Σύμφωνα με έρευνες σεισμολόγων από τον Λόφο Πανί περνάει ένα παράκλαδη από τον σεισμό της Πάρνηθας και λίγο μέτα από τον σεισμό είχε δημιουργηθεί μια σχετική ταραχή.Λίγο καιρό αργότερα η κατάσταση κρίθηκε μη επικυνδινη και από τοτε η περιόχη αναβαθμήζετε συνέχως. Πρόσφατα υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν διαμαρτηρίες από τους κατοίκους του αλίμου για την οικοπεδοποίηση του Λόφου Πανί.Η οικονομική κρίση και το φαινόμενο των άδειων ταμείων έχει χτυπήσει και την τοπική αυτοδιοίκηση με το δήμο Αλίμου να δηλώνει υπερχρέωση.
Το όνομα Λόφος ΠΑΝΙ προέρχεται από τον αρχάιο ανθρωπόμορφο θέο Πάνα.Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε το χώρο του δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή όπου περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύρριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Επίσης ο Λόφος Πανί φιλοξενή και πολλούς αθλητικούς συλλόγους.Στέγαζει ένα γήπεδο ποδοσφαίρου 5x5,2 γήπεδα τεννις καθως και τρόπους διασκέδασεις για μικρότερα παιδιά.Ο Λόφος Πανί είναι και γνωστος από τα αρχάια χρόνια ως Λόφος Τρούμπαρι που μέρες μας υπερκαλύπτει την έκταση που κάλυπτε ο αρχαίος Δήμος Αλιμούντος, ο οποίος καταλέγεται όχι μόνο στους πρώτους δήμους του κράτους των Αθηνών, αλλά και τους πλέον μαγευτικούς, της εποχής εκείνης.
Το στίγμα του Αλίμου, η πατρίδα του μεγαλύτερου ιστορικού της αρχαιότητας του Θουκυδίδη, εντοπίζεται στα βάθη της προϊστορίας, όπου το 5.000 π. Χ. βρέθηκαν οικισμοί.
Στο Πανί σώζονται οικοδομικά λείψανα, όστρακα και εργαλεία από οψιδιανό από την προϊστορική περίοδο, καθώς κι ένας τοίχος της τελικής νεολιθικής εποχής κοντά στην κορυφή του λόφου. Επίσης σώζονται ίχνη -διόλου ευκαταφρόνητα- από αρχαίο λατομείο των κλασικών χρόνων, φυσικά σπηλαιώματα κι ένα υδρομαστευτικό πηγάδι.Τα όρια του αρχαιολογικού χώρου συμπίπτουν με εκείνα του θεσμοθετημένου χώρου πρασίνου.
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάν απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», ως προστάτης των κτηνοτρόφων, των κυνηγών, των αλιέων και των ποιμένων με μόνιμη διαμονή σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλον τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ο Πάν ήταν γιος:
Η εμφάνιση του Πανός στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται να ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού.
Ο Πάν ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε τον χώρο του, δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή και περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με τον ποιμενικό του αυλό, την σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία, προκειμένου να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Οι ερωτικές περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης).
Χαρακτηριστικός, επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν", με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, να καταληφθούν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν).
Όπως είναι φυσικό, στην αρχή ο Πάν λατρευόταν στην Αρκαδία στο όρος που γεννήθηκε ως ποιμενικός και νόμιος δευτερεύων θεός, εξ ού και παλαιότερα η Αρκαδία λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, και μαντική. Επίσης στη θέση Μέλπεια εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα ειδώλια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., μάλλον υπό μορφή ταμάτων. Σταδιακά ο Πάν λατρεύτηκε και από τους αλιείς, εξ ου και η προσωνυμία "Πάν ο Ακτιος" ή "Πάν Άκτιος" και δημιουργήθηκαν παράλια ιερά, κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια της αρχαιότητας.
Όταν επίσης οι Αθηναίοι τόν θεώρησαν σημαντικό συντελεστή στη νίκη τους κατά των Περσών ο Πάν απέκτησε και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Έτσι, πολλά σπήλαια (άντρα) και λόφοι στην Αττική πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών είναι το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, ένα τρίτο στο Μαραθώνα και ένα τέταρτο στη Βάρη το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου". Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα, τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα, ένα εκ των οποίων είναι και το αναθηματικό ανάγλυφο που εκτίθεται στη Στοά του Αττάλου(της εικόνας).
Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στην περιοχή Αλίμου ήσαν τόποι αφιερωμένοι στον Πάνα. Επίσης ο Πάν λατρευόταν στην Αίγινα, στο Άργος, στη Ψυττάλεια, στη Σικυώνα, στη Τροιζήνα, στον Ωρωπό, στη Μεγαλόπολη, στο Κωρύκειο άντρο και κυρίως στην Πιάνα Αρκαδίας καθώς το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Στο τελευταίο χωριό υπάρχει και η σπηλιά του Πανός, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι ή, όπως χαρακτηριστικά μας ενημερώνουν και οι ταμπέλες, ένα "κατσικόδρομο" μέσω μιας διαδρομής απαράμιλλης ομορφιάς (η οποία ξεκινά από την πλατεία του χωριού) και να δει επάνω στο βράχο σχηματισμένη τη μορφή της θεότητας (κοιτάζοντας την είσοδο της σπηλιάς στο επάνω μέρος, διαγωνίως δεξιά).
Κατά το πρόσφατο παρελθόν η σπηλιά είχε χρησιμοποιηθεί από ντόπιους βοσκούς οι οποίοι έβρισκαν εκεί ένα καταφύγιο για να προστατευθούν οι ίδιοι και τα ζώα τους από την βροχή. Το μαύρο χρώμα, που ίσως κάνει εντύπωση στον επισκέπτη, στα τοιχώματα της σπηλιάς προέρχεται από τις φωτιές που άναβαν οι βοσκοί, για να ζεσταθούν το χειμώνα.
Λατρεία όμως του Πανός υπήρχε και εκτός τού ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην αιγυπτιακή πόλη Χέμμιν, την "Πανόπολη" των αρχαίων Ελλήνων, ο Πάν ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στην δε Ρώμη συνδυάστηκε με τον Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Λουπερκάλια. Επίσης στη ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί φιλόσοφοι αλλά και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ανήγαγαν τον Πάνα σε θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους τής αρχαιότητας ο Παν θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή. Έτσι, με την έλευση του Χριστιανισμού, η μορφή του Πανός αντί της ιδεατής μορφής της υπαίθριας ζωής υιοθετήθηκε μεν, αλλά διαστρεβλωμένη ως μορφή του διαβόλου της κόλασης.
Ο θεός Πάν κατέχει ιδιαίτερη σημαντική θέση στην τέχνη. Τα ιερά του δένδρα ήσαν η δρυς και η πίτυς (βελανιδιά και πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα (ο αυλός του) και η σφενδόνη. Στις θυσίες πού τού πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η αρχαία τέχνη τον απεικόνισε στις διάφορες ασχολίες του και σε ερωτικές σκηνές με τους Σατύρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων, ο Πάν κατέχει ιδιαίτερη θέση.
Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας έλαβαν τα θέματά τους από τον Πάνα, πως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις, μερικά των οποίων διασώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πανός που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της.
Στους νεότερους χρόνους ο Πάν συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση καλλιτεχνών όπως οι γλύπτες Φραγκαβίλα, Ροντέν και οι ζωγράφοι Ρομάνο, Ρούμπενς, Πουσέν και Πικάσο.
Ο Πάνας πλέον Θεός της Αρκαδίας περίπου 20 ετών, προστάτης των βοσκών και των γιδοπροβάτων εξερευνά την Αρκαδία για να γνωρίσει από κοντά τους ποιμένες του, μιας κι όπως ξέρουμε το φαΐ του ήταν να πίνει γάλα από τη μητέρα του Πιάνα Αμάλθεια τη κατσίκα.
Φτάνοντας λοιπόν στην Γορτυνία κοντά στο Λάδωνα ποταμό, συναντά μια νύμφη η οποία κυνηγούσε ένα ελάφι. Του ήρθε η επιθυμία να την γνωρίσει. Όταν τον αντιλήφθηκε ότι την κυνηγάει ο Πάνας, η Σύριγγα Νύμφη η οποία είχε ορκιστεί να μείνει παρθένα, κάλεσε τις Νύμφες αδερφές της να τη σώσουν.
Έτσι τη τελευταία στιγμή που πέρναγε το Λάδωνα ποταμό μες τις καλαμιές, έγινε κι αυτή καλαμιά αλλά ο Πάνας είχε προλάβει και την είχε πιάσει από τα μαλλιά, αλλά του έμειναν στα χέρια κάποια κομμάτια από καλάμια.
Έτσι όπως φυσούσε το αεράκι ακουγόταν μια απαλή μουσική από το θρόισμα των φύλλων. Τότε ο Πάνας έδεσε τα καλάμια από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο κι άρχισε να τα φυσάει, οπότε άρχιζε μια θεϊκή μουσική να βγαίνει απ’ τα καλάμια και από το πουθενά, εμφανίστηκαν οι Νύμφες να χορεύουν κυκλωτικό χορό, κρατώντας η μια την άλλη απ’ τα χέρια. Σταμάτησε ο Πάνας τη μουσική για να αρπάξει μια Νύμφη, αλλά αυτές εξαφανίστηκαν όπως εμφανίστηκαν. Οπότε ξαναφυσάει τα καλάμια κι έτσι ξαναπαρουσιάζονται οι Νύμφες να χορεύουν και να δοξάζουν τη Θεά Άρτεμη, για την προστασία που τους παρείχε. Κι αυτός ήταν ο μαγεμένος αυλός που είχε ο Πάνας όταν στη μοναξιά του τον φύσαγε και είχε για συντροφιά τις Νύμφες.
Τον αυλό του Πάνα τελικά τον είχαν οι ορεινοί ποιμένες οι οποίοι ένιωθαν μοναξιά την ώρα που έβοσκαν στα βουνά της Αρκαδίας, για συντροφιά. Αυτός ήταν ο μαγεμένος αυλός, δηλαδή η πρώτη φλογέρα που δημιουργήθηκε και το πρώτο πνευστό όργανο. Από εκεί δημιουργήθηκαν και όλα τα υπόλοιπα.
Το ιερατείο του δωδεκάθεου Ολύμπου έχρισαν τον Θεό Πάνα προστάτη των ποιμένων και των αμνοεριφίων. Η νεότερη εκκλησία κατάργησε τον Πάνα και έβαλε τον Θεό Μάμα προστάτη των ποιμένων και των αμνοεριφίων. Τον Άγιο Μάμα τον γιορτάζουμε στις 2 Σεπτεμβρίου.
Πηγή
Το όνομα Λόφος ΠΑΝΙ προέρχεται από τον αρχάιο ανθρωπόμορφο θέο Πάνα.Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε το χώρο του δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή όπου περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύρριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Επίσης ο Λόφος Πανί φιλοξενή και πολλούς αθλητικούς συλλόγους.Στέγαζει ένα γήπεδο ποδοσφαίρου 5x5,2 γήπεδα τεννις καθως και τρόπους διασκέδασεις για μικρότερα παιδιά.Ο Λόφος Πανί είναι και γνωστος από τα αρχάια χρόνια ως Λόφος Τρούμπαρι που μέρες μας υπερκαλύπτει την έκταση που κάλυπτε ο αρχαίος Δήμος Αλιμούντος, ο οποίος καταλέγεται όχι μόνο στους πρώτους δήμους του κράτους των Αθηνών, αλλά και τους πλέον μαγευτικούς, της εποχής εκείνης.
Το στίγμα του Αλίμου, η πατρίδα του μεγαλύτερου ιστορικού της αρχαιότητας του Θουκυδίδη, εντοπίζεται στα βάθη της προϊστορίας, όπου το 5.000 π. Χ. βρέθηκαν οικισμοί.
Στο Πανί σώζονται οικοδομικά λείψανα, όστρακα και εργαλεία από οψιδιανό από την προϊστορική περίοδο, καθώς κι ένας τοίχος της τελικής νεολιθικής εποχής κοντά στην κορυφή του λόφου. Επίσης σώζονται ίχνη -διόλου ευκαταφρόνητα- από αρχαίο λατομείο των κλασικών χρόνων, φυσικά σπηλαιώματα κι ένα υδρομαστευτικό πηγάδι.Τα όρια του αρχαιολογικού χώρου συμπίπτουν με εκείνα του θεσμοθετημένου χώρου πρασίνου.
Θεός Πάνας
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάν απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», ως προστάτης των κτηνοτρόφων, των κυνηγών, των αλιέων και των ποιμένων με μόνιμη διαμονή σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλον τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ο Πάν ήταν γιος:
- (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι την ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Και είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.
- (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέστη επίσης στον ουρανό σχηματίζουσα τη Μεγάλη Άρκτο.
- Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος, ή
- Του Ουρανού και της Γης, ή
- Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης, ή τέλος
- Του Απόλλωνα και της Οινόης.
Πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Πα = περιποιούμαι, φυλάσσω και εξ αυτού πάομαι και λατινικό pasco = βόσκω. Ο Μαξ Μύλλερ δίνει ερμηνεία εκ του σανσκριτικού «Παβάνα» (= άνεμος) για αυτό ο Πάνας φέρεται να συμβολίζει τον ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες.
Μύθοι
Η εμφάνιση του Πανός στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται να ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού.
Ο Πάν ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε τον χώρο του, δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή και περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με τον ποιμενικό του αυλό, την σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία, προκειμένου να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Οι ερωτικές περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης).
Χαρακτηριστικός, επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν", με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, να καταληφθούν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν).
Λατρεία και ιερά
Όταν επίσης οι Αθηναίοι τόν θεώρησαν σημαντικό συντελεστή στη νίκη τους κατά των Περσών ο Πάν απέκτησε και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Έτσι, πολλά σπήλαια (άντρα) και λόφοι στην Αττική πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών είναι το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, ένα τρίτο στο Μαραθώνα και ένα τέταρτο στη Βάρη το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου". Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα, τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα, ένα εκ των οποίων είναι και το αναθηματικό ανάγλυφο που εκτίθεται στη Στοά του Αττάλου(της εικόνας).
Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στην περιοχή Αλίμου ήσαν τόποι αφιερωμένοι στον Πάνα. Επίσης ο Πάν λατρευόταν στην Αίγινα, στο Άργος, στη Ψυττάλεια, στη Σικυώνα, στη Τροιζήνα, στον Ωρωπό, στη Μεγαλόπολη, στο Κωρύκειο άντρο και κυρίως στην Πιάνα Αρκαδίας καθώς το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Στο τελευταίο χωριό υπάρχει και η σπηλιά του Πανός, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι ή, όπως χαρακτηριστικά μας ενημερώνουν και οι ταμπέλες, ένα "κατσικόδρομο" μέσω μιας διαδρομής απαράμιλλης ομορφιάς (η οποία ξεκινά από την πλατεία του χωριού) και να δει επάνω στο βράχο σχηματισμένη τη μορφή της θεότητας (κοιτάζοντας την είσοδο της σπηλιάς στο επάνω μέρος, διαγωνίως δεξιά).
Κατά το πρόσφατο παρελθόν η σπηλιά είχε χρησιμοποιηθεί από ντόπιους βοσκούς οι οποίοι έβρισκαν εκεί ένα καταφύγιο για να προστατευθούν οι ίδιοι και τα ζώα τους από την βροχή. Το μαύρο χρώμα, που ίσως κάνει εντύπωση στον επισκέπτη, στα τοιχώματα της σπηλιάς προέρχεται από τις φωτιές που άναβαν οι βοσκοί, για να ζεσταθούν το χειμώνα.
Λατρεία όμως του Πανός υπήρχε και εκτός τού ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην αιγυπτιακή πόλη Χέμμιν, την "Πανόπολη" των αρχαίων Ελλήνων, ο Πάν ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στην δε Ρώμη συνδυάστηκε με τον Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Λουπερκάλια. Επίσης στη ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί φιλόσοφοι αλλά και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ανήγαγαν τον Πάνα σε θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους τής αρχαιότητας ο Παν θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή. Έτσι, με την έλευση του Χριστιανισμού, η μορφή του Πανός αντί της ιδεατής μορφής της υπαίθριας ζωής υιοθετήθηκε μεν, αλλά διαστρεβλωμένη ως μορφή του διαβόλου της κόλασης.
Ο Πάν στην τέχνη
Ο θεός Πάν κατέχει ιδιαίτερη σημαντική θέση στην τέχνη. Τα ιερά του δένδρα ήσαν η δρυς και η πίτυς (βελανιδιά και πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα (ο αυλός του) και η σφενδόνη. Στις θυσίες πού τού πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η αρχαία τέχνη τον απεικόνισε στις διάφορες ασχολίες του και σε ερωτικές σκηνές με τους Σατύρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων, ο Πάν κατέχει ιδιαίτερη θέση.
Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας έλαβαν τα θέματά τους από τον Πάνα, πως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις, μερικά των οποίων διασώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πανός που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της.
Στους νεότερους χρόνους ο Πάν συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση καλλιτεχνών όπως οι γλύπτες Φραγκαβίλα, Ροντέν και οι ζωγράφοι Ρομάνο, Ρούμπενς, Πουσέν και Πικάσο.
Σύριγγα
Ο Πάνας πλέον Θεός της Αρκαδίας περίπου 20 ετών, προστάτης των βοσκών και των γιδοπροβάτων εξερευνά την Αρκαδία για να γνωρίσει από κοντά τους ποιμένες του, μιας κι όπως ξέρουμε το φαΐ του ήταν να πίνει γάλα από τη μητέρα του Πιάνα Αμάλθεια τη κατσίκα.
Φτάνοντας λοιπόν στην Γορτυνία κοντά στο Λάδωνα ποταμό, συναντά μια νύμφη η οποία κυνηγούσε ένα ελάφι. Του ήρθε η επιθυμία να την γνωρίσει. Όταν τον αντιλήφθηκε ότι την κυνηγάει ο Πάνας, η Σύριγγα Νύμφη η οποία είχε ορκιστεί να μείνει παρθένα, κάλεσε τις Νύμφες αδερφές της να τη σώσουν.
Έτσι τη τελευταία στιγμή που πέρναγε το Λάδωνα ποταμό μες τις καλαμιές, έγινε κι αυτή καλαμιά αλλά ο Πάνας είχε προλάβει και την είχε πιάσει από τα μαλλιά, αλλά του έμειναν στα χέρια κάποια κομμάτια από καλάμια.
Έτσι όπως φυσούσε το αεράκι ακουγόταν μια απαλή μουσική από το θρόισμα των φύλλων. Τότε ο Πάνας έδεσε τα καλάμια από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο κι άρχισε να τα φυσάει, οπότε άρχιζε μια θεϊκή μουσική να βγαίνει απ’ τα καλάμια και από το πουθενά, εμφανίστηκαν οι Νύμφες να χορεύουν κυκλωτικό χορό, κρατώντας η μια την άλλη απ’ τα χέρια. Σταμάτησε ο Πάνας τη μουσική για να αρπάξει μια Νύμφη, αλλά αυτές εξαφανίστηκαν όπως εμφανίστηκαν. Οπότε ξαναφυσάει τα καλάμια κι έτσι ξαναπαρουσιάζονται οι Νύμφες να χορεύουν και να δοξάζουν τη Θεά Άρτεμη, για την προστασία που τους παρείχε. Κι αυτός ήταν ο μαγεμένος αυλός που είχε ο Πάνας όταν στη μοναξιά του τον φύσαγε και είχε για συντροφιά τις Νύμφες.
Τον αυλό του Πάνα τελικά τον είχαν οι ορεινοί ποιμένες οι οποίοι ένιωθαν μοναξιά την ώρα που έβοσκαν στα βουνά της Αρκαδίας, για συντροφιά. Αυτός ήταν ο μαγεμένος αυλός, δηλαδή η πρώτη φλογέρα που δημιουργήθηκε και το πρώτο πνευστό όργανο. Από εκεί δημιουργήθηκαν και όλα τα υπόλοιπα.
Το ιερατείο του δωδεκάθεου Ολύμπου έχρισαν τον Θεό Πάνα προστάτη των ποιμένων και των αμνοεριφίων. Η νεότερη εκκλησία κατάργησε τον Πάνα και έβαλε τον Θεό Μάμα προστάτη των ποιμένων και των αμνοεριφίων. Τον Άγιο Μάμα τον γιορτάζουμε στις 2 Σεπτεμβρίου.
Πηγή