησιά του Αιόλου» ή «Αιολίδες Νήσους» στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα, τις «Αιγάδες Νήσους» ή «Αιγούσες» στα βορειοδυτικά της Σικελίας και άλλα μικρότερα νησιά της Σικελίας.
Ο Ηρόδοτος μιλάει στο τρίτο βιβλίο του για την «Όαση», επτά ημερών ταξίδι μέσα στην άμμο από τη Θήβα της Αιγύπτου, που την κατοικούν Σάμιοι και λέγεται στη ελληνική γλώσσα «Νησιά των Μακάρων» (3.26.1). Ο Στέφανος ο Βυζάντιος ονομάζει την «Όαση» του Ηρόδοτου και «Αύαση» και μας πληροφορεί ότι και ο Δούρος την ονόμαζε «Νήσον Μακάρων». Ο Φώτιος (Βίβλ. 61a) λέει ότι σύμφωνα με τον Ολυμπιόδωρο αυτή η πόλη ήταν παλιά νησί που αποχερσώθηκε και γι’ αυτό την ονομάζει ο Ηρόδοτος «Μακάρους Νήσους» και ότι ο Ηρόδωρος την ονομάζει Φαιακίδα.
Επίσης ο Φώτιος μας πληροφοροιεί στο Λεξικό του ότι «Μακάρων Νήσος» ονομαζόταν και η Ακρόπολη των Θηβών». Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας Γερμανικός χάρτης του 1493 από το Χρονικό της Νυρεμβέργης του Χάρτμαν Σίντελ, αποτυπώνει τρία νησιά στα δυτικά της βόρειας Αφρικής ως «Μακάρων Νήσους».
Ο Φιλόστρατος αναφέρει στο «Βίο του Απολλώνιου του Τυανέα (τ..2) ότι «τα νησιά των Μακάρων πρόκειται να καθοριστούν από τα όρια της Λιβύης, όπου ανυψώνονται προς το ακατοίκητο ακρωτήριο”. Σε αυτήν την γεωγραφία, η Λιβύη θεωρείτο ότι επεκτεινόταν δυτικά μέσω της Μαυριτανίας “μέχρι το στόμιο του ποταμού Σάλεξ, περίπου εννιακόσια στάδια, και πέρα από αυτό το σημείο μια περαιτέρω απόσταση που κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει, επειδή όταν έχεις περάσει αυτό τον ποταμό η Λιβύη είναι μια έρημος που δεν υποστηρίζει πια κανένα πληθυσμό.”
Στο Βίο του Ρωμαίου Πολιτικού Σερτώριου (Quintus Scrtorius (123-73 π.κ.ε) ο Πλούταρχος τον παρουσιάζει στο μέσον ενός εμφυλίου πολέμου να πληροφορείται από κάποιους ναύτες που συνάντησε στης εκβολές του ποταμού Γουαδαλκιβίρ και είχαν έλθει πρόσφτα από τον Ατλαντικό Ωκεανό, για δύο νησιά χωρισμένα μεταξύ τους με ένα μικρό προρθμό, δέκα χιλιάδες στάδια μακριά από την Αφρική (ίσως οι Κανάριοι νήσοι). Αυτά ονομάζονται νησιά των «Μακάρων».
Σπάνια πέφτει εκεί βροχή και λίγη και οι άνεμοι είναι απαλοί και φέρνουν δροσιά που όχι μόνον κάνουν το χώμα πλούσιο για όργωμα και φύτεμα, αλλά και τόσο πολύ καρποφόρο, που παράγει από μόνο του πολλά όμορφα φρούτα, αρκετά για τους θρέψουν τους κατοίκους τους, οι οποίοι απολαμβάνουν τα πάντα εδώ χωρίς κόπο και μόχθο. Οι εποχές είναι ήπιες και απαλή η μετάβαση από τη μία στην άλλη, έτσι ώστε ο αέρας να είναι συνεχώς ήρεμος και ευχάριστος.
Οι βίαιοι βορεινοί και ανατολικοί άνεμοι που φυσούν από τις ακτές της Ευρώπης και της Αφρικής, διαλύονται στον απέραντο ανοιχτό χώρο και χάνουν εντελώς τη δύναμή τους πριν φτάσουν σε αυτά τα νησιά. Οι μαλακοί δυτικοί και νότιοι άνεμοι που πνέουν πάνω τους φέρνουν μερικές φορές λίγες ψιχάλες από τη θάλασσα και τις περισσότερες φορές ένα υγρό λαμπρερό καιρό, που δροσίζει και γονιμοποιεί απαλά το χώμα, έτσι ώστε επικρατεί η σταθερή πεποίθηση, ακόμα και στους βαρβάρους, ότι αυτό είναι το Ηλύσιο πεδίο και η κατοικία των Μακάρων που ύμνησε ο Όμηρος.
Όταν ο Σερτώριος άκουσε αυτή την ιστορία, ένιωσε μια σφοδρή επιθυμία στην καρδιά να πάει και να ζήσει σε αυτά τα νησιά, ήρεμα και ειρηνικά και ασφαλής, μακριά από την τυρανία και τους ακατάπαυστους πολέμους. Αναφέρεται ότι μια παρόμοια τάση διαφυγής προς τα νησιά των Μακάρων ένιωσε αργότερα και ο ποιητής Οράτιος.
Τέλος σημειώνουμε ότι πολλά ελληνικά νησιά έχουν χαρακτηριστεί κατά καιρούς για διάφορους λόγους «Μακάρια», χωρίς ωστόσο να συνδέονται αναγκαστικά με τις Μακάριες Νήσους των αρχαίων. Όπως είναι εμφανές, στην ιστορική εξέλιξη της ιδέας των Νήσων των Μακάρων και των Ηλυσίων πεδίων μπορούμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές περιόδους: την καθαρά μυθική περίοδο του είδους του Χρυσού Αιώνα που κυριαρχεί την Ομηρική και Ησιόδεια περίοδο, όπου οι ιδεατοί-ουτοπικοί αυτοί τόποι είναι κατοικία των ηρώων και των ευνοουμένων των Θεών
2) την μυθικο-θρησκευτική περίοδο, κάτω από την επίδραση του Ορφισμού και του Πυθαγορισμού (5ος αι. π.κ.ε), με βασικούς αναμορφωτές τον Πίνδαρο και μετά τον Πλάτωνα που δημοκρατικοποιεί την αριστοκρατική προηγουμένως αντίληψη για των κατοίκους των ειδυλλιακών τόπων και αρχίζει να διεκδικεί έντονα νέες θέσεις για τους μύστες, τους δίκαιους και ενάρετους
και 3) στην περίοδο της «γείωσης» ή «απομυθοποίησης», όπου με την επέκταση της γνώσης και την ανάπτυξη των πληθυσμών και ιδιαίτερα των γεωγραφικών γνώσεων γίνεται μια προσπάθεια ταύτισης των Νησιών των ιδανικών αυτών τόπων με πραγματικά νησιά και ιδιαίτερα με κάποια νησιά του Ατλαντικού. Τέλος σημειώνουμε ότι σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο «Ο Βίος του Πυθαγόρα», οι Πυθαγόρειοι συμβόλιζαν τις Νήσους των Μακάρων με τον Ηλιο και την Σελήνη “οιον τί εστιν αι μακάρων νήσοι; Ηλιος καί Σελήνη”
@Δημήτριος Ευαγγελόπουλος
Πηγή
Δεν υπάρχουν εδώ έγνοιες, κόποι, πόνοι και καημοί και όλοι ζουν μακάρια παίζοντας και γιορτάζοντας, ευδαίμονες, χωρίς κανένα πρόβλημα ή κακό να σκιάζει την καθημερινότητά τους. Εδώ οι λίγοι και εκλεκτοί των Θεών ζουν ό,τι δεν μπορούν να ζήσουν οι κοινοί θνητοί πάνω στη γη, στον κόσμο της «ύβρεως», που αντιπαραβάλλεται πάντοτε με τον κόσμο των θεών και τον παράλληλο μυθικό κόσμο της Χρυσής Εποχής.
Ο Ησίοδος μιλώντας για τα πέντε γένη της ανθρωπότητας, αναφέρει ειδικά για τους ήρωες του τετάρτου γένους, ότι ο Δίας έδωσε σε μερικούς απ’ αυτούς τη χάρη να ζήσουν μετά το θάνατο «εν μακάρων νήσοισι παρ’ ωκεανώ βαθυδίνην», όπου ο ζωοδότρα γη (ζείδωρος άρουρα) παράγει τρεις φορές το χρόνο «μελιηδέα καρπόν»:
«Όπου τους πιο πολλούς στο χώμα τους παράχωσετο τέλος του θανάτου. Σε κάποιους όμως έδωσε τη χάρηο Κρονίδης Ζευς να μείνουν πέρα απ᾽ τους ανθρώπους·σαν αγαθός πατέρας τους κατοίκισε στα πέρατα του κόσμου,κι εκεί, με δίχως λύπη στην ψυχή τους,κατοικούν στις Νήσους των Μακάρων, πλάι στις ροέςτου Ωκεανού, του βαθυστρόβιλου, ήρωες ευτυχείς·που τους προσφέρει τρεις φορές η σιτοφόρα γη τον χρόνοώριμους και γλυκούς καρπούς, σαν μέλι».(Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 166-174»
Στον Όμηρο και στον Ησίοδο παρουσιάζεται ένας αριστοκρατικός εκλεκτισμός των Θεών ως προς εκείνους τους λίγους που επιτρέπουν να ζήσουν στα Ηλύσια πεδία ή στα Νησιά των Μακάρων, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζήσουν μετά το θάνατο στον σκοτεινό και «ατερπή» Άδη, διατηρώντας μόνο ένα είδωλο ή σκιά που τρέφεται από τις χοές που κάνουν οι ζωντανοί συγγενείς του. Για τους ιδιαίτερα ασεβείς και αμαρτωλούς επιφυλάσσεται ο Τάρταρος, το δεσμωτήριο του Άδη, όπου βασανίζονται αιώνια – εκτός από τους Τιτάνες – άνθρωποι ασεβείς, όπως ο Φλεγύας που πυρπόλησε το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και κρέμεται τώρα συνεχώς από πάνω του μια μεγάλη πέτρα, ο Ιξίωνας που τόλμησε να ενωθεί με την Ήρα και είναι τώρα δεμένος ανάσκελα με φίδια πάνω σ’ ένα πύρινο τροχό, περιστρεφόμενος, μαζί με αυτόν, αιώνια στον Τάρταρο. Ή ο Σίσυφος, που ανεβάζει στη κορυφή ενός βουνού μια μεγάλη πέτρα, που όμως όταν φτάσει εκεί ξανακυλάει κάτω, ή ο Τάνταλος, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη πείνα και τη δίψα του, οι Αλωάδες και οι Δαναϊδες με τον τρύπιο πίθο τους.
Προφανώς δεν είναι λόγω της ανώτερης ηθικής τους που οι ήρωες απολαμβάνουν τους ειδυλιακούς και παραδείσιους αυτούς τόπους, «μεταφερόμενοι» μάλιστα εκεί από τους Θεούς χωρίς να πεθάνουν, αλλά η ευγενική τους κατά το πλείστον καταγωγή και η στενή έτσι συγγένειά τους με τους Θεούς. Μόνον για τους απογόνους Θεών και βασιλιάδων επιφυλάσσεται αυτή η επιλεκτική και αριστοκρατική ουσιαστικά μακαριότητα που προσφέρουν οι Θεοί στα Νησιά των Μακάρων.
Εκεί βασιλεύει ο Κρόνος με βοηθό του τον ξανθό Ραδάμανθυ, αφού ο ειδυλλιακός αυτός τόπος είναι ένα αντίγραφο της Χρυσής Εποχής (του Χρυσού Γένους της Ανθρωπότητας), οπότε βασίλευσε πάλι ο αγκυλομήτης. Εκεί είναι επίσης οι οι άλλοι δύο Κριτές του Άδη, ο Μίνωας και ο Αιακός κι εκτός από τον Αχιλλέα και τον Μενέλαο, ο Πηλέας, ο Διομήδης, ο Αίαντας, ο Νεοπτόλεμος, η Ιφιγένεια, ο Πάτροκλος, ο Ορφέας και η Ευρυδίκη, ο Κάδμος και η Αρμονία και η μητέρα του Ηρακλή Αλκμήνη, την οποία νυμφεύθηκε ο Ραδάμανθυς.
Εκεί επίσης έστειλε ο Ποσειδώνας, σύμφωνα με τον Ελλάνικο, τον γιο του Λύκο από την κόρη του Άτλαντα Κελαινώ: «Κελαινοί δε μίσγεται Ποσειδέων· των δε γίγνεται Λύκος, ον ο πατήρ κατοικίζει εν μακάρων νήσοις, και ποιεί αθάνατον (Απόσπασμα 1a,4,F.19b.5). Πάντως δε δέχονται όλοι οι ήρωες και όλοι οι βασιλιάδες τη μεγάλη αυτή εύνοια των θεών.
Με την πάροδο των ετών, κάτω από την επίδραση των Ελευσινίων και Ορφικών Μυστηρίων, αυξήθηκε ο αριθμός των κατοίκων των Νήσων των Μακάρων. Δεν απολάμβαναν πια μόνον οι ήρωες, εκλεκτοί των Θεών, την παραμονή τους εκεί, αλλά και οι μύστες, οι δίκαιοι και οι ενάρετοι. Αντίθετα, με την επίδραση πάλι του Ορφισμού, ο Άδης ή «Κάτω Κόσμος» μετατράπηκε σε ένα τόπο τιμωρίας των φαύλων και ασεβών. Την αλλαγή αυτής της στάσης παρατηρούμε και στον Πλατωνικό «Γοργία», όπου ο Σωκράτης εξιστορεί ότι από την εποχή του Κρόνου υπάρχει ένας νόμος στους Θεούς πως όποιος από τους ανθρώπους περάσει τη ζωή του δίκαια και αγνά να πηγαίνει όταν πεθαίνει στις νήσους των Μακάρων και να ζει εκεί πλήρως ευτυχισμένος μακριά απ’ όλα τα κακά, ενώ άμα την περάσει άδικα και ανόσια να ρίχνεται στον Τάρταρο λαμβάνοντας εκεί μια δίκαιη τιμωρία.
Δικαστές την εποχή του Κρόνου, αλλά και πιο πρόσφατα, όταν κυβερνούσε ο Δίας, ήταν ζωντανοί για τους ζωντανούς, που του δίκαζαν την μέρα που επρόκειτο να πεθάνουν. Οι κρίσεις όμως ήταν έτσι μεροληπτικές και ο Πλούτωνας και οι επιμελητές από τα νησιά των Μακάρων παραπονιόντουσαν στο Δία ότι έρχονταν στον τόπο τους άνθρωποι που δεν ταίριαζαν με αυτόν, όπως άνθρωποι με κακή ψυχή που παρουσιάζονταν με όμορφα ρούχα, πλούτη και ευγενική καταγωγή και πολλούς μάρτυρες να καταθέτουν υπέρ τους παρουσιάζοντάς τους δήθεν ως δίκαιους, εκπλήττοντας τους δικαστές.. Ο Δίας αποφάσισε όλοι οι άνθρωποι να κρίνονται γυμνοί, χωρίς στολίδια και περικαλύμματα αφού πεθάνουν. Ανάλογα και οι κριτές που θα τους έκριναν, έπρεπε και αυτοί να είναι γυμνοί, να έχουν δηλαδή και αυτοί πεθάνει, ώστε να μπορούν να τους δουν καθαρά ψυχή προς ψυχή όπως πραγματικά είναι και όχι με υλικά μάτια, σώμα και αυτιά.
Έτσι ο Δίας έκανε στο εξής Κριτές των ψυχών τους γιους του, Μίνωα και τον Ραδάμανθυ από την Ασία και τον Αιακό από την Ευρώπη, οι οποίοι και δικάζουν στο εξής τους νεκρούς στο τρίστατο, απ’ όπου ο ένας δρόμος οδηγεί στα Νησιά των Μακάρων και ο άλλος στον Τάρταρο. Αυτούς που προέρχονται από την Ασία τους κρίνει ο Ραδάμανθυς και αυτούς από την Ευρώπη ο Αιακός, ενώ ο Μίνωας έχει την τελική κρίση, αν υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων.
Ο Πίνδαρος, ο μεγάλος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας (522–443 π.κ.ε), επηρεασμένος σαφώς από τον Ορφισμό, παρουσιάζει στον 2ο Ολυμπιόνικό του τα Νησιά των Μακάρων στον ενικό «Μακάρων Νάσος» όπου πηγαίνουν όσοι παραμένουν δίκαιοι και αναμάρτητοι τρεις φορές (υποννοείται εδώ το δόγμα της μετενσάρκωσης) στο πάνω και στον κάτω κόσμο:
«Κι όσοι σταθήκανε ικανοί.μένοντας απο τρεις φορέςστον ένα και στον άλλο κόσμο,να φυλαχτούν ολότελ’ από τ’ άδικα,του Δία το δρόμο βγάλανε ως την άκρη τουπρος τον ψηλό του Κρόνου πύργοεκεί όπου οι αύρες πνέουνε του Ωκεανούστα νησιά γύρω των Μακάρωνκι άνθια χρυσά φεγγοβολούνάλλα απο δέντρα ολόλαμπρα, στη γη(κι) άλλα που το νερό τα θρέφεικαι μ’ αυτά πλέκουνε γιρλάντες για τα χέρια τωνκαι για τις κεφαλές στεφάνιακατά τη δίκαιη κρίση του Ραδάμανθη,που πρόθυμό του πάρεδρο τον έχει ο μέγαςπατέρας, ο άντρας της Ρέας, της θεάςμε τον απ’ όλους πιο ψηλό το θρόνο.Μαζί μ’ αυτούς κι ο Κάδμος κι ο Πηλέας λογιάζουνται,κι έφερε και τον Αχιλλέα εκεί η μητέρα του,αφού την καρδιά λύγισετου Δία με τα θερμά της παρακάλια..»
Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος II 127
Ο Πίνδαρος παρουσιάζει καθαρά τη βασιλεία του Κρόνου και της Ρέας στα Νησιά των Μακάρων υποστηρίζοντας έτσι έμμεσα ότι η ζωή σ’ αυτά αποτελεί μια συνέχεια της Κρόνιας ή Χρυσής Εποχής του Ησιόδου. Το μυθικό έτσι παρελθόν συνεχίζεται στο παρόν στον παράλληλο κόσμο των Νήσων των Μακάρων. Η μετενσάρκωση που παρουσιάζει εδώ ο Πίνδαρος είναι κάτι εντελώς νέο, που δεν βρίσκεται στον Όμηρο ή στον Ησίοδο, στα πλαίσια της Χρυσής Εποχής. Δεν αρκεί μία μόνον ζωή, αλλά τρεις για να κερδίσουν οι δίκαιοι αυτή τη «χρυσή» ανταμοιβή. Η Ορφική διδασκαλία μιλάει για έναν «Ιερό Δρόμο» που πρέπει να ακολουθήσει ο μυημένος για να απαλλαγεί τελικά από τον Τροχό της Ανάγκης και να ζήσει έτσι στα Νησιά των Μακάρων, ανάμεσα στους άλλους ήρωες.
Τα Ηλύσια Πεδία και οι Νήσοι των Μακάρων εκφράζουν αντιλήψεις εποχών πολύ παλαιότερων από αυτές του Ομήρου και του Ησιόδου και ανάγονται ίσως στην Μυκηναϊκή Εποχή. Ο Πίνδαρος παρουσιάζει παραπάνω τα Νησιά των Μακάρων να βρίσκονται «παρ’ ωκεανόν βαθυδίνην» (που δε φαίνεται στην μετάφραση), κι επομένως σε μια μακρινή άγνωστη χώρα, όπως και τα Ηλύσια πεδία ή στα «πείρατα» του κόσμου, όπως επίσης η χώρα των Αιθιόπων που επισκέπτονται συχνά οι Θεοί και συνδειπνούν μαζί τους ή των Υπερβορείων που επισκέπεται ο Απόλλωνας στους χειμερινούς μήνες.
Τα Νησιά των Μακάρων έχουν ταυτιστεί κατά καιρούς με διάφορα νησιά του Ατλαντικού Ωκεανού «πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες», όπως οι Μικρές Αντίλες, οι Μαδέρες, οι Αζόρες, οι Σαλβάχες, οι Βερμούδες, οι Κανάριες νήσοι και τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, με σπουδιαότερο γενικά υποψήφιο τις Κανάριες νήσους. Λέγεται ότι ο Κλαύδιος Πτολεμαίος χρησιμοποίησε τις Νήσους των Μακάρων ως σημείο αναφοράς για τη μέτρηση του γεωγραφικού μήκους.
Ο Στράβωνας τα ταύτισε με τα Νησιά των Εσπερίδων, όπου κατοικούσαν σύμφωνα με τον μύθο οι νύμφες Εσπερίδες, οι οποίες φύλαγαν τα χρυσά μήλα των θεών που έκλεψε ο Ηρακλής με τον Άθλο του. Ο Πλίνιος τα ταύτισε με τις Κανάριες Νήσους που «βρίθουν καρπών και πτηνών κάθε είδους». Έχουν ταυτιστεί επίσης με τα «Νησιά του Αιόλου» ή «Αιολίδες Νήσους» στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα, τις «Αιγάδες Νήσους» ή «Αιγούσες» στα βορειοδυτικά της Σικελίας και άλλα μικρότερα νησιά της Σικελίας.
Ο Ηρόδοτος μιλάει στο τρίτο βιβλίο του για την «Όαση», επτά ημερών ταξίδι μέσα στην άμμο από τη Θήβα της Αιγύπτου, που την κατοικούν Σάμιοι και λέγεται στη ελληνική γλώσσα «Νησιά των Μακάρων» (3.26.1). Ο Στέφανος ο Βυζάντιος ονομάζει την «Όαση» του Ηρόδοτου και «Αύαση» και μας πληροφορεί ότι και ο Δούρος την ονόμαζε «Νήσον Μακάρων». Ο Φώτιος (Βίβλ. 61a) λέει ότι σύμφωνα με τον Ολυμπιόδωρο αυτή η πόλη ήταν παλιά νησί που αποχερσώθηκε και γι’ αυτό την ονομάζει ο Ηρόδοτος «Μακάρους Νήσους» και ότι ο Ηρόδωρος την ονομάζει Φαιακίδα.
Επίσης ο Φώτιος μας πληροφοροιεί στο Λεξικό του ότι «Μακάρων Νήσος» ονομαζόταν και η Ακρόπολη των Θηβών». Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας Γερμανικός χάρτης του 1493 από το Χρονικό της Νυρεμβέργης του Χάρτμαν Σίντελ, αποτυπώνει τρία νησιά στα δυτικά της βόρειας Αφρικής ως «Μακάρων Νήσους».
Ο Φιλόστρατος αναφέρει στο «Βίο του Απολλώνιου του Τυανέα (τ..2) ότι «τα νησιά των Μακάρων πρόκειται να καθοριστούν από τα όρια της Λιβύης, όπου ανυψώνονται προς το ακατοίκητο ακρωτήριο”. Σε αυτήν την γεωγραφία, η Λιβύη θεωρείτο ότι επεκτεινόταν δυτικά μέσω της Μαυριτανίας “μέχρι το στόμιο του ποταμού Σάλεξ, περίπου εννιακόσια στάδια, και πέρα από αυτό το σημείο μια περαιτέρω απόσταση που κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει, επειδή όταν έχεις περάσει αυτό τον ποταμό η Λιβύη είναι μια έρημος που δεν υποστηρίζει πια κανένα πληθυσμό.”
Στο Βίο του Ρωμαίου Πολιτικού Σερτώριου (Quintus Scrtorius (123-73 π.κ.ε) ο Πλούταρχος τον παρουσιάζει στο μέσον ενός εμφυλίου πολέμου να πληροφορείται από κάποιους ναύτες που συνάντησε στης εκβολές του ποταμού Γουαδαλκιβίρ και είχαν έλθει πρόσφτα από τον Ατλαντικό Ωκεανό, για δύο νησιά χωρισμένα μεταξύ τους με ένα μικρό προρθμό, δέκα χιλιάδες στάδια μακριά από την Αφρική (ίσως οι Κανάριοι νήσοι). Αυτά ονομάζονται νησιά των «Μακάρων».
Σπάνια πέφτει εκεί βροχή και λίγη και οι άνεμοι είναι απαλοί και φέρνουν δροσιά που όχι μόνον κάνουν το χώμα πλούσιο για όργωμα και φύτεμα, αλλά και τόσο πολύ καρποφόρο, που παράγει από μόνο του πολλά όμορφα φρούτα, αρκετά για τους θρέψουν τους κατοίκους τους, οι οποίοι απολαμβάνουν τα πάντα εδώ χωρίς κόπο και μόχθο. Οι εποχές είναι ήπιες και απαλή η μετάβαση από τη μία στην άλλη, έτσι ώστε ο αέρας να είναι συνεχώς ήρεμος και ευχάριστος.
Οι βίαιοι βορεινοί και ανατολικοί άνεμοι που φυσούν από τις ακτές της Ευρώπης και της Αφρικής, διαλύονται στον απέραντο ανοιχτό χώρο και χάνουν εντελώς τη δύναμή τους πριν φτάσουν σε αυτά τα νησιά. Οι μαλακοί δυτικοί και νότιοι άνεμοι που πνέουν πάνω τους φέρνουν μερικές φορές λίγες ψιχάλες από τη θάλασσα και τις περισσότερες φορές ένα υγρό λαμπρερό καιρό, που δροσίζει και γονιμοποιεί απαλά το χώμα, έτσι ώστε επικρατεί η σταθερή πεποίθηση, ακόμα και στους βαρβάρους, ότι αυτό είναι το Ηλύσιο πεδίο και η κατοικία των Μακάρων που ύμνησε ο Όμηρος.
Όταν ο Σερτώριος άκουσε αυτή την ιστορία, ένιωσε μια σφοδρή επιθυμία στην καρδιά να πάει και να ζήσει σε αυτά τα νησιά, ήρεμα και ειρηνικά και ασφαλής, μακριά από την τυρανία και τους ακατάπαυστους πολέμους. Αναφέρεται ότι μια παρόμοια τάση διαφυγής προς τα νησιά των Μακάρων ένιωσε αργότερα και ο ποιητής Οράτιος.
Τέλος σημειώνουμε ότι πολλά ελληνικά νησιά έχουν χαρακτηριστεί κατά καιρούς για διάφορους λόγους «Μακάρια», χωρίς ωστόσο να συνδέονται αναγκαστικά με τις Μακάριες Νήσους των αρχαίων. Όπως είναι εμφανές, στην ιστορική εξέλιξη της ιδέας των Νήσων των Μακάρων και των Ηλυσίων πεδίων μπορούμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές περιόδους: την καθαρά μυθική περίοδο του είδους του Χρυσού Αιώνα που κυριαρχεί την Ομηρική και Ησιόδεια περίοδο, όπου οι ιδεατοί-ουτοπικοί αυτοί τόποι είναι κατοικία των ηρώων και των ευνοουμένων των Θεών
2) την μυθικο-θρησκευτική περίοδο, κάτω από την επίδραση του Ορφισμού και του Πυθαγορισμού (5ος αι. π.κ.ε), με βασικούς αναμορφωτές τον Πίνδαρο και μετά τον Πλάτωνα που δημοκρατικοποιεί την αριστοκρατική προηγουμένως αντίληψη για των κατοίκους των ειδυλλιακών τόπων και αρχίζει να διεκδικεί έντονα νέες θέσεις για τους μύστες, τους δίκαιους και ενάρετους
και 3) στην περίοδο της «γείωσης» ή «απομυθοποίησης», όπου με την επέκταση της γνώσης και την ανάπτυξη των πληθυσμών και ιδιαίτερα των γεωγραφικών γνώσεων γίνεται μια προσπάθεια ταύτισης των Νησιών των ιδανικών αυτών τόπων με πραγματικά νησιά και ιδιαίτερα με κάποια νησιά του Ατλαντικού. Τέλος σημειώνουμε ότι σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο «Ο Βίος του Πυθαγόρα», οι Πυθαγόρειοι συμβόλιζαν τις Νήσους των Μακάρων με τον Ηλιο και την Σελήνη “οιον τί εστιν αι μακάρων νήσοι; Ηλιος καί Σελήνη”
@Δημήτριος Ευαγγελόπουλος
Πηγή