Για την αρχαία ιστορία της Σπάρτης βασιζόμαστε σε μερικούς μύθους. Η παράδοση αναφέρει ότι ιδρύθηκε από τον Λακεδαίμονα, τον γιο του Δία και της Ταϋγέτης, ο οποίος παντρεύτηκε την Σπάρτη, την κόρη του Ευρώτα.
Από τον Όμηρο γνωρίζουμε επίσης ότι η “κοίλη Λακεδαίμων“, η περιοχή μεταξύ του όρους Ταΰγετος και Πάρνωνα, που διασχίζεται από τον Ευρώτα ποταμό, είχε βασιλιά τον Μενέλαος και Ελένη, 520 π.Χ., Αττική αμφοράΜενέλαο, τον μικρότερο αδελφό του Αγαμέμνονα και σύζυγο της ωραίας Ελένης, την οποία απήγαγε ο Πάρις στην Τροία αρχίζοντας έτσι τον μακροχρόνιο ,οδυνηρό και φημισμένο πόλεμο.
Γύρω στα 1200 π.Χ., με τον γάμο της κόρης του Μενέλαου Ερμιόνης και με τον γιο του Αγαμέμνονα Ορέστη, τα βασίλεια του Άργους και της Σπάρτης ενώθηκαν. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές πιστοποιούν, ότι σε αυτά τα χρόνια, αντίθετα με την μετέπειτα Σπάρτη, ένας πλούσιος πολιτισμός είχε αναπτυχθεί εδώ.
Γύρω στα 1100 π.Χ., οι Δωριείς ήλθαν και κατέλαβαν την περιοχή (η Αρχαιολογία αντίθετα πιστεύει ότι οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν το 950 π.Χ.).
Η παράδοση αναφέρει, ότι 80 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, οι Ηρακλήδες αδελφοί, απόγονοι του ήρωα Ηρακλή, Κρεσφόντης, Τέμενος και Αριστόδημος προσπάθησαν να καταλάβουν την Πελοπόννησο.
Ο Αριστόδημος πέθανε στην Ναύπακτο, χτυπημένος από κεραυνό, αφήνοντας πίσω του τα δίδυμα παιδιά του, Ευρυσθένη και Πρόκλη. Τα αδέλφια του, πέρασαν τον κόλπο και αποβιβάστηκαν στην Αχαΐα, όπου και πολέμησαν νικώντας τον άρχοντα της Πελοποννήσου, Τισαμένη . Όταν η Δωρική φάλαγγα έφθασε στην περιοχή της Λακωνίας και Μεσσηνίας, επικεφαλής ήταν ο Κρεσφόντης, ο οποίος κατοίκησε την εύφορη πεδιάδα της Πάμεσου. Υπήρχε όμως μία συνεχής διαφωνία μεταξύ των αρχηγών Κρεσφόντη και Θήρα, για την μοιρασιά της περιοχής.
Ο Θήρας, αδελφός της γυναίκας του Αριστόδημου και κηδεμόνας στα δίδυμα παιδιά της, μετά τον θάνατο του άνδρα της, ήθελε να πάρει την εύφορη Μεσσηνία, αλλά ο Κρεσφόντης και αδελφός του Τέμενος τον ξεγέλασαν. Κανόνισαν να ρίξουν στο νερό δύο μικρά κεραμίδια, με τα ονόματα του Κρεσφόντη και του Θήρα γραμμένα στο καθένα από αυτά και εκείνου που θα επέπλεε στην επιφάνεια, θα έπαιρνε την Μεσσηνία, ο δε άλλος την Λακωνία.
Το κεραμίδι του Κρεσφόντη είχε ψηθεί στην φωτιά, ενώ του Θήρα στον ήλιο και όταν τα έριξαν στο νερό, το κεραμίδι του Θήρα βυθίσθηκε και του Κρεσφόντη επέπλευσε, παίρνοντας έτσι την Μεσσηνία.
Κατά την διάρκεια της ιστορίας της Σπάρτης, το οικιστικό κέντρο στην πλούσια πεδιάδα του Ευρώτα άλλαξε πολλές φορές, αλλά η Δωρική πόλη η οποία αποτελείτο από πέντε χωριά, ήταν στην περιοχή της σημερινής Σπάρτης. Γνωρίζουμε μόνο τα ονόματα των τεσσάρων χωριών, Πιτάνη, Λίμναι, Μεσόα, Κινόσουρα. Το πέμπτο ήταν πιθανόν η συγχώνευση των χωριών Πιλάνη, Σελάσια, Αιγίτιδα, Φάροι, Αμίκλαι, τα οποία η Σπάρτη κατέκτησε αργότερα.
Η Σπάρτη κατά την διάρκεια του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. ήταν ανοιχτή στους ξένους. Είχε καλές σχέσεις με την Σάμο, η οποία την βοήθησε στον πόλεμο με την Μεσσηνία και επίσης με την Κύπρο, Ρόδο, Κυρήνη, κλπ. Ήταν μία ιδιαίτερα πολιτισμένη πόλη, με τους δικούς της αρχιτέκτονες, οι οποίοι έκτισαν το φημισμένο ορειχάλκινο ναό της Αθηνάς.
Οι τέχνες είχαν αναπτυχθεί και ήταν πολλοί οι φημισμένοι γλύπτες σε ξύλο, αγγειοπλάστες, τεχνίτες μετάλλων, υφαντοποιοί, δερματοποιοί, μεταξύ αυτών ξένοι. Οι Σπαρτιάτες μουσικοί, χορευτές και τραγουδιστές ήταν ξακουστοί. Ήταν επίσης φημισμένη για την πορφυρή βαφή των υφασμάτων.
Από το 720 π.Χ. έως το 576 π.Χ., είχε 46 ολυμπιονίκες από σύνολο 81 νικητών. Αλλά κατά τον 6ον αιώνα π.Χ., οι τέχνες άρχισαν να παρακμάζουν. Οι νόμοι του Λυκούργου σταδιακά αποστράγγισαν την Σπάρτη.
Ο Λυκούργος ήταν γιος του βασιλιά Εύμενου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο μεγαλύτερος αδελφός του, Πολυδέκτης, ανέβηκε στον θρόνο. Λίγο αργότερα πέθανε και αυτός, και ο Λυκούργος έγινε βασιλιάς. Η χήρα του αδελφού του, μία φιλόδοξη και αδίστακτη γυναίκα, του πρότεινε να την παντρευτεί και να σκοτώσει το αγέννητο παιδί της.
Ο Λυκούργος ξέροντας τον χαρακτήρα της και φοβούμενος για την ζωή του παιδιού, προσποιήθηκε ότι δέχεται την προσφορά. Της είπε να φέρει στον κόσμο το παιδί και θα το εξαφάνιζε μόλις θα γεννιόταν. Αλλά όταν ήλθε ο τοκετός, πήρε το νεογέννητο στην Αγορά, και τον ανέδειξε βασιλιά της Σπάρτης, δίνοντας του το όνομα Χαρίλαος (χαρά του λαού). Όταν η χήρα έμαθε τι έγινε, άρχισε να δολοπλοκεί εναντίον του Λυκούργου, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει από την Σπάρτη για να αποφύγει την αιματοχυσία.
Πήγε πρώτα στην Κρήτη και από εκεί στην Ασία, την Αίγυπτο και αργότερα στην Λιβύη, Ισπανία και Ινδία. Στην κάθε χώρα που επισκέφθηκε, σπούδασε τον πολιτισμό της, την ιστορία της και το σύνταγμα της.
Μετά από πολλά χρόνια, ο Λυκούργος επέστρεψε στην Ελλάδα και επισκέφθηκε τους Δελφούς για να ρωτήσει το μαντείο, εάν οι νόμοι που είχε σχεδιάσει να εφαρμόσει στην Σπάρτη ήταν σωστοί και έλαβε την συγκατάθεση του με την απάντηση, ότι “ήταν περισσότερο Θεός παρά άνθρωπος“. Τότε γύρισε πίσω στο σπίτι του και βρήκε τον ανιψιό του Χαρίλαο, έφηβο πλέον και βασιλιά της Σπάρτης.
Για να πείσει τους Σπαρτιάτες να δεχθούν τους νόμους του, οι οποίοι απαιτούσαν μεγάλες θυσίες, ανέθρεψε δύο μικρά σκυλάκια, το ένα μέσα στο σπίτι με διάφορες τροφές και το άλλο έξω στο κυνήγι. Τότε κάλεσε τον λαό και τους έδειξε ότι το αγύμναστο σκυλί ήταν τελείως ανίκανο.
Αλλά εάν ο Λυκούργος επέτυχε να πείσει τους πτωχούς, δεν τα κατάφερε και με τους πλούσιους, οι οποίοι έκαναν τα πάντα για να τον εμποδίσουν.
Ένας νεαρός, ονόματι Άλκανδρος, προσπάθησε να τον χτυπήσει με την ράβδο του στην αγορά, αλλά όταν ο Λυκούργος γύρισε το κεφάλι του, το ραβδί τον χτύπησε στο μάτι και του το έβγαλε. Ο Λυκούργος δεν τον πέρασε από δίκη, αλλά τον πήρε σαν ακόλουθο, δίνοντας του την ευκαιρία να γνωρίσει τον χαρακτήρα του. Πράγματι ο Άλκανδρος έγινε αργότερα αφοσιωμένος μαθητής του.
Όταν οι νόμοι του έγιναν δεκτοί, έβαλε τους Σπαρτιάτες να ορκισθούν, ότι δεν θα τους αλλάξουν μέχρις ότου γυρίσει και έφυγε.
Δεν επέστρεψε ξανά, κάνοντας σίγουρο ότι οι νόμοι του δεν θα αλλάξουν. Πέθανε στους Δελφούς και σύμφωνα με άλλους στην Κρήτη και λέγεται ότι πριν πεθάνει ζήτησε να καεί το σώμα του και οι στάχτη του να σκορπιστεί στον άνεμο. Ο Λυκούργος έτσι δεν επέτρεψε ούτε το σώμα του να γυρίσει στην Σπάρτη.
Οι σκληρές μάχες των Μεσσηνιακών πολέμων δεν θα είχαν κερδισθεί χωρίς την νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία περισσότερο από όλα στόχευε στην πειθαρχία και στην σκληραγωγία των πολιτών.
Σύμφωνα με την ρήτρα την οποία έφερε από τους Δελφούς, η Γερουσία της Σπάρτης αποτελείτο από είκοσι οκτώ άνδρες ηλικίας άνω των εξήντα ετών, εκλεγμένους εφ’ όρου ζωής και από δύο βασιλείς.( Εκατό χρόνια αργότερα, όταν η Γερουσία έγινε τυραννική, διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από πέντε Εφόρους.)
Επίσης κανόνισε για περιοδικές συγκεντρώσεις των Σπαρτιατών (Απέλλα), που είχαν ηλικία άνω των τριάντα ετών, στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Κνάκιον και της γέφυρας Μπάμπικα, αν και δεν ψήφιζαν ούτε τους επιτρεπόταν να συζητούν τα θέματα, αλλά μόνο να τα αποδέχονται ή να τα απορρίπτουν δια βοής.
Ο Λυκούργος, για να αποφύγει τις διαμάχες στην πόλη, κατάφερε να πείσει τους κατοίκους να δώσουν την κτηματική περιουσία τους, την οποία μοίρασε σε ίσα μερίδια. Επίσης έδωσε ίσα μερίδια γης και στους Περίοικους.
Με άλλους νόμους, απαγόρευσε την χρήση χρυσού και ασημιού και στην θέση τους χρησιμοποίησε σιδερένιο νόμισμα, πολύ βαρύ και πολύ μικρής αξίας. Επίσης απαγόρευσε στους Σπαρτιάτες να φτιάχνουν τα σπίτια τους με άλλα εργαλεία εκτός από το τσεκούρι και το πριόνι.
Οι άγραφοι νόμοι του Λυκούργου, πάνω από όλα είχαν στόχο την ευνομία, αλλά συγχρόνως είχαν και το σπέρμα της επιθετικότητας. Σε μια περίοδο ολίγων ετών μετά την εφαρμογή τους, η Σπάρτη κατέκτησε σχεδόν όλη την Λακωνία. Η εξέχουσα πόλη των Αμυκλών της οποίας ο πληθυσμός πολύ πιθανόν αποτελείτο από Αχαιούς, μετά από σθεναρά πολιορκία κατελήφθη γύρω στα 750 π.Χ., αλλά οι πολίτες της έτυχαν καλής μεταχειρίσεως.
Οι αιτίες της έναρξης των Μεσσηνιακών πολέμων, όπως ο Παυσανίας αναφέρει, υπήρξαν δύο γεγονότα, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πραγματική αιτία ήταν η πλούσια και εύφορη πεδιάδα της Μεσσηνίας, την οποία η Σπάρτη ήθελε να καταλάβει.
Το πρώτο γεγονός έλαβε μέρος στα σύνορα της Λακωνίας και της Μεσσηνίας, εκεί όπου υπήρχε ο ναός της Αρτέμιδος Λιμναίας, την οποία λάτρευαν οι Σπαρτιάτες καθώς και οι Μεσσήνιοι. Κατά την διάρκεια τελετής και ενώ χόρευαν οι κοπέλες της Σπάρτης, οι Μεσσήνιοι όρμησαν και τις έπιασαν. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Τέλεκλος, ο οποίος προσπάθησε να τους εμποδίσει, σκοτώθηκε. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οι γυναίκες αυτοκτόνησαν.
Αλλά κατά την εκδοχή των Μεσσηνίων, ο βασιλιάς Τέλεκλος είχε μεταμφιέσει άνδρες σε γυναίκες, με κρυμμένα ξίφη κάτω από τα ρούχα τους. Όταν ανακαλύφθηκε το γεγονός, οι Μεσσήνιοι κατόπιν μάχης σκότωσαν τον Τέλεκλο. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος δεν άρχισε αμέσως μετά από αυτό το επεισόδιο.
Το δεύτερο γεγονός συνέβη με τον Σπαρτιάτη Εύφαινο και τον Μεσσήνιο Πολυχάρη, έναν διακεκριμένο πολίτη και Ολυμπιονίκη στο Στάδιο το 764 π.Χ. Ο Εύφαινος, που είχε αναλάβει την διατροφή των αγελάδων του Πολυχάρη, τις πούλησε και αργότερα δολοφόνησε τον γιο του, όταν του ζήτησε εξηγήσεις. Ο Πολυχάρης, που δεν μπόρεσε να βρει δικαιοσύνη στην Σπάρτη, άρχισε να σκοτώνει κάθε Λακεδαιμόνιο που περνούσε τα σύνορα.
Μετά αυτά τα συμβάντα, οι Σπαρτιάτες απαίτησαν από τους Μεσσηνίους να τους παραδώσουν τον Πολυχάρη, αλλά ματαίως και έτσι άρχισε ο πόλεμος.
Ο Αλκαμένης, γιος του βασιλιά Τέλεκλου της Σπάρτης, κατά την διάρκεια μιας σκοτεινής νύχτας, αιφνιδίασε τους Μεσσηνίους και μπαίνοντας στην πόλη της Αμφείας, σκότωσε τους κατοίκους. Από την Αμφεία οι Σπαρτιάτες έκαναν συνεχείς επιδρομές στις γειτονικές πόλεις, αλλά δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν καμία άλλη.
Ο βασιλιάς της Μεσσηνίας Ευφαές, τους πολέμησε με σθένος, αλλά μετά από τέσσερα χρόνια δεν υπήρξε καμία πρόοδος και από τις δύο πλευρές. Τον πέμπτο χρόνο έγινε μία μεγάλη μάχη, επίσης χωρίς αποτέλεσμα και έτσι οι Μεσσήνιοι μετά από αυτά αποσύρθηκαν στο οχυρωμένο βουνό της Ιθώμης.
Στο μεταξύ έπεσε επιδημία στην Μεσσηνία, αποδεκατίζοντας πολλούς από τους κατοίκους και οι Μεσσήνιοι στην απελπισία τους έστειλαν τον πολίτη Τέση στους Δελφούς, για να μάθουν την πορεία των πραγμάτων. Το μαντείο τους είπε να θυσιάσουν μία κόρη από την οικογένεια των Απετιδών δια κλήρου.
Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του Λυκίσκου, ο οποίος αρνήθηκε να υπακούσει και έφυγε στην Σπάρτη. Τότε ένας εξέχων πολίτης, ονόματι Αριστόδημος, πρόσφερε την κόρη του, αλλά ο νέος που την αγαπούσε δήλωσε ότι η κοπέλα περίμενε το παιδί του. Ο Αριστόδημος σκότωσε την κόρη του, άνοιξε το σώμα της και έδειξε σε όλους ότι αυτό ήταν ψέμα. Μετά την θυσία, οι Μεσσήνιοι πήραν κουράγιο και επετέθησαν στους απογοητευμένους Σπαρτιάτες, οι οποίοι για έξη χρόνια ανέβαλαν κάθε επιδρομή.
Κατά την διάρκεια του δέκατου τρίτου χρόνου του πολέμου, ο βασιλιάς της Σπάρτης Θεόπομπος βάδισε εναντίον της Ιθώμης και άλλη μία μάχη έλαβε μέρος, αλλά ξανά χωρίς νικητή. Όταν ο βασιλιάς Ευφαές σκοτώθηκε στην μάχη, ο Αριστόδημος πήρε την αρχηγία.
Πέντε χρόνια αργότερα μία άλλη μάχη έλαβε μέρος, στην οποία η Κόρινθος ήταν σύμμαχος των Σπαρτιατών, ενώ οι Αρκάδιοι και οι Σικυώνιοι προσχώρησαν στους Μεσσηνίους. Ο βασιλιάς Αριστόδημος κέρδισε ολοκληρωτικά αυτή την μάχη και οι Σπαρτιάτες αποσύρθηκαν στις περιοχές τους.
Αργότερα όμως τα πράγματα άλλαξαν και πήραν τροπή ενάντια των Μεσσηνίων. Ο Αριστόδημος, μετά από ένα όνειρο, στο οποίο παρουσιάστηκε η κόρη του δείχνοντας του τις πληγές της, αυτοκτόνησε πάνω στον τάφο της. Λίγο μετά και κατά την διάρκεια του εικοστού χρόνου του πολέμου, οι Μεσσήνιοι εγκατέλειψαν την Ιθώμη, την οποία κατέστρεψαν ολοσχερώς οι Σπαρτιάτες.
Οι ηττημένοι Μεσσήνιοι τιμωρήθηκαν αυστηρά και υποχρεώθηκαν να πάρουν όρκο, ότι δεν θα επαναστατήσουν πάλι και ότι θα δίνουν στην Σπάρτη τα μισά από τα αγροτικά τους προϊόντα. Πολλές οικογένειες έφυγαν για την Αρκαδία, οι δε ιερείς στην Ελευσίνα. Αυτοί οι οποίοι έμειναν στην χώρα έγιναν είλωτες. Αυτό ήταν το τέλος του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου.
Μετά την προσάρτηση της Μεσσηνίας (708 π.Χ.), η Σπάρτη ίδρυσε αποικία στο Τάρεντουμ της Νότιας Ιταλίας και φαίνεται ότι το κίνητρο ήταν πολιτικό. Μία ομάδα Σπαρτιατών, αποκαλούμενοι Παρθένιοι (παιδιά από ανύπαντρες μητέρες) και οι οποίοι δεν αναγνωρίζονταν ως πολίτες, επαναστάτησαν και η Σπάρτη θεώρησε αναγκαίο ότι η καλύτερη λύση ήταν να τους απομακρύνει.
Μερικά χρόνια αργότερα οι Μεσσήνιοι επαναστάτησαν και ο αρχηγός τους Αριστομένης με τολμηρότητα μπήκε στην πόλη της Σπάρτης κατά την διάρκεια της νύχτας και αφιέρωσε μία ασπίδα στον ναό της Αθηνάς.
Ο Τυρταίος, ήταν αρχαίος Έλληνας ελεγειακός ποιητής, γιος του Αρχεμβρότου, καταγόμενος από τις Αφιδνές της Λακεδαίμονος (σημερινό Δαφνί ) και όχι από τις Αφιδνές της Αττικής και έζησε τον 7ο αιώνα ΠΚΕ, ως σύγχρονος ή λίγο παλαιότερος των επτά σοφών της αρχαιότητας.
Ο Τυρταίος με τα ποιήματα του, εμψύχωσε τους Σπαρτιάτες και τους βοήθησε να κερδίσουν τον πόλεμο.
Κατά την διάρκεια του πολέμου, ο αρχηγός των Μεσσηνίων Αριστομένης έγινε μεγάλος ήρωας, και πολλές ιστορίες μιλούν γι’ αυτόν. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αριστομένης θυσίασε τρεις φορές στον Δία Ιθωμάτη, τα επονομαζόμενα Εκατοφόνια, επιφυλασσόμενα μόνο για εκείνο τον πολεμιστή, που είχε σκοτώσει με τα ίδια τα χέρια του εκατό από τους εχθρούς του. Τρεις φορές αιχμαλωτίστηκε από τους Σπαρτιάτες, αλλά και τις τρεις κατόρθωσε να δραπετεύσει.
Η τελευταία του αιχμαλωσία συνέβη σε μία μάχη, με πολλούς Σπαρτιάτες στην οποία είχε πληγωθεί σε όλο του το σώμα, αλλά συνέχιζε να μάχεται, ώσπου μία πέτρα τον βρήκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού και έπεσε κάτω. Τον έπιασαν αιχμάλωτο μαζί με άλλους πενήντα και για τιμωρία, τους έριξαν στην βαθιά χαράδρα του Καιάδα, που ήταν στο βουνό Ταΰγετος.
Όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν, αλλά ο Αριστομένης έπεσε πάνω στα φτερά ενός αετού και σώθηκε. Όταν αναλογίστηκε ότι δεν υπήρχε τρόπος να βγει από αυτήν την άβυσσο, ξάπλωσε κάτω και καλύπτοντας το σώμα με τον μανδύα του, περίμενε να πεθάνει.
Τρεις μέρες αργότερα και κατά την διάρκεια της νύχτας άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο και στο σκοτάδι διέκρινε μία αλεπού να τρώγει στα πτώματα. Κατάφερε να πιάσει την αλεπού από την ουρά και οδηγούμενος από αυτήν σε μία μικρή τρύπα, την άνοιξε περισσότερο και πέρασε έξω από την χαράδρα.
Αμέσως πήγε στην πόλη της Ήρας, η οποία επολιορκείτο από τους Σπαρτιάτες. Περνώντας μέσα από το στρατόπεδο τους, σκότωσε πολλούς από αυτούς στον ύπνο τους και λεηλάτησε τις σκηνές των στρατηγών.
Αργότερα, κατά την διάρκεια μιας θυελλώδους νύχτας και με την βοήθεια ενός πληροφοριοδότη, οι Σπαρτιάτες μπήκαν στην Ήρα. Έγινε σκληρή μάχη, στην οποία οι Μεσσήνιοι αγωνίσθηκαν απελπισμένα, οι γυναίκες επίσης, ρίχνοντας κεραμίδια στους Σπαρτιάτες στρατιώτες, αλλά στο τέλος νικήθηκαν.
Ο Αριστομένης μαζί με πολλούς άλλους κατάφεραν να σπάσουν την Σπαρτιατική γραμμή και παίρνοντας τα γυναικόπαιδα πήγαν στην Αρκαδία. Αμέσως διάλεξε πεντακόσιους άνδρες εθελοντές και με την βοήθεια τριακοσίων Αρκάδων, αποφάσισε να καταλάβει την πόλη της Σπάρτης αιφνιδιαστικά, τώρα που ο στρατός της έλλειπε.
Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν όταν ανακάλυψαν, ότι ο βασιλιάς της Αρκαδίας Αριστοκράτης, είχε στείλει αγγελιοφόρο στους Εφόρους, πληροφορώντας τους για το σχέδιο. Ο προδότης βασιλιάς σκοτώθηκε στην πλατεία της πόλης από τον Αρκαδικό λαό με πέτρες και το πτώμα του το πέταξαν έξω από τα σύνορα της Αρκαδίας.
Μετά από αυτά οι Μεσσήνιοι έφυγαν για την Κυλλήνη και από εκεί στην Κάτω Ιταλία όπου και ίδρυσαν την νέα πόλη της Μεσσήνης. Ο Αριστομένης δεν τους ακολούθησε και πήγε στην Ρόδο στον αδελφό του, όπου και πέθανε από πίκρα. Οι Μεσσήνιοι που έμειναν, έγιναν είλωτες και έτσι τελείωσε και ο δεύτερος Μεσσηνιακός πόλεμος.
Ο πόλεμος των εξακοσίων
Γύρω στο 720 π.Χ., ο Σπαρτιατικός στρατός υπό την αρχηγία του βασιλέως Νίκανδρου και με την βοήθεια της πόλεως Ασίνης, λεηλάτησε την Αργολίδα. Οι Αργείοι δεν το λησμόνησαν και λίγο αργότερα πήραν εκδίκηση, καταστρέφοντας ολοσχερώς την Ασίνη.
Με την σειρά τους οι Σπαρτιάτες υπέταξαν την Κυνουρία, η οποία ήταν υπό την κηδεμονία του Άργους.
Το 547 π.Χ., οι Αργείοι προσπάθησαν να επανακτήσουν την περιοχή, αλλά αντί για ολοκληρωτική μάχη συμφώνησαν με τους Λακεδαιμονίους, να κριθεί το αποτέλεσμα του πολέμου και η κατοχή της Κυνουρίας, με την αναμέτρηση τριακόσιων ανδρών από την κάθε πλευρά. Η σύγκρουσης των εξακοσίων ανδρών ήταν τόσο βίαιη, ώστε μόνο δύο Αργείοι οπλίτες επέζησαν και ένας πληγωμένος Σπαρτιάτης.
Οι δύο Αργείοι οπλίτες, Αλκήνωρ και Χρόμιος, έφυγαν για να μεταφέρουν τα νέα της νίκης τους στο Άργος, αλλά ο Σπαρτιάτης Οθριάδης κατάφερε να συγκεντρώσει την λεία από τα σώματα των νεκρών του εχθρού και κατόπιν αυτοκτόνησε, μη θέλοντας να γυρίσει στην Σπάρτη μόνον αυτός. Και οι δύο πλευρές διεκδίκησαν την νίκη και γι’ αυτό λίγο αργότερα μία άλλη μάχη έλαβε μέρος, στην οποία οι Αργείοι ηττήθηκαν.
Οι Σπαρτιάτες επεχείρησαν αρκετές εκστρατείες εναντίον της Αρκαδίας και μετά από μακρά διαμάχη κατάφεραν να καταλάβουν το νότιο τμήμα της. Αλλά δεν είχαν την ίδια επιτυχία στον πόλεμο με την πόλη της Τεγέας. Έχαναν την μια μάχη μετά την άλλη και κατά την βασιλεία των Σπαρτιατών βασιλέων Λέοντος και Αγασικλή (580 π.Χ.), είχαν φέρει αλυσίδες για να αλυσοδέσουν τους Τεγεάτες. Αλλά απέτυχαν, χάνοντας ολοκληρωτικά την μάχη και τους στρατιώτες οι Αργείοι τους αλυσόδεσαν με τις ίδιες αλυσίδες, που είχαν οι ίδιοι φέρει.
Οι Σπαρτιάτες στην απόγνωση τους ζήτησαν την βοήθεια του μαντείου των Δελφών, το οποίο τους συμβούλευσε να πάρουν τα οστά του Ορέστη (γιου του Αγαμέμνονα). Το μαντείο ακόμη τους υπέδειξε που να βρουν τα οστά του ήρωα στην Τεγέα και οι Σπαρτιάτες με μια επιδέξια επιχείρηση κατάφεραν να τα μεταφέρουν στην Σπάρτη. Όταν συνέβη αυτό, η τύχη του πολέμου γύρισε με το μέρος τους και οι υπερήφανοι Τεγεάτες έχασαν κάθε μάχη. Τελικά παραδέχτηκαν την υπεροχή της Σπάρτης, αλλά δεν υποδουλώθηκαν και συνέχισαν να είναι κύριοι της πόλης τους, ως εξαρτώμενοι σύμμαχοι.
Ο Κλεομένης ανέβηκε στον θρόνο της Σπάρτης, γύρω στο 520 π.Χ. Σε μία διαμάχη μεταξύ του Κλεισθένη των Αθηνών και του Ισαγόρα, προσκαλέστηκε από τον Ισαγόρα, να τον βοηθήσει. Πράγματι ο Κλεομένης, ανάγκασε τον Κλεισθένη και την οικογένεια του να φύγουν από την πόλη, αλλά όταν εξόρισε πεντακόσιες οικογένειες και προσπάθησε να αλλάξει το πολίτευμα, οι Αθηναίοι επαναστάτησαν και τον απέκλεισαν στην Ακρόπολη.
Μετά από αυτό το γεγονός, ο Κλεομένης παραδόθηκε και έφυγε από την Αττική. Λίγο αργότερα συγκέντρωσε στρατό από την Σπάρτη και τους συμμάχους της και βάδισε εναντίον της Αθήνας, χωρίς όμως να φανερώσει το λόγο της εκστρατείας, ότι ήθελε να εγκαταστήσει τον Ισαγόρα τύραννο των Αθηνών.
Αλλά όταν ο στρατός μπήκε στην Αττική, οι Κορίνθιοι μαθαίνοντας τον λόγο της εκστρατείας, απεχώρησαν. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης, Δημάρατος, ο οποίος ήταν και αυτός στην εκστρατεία αρνήθηκε να συνεχίσει και επέστρεψε πίσω και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε.
Αυτό έδωσε την ευκαιρία στην Αθήνα να επιτεθεί στους Θηβαίους και Χαλκιδείς, οι οποίοι λεηλατούσαν την Αττική, κατατροπώνοντας και τους δύο.
Στην Σπάρτη, μετά την διαμάχη των βασιλέων, ψηφίσθηκε καινούργιος νόμος που ανέφερε, ότι στο μέλλον μόνον ο ένας από τους δύο βασιλείς, θα αναλάμβανε μια εκστρατεία. Επίσης έκαναν σύγκλιση της Συμμαχίας και πρότειναν να επαναφέρουν τον Ιππία στην Αθήνα, ο οποίος ήταν φίλος της Σπάρτης και είχε έλθει από την Ασία για το συμβούλιο. Αλλά και πάλι οι Κορίνθιοι και άλλοι σύμμαχοι απέρριψαν το σχέδιο.
Γύρω στο 505 π.Χ., πόλεμος μεταξύ της Σπάρτης και του Άργους έλαβε μέρος, αλλά η αιτία είναι άγνωστη.
Το 499 π.Χ., ο ηγήτορας της Ιωνίας Αριστάγορας ήλθε στην Σπάρτη και ζήτησε την βοήθεια της στην επανάσταση εναντίον των Περσών. Ο Κλεομένης αρνήθηκε και τον διέταξε να φύγει από την πόλη.
Αργότερα ο Κλεομένης βάδισε εναντίον του Άργους, αλλά απέτυχε να πάρει την πόλη. Τότε ζήτησε πλοία από την Σικυώνα και την Αίγινα, οι οποίες χωρίς την θέληση τους τα έδωσαν και αποβιβάστηκε κοντά στην Τίρυνθα.
Εκεί, σε ένα μέρος ονομαζόμενο Σέπια, μεταξύ του Άργους και της θάλασσας, βρήκε τον Αργειακό στρατό. Από σοβαρή αμέλεια των Αργείων τους αιφνιδίασε και τους νίκησε. Οι Αργείοι μετά προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο στο ιερό άλσος του ήρωα Άργους. Ο Κλεομένης τους περικύκλωσε και έβαλε φωτιά στο δάσος. Έξι χιλιάδες Αργείοι έχασαν την ζωή τους την μέρα εκείνη, σχεδόν τα δύο τρίτα ολοκλήρου του στρατού (494 π.Χ.).
Ο Κλεομένης υποκίνησε τον Λεωτυχίδη, τον διάδοχο της βασιλικής οικογένειας των Προκλειδών, να αμφισβητήσει την νομιμότητα του βασιλιά Δημάρατου. Για να επιλύσουν το πρόβλημα οι Σπαρτιάτες πήγαν στο μαντείο των Δελφών, το οποίο προκήρυξε τον Δημάρατο ως αθέμιτο βασιλιά.
Όταν αργότερα έγινε γνωστό, ότι ο Κλεομένης είχε δωροδοκήσει το μαντείο, τον διέταξαν να γυρίσει πίσω, αλλά αυτός διέφυγε πρώτα στην Θεσσαλία και μετά στην Αρκαδία, όπου και ίδρυσε την Παν-Αρκαδική συμμαχία.
Οι Σπαρτιάτες τον κάλεσαν πάλι δίνοντας του υποσχέσεις, αλλά όταν έφθασε στην πόλη, ο λαός του επιτέθηκε, χτυπώντας τον στο κεφάλι, όπως ήταν το έθιμο. Οι Έφοροι τον προκήρυξαν παράφρονα. Αυτοκτόνησε, ακρωτηριάζοντας τον εαυτό του με μαχαίρι (488 π.Χ.).
Μετά την πάταξη της Ιωνικής επαναστάσεως, ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει στρατό για εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος.
Η Περσική εκστρατεία που ακολούθησε, υπό την αρχηγία του Μαρδόνιου κατέληξε σε πανωλεθρία, χάνοντας όλο το στόλο του σε μία ισχυρή καταιγίδα στην χερσόνησο του όρους Άθως. Ο Δαρείος δεν πτοήθηκε και έχοντας στην αυλή του τον τύραννο Ιππία, ο οποίος του κρατούσε ζωντανό το μίσος εναντίον των Αθηναίων, άρχισε να ετοιμάζει την δεύτερη εκστρατεία, πολύ μεγαλύτερη της πρώτης. Πρώτα έστειλε αγγελιοφόρους σε διάφορες Ελληνικές πόλεις για να ζητήσουν νερό και χώμα. Οι Αθηναίοι τους πέταξαν στο βάραθρο και οι Σπαρτιάτες σε ένα πηγάδι, για να βρουν εκεί το “νερό και το χώμα“.
Για πρώτη φορά οι Ελληνικές πόλεις, μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο ενώθηκαν και ανεγνώρισαν την Σπάρτη ως ηγήτορα της Ελλάδος. Η Σπάρτη δέν αρνήθηκε να στείλει στρατό για να βοηθήσει την Αθήνα στον Μαραθώνα αλλά έφθασε στο πεδίο της μάχης πολύ αργότερα (εορτάζανε τα ΚΑΡΝΕΙΑ), για να δει με έκπληξη ότι οι Αθηναίοι είχαν νικήσει (490 π.Χ.).
Η τύχη όμως ήταν με το μέρος της Ελλάδος, γιατί στην επόμενη εκστρατεία αρχηγός των Περσών ήταν ο γιος του Δαρείου, Ξέρξης, ο οποίος ήταν πολύ κατώτερος άνδρας από τον πατέρα του.
Όταν ο Ξέρξης έφθασε στις Θερμοπύλες, βρήκε να υπερασπίζεται από ένα σώμα τριακοσίων Σπαρτιατών και από επτά χιλιάδες οπλίτες άλλων πόλεων, υπό την αρχηγία του Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα.
Ο Ξέρξης μαθαίνοντας για τον μικρό αριθμό των Ελληνικών δυνάμεων και ότι αρκετοί Σπαρτιάτες έξω από τα τείχη γυμνάζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους, στην αμηχανία του, κάλεσε τον Δημάρατο να του εξηγήσει την έννοια όλων αυτών.
Ο Δημάρατος του είπε, ότι οι Σπαρτιάτες θα υπερασπισθούν το μέρος μέχρι θανάτου και ότι υπήρχε παράδοση να πλένουν και να χτενίζουν τα μαλλιά τους με ιδιαίτερη προσοχή, όταν επρόκειτο να θέσουν την ζωή τους σε κίνδυνο. Ο Ξέρξης που δεν πίστεψε τον Δημάρατο, καθυστέρησε την επίθεση επί τέσσαρες μέρες, νομίζοντας ότι οι Έλληνες θα διασκορπίζονταν, όταν θα αντιλαμβάνονταν τις μεγάλες δυνάμεις του.
Έστειλε επίσης αγγελιοφόρους, ζητώντας να παραδώσουν τα όπλα τους. Η απάντηση του Λεωνίδα ήταν “Μολών λαβέ” (έλα να τα πάρεις).
Όταν είπαν σε ένα Σπαρτιάτη για τον μεγάλο αριθμό των Περσικών δυνάμεων, οι οποίοι με τα βέλη τους θα έκρυβαν τον ήλιο, απάντησε
“τόσο το καλύτερο, θα πολεμήσουμε στην σκιά“.
Την πέμπτη ημέρα ο Ξέρξης επιτέθηκε χωρίς καμία επιτυχία και με μεγάλες απώλειες, αν και οι Μήδες πολέμησαν γενναία. Τότε έδωσε διαταγή στην προσωπική του φρουρά, τους “Αθανάτους” υπό την αρχηγία του Υρδάνη, ένα σώμα δέκα χιλιάδων ανδρών από τους καλύτερους Πέρσες στρατιώτες, να επιτεθούν, αλλά και αυτοί απέτυχαν και παρατηρήθηκε ότι ο Ξέρξης πήδησε από τον θρόνο του τρεις φορές, από θυμό και αγωνία. Την επόμενη μέρα επετέθησαν και πάλι, δεν υπήρξε όμως καμία πρόοδος.
Ο Ξέρξης ήταν απελπισμένος, αλλά η τύχη του άλλαξε, όταν ο Εφιάλτης, γιος του Ευρίδημου από την Μαλίδα, του είπε για ένα κρυφό μονοπάτι μέσα στο βουνό. Αμέσως εστάλη μία ισχυρή Περσική δύναμης από τους “Αθανάτους” με αρχηγό τον Υρδάνη, οδηγούμενη από τον προδότη. Τα ξημερώματα έφθασαν στην κορυφή, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Φωκείς, οι οποίοι μόλις είδαν τον Περσικό στρατό ετράπησαν σε φυγή.
Όταν ο Λεωνίδας έμαθε τα γεγονότα, διέταξε να συγκληθεί το συμβούλιο του πολέμου. Πολλοί είχαν την γνώμη, ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να βρουν μία καλύτερη τοποθεσία για να αμυνθούν, αλλά ο Λεωνίδας, ο οποίος εδεσμεύετο από τους νόμους της Σπάρτης και από ένα χρησμό, που είχε προφητεύσει ότι είτε η Σπάρτη ή ένας βασιλιάς της Σπάρτης θα έπρεπε να θυσιαστεί, αρνήθηκε. Τριακόσιοι Σπαρτιάτες και επτακόσιοι Θεσπιείς πήραν την απόφαση να μείνουν και να μαχηθούν. Στους υπόλοιπους επετράπη να φύγουν, με εξαίρεση τετρακοσίων Βοιωτών οι οποίοι κρατήθηκαν ως όμηροι.
Ο Λεωνίδας δεν περίμενε την Περσική επίθεση, η οποία καθυστερούσε από τον Ξέρξη και βάδισε εναντίον τους. Στην μάχη που επακολούθησε χιλιάδες Πέρσες σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι υποχώρησαν προς την θάλασσα, αλλά όταν τα Σπαρτιάτικα δόρατα έσπασαν, οι Σπαρτιάτες άρχισαν να έχουν απώλειες και ένας από τους πρώτους που έπεσαν, ήταν ο Λεωνίδας.
Γύρω από το σώμα του μία από τις πιο σκληρές μάχες έλαβε μέρος. Τέσσερις φορές οι Πέρσες επιτέθηκαν να το πάρουν και τις τέσσερις απωθήθηκαν. Στο τέλος, οι Σπαρτιάτες εξαντλημένοι και πληγωμένοι, μεταφέροντας το σώμα του Λεωνίδα, αποσύρθηκαν πίσω από το τείχος, αλλά περικυκλώθηκαν από τον εχθρό, που τους σκότωσε με βέλη.
Σε αυτό το σημείο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι τοποθετήθηκε από τους Έλληνες προς τιμήν του Λεωνίδα και των ανδρών του, καθώς και δύο άλλα μνημεία πλησίον του.
Σε ένα από αυτά, έχουν γραφεί οι αθάνατες λέξεις:
“Ω ξείν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι“.
Η απροθυμία, την οποία έδειξε η Σπάρτη μετά την μάχη των Θερμοπυλών και λίγο πριν την μάχη των Πλαταιών, δεν βοήθησε τους Έλληνες. Αλλά όταν τελικά πήρε την απόφαση να λάβει μέρος σοβαρά στον πόλεμο, το έκανε μεγαλειωδώς.
Πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, ο καθένας τους ακολουθούμενος από επτά είλωτες, μαζί με πέντε χιλιάδες Λακεδαιμόνιους περίοικους (ο καθένας ακολουθούμενος από ένα είλωτα ελαφρά οπλισμένο) βάδισαν προς τον Ισθμό. Αυτός ήταν ένας αρκετά μεγάλος στρατός και ποτέ στο παρελθόν η Σπάρτη δεν είχε στείλει τόσο μεγάλη δύναμη στο πεδίο της μάχης. Στον Ισθμό, συναντήθηκαν με άλλους συμμάχους της Πελοποννήσου και προχώρησαν με κατεύθυνση τα Μέγαρα. Εκεί ενώθηκαν με τρεις χιλιάδες Μεγαρείς και τελικά στις Πλαταιές με οκτώ χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες.
Η πόλη των Πλαταιών συνείσφερε εξακόσιους οπλίτες, οι οποίοι ήλθαν από την Σαλαμίνα υπό την αρχηγία του Αριστείδη. Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων έφθανε τώρα τις τριάντα οκτώ χιλιάδες οπλίτες, οι οποίοι μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και τους είλωτες πλησίαζε τις εκατό δέκα χιλιάδες άνδρες. Ο αριθμός αυτός συμπεριλάμβανε τους χιλίους οκτακοσίους σχεδόν άοπλους Θεσπιείς. Δεν υπήρχε ιππικό και οι τοξότες ήταν πολλοί λίγοι.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε για την άφιξη των Λακεδαιμονίων, έφυγε από την Αττική δια μέσου της Δεκέλειας, πέρασε το βουνό Πάρνων και μπήκε στην Βοιωτία. Βαδίζοντας επί δύο μέρες κατά μήκος του Ασωπού ποταμού, στρατοπέδευσε κοντά την πόλη των Πλαταιών.
Οι Έλληνες, αφού συμβουλεύτηκαν τους Θεούς με θυσίες στην Ελευσίνα, βάδισαν πάνω από τις κορυφές του Κιθαιρώνα και κατεβαίνοντας από το βόρειο τμήμα είδαν το στρατόπεδο του Περσικού στρατού στην πεδιάδα του Ασωπού.
Ο βασιλιάς Παυσανίας, που περίμενε καλούς οιωνούς από τις θυσίες, κρατούσε τις δυνάμεις του μακριά από τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού, κοντά στις Ερυθρές, όπου το έδαφος ήταν ανόμοιο και τραχύ, αλλά ακόμα και αυτό δεν εμπόδισε τον στρατηγό Μασίστιο να επιτεθεί στους Έλληνες.
Όταν οι Μεγαρείς βρέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο και είχαν μεγάλες απώλειες, τριακόσιοι Αθηναίοι οπλίτες επέτυχαν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες, σκοτώνοντας τον μεγαλόσωμο και γενναίο Μασίστιο. Το σώμα του, το παρέλασαν θριαμβευτικά επάνω σε άρμα. Το γεγονός αυτό ενθουσίασε τον Παυσανία, ο οποίος έφερε τον στρατό στην πεδιάδα, σε παράταξη στην δεξιά πλευρά του Ασωπού.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε την αλλαγή της θέσεως των Ελληνικών δυνάμεων, διέταξε τον στρατό του να πάρει θέση απέναντι τους, στην άλλη όχθη του Ασωπού. Ο ίδιος πήρε το πόστο της αριστεράς πτέρυγας, αντιμέτωπος των Λακεδαιμονίων.
Ο υπόλοιπος στρατός του, αποτελούμενος από τους Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στους Πέρσες, πενήντα χιλιάδες τον αριθμό, ήταν αντιμέτωπος των Αθηναίων. Το κέντρο του Μαρδόνιου αποτελείτο από Βακτριείς και Ινδούς. Ολόκληρος ο στρατός ανήρχετο στις τριακόσιες χιλιάδες άνδρες.
Επί οκτώ μέρες η επίθεσης αναβλήθηκε και από τις δύο πλευρές, λόγω κακών οιωνών. Την όγδοη ημέρα ο Μαρδόνιος με την συμβουλή του Θηβαίου αργηγού Τιμαγενίδα, έκοψε τις γραμμές ανεφοδιασμού των Ελλήνων και κατέλαβε μία μεγάλη αποστολή με εφόδια, σε μια πλαγιά του Κιθαιρώνα. Ο Αρτάβαζος επίσης τον συμβούλευσε να συνεχίσει αυτήν την τακτική ενοχλήσεων, αλλά ο Μαρδόνιος ήταν ανυπόμονος και διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί, καταλαμβάνοντας την πηγή των Γαργαπαθείων.
Ο Παυσανίας συγκάλεσε το πολεμικό συμβούλιο και πήραν την απόφαση να οπισθοχωρήσουν σε μια τοποθεσία ονομαζόμενη Νησί, η οποία βρισκόταν δυο χιλιόμετρα μακρύτερα και στη μισή απόσταση από την πόλη των Πλαταιών.
Όταν ο Παυσανίας έδωσε το βράδυ την διαταγή για οπισθοχώρηση, μερικοί από τους Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν. Οι απειλές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα να πεισθεί ο Σπαρτιάτης λοχαγός Αμομφεράτος, ο οποίος παίρνοντας μία μεγάλη πέτρα, την πέταξε στα πόδια του Παυσανία, με την εξής φράση: “με αυτή την πέτρα δίνω την ψήφο μου να μην οπισθοχωρήσω“.
Ο Παυσανίας, που δεν είχε καιρό να χάσει γιατί το ξημέρωμα έφτανε, άφησε τον Αμομφεράτο και τον λόχο του πίσω και βιάστηκε να πάει στο Νησί. Αργότερα ο Αμομφεράτος τους ακολούθησε.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε ότι οι Έλληνες είχαν οπισθοχωρήσει, διέταξε επίθεση. Ο στρατός περνώντας το ποτάμι του Ασωπού, άρχισε να ρίχνει βέλη στους Έλληνες, οι οποίοι όμως δεν ανταπέδωσαν, περιμένοντας ακόμη τους καλούς οιωνούς από τις θυσίες. Όταν τελικά οι θυσίες καρποφόρησαν και άρχισε η μάχη ο Μαρδόνιος, επικεφαλής της σωματικής του φρουράς των χιλίων ανδρών, ήταν στην πρώτη γραμμή και πολεμούσε γενναία μέχρις ότου έπεσε, χτυπημένος από τον Σπαρτιάτη Αείμνηστο.
Όταν ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε, ο Περσικός στρατός οπισθοχώρησε στο οχυρωμένο στρατόπεδο τους. Αλλά αυτό δεν τους έσωσε, γιατί οι Έλληνες τους ακολούθησαν κατορθώνοντας να μπούνε μέσα. Έγινε μεγάλη σφαγή και μόνον τρεις χιλιάδες Πέρσες από τις τριακόσιες χιλιάδες κατόρθωσαν να σωθούν, δραπετεύοντας. Οι Έλληνες έχασαν μόνον χιλίους τριακοσίους άνδρες.
Το 464 π.Χ., κατά την διάρκεια της νύχτας, ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την Σπάρτη και την υπόλοιπη Λακωνία. Η γη άνοιξε και οι κορυφές του Ταΰγετου σκίστηκαν στα δύο. Όλα τα σπίτια της Σπάρτης έπεσαν, εκτός από πέντε. Η καταστροφή συνεχίστηκε επί πέντε ημέρες. Πάνω από είκοσι πέντε χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι έχασαν την ζωή τους.
Η αναπόφευχτη συμπλοκή μεταξύ της Σπάρτης και της Αθήνας δεν άργησε να συμβεί. Ο Αρχίδαμος εισέβαλε στην Αττική την άνοιξη του 431 π.Χ. χωρίς κανένα εμπόδιο, εφ’ όσον η Αθήνα είχε πάρει την απόφαση να μην εμπλακεί σε μάχη εκ παρατάξεως με την Σπάρτη και έτσι άρχισε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που κράτησε 28 χρόνια.
Με το μέρος των Λακεδαιμονίων ήταν όλες οι Πελοποννησιακές πόλεις, εκτός του Άργους και της Αχαΐας που πήραν μέρος στον πόλεμο αργότερα, ακολουθώντας την Σπάρτη. Ήταν επίσης οι Βοιωτοί, Μεγαρείς, Φωκείς, Λευκαδίτες, Αμβρακιότες και Ανακτόριοι. Οι παράλιες πόλεις προμήθευσαν τον στόλο και οι Βοιωτοί, Λοκροί και Φωκείς το ιππικό.
Με το μέρος των Αθηναίων ήταν οι Πλαταιείς, Χιώτες, Λέσβιοι, Μεσσήνιοι, Κερκυραίοι, Ζακυνθινοί, Ακαρνανοί καθώς και οι πόλεις των παραλίων της Ασίας και Θράκης και όλα τα νησιά του Αιγαίου, εκτός της Μήλου και Θήρας. Οι Αθηναϊκές δυνάμεις ανέρχονταν στους 29,000 οπλίτες, 1200 ιππικό και 1600 τοξότες, ο δε στόλος της είχε 300 τριήρεις, χωρίς να υπολογίζονται τα πλοία των συμμάχων της. Οι Χιώτες, Κερκυραίοι και Λέσβιοι συνεισέφεραν και στόλο.
Οι δυνάμεις του Αρχίδαμου που μπήκαν στην Αττική αποτελούντο από 60,000 έως 100,000 άνδρες. Στην αρχή επεχείρησε επιδρομές στο οχυρό της Οινόης, αλλά χωρίς επιτυχία. Κατόπιν βάδισε προς την Ελευσίνα, στην οποία έφθασε στα μέσα του Ιουνίου το 431 π.Χ. Αφού λεηλάτησε την Θρασεία πεδιάδα, στρατοπέδευσε στις Αχαρνές, επτά μίλια έξω από την Αθήνα.
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι είχαν συγκεντρωθεί μέσα στα τείχη και είχα στείλει όλα τα ζώα στην Εύβοια. Ο Αρχίδαμος εγκατέλειψε την Αττική στο τέλος του Ιουλίου και ο στρατός του διαλύθηκε αμέσως. Με την αναχώρηση του, οι Αθηναίοι στο τέλος του Σεπτεμβρίου επετέθησαν στα Μέγαρα και τα κατέστρεψαν.
Την άνοιξη του 430 π.Χ., ο Αρχίδαμος εισέβαλε ξανά στην Αττική, αλλά στο μεταξύ ο λοιμός είχε ξεσπάσει στην Αττική. Οι Λακεδαιμόνιοι με μεγαλύτερο μένος κατέστρεψαν τα περίχωρα της Αθήνας, βαδίζοντας μέχρι και τα ορυχεία του Λαυρίου. Με την σειρά τους οι Αθηναίοι έστειλαν 100 τριήρεις υπό την αρχηγία του Κνέμου, και κατέστρεψαν το νησί της Ζακύνθου.
Στον τρίτο χρόνο του πολέμου (429 π.Χ.), ο Αρχίδαμος βάδισε εναντίον των Πλαταιών και απαίτησε να του παραδώσουν την πόλη και όλη την περιουσία τους, υποσχόμενος ότι μετά τον πόλεμο θα τους επιστρέφονταν όλα. Η πλειοψηφία των Πλαταιών ήθελαν να γίνει δεκτή η πρότασης, αλλά οι Αθηναίοι τους παρότρυναν να μην την δεχθούν και τους υποσχέθηκαν βοήθεια. Μετά την άρνηση τους, ο Αρχίδαμος περικύκλωσε την πόλη των Πλαταιών και έτσι ξεκίνησε η φημισμένη πολιορκία της πόλης.
Επί τρεις μήνες οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς καμία επιτυχία, γι’ αυτό αποφάσισαν να αποκλείσουν την πόλη και να λιμοκτονήσουν τον πληθυσμό. Έτσι έχτισαν γύρω από την πόλη διπλό τείχος, αλλά ούτε και αυτά τα μέτρα έφεραν αμέσως επιτυχία. Μετά από δύο χρόνια, όταν οι προμήθειες τελείωσαν, σε μία θυελλώδη νύχτα του Δεκεμβρίου, απέδρασαν 212 άτομα. Ο υπόλοιπος πληθυσμός παραδόθηκε το 427 π.Χ. και αφού πέρασαν από δίκη, από πέντε Σπαρτιάτες δικαστές, τους εκτέλεσαν.
Την πόλη των Πλαταιών οι Σπαρτιάτες την παρέδωσαν στην Θήβα, οι οποίοι μετά από λίγους μήνες κατέστρεψαν όλα τα σπίτια της.
Κατά την διάρκεια του τετάρτου και πέμπτου έτους του πολέμου, οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν ξανά στην Αττική, ενώ τον έκτο χρόνο (426 π.Χ.) δεν μπήκαν. Μία σειρά από ισχυρούς σεισμούς και πλημμύρες συνέβησαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και στην Αθήνα ο λοιμός ξαναπαρουσιάστηκε.
Στον έβδομο χρόνο του πολέμου ο Σπαρτιατικός στρατός υπό την αρχηγία του βασιλιά Άγη εισήλθε στην Αττική, αλλά μόνο για το χρονικό διάστημα των δεκαπέντε ημερών. Ο Άγης ανακλήθηκε και βάδισε εναντίον της Πύλου, λόγω ότι οι Αθηναίοι είχαν εγκαταστήσει στρατιωτικό σταθμό στην Πύλο της Μεσσηνίας. Ο Πελοποννησιακός στόλος που ήταν στην Κέρκυρα κάτω υπό την αρχηγία του Θρασυμελίδα, πήρε εντολή επίσης να πλεύσει στην Πύλο.
Όταν ο Θρασυμελίδας έφθασε στην Πύλο με τον στόλο, κατέλαβε το μικρό και δασώδες νησί της Σφακτηρίας, με τετρακοσίους άνδρες και είκοσι οπλίτες με τους είλωτες. Ένα μέρος αυτών, διακόσιοι ενενήντα δύο, που πολλοί από αυτούς ανήκαν σε ηγετικές οικογένειες, συνελήφθηκαν από τον Αθηναίο Κλέοντα και αλυσοδεμένοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, οι δε υπόλοιποι σκοτώθηκαν σε μία σοβαρή εμπλοκή στο νησάκι.
Το γεγονός αυτό εξέπληξε τον Ελληνικό κόσμο που γνώριζε καλά, ότι οι Σπαρτιάτες δεν παραδίδονταν. Η Σπάρτη ήταν τώρα σε πάρα πολύ άσχημη θέση. Οι Μεσσήνιοι της Πύλου μαζί με είλωτες που είχαν δραπετεύσει θα μπορούσαν να λεηλατήσουν την περιοχή και επίσης δεν θα μπορούσε πλέον να εισβάλει στην Αττική γνωρίζοντας καλά, ότι οι Αθηναίοι θα εκτελούσαν τους αιχμαλώτους.
Ο όγδοος χρόνος του πολέμου (424 π.Χ.) ήταν καταστρεπτικός για την Αθήνα. Νικήθηκαν στην μάχη του Δήλιου από τους Θηβαίους και έχασαν επίσης την Θράκη. Μετά από αυτά τα γεγονότα οι Αθηναίοι σκέφθηκαν σοβαρά τις προτάσεις της Σπάρτης για ειρήνη.
Τον ίδιο χρόνο, ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν στην αρχαία Ελλάδα, έλαβε μέρος. Η Σπάρτη προσποιούμενη ότι θα δώσει ελευθερία στους πιο άξιους από τους Είλωτες, οι οποίοι είχαν πολεμήσει γενναία, διάλεξε δύο χιλιάδες άνδρες από τους καλύτερους και αφού τους στεφάνωσε σε τελετή, τους σκότωσε με μυστική εντολή των Εφόρων. Η αιτία ήταν ότι η Σπάρτη ένιωθε την απειλή της αυξανομένης δύναμης τους.
Τον ένατο χρόνο του πολέμου (423 π.Χ.) υπεγράφη ανακωχή για έναν χρόνο, κατά την διάρκεια του οποίου η μόνιμη ειρήνη θα διεπραγματεύετο. Αλλά οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν δύο μέρες μετά την υπογραφή της ανακωχής, όταν οι Αθηναίοι έμαθαν ότι η Σκιώνη επαναστάτησε και ήταν υπό την αρχηγία του Βρασίδα. Τον Αύγουστο, μια Αθηναϊκή δύναμης υπό την αρχηγία του Κλέωνος, εστάλη στην Σκιώνη. Στην μάχη που ακολούθησε, ο Κλέων και ο Βρασίδας σκοτώθηκαν, και έτσι τα εμπόδια για μόνιμη ειρήνη λιγόστεψαν.
Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Πλειστοάναξ και ο στρατηγός Νικίας των Αθηνών, την άνοιξη του 421 π.Χ., υπέγραψαν συμφωνία ειρήνης για πενήντα χρόνια, την επονομαζόμενη συνθήκη του Νικία. Οι Σπαρτιάτες αιχμάλωτοι επέστρεψαν και επετράπη στην Αθήνα να κρατήσει τις πόλεις Ανακτόριο, Σόγιο και Νήσε. Δεν έμειναν όμως όλοι ευχαριστημένοι με την συνθήκη και οι σύμμαχοι της Σπάρτης, Κόρινθος, Θήβα, Μέγαρα και Ηλεία, αρνήθηκαν να την υπογράψουν.
Κατά την διάρκεια της ειρήνης, τα πράγματα μεταξύ Σπάρτης και Αθηνών δεν υπήρξαν ικανοποιητικά. Οι σύμμαχοι της, Βοιωτοί και Κορίνθιοι δεν αποδέχτηκαν την ειρήνη και η Αθήνα αρνήθηκε να εκκενώσει την Πύλο. Ο Αλκιβιάδης των Αθηνών έπεισε τους Αχαιούς και Πατρινούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα και βοήθησε το Άργος στην επιδρομή του εναντίον της Επιδαύρου, την οποία λεηλάτησαν.
Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να τα δεχθούν όλα αυτά και αφού συγκέντρωσαν ένα μεγάλο στρατό, με πολλούς συμμάχους, εισέβαλαν στο Άργος και περικύκλωσαν τον Αργειακό στρατό. Η μάχη επρόκειτο να αρχίσει, όταν δύο ολιγαρχικοί αρχηγοί του Άργους ήλθαν στον βασιλιά της Σπάρτης Άγη και τον έπεισαν να υπογράψει ανακωχή για τέσσαρες μήνες. Λίγο αργότερα ο Αλκιβιάδης, οδηγώντας μια δύναμη χιλίων οπλιτών και τετρακοσίων ιππέων, ήλθε να βοηθήσει τους Αργείους και τους έπεισε να επιτεθούν στην πόλη του Ορχομενού στην Αρκαδία. Αφού κατέλαβαν τον Ορχομενό, βάδισαν εναντίον της Τεγέας. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Άγης, ο οποίος κατηγορήθηκε για την συνθήκη με τους Αργείους, βάδισε με μεγάλη δύναμη στην περιοχή της Μαντινείας και στρατοπέδευσε κοντά στο ιερό του Ηρακλή.
Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους έφυγαν από την πόλη της Μαντινείας και σε ένα καλά διαλεγμένο σημείο έδωσαν μάχη. Ο βασιλιάς Άγης ήταν έτοιμος να επιτεθεί σε αυτήν την τοποθεσία που ήταν πλεονεκτική για τους Αργείους, αλλά όταν οι Σπαρτιάτες τους πλησίασαν, ένας παλαίμαχος οπλίτης του είπε, ότι με την πράξη του αυτή προσπαθούσε
“να διορθώσει ένα λάθος, διαπράττοντας ένα άλλο“.
Αυτές οι λέξεις τον έκαναν να οπισθοχωρήσει. Μετά από αυτά οι Αργείοι επήραν θέση στην πεδιάδα και προσπάθησαν να τους αιφνιδιάσουν. Το δεξιό τμήμα του Αργειακού στρατού, το οποίο αποτελείτο από την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας, ένα μόνιμο σώμα από χιλίους διαλεχτούς στρατιώτες, οι οποίοι εκπαιδεύοντο και συντηρούντο με δημόσιες δαπάνες από την πόλη του Άργους, έτρεψε σε φυγή τους Λακεδαιμόνιους, αλλά ο Άγης με τον υπόλοιπο στρατό έχοντας περισσότερο επιτυχία, κατόρθωσε να κερδίσει την μάχη (Ιούνιο 418 π.Χ.).
Οι Αθηναίοι έχασαν διακοσίους οπλίτες συμπεριλαμβανομένων και των στρατηγών Λάχη και Νικόστρατου, ενώ οι Αργείοι και οι άλλοι σύμμαχοι έχασαν εννιακοσίους άλλους άνδρες. Από τον Λακεδαιμόνιο στρατό μόνο τριακόσιοι άνδρες χάθηκαν. Παρόλο αυτά τα γεγονότα, η ειρήνη του Νικία ίσχυε ακόμη.
Το 415 π.Χ., στην εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών, ο Σπαρτιάτης στρατηγός Γύλλιπος με τέσσερα πλοία, ήλθε προς βοήθεια των Συρακουσών και αν και η δύναμης του ήταν μικρή, βοήθησε πολύ τους Συρακούσιους να κερδίσουν τον πόλεμο. Κατέλαβε πρώτα το Αθηναϊκό οχυρό στο Λάβδαλο, το οποίο τον έκανε κύριο της Επίπολης, όπου και έκανε οχυρώσεις. Αμέσως μετά έκτισε ένα τείχος να διασχίζει τις Αθηναϊκές γραμμές στην βόρεια πλευρά. Λίγο αργότερα ενισχύθηκε με την άφιξη τριάντα τριηρών. Αυτή η μικρή προσφορά της Σπάρτης στον πόλεμο είχε μεγάλη σημασία.
Μετά την Αθηναϊκή καταστροφή στις Συρακούσες, ο πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και Σπάρτης έγινε θαλάσσιος. Οι Λακεδαιμόνιοι έδωσαν μεγαλύτερη προσοχή στην ναυτική δύναμη τους και ένα καινούργιο αξίωμα, αυτό του Ναύαρχου δημιουργήθηκε. Ο Ναύαρχος ήταν ακόμη ανώτερος των Εφόρων. Στην αρχή όμως η Σπάρτη δεν είχε μεγάλη επιτυχία.
Τον Αύγουστο του 411 π.Χ., ο Πελοποννησιακός στόλος υπό την αρχηγία του Μίνδαρου, έχασε την ναυτική μάχη στην Κυνόσημα. Ο Αθηναϊκός στόλος αν και μικρότερος, στον πορθμό της Σέστου και Αβύδου, νίκησαν ολοκληρωτικά.
Το 410 π.Χ., ο Αλκιβιάδης κατάφερε να αιχμαλωτίσει ολόκληρο τον Πελοποννησιακό στόλο στην Κύζικο. Ο Μίνδαρος σκοτώθηκε και ο δεύτερος στην αρχηγία Σπαρτιάτης, έστειλε στους Εφόρους ένα γράμμα σε Λακωνικό ύφος
“Τα πλοία χάθηκαν; Ο Μίνδαρος σκοτώθηκε; Οι άνδρες πεινούν; Δεν ξέρω τι να κάνω.”
Οι Σπαρτιάτες ήταν τόσο αποκαρδιωμένοι που έστειλαν τον Έφορο Αίνδιο στην Αθήνα για να υπογράψει συνθήκη ειρήνης, αλλά οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήταν κάτω από την επήρεια του δημαγωγού Κλεόφωνος, απέρριψαν την πρόταση.
Οι Σπαρτιάτες τότε διόρισαν έναν νέο ναύαρχο, τον ικανό Λύσανδρο. Όταν η θητεία της αρχηγίας του τελείωσε, αντικαταστάθηκε από τον Καλλικρατίδα, ο οποίος αύξησε τον αριθμό των πλοίων του Σπαρτιατικού στόλου. Έγινε ναυτική μάχη στο λιμάνι της Μυτιλήνης με τον Αθηναϊκό στόλο υπό την αρχηγία του Κόνωνα. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήταν λιγότεροι σε αριθμό, έχασαν την μάχη και τριάντα πλοία. Σαράντα ακόμη πλοία τα έσωσαν φέρνοντας τα στην ακτή κοντά στα τείχη της πόλης.
Ο Καλλικρατίδας τότε μπλοκάρισε το νησί. Όταν τα νέα έφθασαν στην Αθήνα, έστειλαν στόλο από εκατόν δέκα τριήρεις και τις ενίσχυσαν αργότερα με άλλες σαράντα. Ο αριθμός των πλοίων του Καλλικρατίδα ήταν εκατόν είκοσι. Στο μικρό νησί των Αργηνουσσών, ο Αθηναϊκός στόλος συνάντησε τον Σπαρτιατικό και μετά από σκληρά μάχη τους νίκησαν (406 π.Χ.). Οι Λακεδαιμόνιοι έχασαν εβδομήντα επτά πλοία και τα υπόλοιπα υποχώρησαν στην Χίο και Φωκεία. Ο Καλλικρατίδας έπεσε από το πλοίο, όταν αυτό χτυπήθηκε από ένα άλλο και χάθηκε. Οι Αθηναίοι έχασαν μόνο είκοσι πέντε πλοία.
Αν και ήταν παράνομο για τον ναύαρχο της Σπάρτης να κάνει δεύτερη θητεία, ο Λύσανδρος με τον τίτλο του Επιστολέα, πήρε την αρχηγία του Σπαρτιατικού στόλου. Αμέσως έλαβε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων από τον βασιλιά της Περσίας Κύρο, για να κατασκευάσει πλοία και έκανε πολιορκία στην Λάμψακο.
Οι Αθηναίοι που ήλθαν σε βοήθεια, έφθασαν πολύ αργά για να σώσουν την πόλη και έτσι παρέμειναν στους Αιγός-ποταμοί, κοντά στην πόλη της Λαμψάκου. Ο Λύσανδρος ο οποίος συστηματικά απέφευγε κάθε ναυτική μάχη, αφού τα πλοία του ήταν πολύ λιγότερα, κατόρθωσε να καταλάβει τον Αθηναϊκό στόλο μετά από προδοσία ή αμέλεια των Αθηναίων. Και οι 4,000 Αθηναίοι αιχμάλωτοι εκτελέσθηκαν. Το γεγονός αυτό ουσιαστικά σημάδεψε το τέλος της Αθήνας.
Μετά την πτώση των Αθηνών, η Σπάρτη υπήρξε αναμφισβήτητα ο ηγέτης της Ελλάδος, επί 34 χρόνια. Η πρώτη της ενέργεια ήταν να τιμωρήσει τους Ηλείους, οι οποίοι μαζί με τους Αργείους και Μαντινείους είχαν πάρει τα όπλα εναντίον της κατά την διάρκεια του πολέμου με την Αθήνα, καθώς και για τις προσβολές που είχαν δεχθεί όταν είχαν αποκλεισθεί από τους Ολυμπιακούς αγώνες. Απαίτησαν από τους Ηλείους να πληρώσουν τα έξοδα του πολέμου και να παραιτηθούν από τα δικαιώματα τους από τις εξαρτώμενες πόλεις της Τριφυλίας. Οι Ηλείοι φυσικά δεν δέχτηκαν αυτούς τους όρους και το 402 π.Χ. ο βασιλιάς Άγης μπήκε στην περιοχή τους, αλλά δυσμενείς συνθήκες και ένας σεισμός, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Σπάρτη.
Τον επόμενο χρόνο εισέβαλαν στην Ηλεία ξανά. Αφού λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την περιοχή, τους ανάγκασαν να υπογράψουν μία ταπεινωτική ειρήνη.
Το 400 π.Χ., ο βασιλιάς Άγης πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Αγησίλαος, ο οποίος οδήγησε μια εκστρατεία στην Ασία. Ήταν η πρώτη φορά που Ελληνικός στρατός έμπαινε στην Ασία, μετά από την βασιλεία του Αγαμέμνονα.
Το 396 π.Χ., έφθασε στην Έφεσο και πήρε υπό την κηδεμονία του την πόλη. Όταν ο σατράπης Τισσαφέρνης του έστειλε μήνυμα να φύγει από την Ασία, ο Αγησίλαος τον ξεγέλασε και αντί να επιτεθεί στην Καριά, όπως αναμενόταν, βάδισε προς την Φρυγία, την σατραπεία του Αρνάβαζου και έφθασε στο Δασκύλιο, όπου όμως αναχαιτίσθηκε από το Περσικό ιππικό. Τότε επέστρεψε στην Έφεσο και οργάνωσε ιππικό.
Λίγο αργότερα ξεγέλασε και πάλι τον Τισσαφέρνη, κάνοντας γνωστό ότι θα βάδισε εναντίον στις Σάρδεις. Ο Τισσαφέρνης που σκέφθηκε ότι αυτό ήταν ακόμη ένα τέχνασμα, έστειλε το ιππικό του προς άλλη κατεύθυνση και ο Αγησίλαος χωρίς κανένα εμπόδιο έφθασε στον ποταμό Πακτωλό, όπου έγινε μάχη και οι Πέρσες νικήθηκαν.
Στο μεταξύ, ο Τισσαφέρνης δολοφονήθηκε και ο Τηθράστης ανέλαβε την θέση του, ο οποίος έπεισε τον Αγησίλαο να εγκαταλείψει την σατραπεία του, για το ποσό των τριάντα ταλάντων. Ο Αγησίλαος βάδισε προς την σατραπεία του Αρτάβαζου, του οποίου εκτίμησε την μεγαλοφροσύνη του και έφυγε από την περιοχή του και μπήκε στην πεδιάδα των Θηβών, κοντά στον κόλπο του Ηλείου.
Το 394 π.Χ., κατά την διάρκεια προετοιμασιών για μια μεγάλη εκστρατεία στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, τον ανακάλεσαν να επιστρέψει στην Σπάρτη, η οποία βρισκόταν σε κίνδυνο.
Ο Αγησίλαος κατά την διάρκεια της εκστρατείας του είχε διορισθεί Ναύαρχος. Ήταν ο πρώτος άνδρας της Σπάρτης που είχε αποκτήσει τόση μεγάλη δύναμη. Αμέσως άρχισε να κατασκευάσει καινούργιο στόλο από 120 τριήρεις και επικεφαλής αυτών όρισε τον γαμπρό του Πείσανδρο. Στις αρχές του Αυγούστου τον ίδιο χρόνο, ο μισός στόλος της Σπάρτης κατελήφθη ή καταστράφηκε από τον Αθηναϊκό στόλο υπό την αρχηγία του Κόνωνα, στην χερσόνησο της Καριάς. Ο Πείσανδρος που πολέμησε ηρωικά σκοτώθηκε στην μάχη.
Σχεδόν τον ίδιο καιρό με την ναυμαχία της Κνίδου, έγινε και μια άλλη μάχη της Σπάρτης με τις ενωμένες δυνάμεις των Θηβαίων, Αθηναίων, Κορινθίων και Αργείων στην περιοχή της Κορινθίας, την οποία νίκησε η Σπάρτη (μάχη της Κορίνθου 394 π.Χ.).
Τον Αύγουστο του 394 π.Χ., ο βασιλιάς Αγησίλαος επέστρεψε από την εκστρατεία στην Ασία και έφερε τον στρατό του στην πεδιάδα της Κορώνειας, στην Βοιωτία. Απέναντι του, οι Θηβαίοι με τους Αθηναίους και τους συμμάχους ήταν έτοιμοι για μάχη.
Οι δύο στρατοί ήλθαν κοντά ο ένας στον άλλο σιωπηλά. Όταν έφθασαν σε απόσταση διακοσίων μέτρων, οι Θηβαίοι ύψωσαν τα λάβαρα τους και άρχισαν να τρέχουν προς τον Σπαρτιατικό στρατό, ο οποίος άρχισε να κινείται μόνον όταν οι Θηβαίοι πλησίασαν στα εκατό μέτρα. Οι Θηβαίοι αμέσως υπερίσχυσαν στους απέναντι σε αυτούς άνδρες του Ορχομενού, στην αριστερά πλευρά, αλλά ο Αγησίλαος, ο οποίος είχε επιτυχία στην άλλη πλευρά, απέκοψε τους Θηβαίους από τον υπόλοιπο στρατό.
Τώρα οι Θηβαίοι έπρεπε να επιτεθούν στους Σπαρτιάτες για να μπορέσουν να ενωθούν με τους συμμάχους. Ήταν τέτοια η δύναμη της σύγκρουσης των δύο στρατών, που τα δόρατα έσπασαν. Σπρώχνοντας με τις ασπίδες ο ένας τον άλλον, μπορούσαν να κάνουν χρήση μόνο τα μαχαίρια τους. Και οι δύο στρατοί μάχονταν απεγνωσμένα, αλλά οι Θηβαίοι κατόρθωσαν να σπάσουν τις Σπαρτιατικές γραμμές και να περάσουν ανάμεσα τους.
Ο βασιλιάς Αγησίλαος, αν και πολλές φορές τραυματισμένος, ήταν στην πρώτη γραμμή και πολέμησε ηρωικά. Το αποτέλεσμα της μάχης αν και αμφίρροπο, τελείωσε με την νίκη της Σπάρτης.
Λίγα χρόνια αργότερα, η ταπεινωτική συνθήκη του Ανταλκίδα (387 π.Χ.) έλαβε μέρος, σύμφωνα με την οποίαν η Σπάρτη επέτρεψε στους Πέρσες να αναμιχθούν στις υποθέσεις της Ελλάδος. Στην παρατήρηση κάποιου, ο οποίος είπε ότι οι Σπαρτιάτες Μήδισαν, ο Αγησίλαος απήντησε
“πες καλύτερα ότι οι Μήδες Λακωνίζουν“.
Η πόλη των Θηβών, η οποία δεν είχε πάρει σοβαρό ρόλο στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ευδοκιμούσε, αλλά όπως γινόταν συνήθως με όλες τις Ελληνικές πόλεις υπέφερε από τις φιλονικίες των ολιγαρχικών και δημοκρατικών.
Αυτή ήταν η κατάσταση, όταν ο Λεοντιάδης, ένας επιφανής ολιγαρχικός, ζήτησε την βοήθεια του Σπαρτιατικού στρατού που είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην Θήβα, υπό την αρχηγία του στρατηγού Φοιβίδα, το 382 π.Χ. Ο Λεοντιάδης, για να διώξει τους δημοκρατικούς από την Θήβα, πρότεινε στον στρατηγό να πάρει τα Κάδμεια, κάτι που έγινε δεκτό με προθυμία.
Όλα αυτά συνέβησαν κατά την διάρκεια των εορτασμών των Θεσμοφορίων, όπου μόνο γυναίκες λάμβαναν μέρος στις τελετές προς τιμήν του ιδρυτού της πόλεως, Κάδμου, και δεν υπήρχαν άνδρες στην Ακρόπολη. Ο Φοιβίδας και ο στρατός του μπήκαν στα Κάδμεια, χωρίς να βρουν καμία αντίσταση.
Ο Ισμηνίας, ο αρχηγός των δημοκρατικών δυνάμεων δικάστηκε και εκτελέσθηκε. Οι ολιγαρχικοί, με την βοήθεια της Σπαρτιατικής φρουράς, άρχισαν να κατάσχουν τις περιουσίες των δημοκρατικών και να τους εκτελούν. Πολλοί από αυτούς βρήκαν καταφύγιο στην Αθήνα. Από εκεί άρχισαν να σκέφτονται πώς να ελευθερώσουν την πόλη τους.
Στην αρχή, προσπάθησαν να πάρουν βοήθεια από την Αθήνα, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκαν και άρχισαν να σχεδιάζουν διάφορα σενάρια για να ελευθερώσουν την Θήβα μόνοι τους. Ανάμεσα στους εξόριστους υπήρχαν πολλοί που ανήκαν σε πλούσιες και αριστοκρατικέ οικογένειες, όπως ο Πελοπίδας, Δαμοκλείδας, Μέλλων και άλλοι. Ήταν σε συνεχή επαφή με άλλα μέλη, οι οποίοι βρισκόταν ακόμη στην Θήβα, ο πιο σπουδαίος ήταν ο Φυλλίδας, ο γραμματέας του πολέμαρχου Αρχία, και ο Χάρων.
Όταν ο Φυλλίδας επισκέφθηκε την Αθήνα για κρατικές δουλειές, κανόνισε να δώσει την ευκαιρία στους εξόριστους να ενεργήσουν. Ο Χάρων θα προσέφερε το σπίτι του ως κρησφύγετο. Ο Φυλλίδας οργάνωσε ένα συμπόσιο για τον Αρχία και τον Φίλιππο και τους υποσχέθηκε όμορφες γυναίκες για συντροφιά.
Τον Δεκέμβριο του 379 π.Χ., ο Πελοπίδας, ο Μέλλων και πέντε άλλοι σύντροφοι έφυγαν από την Αθήνα και μεταμφιεσμένοι σαν αγρότες ή κυνηγοί, μπήκαν στην πόλη των Θηβών με την δύση του ηλίου και κρύφτηκαν στο σπίτι του Χάρονα. Μαζί με άλλους συνωμότες από την Θήβα, συγκεντρώθηκαν 48 άτομα. Ένας κατάσκοπος του Αρχία, του ανάφερε ότι ακούγονταν διαδόσεις, ότι μερικοί από τους εξόριστους ήταν στην πόλη. Ο Αρχίας κάλεσε τον Χάρονα, για να του δώσει πληροφορίες.
Ο Χάρων αν και ήταν φοβισμένος, πήγε γρήγορα στον Αρχία και από τις ερωτήσεις του κατάλαβε ότι δεν ήξερε τίποτα το συγκεκριμένο, αλλά είχε μόνο υποψίες. Του υποσχέθηκε ότι θα ερευνήσει την υπόθεση και έφυγε.
Μετά από λίγο έφθασε ένα αγγελιοφόρος από την Αθήνα με ένα γράμμα, το οποίο φανέρωνε όλη την συνωμοσία. Ο Αρχίας, που ήταν ήδη μεθυσμένος, το πέταξε παράμερα και είπε το γνωστό “ες αύριον τα σπουδαία“.
Αμέσως μετά οι συνωμότες μεταμφιεσμένοι ως γυναίκες μπήκαν στο δωμάτιο και σκότωσαν τον Αρχία και τον Φίλιππο και όποιον άλλο έτυχε να είναι εκεί.
Ο Φυλλίδας τότε έστειλε τον Πελοπίδα, Κηφισόδωρο και Δαμοκλείδα στο σπίτι του Λεοντιάδη. Έγινε μία σκληρή πάλη στην οποία ο Λεοντιάδης, ένας γεροδεμένος άνδρας, πλήγωσε θανάσιμα τον Κηφισόδωρο. Ο Πελοπίδας, μετά από μακρά πάλη στο στενό διάδρομο του σπιτιού, σκότωσε τον Λεοντιάδη. Με τον θάνατο και των δύο τυράννων, οι εξόριστοι από την Αθήνα επανήλθαν.
Ο Επαμεινώνδας με μερικούς νέους άνδρες άνοιξαν την αποθήκη όπλων και κάλεσαν όλους τους κατοίκους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Μετά από όλα αυτά, η Σπαρτιατική φρουρά των χιλίων πεντακοσίων ανδρών, έφυγε από την Θήβα και επέστρεψε στην Σπάρτη, το 378 π.Χ.
Το 375 π.Χ., κοντά στην Τέγυρα, ο Πελοπίδας με τον Θηβαϊκό Ιερό Λόχο κατατρόπωσε τον Σπαρτιατικό στρατό, αν και οι άνδρες του ήταν οι μισοί.
Όταν πληροφορήθηκε ότι η Σπαρτιατική φρουρά του Ορχομενού θα επισκεπτόταν την Λοκρίδα, προσπάθησε με τον Ιερό Λόχο και μερικούς ιππείς να καταλάβει αιφνιδιαστικά τον Ορχομενό. Φθάνοντας όμως εκεί διαπίστωσε ότι υπήρχε Σπαρτιατική φρουρά στην πόλη και έτσι ματαίωσε το σχέδιο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κοντά στα Τέγυρα, κατά τύχη έπεσε πάνω στους Σπαρτιάτες που γύριζαν από την Λοκρίδα. Αν και οι άνδρες του ήταν λιγότεροι των αντιπάλων, δεν ετράπησαν σε φυγή και με την δική του εμψύχωση σε ένα στενό μονοπάτι έδωσαν μάχη και τους νίκησαν, σκοτώνοντας και του δύο Λακεδαιμόνιους αρχηγούς.
Ο υπόλοιπος Σπαρτιατικός στρατός διασκορπίστηκε και ετράπη σε φυγή. Αυτό ήταν ένα ηρωικό κατόρθωμα του Πελοπίδα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον μικρότερο αριθμό των ανδρών του και την ανδρεία των Σπαρτιατών. Ήταν αυτή η μάχη που έδωσε πεποίθηση στους Θηβαίους να συναντήσουν τους Σπαρτιάτες με επιτυχία πάλι, τέσσερα χρόνια αργότερα στα Λεύκτρα.
Το 371 π.Χ., στην πεδιάδα της Λεύκτρας, οι Σπαρτιάτες νικήθηκαν ξανά από τον Θηβαϊκό Ιερό Λόχο, αυτήν την φορά όμως υπό την αρχηγία του Επαμεινώνδα.
Αν και οι Θηβαϊκές δυνάμεις ήταν λιγότερες ξανά από τις Λακεδαιμόνιες, ο Επαμεινώνδας με ιδιοφυή τακτική και με την βοήθεια των πολύ καλά εκπαιδευμένων ανδρών του Ιερού Λόχου, νίκησε σε πλήρη μάχη τώρα τον αήττητο Σπαρτιατικό στρατό. Σύνταξε τους καλύτερους άνδρες του στρατού του, πενήντα άνδρες σε βάθος, απέναντι στην δεξιά πτέρυγα του αντιπάλου, την οποία κατείχαν οι Σπαρτιάτες και οι οποίοι είχαν μόνο δώδεκα άνδρες βάθος, αφήνοντας το κέντρο και την αριστερά πτέρυγα ασθενή και έδωσε διαταγή να παραμείνουν για λίγο άπρακτοι.
Η μάχη ξεκίνησε με την εμπλοκή του Σπαρτιατικού και Θηβαϊκού ιππικού η οποία τελείωσε γρήγορα με την ήττα των Σπαρτιατών. Αμέσως μετά ο Πελοπίδας επικεφαλής του Ιερού Λόχου έπεσε επάνω στους Σπαρτιάτες με ακαταμάχητη δύναμη αλλά οι Σπαρτιάτες αντιστάθηκαν γενναία και στην αρχή ίσως να υπερτερούσαν. Όταν όμως οι αρχηγοί των Σπαρτιατών έπεσαν, τότε οι Σπαρτιατικές γραμμές πιέστηκαν και έσπασαν παρασύροντας τον υπόλοιπο στρατό που επέστρεψε στον καταυλισμό.
Ο βασιλιάς Κλεόμβροτος της Σπάρτης και πολλοί από τους αξιωματικούς σκοτώθηκαν. Ο υπόλοιπος στρατός δεν ενεπλάκη σε σοβαρή μάχη. Από τους 700 Σπαρτιάτες που έλαβαν μέρος στην μάχη, μόνο 300 επέζησαν. Ολόκληρη η Ελλάδα αιφνιδιάστηκε από το γεγονός, καταλαβαίνοντας ότι μία καινούργια δύναμη είχε ανέλθει. Στο Άργος, έγινε επανάσταση και ο λαός σκότωσε πολλούς από τους φίλο Σπαρτιάτες ολιγαρχικούς.
Μετά την μάχη οι Θηβαίοι έστειλαν απεσταλμένους στην Αθήνα για να ανακοινώσουν την νίκη κατά των Σπαρτιατών, αλλά οι Αθηναίοι δεν έμειναν καθόλου ευχαριστημένοι με την εξέλιξη των πραγμάτων γιατί τώρα είχαν μία καινούργια υπερδύναμη μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Επίσης έστειλαν αγγελιοφόρο και στον Ιάσονα των Φερών στην Θεσσαλία. Ο Ιάσων όταν άκουσε τα νέα απήντησε ότι θα έλθει γρήγορα στην Θήβα με τριήρεις, αλλά αντίθετα με μεγάλη ταχύτητα και περνώντας ανάμεσα από εχθρικές περιοχές έφθασε στην Βοιωτία.
Εκεί οι Θηβαίοι αρχηγοί πρότειναν να επιτεθούν στους στρατοπεδευμένους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Ο Ιάσων και Επαμεινώνδας αρνήθηκαν και κατάφεραν να τους πείσουν να τους αφήσουν να φύγουν και έτσι οι Σπαρτιάτες σώθηκαν από μεγαλύτερη καταστροφή οι οποίοι πράγματι έφυγαν σύντομα και συναντήθηκαν στα Αιγόσθενα με τον Αρχίδαμο, ο οποίος ερχόταν για να τους βοηθήσει. Από εκεί επέστρεψαν στην Σπάρτη.
Με την μάχη της Λεύκτρας, η ηγεμονία της Ελλάδος πέρασε από την Σπάρτη στη Θήβα, αλλά για το μικρό χρονικό διάστημα, των δέκα χρόνων. Η ηγεμονία αυτή δεν επέφερε κανένα καλό όμως αποτέλεσμα και όπως αυτή της Σπάρτης έβλαψε την Ελλάδα πολύ. Η Θήβα δεν είχε πεπειραμένους άνδρες, ούτε η οικονομία της μπορούσε να το αντέξει αυτό. Απέτυχε, το ίδιο όπως και η Σπάρτη, να ενώσει τις Ελληνικές πόλεις και να σταματήσει τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ τους. Έγιναν αναταραχές σε όλη την Πελοπόννησο.
Οι κάτοικοι της Μαντινείας στην Αρκαδία, η οποία είχε χωρισθεί σε αρκετά χωριά, κατέλαβαν την πρωτεύουσα και έφτιαξαν καινούργια τείχη. Στην Τεγέα της Αρκαδίας, οι κάτοικοι σχημάτισαν την Αρκαδική ομοσπονδία. Σε δύο χρόνια μέσα, μία πανίσχυρη ομοσπονδία δημιουργήθηκε, η οποία περιελάμβανε εκτός των παλαιών συμμάχων και την Φωκίδα, Λοκρίδα, Αιτωλία και Εύβοια. Μετά την μάχη στα Λεύκτρα, οι Θηβαίοι έκαναν πάλι ειρήνη με την Αθήνα και ήθελαν να καταστρέψουν τον Ορχομενό επειδή ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών.
Η πόλη όμως σώθηκε χάρη στην μεγάλη προσπάθεια του Επαμεινώνδα, αλλά όχι για πολύ. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Επαμεινώνδας βρισκόταν με αποστολή στο Βυζάντιο, η πόλη καταστράφηκε και όλοι οι άνδρες εκτελέσθηκαν και οι υπόλοιποι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Αυτό ήταν ένα άλλο μεγάλο πολιτικό σφάλμα της Θήβας.
Στην Αρκαδία, σύμμαχο της Θήβας, ο βασιλιάς Αγησίλαος της Σπάρτης κατέστρεφε τις περιοχές. Σε απάντηση, η Θήβα έστειλε στρατό υπό την αρχηγία του Επαμεινώνδα. Όταν ο Αγησίλαος έμαθε τα νέα, εγκατέλειψε την Αρκαδία και επέστρεψε στην Σπάρτη, για να την προστατεύσει.
Με τον ερχομό του στην Αρκαδία, ο Επαμεινώνδας ένωσε τις δυνάμεις του με τα άλλα μέλη της συμμαχίας, από την Αρκαδία, Άργος και Ηλεία.
Ο συνολικός αριθμός των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν γύρω στις πενήντα χιλιάδες άνδρες. Η συμμαχία προσπάθησε να πείσει τον Επαμεινώνδα, να εισβάλει στην Λακωνία, εξηγώντας του ότι υπήρχε γενική δυσαρέσκεια εναντίον της Σπάρτης και ότι πολλοί από τους Περίοικους είχαν επαναστατήσει.
Τελικά πείσθηκε και το φθινόπωρο του 370 π.Χ., εισέβαλε στην Λακωνία από τέσσερα διαφορετικές σημεία βαδίζοντας προς την Σπάρτη.
Μόνο οι Αρκάδιοι συνάντησαν σοβαρή αντίσταση από τον Σπαρτιάτη Ισχόλαο στο Iον, στην περιοχή της Σκιρίτης. Ο Ισχόλαος και οι δυνάμεις του έπεσαν μέχρι τον τελευταίο άνδρα.
Όλες οι συμμαχικές δυνάμεις συναντήθηκαν στην Σελλασία, την οποία κατέστρεψαν και έκαψαν και από εκεί βάδισαν εναντίον της Σπάρτης, η οποία σώθηκε από τον βασιλιά Αγησίλαο που είχε πάρει μία σειρά προστατευτικών μέσων για να υπερασπίσει την χωρίς τείχη πόλη.
Ο Επαμεινώνδας αναλογιζόμενος το κόστος μίας επιθέσεως κατά της Σπάρτης σε ανθρώπινες ζωές, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να την καταλάβει. Από εκεί, η συμμαχία καίγοντας και λεηλατώντας τα χωριά, κατευθύνθηκε προς το λιμάνι και οπλοστάσιο της Σπάρτης, Γύθειο, το οποίο προσπάθησε να καταλάβει επί τρεις μέρες, χωρίς επιτυχία.
Ο Επαμεινώνδας μετά επέστρεψε στην Αρκαδία και υπό την επίβλεψη του χτίσθηκε μία καινούργια πόλη στις όχθες του ποταμού Ελλισώνα, ως πρωτεύουσα της Αρκαδικής συμμαχίας και ονομάσθηκε Μεγαλόπολης. Στην Μεγαλόπολη, αντιπρόσωποι από όλες τις πόλεις της συμμαχίας θα συγκεντρώνονταν περιοδικώς για να διευθετούν τις υποθέσεις τους.
Μετά από αυτό ο Επαμεινώνδας εισέβαλε στην Μεσσηνία, για να την ελευθερώσει από τους Σπαρτιάτες. Στο μεταξύ οι Περίοικοι και Είλωτες είχαν αρχίσει ήδη να αποστατούν. Ο Επαμεινώνδας επανίδρυσε την Μεσσήνη και στους λόφους του βουνού Ιθώμη έκτισε εξαιρετικές οχυρώσεις εκτεινόμενες πέρα από έξι χιλιόμετρα, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Όλα αυτά είχαν καταστρεπτικό αποτέλεσμα για την οικονομία της Σπάρτης, η οποία έχασε την μισή περιοχή της για πάντα και δεν είχε πλέον τους ανθρώπους για να προμηθεύουν τον στρατό της.
Στο μεταξύ η Σπάρτη ζήτησε βοήθεια από την Αθήνα. Ο Ιφικράτης με Αθηναϊκό στρατό είκοσι χιλιάδων ανδρών, βάδισε προς την Αρκαδία. Ο Επαμεινώνδας μαθαίνοντας τα νέα εγκατέλειψε την Λακωνία αμέσως και βάδισε εναντίον του. Οι δύο στρατοί, αν και βρέθηκαν πολύ κοντά, δεν ενεπλάκησαν σε πλήρη μάχη. Ο Ιφικράτης, αποφασίζοντας ότι η αποστολή του για την διάσωση της Σπάρτης επέτυχε, επέστρεψε στην Αθήνα.
Ο Επαμεινώνδας γύρισε κι’ αυτός πίσω στην Θήβα, όπου και πέρασε από δίκη, με την κατηγορία ότι είχε υπερβεί τον χρόνο της αποστολής του και του ότι έδειξε αδράνεια και ειρηνοφιλία. Υπερασπίσθηκε τον εαυτό του με επιτυχία, αυξάνοντας περισσότερο την δημοτικότητα του.
Οι επιτεύξεις αυτής της αποστολής ήταν μεγάλες. Εξασθένησε και ταπείνωσε την Σπάρτη και συγχρόνως αύξησε την υπόληψη του στρατού του.
Επειδή ήταν απαραίτητο να επικοινωνήσει με τους συμμάχους, την άνοιξη του 369 π.Χ., ο Επαμεινώνδας προσπάθησε ξανά να εισβάλλει στην Πελοπόννησο, αλλά αυτή την φορά οι Αθηναίοι, Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους είχαν καταλάβει την γραμμή του όρους Ονεία και τις Κεγχρεές, για να τον εμποδίσουν να περάσει στην Πελοπόννησο. Ο Επαμεινώνδας όταν έφθασε προσπάθησε να τους οδηγήσει σε μάχη, αν και ο αριθμός των ανδρών του ήταν μικρότερος των αντιπάλων, αλλά δεν το πέτυχε.
Στρατοπέδευσε λοιπόν και λίγες ώρες πριν να ξημερώσει τους αιφνιδίασε, επιτιθέμενος και σπάζοντας την Σπαρτιατική γραμμή και αυτή της Πελλήνης. Έτσι κατόρθωσε να εισέλθει στην Πελοπόννησο και να ενωθεί με τους συμμάχους του, τους Αρκάδες, Ηλείους και Αργείους. Η πόλη της Σικυώνος εγκατέλειψε την Σπάρτη, μετά από δημοψήφισμα των κατοίκων και δέχθηκε να εγκατασταθεί Θηβαίος αρμοστής και φρουρά στην Ακρόπολη.
Το ίδιο έκανε και η Πελλήνη. Εν συνεχεία ο Θηβαϊκός στρατός και οι σύμμαχοι λεηλάτησαν τις περιοχές της Επιδαύρου και της Φλιούς και προσπάθησαν αιφνιδιαστικά να καταλάβουν την Κόρινθο, αλλά ηττήθηκαν από τον Αθηναίο στρατηγό Γαβριά, ο οποίος αντιστάθηκε με εξαιρετική επιδεξιότητα. Μετά από αυτήν την αποτυχημένη προσπάθεια, ο Θηβαϊκός στρατός επέστρεψε στην Θήβα.
Στο έτος 368 π.Χ., ο Επαμεινώνδας δεν επεχείρησε εισβολή στην Πελοπόννησο, άντ’ αυτού ο Πελοπίδας με Θηβαϊκές δυνάμεις εισήλθε στην Θεσσαλία για να προασπίσει την πόλη Λάρισα που κινδύνευε από τον βασιλιά Αλέξανδρο της Μακεδονίας. Ο Πελοπίδας τον ανάγκασε να κάνει ειρήνη, και πήρε πενήντα ομήρους μαζί του για ασφάλεια, μεταξύ αυτών τον γιο του Αμύντα, Φίλιππο, τον μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας και πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ο οποίος έμεινε στην Θήβα για αρκετά χρόνια.
Το 366 π.Χ., η Θήβα επέκτεινε τον αριθμό των πόλεων της ομοσπονδίας, με την συμμετοχή πόλεων του Κορινθιακού κόλπου και Αχαΐας, αλλά τις έχασε πάλι όταν απαίτησε ότι οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις τους έπρεπε να αντικατασταθούν. Αυτό ήταν μεγάλο σφάλμα που δείχνει την έλλειψη καλών πολιτικών ανδρών στην Θήβα.
Το 364 π.Χ., μετά από επίμονη εισήγηση του Επαμεινώνδα, οι Θηβαίοι κατασκεύασαν ένα μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων. Ο στόλος υπό τον Επαμεινώνδα έπλευσε με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο, όπου και κατάφερε να κερδίσει με το μέρος του το Βυζάντιο. Οικονομικές δυσκολίες και έλλειψη πείρας σε θαλάσσιες επιχειρήσεις, έβαλαν σύντομα τέλος στις φιλοδοξίες της Θήβας.
Το 363 π.Χ., με μια αιφνιδιαστική κίνηση οι Αρκάδες κατέλαβαν την Ολυμπία και κατέκλεψαν το θησαυροφυλάκιο. Πόλεμος ξέσπασε με την Ηλεία, αλλά με την επέμβαση των Θηβαίων, η Ολυμπία επεστράφη και επακολούθησε ειρήνη. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο Θηβαίος αντιπρόσωπος προσπάθησε να συλλάβει ορισμένους αντί Θηβαϊκούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Μαντινεία και η υπόλοιπη βόρεια Αρκαδία, εκτός της Τεγέας, να πάνε με το μέρος της Σπάρτης. Η Αθήνα, που παρακολουθούσε αυτές τις κινήσεις, πήρε το μέρος της Ηλείας.
Η Θήβα δεν είχε άλλη εκλογή παρά να στείλει γρήγορα τον Επαμεινώνδα με μεγάλο στρατό, ο οποίος κατευθύνθηκε προς την Μαντινεία. Στην Τεγέα, περίπου δεκαέξι χιλιόμετρα απόσταση από την Μαντινεία, ένωσε τις δυνάμεις του μαζί τους, αλλά με μία απροσδόκητη κίνηση αντί για την Μαντινεία βάδισε προς την Σπάρτη.
Σε αντίθεση με την πρώτη φορά αυτή η ενέργεια θα είχε αιφνιδιάσει τον Αγησίλαο, ο οποίος εκείνη την στιγμή βάδιζε με κυκλικό τρόπο να βοηθήσει την Μαντινεία αλλά ένας Κρητικός κατάσκοπος στο Θηβαϊκό στρατόπεδο, εξασκημένος σε τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων, πληροφόρησε τον Αγησίλαο, ο οποίος γύρισε πίσω στην Σπάρτη.
Όταν ο Επαμεινώνδας έφθασε στην Σπάρτη και έμαθε τι έγινε, γύρισε γρήγορα πίσω στην Μαντινεία, πριν να φθάσουν οι σύμμαχοι της. Φυσικά αυτός ήταν ο πραγματικός σκοπός του και όχι να επιτεθεί στην Σπάρτη. Δεν έγιναν όμως όλα σύμφωνα με το σχέδιο του γιατί εν τω μεταξύ ο Αθηναϊκός στρατός μόλις είχε φθάσει. Έτσι ο Επαμεινώνδας δεν είχε άλλη διαλογή παρά να εμπλακεί σε πλήρη μάχη.
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν έξω από την Μαντινεία το 362 π.Χ. Ο Θηβαϊκός στρατός, αποτελούμενος από Θηβαίους και Βοιωτούς κινήθηκε μπροστά. Ο Υπόλοιπος στρατός έμεινε πίσω σε λοξή φάλαγγα, με εξαίρεση το τμήμα του στρατού που παρέμεινε σε ψηλό έδαφος για να εμποδίσει την υπερφαλάγγιση από τον αντίπαλο. Καθώς ο στρατός κινήθηκε, ο Επαμεινώνδας γύρισε γρήγορα προς τα αριστερά κοντά στις πλαγιές του βουνού και έδωσε την διαταγή στους άνδρες του να αφήσουν τα όπλα κάτω.
Οι Σπαρτιάτες και οι Μαντίνειοι νομίζοντας ότι ο Επαμεινώνδας δεν είχε σκοπό να δώσει μάχη, χαλάρωσαν τις γραμμές της διάταξης τους.
Ο Επαμεινώνδας που περίμενε ακριβώς αυτό έδωσε διαταγή για γρήγορη επίθεση. Το πελώριο Θηβαϊκό σώμα πενήντα ασπίδες σε βάθος, έπεσε πάνω στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι αγωνίστηκαν με υπέρμετρη γενναιότητα αλλά τελικά οι γραμμές τους διαλύθηκαν φέρνοντας χάος στον υπόλοιπο στρατό.
Η μάχη είχε σχεδόν κερδισθεί, όταν ο Επαμεινώνδας έπεσε πληγωμένος από δόρυ, το οποίο διαπέρασε το στήθος του. Τον μετέφεραν σε ένα λοφίσκο, περιμένοντας την έκβαση της μάχης. Αν και η μάχη κερδίσθηκε από τους Θηβαίους, ο Επαμεινώνδας πριν πεθάνει διέταξε να κάνουν ειρήνη, όταν έμαθε ότι όλοι οι έμπιστοι στρατηγοί του είχαν χαθεί στην μάχη.
Μετά την μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), ο Φίλιππος της Μακεδονίας πέρασε στην Πελοπόννησο, και έγινε δεκτός από όλες τις πόλεις, αλλά όταν έφθασε στην Σπάρτη του απαγόρευσαν να εισέλθει. Ο Φίλιππος δεν προσπάθησε να πάρει την πόλη δια της βίας και έφυγε. Η Σπάρτη ήταν η μόνη που δεν έλαβε μέρος στον συνασπισμό της Κορίνθου, ο οποίος έλαβε μέρος το 337 π.Χ., κάτω από Μακεδονική κυριαρχία.
Το 331 π.Χ., ο βασιλιάς Άγης, εγγονός του Αγησίλαου, ξεσήκωσε επανάσταση εναντίον της Μακεδονίας, αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε.
Στο τέλος του 4ου αιώνος π.Χ., η Σπάρτη έκτισε τείχος για πρώτη φορά στην ιστορία της, το οποίο περιέκλειε τα τέσσαρα κεντρικά χωριά της και την Ακρόπολη.
Όταν το 280 π.Χ., οι Κέλτες εισέβαλαν από τον Βορρά κατατροπώνοντας τους Μακεδόνες, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρύς, προσπάθησε να ενώσει τις Πελοποννησιακές πόλεις και οδήγησε ένα στρατό στην κεντρική Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στην Σπάρτη, τριακόσια χρόνια αργότερα από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το 272 π.Χ., ο βασιλιάς Πύρος της Ηπείρου, εύκολα θα μπορούσε να καταλάβει την πόλη αφού νίκησε τους Σπαρτιάτες. Η Σπάρτη έγινε εξάρτηση της Μακεδονίας, και επανέκτησε την ανεξαρτησία της υπό τους τυράννους Μαχανίδα (207 π.Χ.) και Νάμπη (195 – 192 π.Χ.).
Το 265 π.Χ. ξανά, έχοντας σχηματίσει συμμαχία με την Αθήνα, Αχαϊα και Ηλεία και μερικές Αρκαδικές πόλεις, έδωσε μάχη εναντίον της Μακεδονίας, αλλά την έχασε (Χραιμονίδιος πόλεμος).
Ο γιος του Αρύς, Ακρότατος, το 260 π.Χ. οδηγώντας τον Σπαρτιατικό στρατό εναντίον των Μεγαλοπολιτών, νικήθηκε και αυτοκτόνησε.
Το 244 π.Χ., ο Άγης ο τέταρτος ανέβηκε στον θρόνο και έκανε μια σειρά αλλαγών. Πρότεινε να καταργηθούν όλα τα χρέη και να γίνει ανακατανομή όλης της γης, σε ίσα μερίδια για 4,500 κατοίκους και 15,000 περιοίκους. Επίσης επέμεινε στην αυστηρή αγωγή του Λυκούργου για τους υπόλοιπους 700 ίσους και τους 2,000 υπομείωνες και διαλεγμένους περίοικους. Βρήκε όμως στις προτάσεις του ισχυρή αντίσταση και ο Άγης εκτελέσθηκε μετά από δίκη, το 241 π.Χ.
Ο επόμενος βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ΙΙΙ, ανήλθε το 236 π.Χ. Παντρεύτηκε την χήρα του βασιλιά Άγη και προσπάθησε να επιβάλλει τις ιδέες του. Το 227 π.Χ., σε μια εξέγερση σκότωσε τέσσερις από τους Εφόρους και εξόρισε τους αντιπάλους του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το αξίωμα των Εφόρων καταργήθηκε.
Κατόπιν κατένειμε την γη σε 4,000 ίσα μερίδια, συμπεριλαμβάνοντας τους περίοικους και υπομείονες. Επίσης άρχισε να εφαρμόζει την εκπαίδευση και τα έθιμα του Λυκούργου κάτω από τις οδηγίες του φίλου του και φιλοσόφου Σφαιρού. Όλες αυτέ οι αλλαγές έφεραν αποτέλεσμα και ο Κλεομένης είχε πολλές στρατιωτικέ επιτυχίες. Το Άργος και το μεγαλύτερο μέρος της Αργολίδος και της ανατολικής Αρκαδίας κατακτήθηκαν.
Η Αχαϊκή συμμαχία υπό την αρχηγία του Άρατου της Σικυώνος, με την υπόσχεση ότι θα του έδινε πίσω την Κόρινθο, συμμάχησε με τον Αντίγονο της Μακεδονίας και επανέκτησε το Άργος και αρκετές από τις Αρκαδικές πόλεις. Με την σειρά του ο Κλεομένης κατέλαβε και κατέστρεψε την Μεγαλόπολη το 223 π.Χ.
Το 222 π.Χ., στην Σελλασία, μεταξύ Σπάρτης και Τεγέας, έλαβε μέρος μια μάχη. Ο Σπαρτιατικός στρατός ανερχόμενος σε 10,000 και αυτός του Αντιγόνου και των συμμάχων του σε 30,000. Σ’ αυτήν την μακρά και φρικτή μάχη, οι Σπαρτιάτες πολέμησαν γενναία. Όλος ο Σπαρτιατικός στρατός έπεσε, εκτός από 200 άνδρες. Ο βασιλιάς Κλεομένης έφυγε για την Αίγυπτο.
Τα επόμενα χρόνια μια σειρά από εξεγέρσεις άρχισαν στην Σπάρτη, κατά τις οποίες βασιλιάδες και Έφοροι σκοτώθηκαν ή εξορίστηκαν.
Το 206 π.Χ., ο τύραννος Νάβης, απόγονος του Δημάρατου, ο οποίος είχε αυτοεξορισθεί στην Περσία το 490 π.Χ., ανήλθε στον θρόνο. Ένας ικανός αλλά αδίσταχτος και αισχρός άνδρας, δήμευσε τις περιουσίες όλων των πλουσίων πολιτών και τις μοίρασε στους φτωχούς. Απελευθερώνοντας τους δούλους, κατάφερε να αποκτήσει ένα στρατό 10,000 ανδρών και επίσης επέκτεινε τις κοινωνικές αλλαγές στο Άργος. Ήταν ο Νάβης που προβλέποντας τον επερχόμενο κίνδυνο, οχύρωσε την Σπάρτη για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Όταν ο Ρωμαίος διοικητής Φλαμινίνος εισέβαλε στην Λακωνία και πολιόρκησε την Σπάρτη, μετά από μερικές ημέρες μάχης, μια όχι τιμητική συμφωνία έγινε δεκτή , στην οποία Σπάρτη έχανε όλες τις πόλεις των περιοίκων και τον στόλο της.
Αργότερα με την πρόφαση ότι ήθελαν να βοηθήσουν την Σπάρτη, οι Αιτωλοί έστειλαν χιλίους άνδρες να σκοτώσουν τον Νάβη και να την καταλάβουν. Κατόρθωσαν να τον δολοφονήσουν, αλλά τελικά τους κατάσφαξαν όλους οι Σπαρτιάτες. Μετά την δολοφονία του Νάμπη, η Σπάρτη αναγκάστηκε από τον Φιλοποίμενα να γίνει μέλος της Αχαϊκής συμμαχίας. Γκρέμισαν τα τείχη της και οι νόμοι του Λυκούργου ανακαλέστηκαν.
Υπό τους Ρωμαίους τον 2ον αιώνα μ.Χ., η Λακωνία σαν επαρχία της Αχαϊας, της επετράπη να επαναφέρει τους νόμους του Λυκούργου. Το 396 μ.Χ., η πόλη καταστράφηκε από τον Αλάριχο.
Τον 9ον αιώνα μ.Χ., εισέβαλαν οι Σλάβοι και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Μάνη. Οι Βυζαντινοί ίδρυσαν μια πόλη και την ονόμασαν Λακεδαιμόνια, αλλά η σπουδαιότητα της χάθηκε γύρω στο 1248 μ.Χ. και εξαφανίστηκε από την ιστορία ολικά το 1834 μ.Χ.
Σήμερα η πόλη της μοντέρνας Σπάρτης κατέχει την ίδια θέση της αρχαίας πόλης.
Πηγή
Από τον Όμηρο γνωρίζουμε επίσης ότι η “κοίλη Λακεδαίμων“, η περιοχή μεταξύ του όρους Ταΰγετος και Πάρνωνα, που διασχίζεται από τον Ευρώτα ποταμό, είχε βασιλιά τον Μενέλαος και Ελένη, 520 π.Χ., Αττική αμφοράΜενέλαο, τον μικρότερο αδελφό του Αγαμέμνονα και σύζυγο της ωραίας Ελένης, την οποία απήγαγε ο Πάρις στην Τροία αρχίζοντας έτσι τον μακροχρόνιο ,οδυνηρό και φημισμένο πόλεμο.
Γύρω στα 1200 π.Χ., με τον γάμο της κόρης του Μενέλαου Ερμιόνης και με τον γιο του Αγαμέμνονα Ορέστη, τα βασίλεια του Άργους και της Σπάρτης ενώθηκαν. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές πιστοποιούν, ότι σε αυτά τα χρόνια, αντίθετα με την μετέπειτα Σπάρτη, ένας πλούσιος πολιτισμός είχε αναπτυχθεί εδώ.
Γύρω στα 1100 π.Χ., οι Δωριείς ήλθαν και κατέλαβαν την περιοχή (η Αρχαιολογία αντίθετα πιστεύει ότι οι Δωριείς εγκαταστάθηκαν το 950 π.Χ.).
Η παράδοση αναφέρει, ότι 80 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, οι Ηρακλήδες αδελφοί, απόγονοι του ήρωα Ηρακλή, Κρεσφόντης, Τέμενος και Αριστόδημος προσπάθησαν να καταλάβουν την Πελοπόννησο.
Ο Αριστόδημος πέθανε στην Ναύπακτο, χτυπημένος από κεραυνό, αφήνοντας πίσω του τα δίδυμα παιδιά του, Ευρυσθένη και Πρόκλη. Τα αδέλφια του, πέρασαν τον κόλπο και αποβιβάστηκαν στην Αχαΐα, όπου και πολέμησαν νικώντας τον άρχοντα της Πελοποννήσου, Τισαμένη . Όταν η Δωρική φάλαγγα έφθασε στην περιοχή της Λακωνίας και Μεσσηνίας, επικεφαλής ήταν ο Κρεσφόντης, ο οποίος κατοίκησε την εύφορη πεδιάδα της Πάμεσου. Υπήρχε όμως μία συνεχής διαφωνία μεταξύ των αρχηγών Κρεσφόντη και Θήρα, για την μοιρασιά της περιοχής.
Ο Θήρας, αδελφός της γυναίκας του Αριστόδημου και κηδεμόνας στα δίδυμα παιδιά της, μετά τον θάνατο του άνδρα της, ήθελε να πάρει την εύφορη Μεσσηνία, αλλά ο Κρεσφόντης και αδελφός του Τέμενος τον ξεγέλασαν. Κανόνισαν να ρίξουν στο νερό δύο μικρά κεραμίδια, με τα ονόματα του Κρεσφόντη και του Θήρα γραμμένα στο καθένα από αυτά και εκείνου που θα επέπλεε στην επιφάνεια, θα έπαιρνε την Μεσσηνία, ο δε άλλος την Λακωνία.
Το κεραμίδι του Κρεσφόντη είχε ψηθεί στην φωτιά, ενώ του Θήρα στον ήλιο και όταν τα έριξαν στο νερό, το κεραμίδι του Θήρα βυθίσθηκε και του Κρεσφόντη επέπλευσε, παίρνοντας έτσι την Μεσσηνία.
Κατά την διάρκεια της ιστορίας της Σπάρτης, το οικιστικό κέντρο στην πλούσια πεδιάδα του Ευρώτα άλλαξε πολλές φορές, αλλά η Δωρική πόλη η οποία αποτελείτο από πέντε χωριά, ήταν στην περιοχή της σημερινής Σπάρτης. Γνωρίζουμε μόνο τα ονόματα των τεσσάρων χωριών, Πιτάνη, Λίμναι, Μεσόα, Κινόσουρα. Το πέμπτο ήταν πιθανόν η συγχώνευση των χωριών Πιλάνη, Σελάσια, Αιγίτιδα, Φάροι, Αμίκλαι, τα οποία η Σπάρτη κατέκτησε αργότερα.
Η Σπάρτη κατά την διάρκεια του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. ήταν ανοιχτή στους ξένους. Είχε καλές σχέσεις με την Σάμο, η οποία την βοήθησε στον πόλεμο με την Μεσσηνία και επίσης με την Κύπρο, Ρόδο, Κυρήνη, κλπ. Ήταν μία ιδιαίτερα πολιτισμένη πόλη, με τους δικούς της αρχιτέκτονες, οι οποίοι έκτισαν το φημισμένο ορειχάλκινο ναό της Αθηνάς.
Οι τέχνες είχαν αναπτυχθεί και ήταν πολλοί οι φημισμένοι γλύπτες σε ξύλο, αγγειοπλάστες, τεχνίτες μετάλλων, υφαντοποιοί, δερματοποιοί, μεταξύ αυτών ξένοι. Οι Σπαρτιάτες μουσικοί, χορευτές και τραγουδιστές ήταν ξακουστοί. Ήταν επίσης φημισμένη για την πορφυρή βαφή των υφασμάτων.
Από το 720 π.Χ. έως το 576 π.Χ., είχε 46 ολυμπιονίκες από σύνολο 81 νικητών. Αλλά κατά τον 6ον αιώνα π.Χ., οι τέχνες άρχισαν να παρακμάζουν. Οι νόμοι του Λυκούργου σταδιακά αποστράγγισαν την Σπάρτη.
Ο Λυκούργος 776 π.Χ.
Ο Λυκούργος ήταν γιος του βασιλιά Εύμενου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο μεγαλύτερος αδελφός του, Πολυδέκτης, ανέβηκε στον θρόνο. Λίγο αργότερα πέθανε και αυτός, και ο Λυκούργος έγινε βασιλιάς. Η χήρα του αδελφού του, μία φιλόδοξη και αδίστακτη γυναίκα, του πρότεινε να την παντρευτεί και να σκοτώσει το αγέννητο παιδί της.
Ο Λυκούργος ξέροντας τον χαρακτήρα της και φοβούμενος για την ζωή του παιδιού, προσποιήθηκε ότι δέχεται την προσφορά. Της είπε να φέρει στον κόσμο το παιδί και θα το εξαφάνιζε μόλις θα γεννιόταν. Αλλά όταν ήλθε ο τοκετός, πήρε το νεογέννητο στην Αγορά, και τον ανέδειξε βασιλιά της Σπάρτης, δίνοντας του το όνομα Χαρίλαος (χαρά του λαού). Όταν η χήρα έμαθε τι έγινε, άρχισε να δολοπλοκεί εναντίον του Λυκούργου, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει από την Σπάρτη για να αποφύγει την αιματοχυσία.
Πήγε πρώτα στην Κρήτη και από εκεί στην Ασία, την Αίγυπτο και αργότερα στην Λιβύη, Ισπανία και Ινδία. Στην κάθε χώρα που επισκέφθηκε, σπούδασε τον πολιτισμό της, την ιστορία της και το σύνταγμα της.
Μετά από πολλά χρόνια, ο Λυκούργος επέστρεψε στην Ελλάδα και επισκέφθηκε τους Δελφούς για να ρωτήσει το μαντείο, εάν οι νόμοι που είχε σχεδιάσει να εφαρμόσει στην Σπάρτη ήταν σωστοί και έλαβε την συγκατάθεση του με την απάντηση, ότι “ήταν περισσότερο Θεός παρά άνθρωπος“. Τότε γύρισε πίσω στο σπίτι του και βρήκε τον ανιψιό του Χαρίλαο, έφηβο πλέον και βασιλιά της Σπάρτης.
Για να πείσει τους Σπαρτιάτες να δεχθούν τους νόμους του, οι οποίοι απαιτούσαν μεγάλες θυσίες, ανέθρεψε δύο μικρά σκυλάκια, το ένα μέσα στο σπίτι με διάφορες τροφές και το άλλο έξω στο κυνήγι. Τότε κάλεσε τον λαό και τους έδειξε ότι το αγύμναστο σκυλί ήταν τελείως ανίκανο.
Αλλά εάν ο Λυκούργος επέτυχε να πείσει τους πτωχούς, δεν τα κατάφερε και με τους πλούσιους, οι οποίοι έκαναν τα πάντα για να τον εμποδίσουν.
Ένας νεαρός, ονόματι Άλκανδρος, προσπάθησε να τον χτυπήσει με την ράβδο του στην αγορά, αλλά όταν ο Λυκούργος γύρισε το κεφάλι του, το ραβδί τον χτύπησε στο μάτι και του το έβγαλε. Ο Λυκούργος δεν τον πέρασε από δίκη, αλλά τον πήρε σαν ακόλουθο, δίνοντας του την ευκαιρία να γνωρίσει τον χαρακτήρα του. Πράγματι ο Άλκανδρος έγινε αργότερα αφοσιωμένος μαθητής του.
Όταν οι νόμοι του έγιναν δεκτοί, έβαλε τους Σπαρτιάτες να ορκισθούν, ότι δεν θα τους αλλάξουν μέχρις ότου γυρίσει και έφυγε.
Δεν επέστρεψε ξανά, κάνοντας σίγουρο ότι οι νόμοι του δεν θα αλλάξουν. Πέθανε στους Δελφούς και σύμφωνα με άλλους στην Κρήτη και λέγεται ότι πριν πεθάνει ζήτησε να καεί το σώμα του και οι στάχτη του να σκορπιστεί στον άνεμο. Ο Λυκούργος έτσι δεν επέτρεψε ούτε το σώμα του να γυρίσει στην Σπάρτη.
Το Πολίτευμα
Οι σκληρές μάχες των Μεσσηνιακών πολέμων δεν θα είχαν κερδισθεί χωρίς την νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία περισσότερο από όλα στόχευε στην πειθαρχία και στην σκληραγωγία των πολιτών.
Σύμφωνα με την ρήτρα την οποία έφερε από τους Δελφούς, η Γερουσία της Σπάρτης αποτελείτο από είκοσι οκτώ άνδρες ηλικίας άνω των εξήντα ετών, εκλεγμένους εφ’ όρου ζωής και από δύο βασιλείς.( Εκατό χρόνια αργότερα, όταν η Γερουσία έγινε τυραννική, διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από πέντε Εφόρους.)
Επίσης κανόνισε για περιοδικές συγκεντρώσεις των Σπαρτιατών (Απέλλα), που είχαν ηλικία άνω των τριάντα ετών, στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Κνάκιον και της γέφυρας Μπάμπικα, αν και δεν ψήφιζαν ούτε τους επιτρεπόταν να συζητούν τα θέματα, αλλά μόνο να τα αποδέχονται ή να τα απορρίπτουν δια βοής.
Ο Λυκούργος, για να αποφύγει τις διαμάχες στην πόλη, κατάφερε να πείσει τους κατοίκους να δώσουν την κτηματική περιουσία τους, την οποία μοίρασε σε ίσα μερίδια. Επίσης έδωσε ίσα μερίδια γης και στους Περίοικους.
Με άλλους νόμους, απαγόρευσε την χρήση χρυσού και ασημιού και στην θέση τους χρησιμοποίησε σιδερένιο νόμισμα, πολύ βαρύ και πολύ μικρής αξίας. Επίσης απαγόρευσε στους Σπαρτιάτες να φτιάχνουν τα σπίτια τους με άλλα εργαλεία εκτός από το τσεκούρι και το πριόνι.
Οι άγραφοι νόμοι του Λυκούργου, πάνω από όλα είχαν στόχο την ευνομία, αλλά συγχρόνως είχαν και το σπέρμα της επιθετικότητας. Σε μια περίοδο ολίγων ετών μετά την εφαρμογή τους, η Σπάρτη κατέκτησε σχεδόν όλη την Λακωνία. Η εξέχουσα πόλη των Αμυκλών της οποίας ο πληθυσμός πολύ πιθανόν αποτελείτο από Αχαιούς, μετά από σθεναρά πολιορκία κατελήφθη γύρω στα 750 π.Χ., αλλά οι πολίτες της έτυχαν καλής μεταχειρίσεως.
Ι Μεσσηνιακός πόλεμος 743 – 724 π.Χ.
Το πρώτο γεγονός έλαβε μέρος στα σύνορα της Λακωνίας και της Μεσσηνίας, εκεί όπου υπήρχε ο ναός της Αρτέμιδος Λιμναίας, την οποία λάτρευαν οι Σπαρτιάτες καθώς και οι Μεσσήνιοι. Κατά την διάρκεια τελετής και ενώ χόρευαν οι κοπέλες της Σπάρτης, οι Μεσσήνιοι όρμησαν και τις έπιασαν. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Τέλεκλος, ο οποίος προσπάθησε να τους εμποδίσει, σκοτώθηκε. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οι γυναίκες αυτοκτόνησαν.
Αλλά κατά την εκδοχή των Μεσσηνίων, ο βασιλιάς Τέλεκλος είχε μεταμφιέσει άνδρες σε γυναίκες, με κρυμμένα ξίφη κάτω από τα ρούχα τους. Όταν ανακαλύφθηκε το γεγονός, οι Μεσσήνιοι κατόπιν μάχης σκότωσαν τον Τέλεκλο. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος δεν άρχισε αμέσως μετά από αυτό το επεισόδιο.
Το δεύτερο γεγονός συνέβη με τον Σπαρτιάτη Εύφαινο και τον Μεσσήνιο Πολυχάρη, έναν διακεκριμένο πολίτη και Ολυμπιονίκη στο Στάδιο το 764 π.Χ. Ο Εύφαινος, που είχε αναλάβει την διατροφή των αγελάδων του Πολυχάρη, τις πούλησε και αργότερα δολοφόνησε τον γιο του, όταν του ζήτησε εξηγήσεις. Ο Πολυχάρης, που δεν μπόρεσε να βρει δικαιοσύνη στην Σπάρτη, άρχισε να σκοτώνει κάθε Λακεδαιμόνιο που περνούσε τα σύνορα.
Μετά αυτά τα συμβάντα, οι Σπαρτιάτες απαίτησαν από τους Μεσσηνίους να τους παραδώσουν τον Πολυχάρη, αλλά ματαίως και έτσι άρχισε ο πόλεμος.
Ο Αλκαμένης, γιος του βασιλιά Τέλεκλου της Σπάρτης, κατά την διάρκεια μιας σκοτεινής νύχτας, αιφνιδίασε τους Μεσσηνίους και μπαίνοντας στην πόλη της Αμφείας, σκότωσε τους κατοίκους. Από την Αμφεία οι Σπαρτιάτες έκαναν συνεχείς επιδρομές στις γειτονικές πόλεις, αλλά δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν καμία άλλη.
Ο βασιλιάς της Μεσσηνίας Ευφαές, τους πολέμησε με σθένος, αλλά μετά από τέσσερα χρόνια δεν υπήρξε καμία πρόοδος και από τις δύο πλευρές. Τον πέμπτο χρόνο έγινε μία μεγάλη μάχη, επίσης χωρίς αποτέλεσμα και έτσι οι Μεσσήνιοι μετά από αυτά αποσύρθηκαν στο οχυρωμένο βουνό της Ιθώμης.
Στο μεταξύ έπεσε επιδημία στην Μεσσηνία, αποδεκατίζοντας πολλούς από τους κατοίκους και οι Μεσσήνιοι στην απελπισία τους έστειλαν τον πολίτη Τέση στους Δελφούς, για να μάθουν την πορεία των πραγμάτων. Το μαντείο τους είπε να θυσιάσουν μία κόρη από την οικογένεια των Απετιδών δια κλήρου.
Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του Λυκίσκου, ο οποίος αρνήθηκε να υπακούσει και έφυγε στην Σπάρτη. Τότε ένας εξέχων πολίτης, ονόματι Αριστόδημος, πρόσφερε την κόρη του, αλλά ο νέος που την αγαπούσε δήλωσε ότι η κοπέλα περίμενε το παιδί του. Ο Αριστόδημος σκότωσε την κόρη του, άνοιξε το σώμα της και έδειξε σε όλους ότι αυτό ήταν ψέμα. Μετά την θυσία, οι Μεσσήνιοι πήραν κουράγιο και επετέθησαν στους απογοητευμένους Σπαρτιάτες, οι οποίοι για έξη χρόνια ανέβαλαν κάθε επιδρομή.
Κατά την διάρκεια του δέκατου τρίτου χρόνου του πολέμου, ο βασιλιάς της Σπάρτης Θεόπομπος βάδισε εναντίον της Ιθώμης και άλλη μία μάχη έλαβε μέρος, αλλά ξανά χωρίς νικητή. Όταν ο βασιλιάς Ευφαές σκοτώθηκε στην μάχη, ο Αριστόδημος πήρε την αρχηγία.
Πέντε χρόνια αργότερα μία άλλη μάχη έλαβε μέρος, στην οποία η Κόρινθος ήταν σύμμαχος των Σπαρτιατών, ενώ οι Αρκάδιοι και οι Σικυώνιοι προσχώρησαν στους Μεσσηνίους. Ο βασιλιάς Αριστόδημος κέρδισε ολοκληρωτικά αυτή την μάχη και οι Σπαρτιάτες αποσύρθηκαν στις περιοχές τους.
Αργότερα όμως τα πράγματα άλλαξαν και πήραν τροπή ενάντια των Μεσσηνίων. Ο Αριστόδημος, μετά από ένα όνειρο, στο οποίο παρουσιάστηκε η κόρη του δείχνοντας του τις πληγές της, αυτοκτόνησε πάνω στον τάφο της. Λίγο μετά και κατά την διάρκεια του εικοστού χρόνου του πολέμου, οι Μεσσήνιοι εγκατέλειψαν την Ιθώμη, την οποία κατέστρεψαν ολοσχερώς οι Σπαρτιάτες.
Οι ηττημένοι Μεσσήνιοι τιμωρήθηκαν αυστηρά και υποχρεώθηκαν να πάρουν όρκο, ότι δεν θα επαναστατήσουν πάλι και ότι θα δίνουν στην Σπάρτη τα μισά από τα αγροτικά τους προϊόντα. Πολλές οικογένειες έφυγαν για την Αρκαδία, οι δε ιερείς στην Ελευσίνα. Αυτοί οι οποίοι έμειναν στην χώρα έγιναν είλωτες. Αυτό ήταν το τέλος του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου.
Μετά την προσάρτηση της Μεσσηνίας (708 π.Χ.), η Σπάρτη ίδρυσε αποικία στο Τάρεντουμ της Νότιας Ιταλίας και φαίνεται ότι το κίνητρο ήταν πολιτικό. Μία ομάδα Σπαρτιατών, αποκαλούμενοι Παρθένιοι (παιδιά από ανύπαντρες μητέρες) και οι οποίοι δεν αναγνωρίζονταν ως πολίτες, επαναστάτησαν και η Σπάρτη θεώρησε αναγκαίο ότι η καλύτερη λύση ήταν να τους απομακρύνει.
II Μεσσηνιακός πόλεμος 685 – 668 π.Χ.
Μερικά χρόνια αργότερα οι Μεσσήνιοι επαναστάτησαν και ο αρχηγός τους Αριστομένης με τολμηρότητα μπήκε στην πόλη της Σπάρτης κατά την διάρκεια της νύχτας και αφιέρωσε μία ασπίδα στον ναό της Αθηνάς.
Ο Τυρταίος, ήταν αρχαίος Έλληνας ελεγειακός ποιητής, γιος του Αρχεμβρότου, καταγόμενος από τις Αφιδνές της Λακεδαίμονος (σημερινό Δαφνί ) και όχι από τις Αφιδνές της Αττικής και έζησε τον 7ο αιώνα ΠΚΕ, ως σύγχρονος ή λίγο παλαιότερος των επτά σοφών της αρχαιότητας.
Ο Τυρταίος με τα ποιήματα του, εμψύχωσε τους Σπαρτιάτες και τους βοήθησε να κερδίσουν τον πόλεμο.
Κατά την διάρκεια του πολέμου, ο αρχηγός των Μεσσηνίων Αριστομένης έγινε μεγάλος ήρωας, και πολλές ιστορίες μιλούν γι’ αυτόν. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αριστομένης θυσίασε τρεις φορές στον Δία Ιθωμάτη, τα επονομαζόμενα Εκατοφόνια, επιφυλασσόμενα μόνο για εκείνο τον πολεμιστή, που είχε σκοτώσει με τα ίδια τα χέρια του εκατό από τους εχθρούς του. Τρεις φορές αιχμαλωτίστηκε από τους Σπαρτιάτες, αλλά και τις τρεις κατόρθωσε να δραπετεύσει.
Η τελευταία του αιχμαλωσία συνέβη σε μία μάχη, με πολλούς Σπαρτιάτες στην οποία είχε πληγωθεί σε όλο του το σώμα, αλλά συνέχιζε να μάχεται, ώσπου μία πέτρα τον βρήκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού και έπεσε κάτω. Τον έπιασαν αιχμάλωτο μαζί με άλλους πενήντα και για τιμωρία, τους έριξαν στην βαθιά χαράδρα του Καιάδα, που ήταν στο βουνό Ταΰγετος.
Όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν, αλλά ο Αριστομένης έπεσε πάνω στα φτερά ενός αετού και σώθηκε. Όταν αναλογίστηκε ότι δεν υπήρχε τρόπος να βγει από αυτήν την άβυσσο, ξάπλωσε κάτω και καλύπτοντας το σώμα με τον μανδύα του, περίμενε να πεθάνει.
Τρεις μέρες αργότερα και κατά την διάρκεια της νύχτας άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο και στο σκοτάδι διέκρινε μία αλεπού να τρώγει στα πτώματα. Κατάφερε να πιάσει την αλεπού από την ουρά και οδηγούμενος από αυτήν σε μία μικρή τρύπα, την άνοιξε περισσότερο και πέρασε έξω από την χαράδρα.
Αμέσως πήγε στην πόλη της Ήρας, η οποία επολιορκείτο από τους Σπαρτιάτες. Περνώντας μέσα από το στρατόπεδο τους, σκότωσε πολλούς από αυτούς στον ύπνο τους και λεηλάτησε τις σκηνές των στρατηγών.
Αργότερα, κατά την διάρκεια μιας θυελλώδους νύχτας και με την βοήθεια ενός πληροφοριοδότη, οι Σπαρτιάτες μπήκαν στην Ήρα. Έγινε σκληρή μάχη, στην οποία οι Μεσσήνιοι αγωνίσθηκαν απελπισμένα, οι γυναίκες επίσης, ρίχνοντας κεραμίδια στους Σπαρτιάτες στρατιώτες, αλλά στο τέλος νικήθηκαν.
Ο Αριστομένης μαζί με πολλούς άλλους κατάφεραν να σπάσουν την Σπαρτιατική γραμμή και παίρνοντας τα γυναικόπαιδα πήγαν στην Αρκαδία. Αμέσως διάλεξε πεντακόσιους άνδρες εθελοντές και με την βοήθεια τριακοσίων Αρκάδων, αποφάσισε να καταλάβει την πόλη της Σπάρτης αιφνιδιαστικά, τώρα που ο στρατός της έλλειπε.
Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν όταν ανακάλυψαν, ότι ο βασιλιάς της Αρκαδίας Αριστοκράτης, είχε στείλει αγγελιοφόρο στους Εφόρους, πληροφορώντας τους για το σχέδιο. Ο προδότης βασιλιάς σκοτώθηκε στην πλατεία της πόλης από τον Αρκαδικό λαό με πέτρες και το πτώμα του το πέταξαν έξω από τα σύνορα της Αρκαδίας.
Μετά από αυτά οι Μεσσήνιοι έφυγαν για την Κυλλήνη και από εκεί στην Κάτω Ιταλία όπου και ίδρυσαν την νέα πόλη της Μεσσήνης. Ο Αριστομένης δεν τους ακολούθησε και πήγε στην Ρόδο στον αδελφό του, όπου και πέθανε από πίκρα. Οι Μεσσήνιοι που έμειναν, έγιναν είλωτες και έτσι τελείωσε και ο δεύτερος Μεσσηνιακός πόλεμος.
Άργος
Γύρω στο 720 π.Χ., ο Σπαρτιατικός στρατός υπό την αρχηγία του βασιλέως Νίκανδρου και με την βοήθεια της πόλεως Ασίνης, λεηλάτησε την Αργολίδα. Οι Αργείοι δεν το λησμόνησαν και λίγο αργότερα πήραν εκδίκηση, καταστρέφοντας ολοσχερώς την Ασίνη.
Με την σειρά τους οι Σπαρτιάτες υπέταξαν την Κυνουρία, η οποία ήταν υπό την κηδεμονία του Άργους.
Το 547 π.Χ., οι Αργείοι προσπάθησαν να επανακτήσουν την περιοχή, αλλά αντί για ολοκληρωτική μάχη συμφώνησαν με τους Λακεδαιμονίους, να κριθεί το αποτέλεσμα του πολέμου και η κατοχή της Κυνουρίας, με την αναμέτρηση τριακόσιων ανδρών από την κάθε πλευρά. Η σύγκρουσης των εξακοσίων ανδρών ήταν τόσο βίαιη, ώστε μόνο δύο Αργείοι οπλίτες επέζησαν και ένας πληγωμένος Σπαρτιάτης.
Οι δύο Αργείοι οπλίτες, Αλκήνωρ και Χρόμιος, έφυγαν για να μεταφέρουν τα νέα της νίκης τους στο Άργος, αλλά ο Σπαρτιάτης Οθριάδης κατάφερε να συγκεντρώσει την λεία από τα σώματα των νεκρών του εχθρού και κατόπιν αυτοκτόνησε, μη θέλοντας να γυρίσει στην Σπάρτη μόνον αυτός. Και οι δύο πλευρές διεκδίκησαν την νίκη και γι’ αυτό λίγο αργότερα μία άλλη μάχη έλαβε μέρος, στην οποία οι Αργείοι ηττήθηκαν.
Πόλεμος της Τεγέας
Οι Σπαρτιάτες επεχείρησαν αρκετές εκστρατείες εναντίον της Αρκαδίας και μετά από μακρά διαμάχη κατάφεραν να καταλάβουν το νότιο τμήμα της. Αλλά δεν είχαν την ίδια επιτυχία στον πόλεμο με την πόλη της Τεγέας. Έχαναν την μια μάχη μετά την άλλη και κατά την βασιλεία των Σπαρτιατών βασιλέων Λέοντος και Αγασικλή (580 π.Χ.), είχαν φέρει αλυσίδες για να αλυσοδέσουν τους Τεγεάτες. Αλλά απέτυχαν, χάνοντας ολοκληρωτικά την μάχη και τους στρατιώτες οι Αργείοι τους αλυσόδεσαν με τις ίδιες αλυσίδες, που είχαν οι ίδιοι φέρει.
Οι Σπαρτιάτες στην απόγνωση τους ζήτησαν την βοήθεια του μαντείου των Δελφών, το οποίο τους συμβούλευσε να πάρουν τα οστά του Ορέστη (γιου του Αγαμέμνονα). Το μαντείο ακόμη τους υπέδειξε που να βρουν τα οστά του ήρωα στην Τεγέα και οι Σπαρτιάτες με μια επιδέξια επιχείρηση κατάφεραν να τα μεταφέρουν στην Σπάρτη. Όταν συνέβη αυτό, η τύχη του πολέμου γύρισε με το μέρος τους και οι υπερήφανοι Τεγεάτες έχασαν κάθε μάχη. Τελικά παραδέχτηκαν την υπεροχή της Σπάρτης, αλλά δεν υποδουλώθηκαν και συνέχισαν να είναι κύριοι της πόλης τους, ως εξαρτώμενοι σύμμαχοι.
Κλεομένης I
Ο Κλεομένης ανέβηκε στον θρόνο της Σπάρτης, γύρω στο 520 π.Χ. Σε μία διαμάχη μεταξύ του Κλεισθένη των Αθηνών και του Ισαγόρα, προσκαλέστηκε από τον Ισαγόρα, να τον βοηθήσει. Πράγματι ο Κλεομένης, ανάγκασε τον Κλεισθένη και την οικογένεια του να φύγουν από την πόλη, αλλά όταν εξόρισε πεντακόσιες οικογένειες και προσπάθησε να αλλάξει το πολίτευμα, οι Αθηναίοι επαναστάτησαν και τον απέκλεισαν στην Ακρόπολη.
Μετά από αυτό το γεγονός, ο Κλεομένης παραδόθηκε και έφυγε από την Αττική. Λίγο αργότερα συγκέντρωσε στρατό από την Σπάρτη και τους συμμάχους της και βάδισε εναντίον της Αθήνας, χωρίς όμως να φανερώσει το λόγο της εκστρατείας, ότι ήθελε να εγκαταστήσει τον Ισαγόρα τύραννο των Αθηνών.
Αλλά όταν ο στρατός μπήκε στην Αττική, οι Κορίνθιοι μαθαίνοντας τον λόγο της εκστρατείας, απεχώρησαν. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης, Δημάρατος, ο οποίος ήταν και αυτός στην εκστρατεία αρνήθηκε να συνεχίσει και επέστρεψε πίσω και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε.
Αυτό έδωσε την ευκαιρία στην Αθήνα να επιτεθεί στους Θηβαίους και Χαλκιδείς, οι οποίοι λεηλατούσαν την Αττική, κατατροπώνοντας και τους δύο.
Στην Σπάρτη, μετά την διαμάχη των βασιλέων, ψηφίσθηκε καινούργιος νόμος που ανέφερε, ότι στο μέλλον μόνον ο ένας από τους δύο βασιλείς, θα αναλάμβανε μια εκστρατεία. Επίσης έκαναν σύγκλιση της Συμμαχίας και πρότειναν να επαναφέρουν τον Ιππία στην Αθήνα, ο οποίος ήταν φίλος της Σπάρτης και είχε έλθει από την Ασία για το συμβούλιο. Αλλά και πάλι οι Κορίνθιοι και άλλοι σύμμαχοι απέρριψαν το σχέδιο.
Γύρω στο 505 π.Χ., πόλεμος μεταξύ της Σπάρτης και του Άργους έλαβε μέρος, αλλά η αιτία είναι άγνωστη.
Το 499 π.Χ., ο ηγήτορας της Ιωνίας Αριστάγορας ήλθε στην Σπάρτη και ζήτησε την βοήθεια της στην επανάσταση εναντίον των Περσών. Ο Κλεομένης αρνήθηκε και τον διέταξε να φύγει από την πόλη.
Αργότερα ο Κλεομένης βάδισε εναντίον του Άργους, αλλά απέτυχε να πάρει την πόλη. Τότε ζήτησε πλοία από την Σικυώνα και την Αίγινα, οι οποίες χωρίς την θέληση τους τα έδωσαν και αποβιβάστηκε κοντά στην Τίρυνθα.
Εκεί, σε ένα μέρος ονομαζόμενο Σέπια, μεταξύ του Άργους και της θάλασσας, βρήκε τον Αργειακό στρατό. Από σοβαρή αμέλεια των Αργείων τους αιφνιδίασε και τους νίκησε. Οι Αργείοι μετά προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο στο ιερό άλσος του ήρωα Άργους. Ο Κλεομένης τους περικύκλωσε και έβαλε φωτιά στο δάσος. Έξι χιλιάδες Αργείοι έχασαν την ζωή τους την μέρα εκείνη, σχεδόν τα δύο τρίτα ολοκλήρου του στρατού (494 π.Χ.).
Ο Κλεομένης υποκίνησε τον Λεωτυχίδη, τον διάδοχο της βασιλικής οικογένειας των Προκλειδών, να αμφισβητήσει την νομιμότητα του βασιλιά Δημάρατου. Για να επιλύσουν το πρόβλημα οι Σπαρτιάτες πήγαν στο μαντείο των Δελφών, το οποίο προκήρυξε τον Δημάρατο ως αθέμιτο βασιλιά.
Όταν αργότερα έγινε γνωστό, ότι ο Κλεομένης είχε δωροδοκήσει το μαντείο, τον διέταξαν να γυρίσει πίσω, αλλά αυτός διέφυγε πρώτα στην Θεσσαλία και μετά στην Αρκαδία, όπου και ίδρυσε την Παν-Αρκαδική συμμαχία.
Οι Σπαρτιάτες τον κάλεσαν πάλι δίνοντας του υποσχέσεις, αλλά όταν έφθασε στην πόλη, ο λαός του επιτέθηκε, χτυπώντας τον στο κεφάλι, όπως ήταν το έθιμο. Οι Έφοροι τον προκήρυξαν παράφρονα. Αυτοκτόνησε, ακρωτηριάζοντας τον εαυτό του με μαχαίρι (488 π.Χ.).
Οι Περσικοί πόλεμοι
Μετά την πάταξη της Ιωνικής επαναστάσεως, ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει στρατό για εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος.
Η Περσική εκστρατεία που ακολούθησε, υπό την αρχηγία του Μαρδόνιου κατέληξε σε πανωλεθρία, χάνοντας όλο το στόλο του σε μία ισχυρή καταιγίδα στην χερσόνησο του όρους Άθως. Ο Δαρείος δεν πτοήθηκε και έχοντας στην αυλή του τον τύραννο Ιππία, ο οποίος του κρατούσε ζωντανό το μίσος εναντίον των Αθηναίων, άρχισε να ετοιμάζει την δεύτερη εκστρατεία, πολύ μεγαλύτερη της πρώτης. Πρώτα έστειλε αγγελιοφόρους σε διάφορες Ελληνικές πόλεις για να ζητήσουν νερό και χώμα. Οι Αθηναίοι τους πέταξαν στο βάραθρο και οι Σπαρτιάτες σε ένα πηγάδι, για να βρουν εκεί το “νερό και το χώμα“.
Για πρώτη φορά οι Ελληνικές πόλεις, μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο ενώθηκαν και ανεγνώρισαν την Σπάρτη ως ηγήτορα της Ελλάδος. Η Σπάρτη δέν αρνήθηκε να στείλει στρατό για να βοηθήσει την Αθήνα στον Μαραθώνα αλλά έφθασε στο πεδίο της μάχης πολύ αργότερα (εορτάζανε τα ΚΑΡΝΕΙΑ), για να δει με έκπληξη ότι οι Αθηναίοι είχαν νικήσει (490 π.Χ.).
Η τύχη όμως ήταν με το μέρος της Ελλάδος, γιατί στην επόμενη εκστρατεία αρχηγός των Περσών ήταν ο γιος του Δαρείου, Ξέρξης, ο οποίος ήταν πολύ κατώτερος άνδρας από τον πατέρα του.
Η μάχη των Θερμοπυλών 480 π.Χ.
Ο Ξέρξης μαθαίνοντας για τον μικρό αριθμό των Ελληνικών δυνάμεων και ότι αρκετοί Σπαρτιάτες έξω από τα τείχη γυμνάζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους, στην αμηχανία του, κάλεσε τον Δημάρατο να του εξηγήσει την έννοια όλων αυτών.
Ο Δημάρατος του είπε, ότι οι Σπαρτιάτες θα υπερασπισθούν το μέρος μέχρι θανάτου και ότι υπήρχε παράδοση να πλένουν και να χτενίζουν τα μαλλιά τους με ιδιαίτερη προσοχή, όταν επρόκειτο να θέσουν την ζωή τους σε κίνδυνο. Ο Ξέρξης που δεν πίστεψε τον Δημάρατο, καθυστέρησε την επίθεση επί τέσσαρες μέρες, νομίζοντας ότι οι Έλληνες θα διασκορπίζονταν, όταν θα αντιλαμβάνονταν τις μεγάλες δυνάμεις του.
Έστειλε επίσης αγγελιοφόρους, ζητώντας να παραδώσουν τα όπλα τους. Η απάντηση του Λεωνίδα ήταν “Μολών λαβέ” (έλα να τα πάρεις).
Όταν είπαν σε ένα Σπαρτιάτη για τον μεγάλο αριθμό των Περσικών δυνάμεων, οι οποίοι με τα βέλη τους θα έκρυβαν τον ήλιο, απάντησε
“τόσο το καλύτερο, θα πολεμήσουμε στην σκιά“.
Την πέμπτη ημέρα ο Ξέρξης επιτέθηκε χωρίς καμία επιτυχία και με μεγάλες απώλειες, αν και οι Μήδες πολέμησαν γενναία. Τότε έδωσε διαταγή στην προσωπική του φρουρά, τους “Αθανάτους” υπό την αρχηγία του Υρδάνη, ένα σώμα δέκα χιλιάδων ανδρών από τους καλύτερους Πέρσες στρατιώτες, να επιτεθούν, αλλά και αυτοί απέτυχαν και παρατηρήθηκε ότι ο Ξέρξης πήδησε από τον θρόνο του τρεις φορές, από θυμό και αγωνία. Την επόμενη μέρα επετέθησαν και πάλι, δεν υπήρξε όμως καμία πρόοδος.
Ο Ξέρξης ήταν απελπισμένος, αλλά η τύχη του άλλαξε, όταν ο Εφιάλτης, γιος του Ευρίδημου από την Μαλίδα, του είπε για ένα κρυφό μονοπάτι μέσα στο βουνό. Αμέσως εστάλη μία ισχυρή Περσική δύναμης από τους “Αθανάτους” με αρχηγό τον Υρδάνη, οδηγούμενη από τον προδότη. Τα ξημερώματα έφθασαν στην κορυφή, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Φωκείς, οι οποίοι μόλις είδαν τον Περσικό στρατό ετράπησαν σε φυγή.
Όταν ο Λεωνίδας έμαθε τα γεγονότα, διέταξε να συγκληθεί το συμβούλιο του πολέμου. Πολλοί είχαν την γνώμη, ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να βρουν μία καλύτερη τοποθεσία για να αμυνθούν, αλλά ο Λεωνίδας, ο οποίος εδεσμεύετο από τους νόμους της Σπάρτης και από ένα χρησμό, που είχε προφητεύσει ότι είτε η Σπάρτη ή ένας βασιλιάς της Σπάρτης θα έπρεπε να θυσιαστεί, αρνήθηκε. Τριακόσιοι Σπαρτιάτες και επτακόσιοι Θεσπιείς πήραν την απόφαση να μείνουν και να μαχηθούν. Στους υπόλοιπους επετράπη να φύγουν, με εξαίρεση τετρακοσίων Βοιωτών οι οποίοι κρατήθηκαν ως όμηροι.
Ο Λεωνίδας δεν περίμενε την Περσική επίθεση, η οποία καθυστερούσε από τον Ξέρξη και βάδισε εναντίον τους. Στην μάχη που επακολούθησε χιλιάδες Πέρσες σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι υποχώρησαν προς την θάλασσα, αλλά όταν τα Σπαρτιάτικα δόρατα έσπασαν, οι Σπαρτιάτες άρχισαν να έχουν απώλειες και ένας από τους πρώτους που έπεσαν, ήταν ο Λεωνίδας.
Γύρω από το σώμα του μία από τις πιο σκληρές μάχες έλαβε μέρος. Τέσσερις φορές οι Πέρσες επιτέθηκαν να το πάρουν και τις τέσσερις απωθήθηκαν. Στο τέλος, οι Σπαρτιάτες εξαντλημένοι και πληγωμένοι, μεταφέροντας το σώμα του Λεωνίδα, αποσύρθηκαν πίσω από το τείχος, αλλά περικυκλώθηκαν από τον εχθρό, που τους σκότωσε με βέλη.
Σε αυτό το σημείο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι τοποθετήθηκε από τους Έλληνες προς τιμήν του Λεωνίδα και των ανδρών του, καθώς και δύο άλλα μνημεία πλησίον του.
Σε ένα από αυτά, έχουν γραφεί οι αθάνατες λέξεις:
“Ω ξείν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα,
τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι“.
Η μάχη των Πλαταιών 479 π.Χ.
Η απροθυμία, την οποία έδειξε η Σπάρτη μετά την μάχη των Θερμοπυλών και λίγο πριν την μάχη των Πλαταιών, δεν βοήθησε τους Έλληνες. Αλλά όταν τελικά πήρε την απόφαση να λάβει μέρος σοβαρά στον πόλεμο, το έκανε μεγαλειωδώς.
Πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, ο καθένας τους ακολουθούμενος από επτά είλωτες, μαζί με πέντε χιλιάδες Λακεδαιμόνιους περίοικους (ο καθένας ακολουθούμενος από ένα είλωτα ελαφρά οπλισμένο) βάδισαν προς τον Ισθμό. Αυτός ήταν ένας αρκετά μεγάλος στρατός και ποτέ στο παρελθόν η Σπάρτη δεν είχε στείλει τόσο μεγάλη δύναμη στο πεδίο της μάχης. Στον Ισθμό, συναντήθηκαν με άλλους συμμάχους της Πελοποννήσου και προχώρησαν με κατεύθυνση τα Μέγαρα. Εκεί ενώθηκαν με τρεις χιλιάδες Μεγαρείς και τελικά στις Πλαταιές με οκτώ χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες.
Η πόλη των Πλαταιών συνείσφερε εξακόσιους οπλίτες, οι οποίοι ήλθαν από την Σαλαμίνα υπό την αρχηγία του Αριστείδη. Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων έφθανε τώρα τις τριάντα οκτώ χιλιάδες οπλίτες, οι οποίοι μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και τους είλωτες πλησίαζε τις εκατό δέκα χιλιάδες άνδρες. Ο αριθμός αυτός συμπεριλάμβανε τους χιλίους οκτακοσίους σχεδόν άοπλους Θεσπιείς. Δεν υπήρχε ιππικό και οι τοξότες ήταν πολλοί λίγοι.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε για την άφιξη των Λακεδαιμονίων, έφυγε από την Αττική δια μέσου της Δεκέλειας, πέρασε το βουνό Πάρνων και μπήκε στην Βοιωτία. Βαδίζοντας επί δύο μέρες κατά μήκος του Ασωπού ποταμού, στρατοπέδευσε κοντά την πόλη των Πλαταιών.
Οι Έλληνες, αφού συμβουλεύτηκαν τους Θεούς με θυσίες στην Ελευσίνα, βάδισαν πάνω από τις κορυφές του Κιθαιρώνα και κατεβαίνοντας από το βόρειο τμήμα είδαν το στρατόπεδο του Περσικού στρατού στην πεδιάδα του Ασωπού.
Ο βασιλιάς Παυσανίας, που περίμενε καλούς οιωνούς από τις θυσίες, κρατούσε τις δυνάμεις του μακριά από τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού, κοντά στις Ερυθρές, όπου το έδαφος ήταν ανόμοιο και τραχύ, αλλά ακόμα και αυτό δεν εμπόδισε τον στρατηγό Μασίστιο να επιτεθεί στους Έλληνες.
Όταν οι Μεγαρείς βρέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο και είχαν μεγάλες απώλειες, τριακόσιοι Αθηναίοι οπλίτες επέτυχαν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες, σκοτώνοντας τον μεγαλόσωμο και γενναίο Μασίστιο. Το σώμα του, το παρέλασαν θριαμβευτικά επάνω σε άρμα. Το γεγονός αυτό ενθουσίασε τον Παυσανία, ο οποίος έφερε τον στρατό στην πεδιάδα, σε παράταξη στην δεξιά πλευρά του Ασωπού.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε την αλλαγή της θέσεως των Ελληνικών δυνάμεων, διέταξε τον στρατό του να πάρει θέση απέναντι τους, στην άλλη όχθη του Ασωπού. Ο ίδιος πήρε το πόστο της αριστεράς πτέρυγας, αντιμέτωπος των Λακεδαιμονίων.
Ο υπόλοιπος στρατός του, αποτελούμενος από τους Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στους Πέρσες, πενήντα χιλιάδες τον αριθμό, ήταν αντιμέτωπος των Αθηναίων. Το κέντρο του Μαρδόνιου αποτελείτο από Βακτριείς και Ινδούς. Ολόκληρος ο στρατός ανήρχετο στις τριακόσιες χιλιάδες άνδρες.
Επί οκτώ μέρες η επίθεσης αναβλήθηκε και από τις δύο πλευρές, λόγω κακών οιωνών. Την όγδοη ημέρα ο Μαρδόνιος με την συμβουλή του Θηβαίου αργηγού Τιμαγενίδα, έκοψε τις γραμμές ανεφοδιασμού των Ελλήνων και κατέλαβε μία μεγάλη αποστολή με εφόδια, σε μια πλαγιά του Κιθαιρώνα. Ο Αρτάβαζος επίσης τον συμβούλευσε να συνεχίσει αυτήν την τακτική ενοχλήσεων, αλλά ο Μαρδόνιος ήταν ανυπόμονος και διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί, καταλαμβάνοντας την πηγή των Γαργαπαθείων.
Ο Παυσανίας συγκάλεσε το πολεμικό συμβούλιο και πήραν την απόφαση να οπισθοχωρήσουν σε μια τοποθεσία ονομαζόμενη Νησί, η οποία βρισκόταν δυο χιλιόμετρα μακρύτερα και στη μισή απόσταση από την πόλη των Πλαταιών.
Όταν ο Παυσανίας έδωσε το βράδυ την διαταγή για οπισθοχώρηση, μερικοί από τους Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν. Οι απειλές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα να πεισθεί ο Σπαρτιάτης λοχαγός Αμομφεράτος, ο οποίος παίρνοντας μία μεγάλη πέτρα, την πέταξε στα πόδια του Παυσανία, με την εξής φράση: “με αυτή την πέτρα δίνω την ψήφο μου να μην οπισθοχωρήσω“.
Ο Παυσανίας, που δεν είχε καιρό να χάσει γιατί το ξημέρωμα έφτανε, άφησε τον Αμομφεράτο και τον λόχο του πίσω και βιάστηκε να πάει στο Νησί. Αργότερα ο Αμομφεράτος τους ακολούθησε.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε ότι οι Έλληνες είχαν οπισθοχωρήσει, διέταξε επίθεση. Ο στρατός περνώντας το ποτάμι του Ασωπού, άρχισε να ρίχνει βέλη στους Έλληνες, οι οποίοι όμως δεν ανταπέδωσαν, περιμένοντας ακόμη τους καλούς οιωνούς από τις θυσίες. Όταν τελικά οι θυσίες καρποφόρησαν και άρχισε η μάχη ο Μαρδόνιος, επικεφαλής της σωματικής του φρουράς των χιλίων ανδρών, ήταν στην πρώτη γραμμή και πολεμούσε γενναία μέχρις ότου έπεσε, χτυπημένος από τον Σπαρτιάτη Αείμνηστο.
Όταν ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε, ο Περσικός στρατός οπισθοχώρησε στο οχυρωμένο στρατόπεδο τους. Αλλά αυτό δεν τους έσωσε, γιατί οι Έλληνες τους ακολούθησαν κατορθώνοντας να μπούνε μέσα. Έγινε μεγάλη σφαγή και μόνον τρεις χιλιάδες Πέρσες από τις τριακόσιες χιλιάδες κατόρθωσαν να σωθούν, δραπετεύοντας. Οι Έλληνες έχασαν μόνον χιλίους τριακοσίους άνδρες.
Το 464 π.Χ., κατά την διάρκεια της νύχτας, ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την Σπάρτη και την υπόλοιπη Λακωνία. Η γη άνοιξε και οι κορυφές του Ταΰγετου σκίστηκαν στα δύο. Όλα τα σπίτια της Σπάρτης έπεσαν, εκτός από πέντε. Η καταστροφή συνεχίστηκε επί πέντε ημέρες. Πάνω από είκοσι πέντε χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι έχασαν την ζωή τους.
Ι Πελοποννησιακός πόλεμος 431 – 421 π.Χ.
Με το μέρος των Λακεδαιμονίων ήταν όλες οι Πελοποννησιακές πόλεις, εκτός του Άργους και της Αχαΐας που πήραν μέρος στον πόλεμο αργότερα, ακολουθώντας την Σπάρτη. Ήταν επίσης οι Βοιωτοί, Μεγαρείς, Φωκείς, Λευκαδίτες, Αμβρακιότες και Ανακτόριοι. Οι παράλιες πόλεις προμήθευσαν τον στόλο και οι Βοιωτοί, Λοκροί και Φωκείς το ιππικό.
Με το μέρος των Αθηναίων ήταν οι Πλαταιείς, Χιώτες, Λέσβιοι, Μεσσήνιοι, Κερκυραίοι, Ζακυνθινοί, Ακαρνανοί καθώς και οι πόλεις των παραλίων της Ασίας και Θράκης και όλα τα νησιά του Αιγαίου, εκτός της Μήλου και Θήρας. Οι Αθηναϊκές δυνάμεις ανέρχονταν στους 29,000 οπλίτες, 1200 ιππικό και 1600 τοξότες, ο δε στόλος της είχε 300 τριήρεις, χωρίς να υπολογίζονται τα πλοία των συμμάχων της. Οι Χιώτες, Κερκυραίοι και Λέσβιοι συνεισέφεραν και στόλο.
Οι δυνάμεις του Αρχίδαμου που μπήκαν στην Αττική αποτελούντο από 60,000 έως 100,000 άνδρες. Στην αρχή επεχείρησε επιδρομές στο οχυρό της Οινόης, αλλά χωρίς επιτυχία. Κατόπιν βάδισε προς την Ελευσίνα, στην οποία έφθασε στα μέσα του Ιουνίου το 431 π.Χ. Αφού λεηλάτησε την Θρασεία πεδιάδα, στρατοπέδευσε στις Αχαρνές, επτά μίλια έξω από την Αθήνα.
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι είχαν συγκεντρωθεί μέσα στα τείχη και είχα στείλει όλα τα ζώα στην Εύβοια. Ο Αρχίδαμος εγκατέλειψε την Αττική στο τέλος του Ιουλίου και ο στρατός του διαλύθηκε αμέσως. Με την αναχώρηση του, οι Αθηναίοι στο τέλος του Σεπτεμβρίου επετέθησαν στα Μέγαρα και τα κατέστρεψαν.
Την άνοιξη του 430 π.Χ., ο Αρχίδαμος εισέβαλε ξανά στην Αττική, αλλά στο μεταξύ ο λοιμός είχε ξεσπάσει στην Αττική. Οι Λακεδαιμόνιοι με μεγαλύτερο μένος κατέστρεψαν τα περίχωρα της Αθήνας, βαδίζοντας μέχρι και τα ορυχεία του Λαυρίου. Με την σειρά τους οι Αθηναίοι έστειλαν 100 τριήρεις υπό την αρχηγία του Κνέμου, και κατέστρεψαν το νησί της Ζακύνθου.
Στον τρίτο χρόνο του πολέμου (429 π.Χ.), ο Αρχίδαμος βάδισε εναντίον των Πλαταιών και απαίτησε να του παραδώσουν την πόλη και όλη την περιουσία τους, υποσχόμενος ότι μετά τον πόλεμο θα τους επιστρέφονταν όλα. Η πλειοψηφία των Πλαταιών ήθελαν να γίνει δεκτή η πρότασης, αλλά οι Αθηναίοι τους παρότρυναν να μην την δεχθούν και τους υποσχέθηκαν βοήθεια. Μετά την άρνηση τους, ο Αρχίδαμος περικύκλωσε την πόλη των Πλαταιών και έτσι ξεκίνησε η φημισμένη πολιορκία της πόλης.
Επί τρεις μήνες οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς καμία επιτυχία, γι’ αυτό αποφάσισαν να αποκλείσουν την πόλη και να λιμοκτονήσουν τον πληθυσμό. Έτσι έχτισαν γύρω από την πόλη διπλό τείχος, αλλά ούτε και αυτά τα μέτρα έφεραν αμέσως επιτυχία. Μετά από δύο χρόνια, όταν οι προμήθειες τελείωσαν, σε μία θυελλώδη νύχτα του Δεκεμβρίου, απέδρασαν 212 άτομα. Ο υπόλοιπος πληθυσμός παραδόθηκε το 427 π.Χ. και αφού πέρασαν από δίκη, από πέντε Σπαρτιάτες δικαστές, τους εκτέλεσαν.
Την πόλη των Πλαταιών οι Σπαρτιάτες την παρέδωσαν στην Θήβα, οι οποίοι μετά από λίγους μήνες κατέστρεψαν όλα τα σπίτια της.
Κατά την διάρκεια του τετάρτου και πέμπτου έτους του πολέμου, οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν ξανά στην Αττική, ενώ τον έκτο χρόνο (426 π.Χ.) δεν μπήκαν. Μία σειρά από ισχυρούς σεισμούς και πλημμύρες συνέβησαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και στην Αθήνα ο λοιμός ξαναπαρουσιάστηκε.
Στον έβδομο χρόνο του πολέμου ο Σπαρτιατικός στρατός υπό την αρχηγία του βασιλιά Άγη εισήλθε στην Αττική, αλλά μόνο για το χρονικό διάστημα των δεκαπέντε ημερών. Ο Άγης ανακλήθηκε και βάδισε εναντίον της Πύλου, λόγω ότι οι Αθηναίοι είχαν εγκαταστήσει στρατιωτικό σταθμό στην Πύλο της Μεσσηνίας. Ο Πελοποννησιακός στόλος που ήταν στην Κέρκυρα κάτω υπό την αρχηγία του Θρασυμελίδα, πήρε εντολή επίσης να πλεύσει στην Πύλο.
Όταν ο Θρασυμελίδας έφθασε στην Πύλο με τον στόλο, κατέλαβε το μικρό και δασώδες νησί της Σφακτηρίας, με τετρακοσίους άνδρες και είκοσι οπλίτες με τους είλωτες. Ένα μέρος αυτών, διακόσιοι ενενήντα δύο, που πολλοί από αυτούς ανήκαν σε ηγετικές οικογένειες, συνελήφθηκαν από τον Αθηναίο Κλέοντα και αλυσοδεμένοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, οι δε υπόλοιποι σκοτώθηκαν σε μία σοβαρή εμπλοκή στο νησάκι.
Το γεγονός αυτό εξέπληξε τον Ελληνικό κόσμο που γνώριζε καλά, ότι οι Σπαρτιάτες δεν παραδίδονταν. Η Σπάρτη ήταν τώρα σε πάρα πολύ άσχημη θέση. Οι Μεσσήνιοι της Πύλου μαζί με είλωτες που είχαν δραπετεύσει θα μπορούσαν να λεηλατήσουν την περιοχή και επίσης δεν θα μπορούσε πλέον να εισβάλει στην Αττική γνωρίζοντας καλά, ότι οι Αθηναίοι θα εκτελούσαν τους αιχμαλώτους.
Ο όγδοος χρόνος του πολέμου (424 π.Χ.) ήταν καταστρεπτικός για την Αθήνα. Νικήθηκαν στην μάχη του Δήλιου από τους Θηβαίους και έχασαν επίσης την Θράκη. Μετά από αυτά τα γεγονότα οι Αθηναίοι σκέφθηκαν σοβαρά τις προτάσεις της Σπάρτης για ειρήνη.
Τον ίδιο χρόνο, ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν στην αρχαία Ελλάδα, έλαβε μέρος. Η Σπάρτη προσποιούμενη ότι θα δώσει ελευθερία στους πιο άξιους από τους Είλωτες, οι οποίοι είχαν πολεμήσει γενναία, διάλεξε δύο χιλιάδες άνδρες από τους καλύτερους και αφού τους στεφάνωσε σε τελετή, τους σκότωσε με μυστική εντολή των Εφόρων. Η αιτία ήταν ότι η Σπάρτη ένιωθε την απειλή της αυξανομένης δύναμης τους.
Τον ένατο χρόνο του πολέμου (423 π.Χ.) υπεγράφη ανακωχή για έναν χρόνο, κατά την διάρκεια του οποίου η μόνιμη ειρήνη θα διεπραγματεύετο. Αλλά οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν δύο μέρες μετά την υπογραφή της ανακωχής, όταν οι Αθηναίοι έμαθαν ότι η Σκιώνη επαναστάτησε και ήταν υπό την αρχηγία του Βρασίδα. Τον Αύγουστο, μια Αθηναϊκή δύναμης υπό την αρχηγία του Κλέωνος, εστάλη στην Σκιώνη. Στην μάχη που ακολούθησε, ο Κλέων και ο Βρασίδας σκοτώθηκαν, και έτσι τα εμπόδια για μόνιμη ειρήνη λιγόστεψαν.
Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Πλειστοάναξ και ο στρατηγός Νικίας των Αθηνών, την άνοιξη του 421 π.Χ., υπέγραψαν συμφωνία ειρήνης για πενήντα χρόνια, την επονομαζόμενη συνθήκη του Νικία. Οι Σπαρτιάτες αιχμάλωτοι επέστρεψαν και επετράπη στην Αθήνα να κρατήσει τις πόλεις Ανακτόριο, Σόγιο και Νήσε. Δεν έμειναν όμως όλοι ευχαριστημένοι με την συνθήκη και οι σύμμαχοι της Σπάρτης, Κόρινθος, Θήβα, Μέγαρα και Ηλεία, αρνήθηκαν να την υπογράψουν.
Κατά την διάρκεια της ειρήνης, τα πράγματα μεταξύ Σπάρτης και Αθηνών δεν υπήρξαν ικανοποιητικά. Οι σύμμαχοι της, Βοιωτοί και Κορίνθιοι δεν αποδέχτηκαν την ειρήνη και η Αθήνα αρνήθηκε να εκκενώσει την Πύλο. Ο Αλκιβιάδης των Αθηνών έπεισε τους Αχαιούς και Πατρινούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα και βοήθησε το Άργος στην επιδρομή του εναντίον της Επιδαύρου, την οποία λεηλάτησαν.
Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να τα δεχθούν όλα αυτά και αφού συγκέντρωσαν ένα μεγάλο στρατό, με πολλούς συμμάχους, εισέβαλαν στο Άργος και περικύκλωσαν τον Αργειακό στρατό. Η μάχη επρόκειτο να αρχίσει, όταν δύο ολιγαρχικοί αρχηγοί του Άργους ήλθαν στον βασιλιά της Σπάρτης Άγη και τον έπεισαν να υπογράψει ανακωχή για τέσσαρες μήνες. Λίγο αργότερα ο Αλκιβιάδης, οδηγώντας μια δύναμη χιλίων οπλιτών και τετρακοσίων ιππέων, ήλθε να βοηθήσει τους Αργείους και τους έπεισε να επιτεθούν στην πόλη του Ορχομενού στην Αρκαδία. Αφού κατέλαβαν τον Ορχομενό, βάδισαν εναντίον της Τεγέας. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Άγης, ο οποίος κατηγορήθηκε για την συνθήκη με τους Αργείους, βάδισε με μεγάλη δύναμη στην περιοχή της Μαντινείας και στρατοπέδευσε κοντά στο ιερό του Ηρακλή.
Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους έφυγαν από την πόλη της Μαντινείας και σε ένα καλά διαλεγμένο σημείο έδωσαν μάχη. Ο βασιλιάς Άγης ήταν έτοιμος να επιτεθεί σε αυτήν την τοποθεσία που ήταν πλεονεκτική για τους Αργείους, αλλά όταν οι Σπαρτιάτες τους πλησίασαν, ένας παλαίμαχος οπλίτης του είπε, ότι με την πράξη του αυτή προσπαθούσε
“να διορθώσει ένα λάθος, διαπράττοντας ένα άλλο“.
Αυτές οι λέξεις τον έκαναν να οπισθοχωρήσει. Μετά από αυτά οι Αργείοι επήραν θέση στην πεδιάδα και προσπάθησαν να τους αιφνιδιάσουν. Το δεξιό τμήμα του Αργειακού στρατού, το οποίο αποτελείτο από την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας, ένα μόνιμο σώμα από χιλίους διαλεχτούς στρατιώτες, οι οποίοι εκπαιδεύοντο και συντηρούντο με δημόσιες δαπάνες από την πόλη του Άργους, έτρεψε σε φυγή τους Λακεδαιμόνιους, αλλά ο Άγης με τον υπόλοιπο στρατό έχοντας περισσότερο επιτυχία, κατόρθωσε να κερδίσει την μάχη (Ιούνιο 418 π.Χ.).
Οι Αθηναίοι έχασαν διακοσίους οπλίτες συμπεριλαμβανομένων και των στρατηγών Λάχη και Νικόστρατου, ενώ οι Αργείοι και οι άλλοι σύμμαχοι έχασαν εννιακοσίους άλλους άνδρες. Από τον Λακεδαιμόνιο στρατό μόνο τριακόσιοι άνδρες χάθηκαν. Παρόλο αυτά τα γεγονότα, η ειρήνη του Νικία ίσχυε ακόμη.
ΙΙ Πελοποννησιακός πόλεμος 415 – 404 π.Χ.
Το 415 π.Χ., στην εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Συρακουσών, ο Σπαρτιάτης στρατηγός Γύλλιπος με τέσσερα πλοία, ήλθε προς βοήθεια των Συρακουσών και αν και η δύναμης του ήταν μικρή, βοήθησε πολύ τους Συρακούσιους να κερδίσουν τον πόλεμο. Κατέλαβε πρώτα το Αθηναϊκό οχυρό στο Λάβδαλο, το οποίο τον έκανε κύριο της Επίπολης, όπου και έκανε οχυρώσεις. Αμέσως μετά έκτισε ένα τείχος να διασχίζει τις Αθηναϊκές γραμμές στην βόρεια πλευρά. Λίγο αργότερα ενισχύθηκε με την άφιξη τριάντα τριηρών. Αυτή η μικρή προσφορά της Σπάρτης στον πόλεμο είχε μεγάλη σημασία.
Μετά την Αθηναϊκή καταστροφή στις Συρακούσες, ο πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και Σπάρτης έγινε θαλάσσιος. Οι Λακεδαιμόνιοι έδωσαν μεγαλύτερη προσοχή στην ναυτική δύναμη τους και ένα καινούργιο αξίωμα, αυτό του Ναύαρχου δημιουργήθηκε. Ο Ναύαρχος ήταν ακόμη ανώτερος των Εφόρων. Στην αρχή όμως η Σπάρτη δεν είχε μεγάλη επιτυχία.
Τον Αύγουστο του 411 π.Χ., ο Πελοποννησιακός στόλος υπό την αρχηγία του Μίνδαρου, έχασε την ναυτική μάχη στην Κυνόσημα. Ο Αθηναϊκός στόλος αν και μικρότερος, στον πορθμό της Σέστου και Αβύδου, νίκησαν ολοκληρωτικά.
Το 410 π.Χ., ο Αλκιβιάδης κατάφερε να αιχμαλωτίσει ολόκληρο τον Πελοποννησιακό στόλο στην Κύζικο. Ο Μίνδαρος σκοτώθηκε και ο δεύτερος στην αρχηγία Σπαρτιάτης, έστειλε στους Εφόρους ένα γράμμα σε Λακωνικό ύφος
“Τα πλοία χάθηκαν; Ο Μίνδαρος σκοτώθηκε; Οι άνδρες πεινούν; Δεν ξέρω τι να κάνω.”
Οι Σπαρτιάτες ήταν τόσο αποκαρδιωμένοι που έστειλαν τον Έφορο Αίνδιο στην Αθήνα για να υπογράψει συνθήκη ειρήνης, αλλά οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήταν κάτω από την επήρεια του δημαγωγού Κλεόφωνος, απέρριψαν την πρόταση.
Οι Σπαρτιάτες τότε διόρισαν έναν νέο ναύαρχο, τον ικανό Λύσανδρο. Όταν η θητεία της αρχηγίας του τελείωσε, αντικαταστάθηκε από τον Καλλικρατίδα, ο οποίος αύξησε τον αριθμό των πλοίων του Σπαρτιατικού στόλου. Έγινε ναυτική μάχη στο λιμάνι της Μυτιλήνης με τον Αθηναϊκό στόλο υπό την αρχηγία του Κόνωνα. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι ήταν λιγότεροι σε αριθμό, έχασαν την μάχη και τριάντα πλοία. Σαράντα ακόμη πλοία τα έσωσαν φέρνοντας τα στην ακτή κοντά στα τείχη της πόλης.
Ο Καλλικρατίδας τότε μπλοκάρισε το νησί. Όταν τα νέα έφθασαν στην Αθήνα, έστειλαν στόλο από εκατόν δέκα τριήρεις και τις ενίσχυσαν αργότερα με άλλες σαράντα. Ο αριθμός των πλοίων του Καλλικρατίδα ήταν εκατόν είκοσι. Στο μικρό νησί των Αργηνουσσών, ο Αθηναϊκός στόλος συνάντησε τον Σπαρτιατικό και μετά από σκληρά μάχη τους νίκησαν (406 π.Χ.). Οι Λακεδαιμόνιοι έχασαν εβδομήντα επτά πλοία και τα υπόλοιπα υποχώρησαν στην Χίο και Φωκεία. Ο Καλλικρατίδας έπεσε από το πλοίο, όταν αυτό χτυπήθηκε από ένα άλλο και χάθηκε. Οι Αθηναίοι έχασαν μόνο είκοσι πέντε πλοία.
Αν και ήταν παράνομο για τον ναύαρχο της Σπάρτης να κάνει δεύτερη θητεία, ο Λύσανδρος με τον τίτλο του Επιστολέα, πήρε την αρχηγία του Σπαρτιατικού στόλου. Αμέσως έλαβε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων από τον βασιλιά της Περσίας Κύρο, για να κατασκευάσει πλοία και έκανε πολιορκία στην Λάμψακο.
Οι Αθηναίοι που ήλθαν σε βοήθεια, έφθασαν πολύ αργά για να σώσουν την πόλη και έτσι παρέμειναν στους Αιγός-ποταμοί, κοντά στην πόλη της Λαμψάκου. Ο Λύσανδρος ο οποίος συστηματικά απέφευγε κάθε ναυτική μάχη, αφού τα πλοία του ήταν πολύ λιγότερα, κατόρθωσε να καταλάβει τον Αθηναϊκό στόλο μετά από προδοσία ή αμέλεια των Αθηναίων. Και οι 4,000 Αθηναίοι αιχμάλωτοι εκτελέσθηκαν. Το γεγονός αυτό ουσιαστικά σημάδεψε το τέλος της Αθήνας.
Εκστρατεία στην Ασία
Μετά την πτώση των Αθηνών, η Σπάρτη υπήρξε αναμφισβήτητα ο ηγέτης της Ελλάδος, επί 34 χρόνια. Η πρώτη της ενέργεια ήταν να τιμωρήσει τους Ηλείους, οι οποίοι μαζί με τους Αργείους και Μαντινείους είχαν πάρει τα όπλα εναντίον της κατά την διάρκεια του πολέμου με την Αθήνα, καθώς και για τις προσβολές που είχαν δεχθεί όταν είχαν αποκλεισθεί από τους Ολυμπιακούς αγώνες. Απαίτησαν από τους Ηλείους να πληρώσουν τα έξοδα του πολέμου και να παραιτηθούν από τα δικαιώματα τους από τις εξαρτώμενες πόλεις της Τριφυλίας. Οι Ηλείοι φυσικά δεν δέχτηκαν αυτούς τους όρους και το 402 π.Χ. ο βασιλιάς Άγης μπήκε στην περιοχή τους, αλλά δυσμενείς συνθήκες και ένας σεισμός, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Σπάρτη.
Τον επόμενο χρόνο εισέβαλαν στην Ηλεία ξανά. Αφού λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την περιοχή, τους ανάγκασαν να υπογράψουν μία ταπεινωτική ειρήνη.
Το 400 π.Χ., ο βασιλιάς Άγης πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Αγησίλαος, ο οποίος οδήγησε μια εκστρατεία στην Ασία. Ήταν η πρώτη φορά που Ελληνικός στρατός έμπαινε στην Ασία, μετά από την βασιλεία του Αγαμέμνονα.
Το 396 π.Χ., έφθασε στην Έφεσο και πήρε υπό την κηδεμονία του την πόλη. Όταν ο σατράπης Τισσαφέρνης του έστειλε μήνυμα να φύγει από την Ασία, ο Αγησίλαος τον ξεγέλασε και αντί να επιτεθεί στην Καριά, όπως αναμενόταν, βάδισε προς την Φρυγία, την σατραπεία του Αρνάβαζου και έφθασε στο Δασκύλιο, όπου όμως αναχαιτίσθηκε από το Περσικό ιππικό. Τότε επέστρεψε στην Έφεσο και οργάνωσε ιππικό.
Λίγο αργότερα ξεγέλασε και πάλι τον Τισσαφέρνη, κάνοντας γνωστό ότι θα βάδισε εναντίον στις Σάρδεις. Ο Τισσαφέρνης που σκέφθηκε ότι αυτό ήταν ακόμη ένα τέχνασμα, έστειλε το ιππικό του προς άλλη κατεύθυνση και ο Αγησίλαος χωρίς κανένα εμπόδιο έφθασε στον ποταμό Πακτωλό, όπου έγινε μάχη και οι Πέρσες νικήθηκαν.
Στο μεταξύ, ο Τισσαφέρνης δολοφονήθηκε και ο Τηθράστης ανέλαβε την θέση του, ο οποίος έπεισε τον Αγησίλαο να εγκαταλείψει την σατραπεία του, για το ποσό των τριάντα ταλάντων. Ο Αγησίλαος βάδισε προς την σατραπεία του Αρτάβαζου, του οποίου εκτίμησε την μεγαλοφροσύνη του και έφυγε από την περιοχή του και μπήκε στην πεδιάδα των Θηβών, κοντά στον κόλπο του Ηλείου.
Το 394 π.Χ., κατά την διάρκεια προετοιμασιών για μια μεγάλη εκστρατεία στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, τον ανακάλεσαν να επιστρέψει στην Σπάρτη, η οποία βρισκόταν σε κίνδυνο.
Ο Αγησίλαος κατά την διάρκεια της εκστρατείας του είχε διορισθεί Ναύαρχος. Ήταν ο πρώτος άνδρας της Σπάρτης που είχε αποκτήσει τόση μεγάλη δύναμη. Αμέσως άρχισε να κατασκευάσει καινούργιο στόλο από 120 τριήρεις και επικεφαλής αυτών όρισε τον γαμπρό του Πείσανδρο. Στις αρχές του Αυγούστου τον ίδιο χρόνο, ο μισός στόλος της Σπάρτης κατελήφθη ή καταστράφηκε από τον Αθηναϊκό στόλο υπό την αρχηγία του Κόνωνα, στην χερσόνησο της Καριάς. Ο Πείσανδρος που πολέμησε ηρωικά σκοτώθηκε στην μάχη.
Σχεδόν τον ίδιο καιρό με την ναυμαχία της Κνίδου, έγινε και μια άλλη μάχη της Σπάρτης με τις ενωμένες δυνάμεις των Θηβαίων, Αθηναίων, Κορινθίων και Αργείων στην περιοχή της Κορινθίας, την οποία νίκησε η Σπάρτη (μάχη της Κορίνθου 394 π.Χ.).
Μάχη της Κορώνειας
Τον Αύγουστο του 394 π.Χ., ο βασιλιάς Αγησίλαος επέστρεψε από την εκστρατεία στην Ασία και έφερε τον στρατό του στην πεδιάδα της Κορώνειας, στην Βοιωτία. Απέναντι του, οι Θηβαίοι με τους Αθηναίους και τους συμμάχους ήταν έτοιμοι για μάχη.
Οι δύο στρατοί ήλθαν κοντά ο ένας στον άλλο σιωπηλά. Όταν έφθασαν σε απόσταση διακοσίων μέτρων, οι Θηβαίοι ύψωσαν τα λάβαρα τους και άρχισαν να τρέχουν προς τον Σπαρτιατικό στρατό, ο οποίος άρχισε να κινείται μόνον όταν οι Θηβαίοι πλησίασαν στα εκατό μέτρα. Οι Θηβαίοι αμέσως υπερίσχυσαν στους απέναντι σε αυτούς άνδρες του Ορχομενού, στην αριστερά πλευρά, αλλά ο Αγησίλαος, ο οποίος είχε επιτυχία στην άλλη πλευρά, απέκοψε τους Θηβαίους από τον υπόλοιπο στρατό.
Τώρα οι Θηβαίοι έπρεπε να επιτεθούν στους Σπαρτιάτες για να μπορέσουν να ενωθούν με τους συμμάχους. Ήταν τέτοια η δύναμη της σύγκρουσης των δύο στρατών, που τα δόρατα έσπασαν. Σπρώχνοντας με τις ασπίδες ο ένας τον άλλον, μπορούσαν να κάνουν χρήση μόνο τα μαχαίρια τους. Και οι δύο στρατοί μάχονταν απεγνωσμένα, αλλά οι Θηβαίοι κατόρθωσαν να σπάσουν τις Σπαρτιατικές γραμμές και να περάσουν ανάμεσα τους.
Ο βασιλιάς Αγησίλαος, αν και πολλές φορές τραυματισμένος, ήταν στην πρώτη γραμμή και πολέμησε ηρωικά. Το αποτέλεσμα της μάχης αν και αμφίρροπο, τελείωσε με την νίκη της Σπάρτης.
Λίγα χρόνια αργότερα, η ταπεινωτική συνθήκη του Ανταλκίδα (387 π.Χ.) έλαβε μέρος, σύμφωνα με την οποίαν η Σπάρτη επέτρεψε στους Πέρσες να αναμιχθούν στις υποθέσεις της Ελλάδος. Στην παρατήρηση κάποιου, ο οποίος είπε ότι οι Σπαρτιάτες Μήδισαν, ο Αγησίλαος απήντησε
“πες καλύτερα ότι οι Μήδες Λακωνίζουν“.
Η κατάληψη των Θηβών
Αυτή ήταν η κατάσταση, όταν ο Λεοντιάδης, ένας επιφανής ολιγαρχικός, ζήτησε την βοήθεια του Σπαρτιατικού στρατού που είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην Θήβα, υπό την αρχηγία του στρατηγού Φοιβίδα, το 382 π.Χ. Ο Λεοντιάδης, για να διώξει τους δημοκρατικούς από την Θήβα, πρότεινε στον στρατηγό να πάρει τα Κάδμεια, κάτι που έγινε δεκτό με προθυμία.
Όλα αυτά συνέβησαν κατά την διάρκεια των εορτασμών των Θεσμοφορίων, όπου μόνο γυναίκες λάμβαναν μέρος στις τελετές προς τιμήν του ιδρυτού της πόλεως, Κάδμου, και δεν υπήρχαν άνδρες στην Ακρόπολη. Ο Φοιβίδας και ο στρατός του μπήκαν στα Κάδμεια, χωρίς να βρουν καμία αντίσταση.
Ο Ισμηνίας, ο αρχηγός των δημοκρατικών δυνάμεων δικάστηκε και εκτελέσθηκε. Οι ολιγαρχικοί, με την βοήθεια της Σπαρτιατικής φρουράς, άρχισαν να κατάσχουν τις περιουσίες των δημοκρατικών και να τους εκτελούν. Πολλοί από αυτούς βρήκαν καταφύγιο στην Αθήνα. Από εκεί άρχισαν να σκέφτονται πώς να ελευθερώσουν την πόλη τους.
Στην αρχή, προσπάθησαν να πάρουν βοήθεια από την Αθήνα, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκαν και άρχισαν να σχεδιάζουν διάφορα σενάρια για να ελευθερώσουν την Θήβα μόνοι τους. Ανάμεσα στους εξόριστους υπήρχαν πολλοί που ανήκαν σε πλούσιες και αριστοκρατικέ οικογένειες, όπως ο Πελοπίδας, Δαμοκλείδας, Μέλλων και άλλοι. Ήταν σε συνεχή επαφή με άλλα μέλη, οι οποίοι βρισκόταν ακόμη στην Θήβα, ο πιο σπουδαίος ήταν ο Φυλλίδας, ο γραμματέας του πολέμαρχου Αρχία, και ο Χάρων.
Όταν ο Φυλλίδας επισκέφθηκε την Αθήνα για κρατικές δουλειές, κανόνισε να δώσει την ευκαιρία στους εξόριστους να ενεργήσουν. Ο Χάρων θα προσέφερε το σπίτι του ως κρησφύγετο. Ο Φυλλίδας οργάνωσε ένα συμπόσιο για τον Αρχία και τον Φίλιππο και τους υποσχέθηκε όμορφες γυναίκες για συντροφιά.
Τον Δεκέμβριο του 379 π.Χ., ο Πελοπίδας, ο Μέλλων και πέντε άλλοι σύντροφοι έφυγαν από την Αθήνα και μεταμφιεσμένοι σαν αγρότες ή κυνηγοί, μπήκαν στην πόλη των Θηβών με την δύση του ηλίου και κρύφτηκαν στο σπίτι του Χάρονα. Μαζί με άλλους συνωμότες από την Θήβα, συγκεντρώθηκαν 48 άτομα. Ένας κατάσκοπος του Αρχία, του ανάφερε ότι ακούγονταν διαδόσεις, ότι μερικοί από τους εξόριστους ήταν στην πόλη. Ο Αρχίας κάλεσε τον Χάρονα, για να του δώσει πληροφορίες.
Ο Χάρων αν και ήταν φοβισμένος, πήγε γρήγορα στον Αρχία και από τις ερωτήσεις του κατάλαβε ότι δεν ήξερε τίποτα το συγκεκριμένο, αλλά είχε μόνο υποψίες. Του υποσχέθηκε ότι θα ερευνήσει την υπόθεση και έφυγε.
Μετά από λίγο έφθασε ένα αγγελιοφόρος από την Αθήνα με ένα γράμμα, το οποίο φανέρωνε όλη την συνωμοσία. Ο Αρχίας, που ήταν ήδη μεθυσμένος, το πέταξε παράμερα και είπε το γνωστό “ες αύριον τα σπουδαία“.
Αμέσως μετά οι συνωμότες μεταμφιεσμένοι ως γυναίκες μπήκαν στο δωμάτιο και σκότωσαν τον Αρχία και τον Φίλιππο και όποιον άλλο έτυχε να είναι εκεί.
Ο Φυλλίδας τότε έστειλε τον Πελοπίδα, Κηφισόδωρο και Δαμοκλείδα στο σπίτι του Λεοντιάδη. Έγινε μία σκληρή πάλη στην οποία ο Λεοντιάδης, ένας γεροδεμένος άνδρας, πλήγωσε θανάσιμα τον Κηφισόδωρο. Ο Πελοπίδας, μετά από μακρά πάλη στο στενό διάδρομο του σπιτιού, σκότωσε τον Λεοντιάδη. Με τον θάνατο και των δύο τυράννων, οι εξόριστοι από την Αθήνα επανήλθαν.
Ο Επαμεινώνδας με μερικούς νέους άνδρες άνοιξαν την αποθήκη όπλων και κάλεσαν όλους τους κατοίκους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Μετά από όλα αυτά, η Σπαρτιατική φρουρά των χιλίων πεντακοσίων ανδρών, έφυγε από την Θήβα και επέστρεψε στην Σπάρτη, το 378 π.Χ.
Το 375 π.Χ., κοντά στην Τέγυρα, ο Πελοπίδας με τον Θηβαϊκό Ιερό Λόχο κατατρόπωσε τον Σπαρτιατικό στρατό, αν και οι άνδρες του ήταν οι μισοί.
Όταν πληροφορήθηκε ότι η Σπαρτιατική φρουρά του Ορχομενού θα επισκεπτόταν την Λοκρίδα, προσπάθησε με τον Ιερό Λόχο και μερικούς ιππείς να καταλάβει αιφνιδιαστικά τον Ορχομενό. Φθάνοντας όμως εκεί διαπίστωσε ότι υπήρχε Σπαρτιατική φρουρά στην πόλη και έτσι ματαίωσε το σχέδιο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κοντά στα Τέγυρα, κατά τύχη έπεσε πάνω στους Σπαρτιάτες που γύριζαν από την Λοκρίδα. Αν και οι άνδρες του ήταν λιγότεροι των αντιπάλων, δεν ετράπησαν σε φυγή και με την δική του εμψύχωση σε ένα στενό μονοπάτι έδωσαν μάχη και τους νίκησαν, σκοτώνοντας και του δύο Λακεδαιμόνιους αρχηγούς.
Ο υπόλοιπος Σπαρτιατικός στρατός διασκορπίστηκε και ετράπη σε φυγή. Αυτό ήταν ένα ηρωικό κατόρθωμα του Πελοπίδα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον μικρότερο αριθμό των ανδρών του και την ανδρεία των Σπαρτιατών. Ήταν αυτή η μάχη που έδωσε πεποίθηση στους Θηβαίους να συναντήσουν τους Σπαρτιάτες με επιτυχία πάλι, τέσσερα χρόνια αργότερα στα Λεύκτρα.
Η μάχη στα Λεύκτρα 371 π.X.
Το 371 π.Χ., στην πεδιάδα της Λεύκτρας, οι Σπαρτιάτες νικήθηκαν ξανά από τον Θηβαϊκό Ιερό Λόχο, αυτήν την φορά όμως υπό την αρχηγία του Επαμεινώνδα.
Αν και οι Θηβαϊκές δυνάμεις ήταν λιγότερες ξανά από τις Λακεδαιμόνιες, ο Επαμεινώνδας με ιδιοφυή τακτική και με την βοήθεια των πολύ καλά εκπαιδευμένων ανδρών του Ιερού Λόχου, νίκησε σε πλήρη μάχη τώρα τον αήττητο Σπαρτιατικό στρατό. Σύνταξε τους καλύτερους άνδρες του στρατού του, πενήντα άνδρες σε βάθος, απέναντι στην δεξιά πτέρυγα του αντιπάλου, την οποία κατείχαν οι Σπαρτιάτες και οι οποίοι είχαν μόνο δώδεκα άνδρες βάθος, αφήνοντας το κέντρο και την αριστερά πτέρυγα ασθενή και έδωσε διαταγή να παραμείνουν για λίγο άπρακτοι.
Η μάχη ξεκίνησε με την εμπλοκή του Σπαρτιατικού και Θηβαϊκού ιππικού η οποία τελείωσε γρήγορα με την ήττα των Σπαρτιατών. Αμέσως μετά ο Πελοπίδας επικεφαλής του Ιερού Λόχου έπεσε επάνω στους Σπαρτιάτες με ακαταμάχητη δύναμη αλλά οι Σπαρτιάτες αντιστάθηκαν γενναία και στην αρχή ίσως να υπερτερούσαν. Όταν όμως οι αρχηγοί των Σπαρτιατών έπεσαν, τότε οι Σπαρτιατικές γραμμές πιέστηκαν και έσπασαν παρασύροντας τον υπόλοιπο στρατό που επέστρεψε στον καταυλισμό.
Ο βασιλιάς Κλεόμβροτος της Σπάρτης και πολλοί από τους αξιωματικούς σκοτώθηκαν. Ο υπόλοιπος στρατός δεν ενεπλάκη σε σοβαρή μάχη. Από τους 700 Σπαρτιάτες που έλαβαν μέρος στην μάχη, μόνο 300 επέζησαν. Ολόκληρη η Ελλάδα αιφνιδιάστηκε από το γεγονός, καταλαβαίνοντας ότι μία καινούργια δύναμη είχε ανέλθει. Στο Άργος, έγινε επανάσταση και ο λαός σκότωσε πολλούς από τους φίλο Σπαρτιάτες ολιγαρχικούς.
Μετά την μάχη οι Θηβαίοι έστειλαν απεσταλμένους στην Αθήνα για να ανακοινώσουν την νίκη κατά των Σπαρτιατών, αλλά οι Αθηναίοι δεν έμειναν καθόλου ευχαριστημένοι με την εξέλιξη των πραγμάτων γιατί τώρα είχαν μία καινούργια υπερδύναμη μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Επίσης έστειλαν αγγελιοφόρο και στον Ιάσονα των Φερών στην Θεσσαλία. Ο Ιάσων όταν άκουσε τα νέα απήντησε ότι θα έλθει γρήγορα στην Θήβα με τριήρεις, αλλά αντίθετα με μεγάλη ταχύτητα και περνώντας ανάμεσα από εχθρικές περιοχές έφθασε στην Βοιωτία.
Εκεί οι Θηβαίοι αρχηγοί πρότειναν να επιτεθούν στους στρατοπεδευμένους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Ο Ιάσων και Επαμεινώνδας αρνήθηκαν και κατάφεραν να τους πείσουν να τους αφήσουν να φύγουν και έτσι οι Σπαρτιάτες σώθηκαν από μεγαλύτερη καταστροφή οι οποίοι πράγματι έφυγαν σύντομα και συναντήθηκαν στα Αιγόσθενα με τον Αρχίδαμο, ο οποίος ερχόταν για να τους βοηθήσει. Από εκεί επέστρεψαν στην Σπάρτη.
Με την μάχη της Λεύκτρας, η ηγεμονία της Ελλάδος πέρασε από την Σπάρτη στη Θήβα, αλλά για το μικρό χρονικό διάστημα, των δέκα χρόνων. Η ηγεμονία αυτή δεν επέφερε κανένα καλό όμως αποτέλεσμα και όπως αυτή της Σπάρτης έβλαψε την Ελλάδα πολύ. Η Θήβα δεν είχε πεπειραμένους άνδρες, ούτε η οικονομία της μπορούσε να το αντέξει αυτό. Απέτυχε, το ίδιο όπως και η Σπάρτη, να ενώσει τις Ελληνικές πόλεις και να σταματήσει τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ τους. Έγιναν αναταραχές σε όλη την Πελοπόννησο.
Οι κάτοικοι της Μαντινείας στην Αρκαδία, η οποία είχε χωρισθεί σε αρκετά χωριά, κατέλαβαν την πρωτεύουσα και έφτιαξαν καινούργια τείχη. Στην Τεγέα της Αρκαδίας, οι κάτοικοι σχημάτισαν την Αρκαδική ομοσπονδία. Σε δύο χρόνια μέσα, μία πανίσχυρη ομοσπονδία δημιουργήθηκε, η οποία περιελάμβανε εκτός των παλαιών συμμάχων και την Φωκίδα, Λοκρίδα, Αιτωλία και Εύβοια. Μετά την μάχη στα Λεύκτρα, οι Θηβαίοι έκαναν πάλι ειρήνη με την Αθήνα και ήθελαν να καταστρέψουν τον Ορχομενό επειδή ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών.
Η πόλη όμως σώθηκε χάρη στην μεγάλη προσπάθεια του Επαμεινώνδα, αλλά όχι για πολύ. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Επαμεινώνδας βρισκόταν με αποστολή στο Βυζάντιο, η πόλη καταστράφηκε και όλοι οι άνδρες εκτελέσθηκαν και οι υπόλοιποι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Αυτό ήταν ένα άλλο μεγάλο πολιτικό σφάλμα της Θήβας.
Θηβαϊκή εισβολή στην Λακωνία
Στην Αρκαδία, σύμμαχο της Θήβας, ο βασιλιάς Αγησίλαος της Σπάρτης κατέστρεφε τις περιοχές. Σε απάντηση, η Θήβα έστειλε στρατό υπό την αρχηγία του Επαμεινώνδα. Όταν ο Αγησίλαος έμαθε τα νέα, εγκατέλειψε την Αρκαδία και επέστρεψε στην Σπάρτη, για να την προστατεύσει.
Με τον ερχομό του στην Αρκαδία, ο Επαμεινώνδας ένωσε τις δυνάμεις του με τα άλλα μέλη της συμμαχίας, από την Αρκαδία, Άργος και Ηλεία.
Ο συνολικός αριθμός των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν γύρω στις πενήντα χιλιάδες άνδρες. Η συμμαχία προσπάθησε να πείσει τον Επαμεινώνδα, να εισβάλει στην Λακωνία, εξηγώντας του ότι υπήρχε γενική δυσαρέσκεια εναντίον της Σπάρτης και ότι πολλοί από τους Περίοικους είχαν επαναστατήσει.
Τελικά πείσθηκε και το φθινόπωρο του 370 π.Χ., εισέβαλε στην Λακωνία από τέσσερα διαφορετικές σημεία βαδίζοντας προς την Σπάρτη.
Μόνο οι Αρκάδιοι συνάντησαν σοβαρή αντίσταση από τον Σπαρτιάτη Ισχόλαο στο Iον, στην περιοχή της Σκιρίτης. Ο Ισχόλαος και οι δυνάμεις του έπεσαν μέχρι τον τελευταίο άνδρα.
Όλες οι συμμαχικές δυνάμεις συναντήθηκαν στην Σελλασία, την οποία κατέστρεψαν και έκαψαν και από εκεί βάδισαν εναντίον της Σπάρτης, η οποία σώθηκε από τον βασιλιά Αγησίλαο που είχε πάρει μία σειρά προστατευτικών μέσων για να υπερασπίσει την χωρίς τείχη πόλη.
Ο Επαμεινώνδας αναλογιζόμενος το κόστος μίας επιθέσεως κατά της Σπάρτης σε ανθρώπινες ζωές, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να την καταλάβει. Από εκεί, η συμμαχία καίγοντας και λεηλατώντας τα χωριά, κατευθύνθηκε προς το λιμάνι και οπλοστάσιο της Σπάρτης, Γύθειο, το οποίο προσπάθησε να καταλάβει επί τρεις μέρες, χωρίς επιτυχία.
Ο Επαμεινώνδας μετά επέστρεψε στην Αρκαδία και υπό την επίβλεψη του χτίσθηκε μία καινούργια πόλη στις όχθες του ποταμού Ελλισώνα, ως πρωτεύουσα της Αρκαδικής συμμαχίας και ονομάσθηκε Μεγαλόπολης. Στην Μεγαλόπολη, αντιπρόσωποι από όλες τις πόλεις της συμμαχίας θα συγκεντρώνονταν περιοδικώς για να διευθετούν τις υποθέσεις τους.
Μετά από αυτό ο Επαμεινώνδας εισέβαλε στην Μεσσηνία, για να την ελευθερώσει από τους Σπαρτιάτες. Στο μεταξύ οι Περίοικοι και Είλωτες είχαν αρχίσει ήδη να αποστατούν. Ο Επαμεινώνδας επανίδρυσε την Μεσσήνη και στους λόφους του βουνού Ιθώμη έκτισε εξαιρετικές οχυρώσεις εκτεινόμενες πέρα από έξι χιλιόμετρα, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Όλα αυτά είχαν καταστρεπτικό αποτέλεσμα για την οικονομία της Σπάρτης, η οποία έχασε την μισή περιοχή της για πάντα και δεν είχε πλέον τους ανθρώπους για να προμηθεύουν τον στρατό της.
Στο μεταξύ η Σπάρτη ζήτησε βοήθεια από την Αθήνα. Ο Ιφικράτης με Αθηναϊκό στρατό είκοσι χιλιάδων ανδρών, βάδισε προς την Αρκαδία. Ο Επαμεινώνδας μαθαίνοντας τα νέα εγκατέλειψε την Λακωνία αμέσως και βάδισε εναντίον του. Οι δύο στρατοί, αν και βρέθηκαν πολύ κοντά, δεν ενεπλάκησαν σε πλήρη μάχη. Ο Ιφικράτης, αποφασίζοντας ότι η αποστολή του για την διάσωση της Σπάρτης επέτυχε, επέστρεψε στην Αθήνα.
Ο Επαμεινώνδας γύρισε κι’ αυτός πίσω στην Θήβα, όπου και πέρασε από δίκη, με την κατηγορία ότι είχε υπερβεί τον χρόνο της αποστολής του και του ότι έδειξε αδράνεια και ειρηνοφιλία. Υπερασπίσθηκε τον εαυτό του με επιτυχία, αυξάνοντας περισσότερο την δημοτικότητα του.
Οι επιτεύξεις αυτής της αποστολής ήταν μεγάλες. Εξασθένησε και ταπείνωσε την Σπάρτη και συγχρόνως αύξησε την υπόληψη του στρατού του.
Επειδή ήταν απαραίτητο να επικοινωνήσει με τους συμμάχους, την άνοιξη του 369 π.Χ., ο Επαμεινώνδας προσπάθησε ξανά να εισβάλλει στην Πελοπόννησο, αλλά αυτή την φορά οι Αθηναίοι, Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους είχαν καταλάβει την γραμμή του όρους Ονεία και τις Κεγχρεές, για να τον εμποδίσουν να περάσει στην Πελοπόννησο. Ο Επαμεινώνδας όταν έφθασε προσπάθησε να τους οδηγήσει σε μάχη, αν και ο αριθμός των ανδρών του ήταν μικρότερος των αντιπάλων, αλλά δεν το πέτυχε.
Στρατοπέδευσε λοιπόν και λίγες ώρες πριν να ξημερώσει τους αιφνιδίασε, επιτιθέμενος και σπάζοντας την Σπαρτιατική γραμμή και αυτή της Πελλήνης. Έτσι κατόρθωσε να εισέλθει στην Πελοπόννησο και να ενωθεί με τους συμμάχους του, τους Αρκάδες, Ηλείους και Αργείους. Η πόλη της Σικυώνος εγκατέλειψε την Σπάρτη, μετά από δημοψήφισμα των κατοίκων και δέχθηκε να εγκατασταθεί Θηβαίος αρμοστής και φρουρά στην Ακρόπολη.
Το ίδιο έκανε και η Πελλήνη. Εν συνεχεία ο Θηβαϊκός στρατός και οι σύμμαχοι λεηλάτησαν τις περιοχές της Επιδαύρου και της Φλιούς και προσπάθησαν αιφνιδιαστικά να καταλάβουν την Κόρινθο, αλλά ηττήθηκαν από τον Αθηναίο στρατηγό Γαβριά, ο οποίος αντιστάθηκε με εξαιρετική επιδεξιότητα. Μετά από αυτήν την αποτυχημένη προσπάθεια, ο Θηβαϊκός στρατός επέστρεψε στην Θήβα.
Στο έτος 368 π.Χ., ο Επαμεινώνδας δεν επεχείρησε εισβολή στην Πελοπόννησο, άντ’ αυτού ο Πελοπίδας με Θηβαϊκές δυνάμεις εισήλθε στην Θεσσαλία για να προασπίσει την πόλη Λάρισα που κινδύνευε από τον βασιλιά Αλέξανδρο της Μακεδονίας. Ο Πελοπίδας τον ανάγκασε να κάνει ειρήνη, και πήρε πενήντα ομήρους μαζί του για ασφάλεια, μεταξύ αυτών τον γιο του Αμύντα, Φίλιππο, τον μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας και πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ο οποίος έμεινε στην Θήβα για αρκετά χρόνια.
Το 366 π.Χ., η Θήβα επέκτεινε τον αριθμό των πόλεων της ομοσπονδίας, με την συμμετοχή πόλεων του Κορινθιακού κόλπου και Αχαΐας, αλλά τις έχασε πάλι όταν απαίτησε ότι οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις τους έπρεπε να αντικατασταθούν. Αυτό ήταν μεγάλο σφάλμα που δείχνει την έλλειψη καλών πολιτικών ανδρών στην Θήβα.
Το 364 π.Χ., μετά από επίμονη εισήγηση του Επαμεινώνδα, οι Θηβαίοι κατασκεύασαν ένα μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων. Ο στόλος υπό τον Επαμεινώνδα έπλευσε με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο, όπου και κατάφερε να κερδίσει με το μέρος του το Βυζάντιο. Οικονομικές δυσκολίες και έλλειψη πείρας σε θαλάσσιες επιχειρήσεις, έβαλαν σύντομα τέλος στις φιλοδοξίες της Θήβας.
Η μάχη της Μαντινείας 362 π.Χ.
Η Θήβα δεν είχε άλλη εκλογή παρά να στείλει γρήγορα τον Επαμεινώνδα με μεγάλο στρατό, ο οποίος κατευθύνθηκε προς την Μαντινεία. Στην Τεγέα, περίπου δεκαέξι χιλιόμετρα απόσταση από την Μαντινεία, ένωσε τις δυνάμεις του μαζί τους, αλλά με μία απροσδόκητη κίνηση αντί για την Μαντινεία βάδισε προς την Σπάρτη.
Σε αντίθεση με την πρώτη φορά αυτή η ενέργεια θα είχε αιφνιδιάσει τον Αγησίλαο, ο οποίος εκείνη την στιγμή βάδιζε με κυκλικό τρόπο να βοηθήσει την Μαντινεία αλλά ένας Κρητικός κατάσκοπος στο Θηβαϊκό στρατόπεδο, εξασκημένος σε τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων, πληροφόρησε τον Αγησίλαο, ο οποίος γύρισε πίσω στην Σπάρτη.
Όταν ο Επαμεινώνδας έφθασε στην Σπάρτη και έμαθε τι έγινε, γύρισε γρήγορα πίσω στην Μαντινεία, πριν να φθάσουν οι σύμμαχοι της. Φυσικά αυτός ήταν ο πραγματικός σκοπός του και όχι να επιτεθεί στην Σπάρτη. Δεν έγιναν όμως όλα σύμφωνα με το σχέδιο του γιατί εν τω μεταξύ ο Αθηναϊκός στρατός μόλις είχε φθάσει. Έτσι ο Επαμεινώνδας δεν είχε άλλη διαλογή παρά να εμπλακεί σε πλήρη μάχη.
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν έξω από την Μαντινεία το 362 π.Χ. Ο Θηβαϊκός στρατός, αποτελούμενος από Θηβαίους και Βοιωτούς κινήθηκε μπροστά. Ο Υπόλοιπος στρατός έμεινε πίσω σε λοξή φάλαγγα, με εξαίρεση το τμήμα του στρατού που παρέμεινε σε ψηλό έδαφος για να εμποδίσει την υπερφαλάγγιση από τον αντίπαλο. Καθώς ο στρατός κινήθηκε, ο Επαμεινώνδας γύρισε γρήγορα προς τα αριστερά κοντά στις πλαγιές του βουνού και έδωσε την διαταγή στους άνδρες του να αφήσουν τα όπλα κάτω.
Οι Σπαρτιάτες και οι Μαντίνειοι νομίζοντας ότι ο Επαμεινώνδας δεν είχε σκοπό να δώσει μάχη, χαλάρωσαν τις γραμμές της διάταξης τους.
Ο Επαμεινώνδας που περίμενε ακριβώς αυτό έδωσε διαταγή για γρήγορη επίθεση. Το πελώριο Θηβαϊκό σώμα πενήντα ασπίδες σε βάθος, έπεσε πάνω στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι αγωνίστηκαν με υπέρμετρη γενναιότητα αλλά τελικά οι γραμμές τους διαλύθηκαν φέρνοντας χάος στον υπόλοιπο στρατό.
Η μάχη είχε σχεδόν κερδισθεί, όταν ο Επαμεινώνδας έπεσε πληγωμένος από δόρυ, το οποίο διαπέρασε το στήθος του. Τον μετέφεραν σε ένα λοφίσκο, περιμένοντας την έκβαση της μάχης. Αν και η μάχη κερδίσθηκε από τους Θηβαίους, ο Επαμεινώνδας πριν πεθάνει διέταξε να κάνουν ειρήνη, όταν έμαθε ότι όλοι οι έμπιστοι στρατηγοί του είχαν χαθεί στην μάχη.
Τέλος της Σπάρτης
Μετά την μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), ο Φίλιππος της Μακεδονίας πέρασε στην Πελοπόννησο, και έγινε δεκτός από όλες τις πόλεις, αλλά όταν έφθασε στην Σπάρτη του απαγόρευσαν να εισέλθει. Ο Φίλιππος δεν προσπάθησε να πάρει την πόλη δια της βίας και έφυγε. Η Σπάρτη ήταν η μόνη που δεν έλαβε μέρος στον συνασπισμό της Κορίνθου, ο οποίος έλαβε μέρος το 337 π.Χ., κάτω από Μακεδονική κυριαρχία.
Το 331 π.Χ., ο βασιλιάς Άγης, εγγονός του Αγησίλαου, ξεσήκωσε επανάσταση εναντίον της Μακεδονίας, αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε.
Στο τέλος του 4ου αιώνος π.Χ., η Σπάρτη έκτισε τείχος για πρώτη φορά στην ιστορία της, το οποίο περιέκλειε τα τέσσαρα κεντρικά χωριά της και την Ακρόπολη.
Όταν το 280 π.Χ., οι Κέλτες εισέβαλαν από τον Βορρά κατατροπώνοντας τους Μακεδόνες, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρύς, προσπάθησε να ενώσει τις Πελοποννησιακές πόλεις και οδήγησε ένα στρατό στην κεντρική Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στην Σπάρτη, τριακόσια χρόνια αργότερα από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το 272 π.Χ., ο βασιλιάς Πύρος της Ηπείρου, εύκολα θα μπορούσε να καταλάβει την πόλη αφού νίκησε τους Σπαρτιάτες. Η Σπάρτη έγινε εξάρτηση της Μακεδονίας, και επανέκτησε την ανεξαρτησία της υπό τους τυράννους Μαχανίδα (207 π.Χ.) και Νάμπη (195 – 192 π.Χ.).
Το 265 π.Χ. ξανά, έχοντας σχηματίσει συμμαχία με την Αθήνα, Αχαϊα και Ηλεία και μερικές Αρκαδικές πόλεις, έδωσε μάχη εναντίον της Μακεδονίας, αλλά την έχασε (Χραιμονίδιος πόλεμος).
Ο γιος του Αρύς, Ακρότατος, το 260 π.Χ. οδηγώντας τον Σπαρτιατικό στρατό εναντίον των Μεγαλοπολιτών, νικήθηκε και αυτοκτόνησε.
Το 244 π.Χ., ο Άγης ο τέταρτος ανέβηκε στον θρόνο και έκανε μια σειρά αλλαγών. Πρότεινε να καταργηθούν όλα τα χρέη και να γίνει ανακατανομή όλης της γης, σε ίσα μερίδια για 4,500 κατοίκους και 15,000 περιοίκους. Επίσης επέμεινε στην αυστηρή αγωγή του Λυκούργου για τους υπόλοιπους 700 ίσους και τους 2,000 υπομείωνες και διαλεγμένους περίοικους. Βρήκε όμως στις προτάσεις του ισχυρή αντίσταση και ο Άγης εκτελέσθηκε μετά από δίκη, το 241 π.Χ.
Ο επόμενος βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ΙΙΙ, ανήλθε το 236 π.Χ. Παντρεύτηκε την χήρα του βασιλιά Άγη και προσπάθησε να επιβάλλει τις ιδέες του. Το 227 π.Χ., σε μια εξέγερση σκότωσε τέσσερις από τους Εφόρους και εξόρισε τους αντιπάλους του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το αξίωμα των Εφόρων καταργήθηκε.
Κατόπιν κατένειμε την γη σε 4,000 ίσα μερίδια, συμπεριλαμβάνοντας τους περίοικους και υπομείονες. Επίσης άρχισε να εφαρμόζει την εκπαίδευση και τα έθιμα του Λυκούργου κάτω από τις οδηγίες του φίλου του και φιλοσόφου Σφαιρού. Όλες αυτέ οι αλλαγές έφεραν αποτέλεσμα και ο Κλεομένης είχε πολλές στρατιωτικέ επιτυχίες. Το Άργος και το μεγαλύτερο μέρος της Αργολίδος και της ανατολικής Αρκαδίας κατακτήθηκαν.
Η Αχαϊκή συμμαχία υπό την αρχηγία του Άρατου της Σικυώνος, με την υπόσχεση ότι θα του έδινε πίσω την Κόρινθο, συμμάχησε με τον Αντίγονο της Μακεδονίας και επανέκτησε το Άργος και αρκετές από τις Αρκαδικές πόλεις. Με την σειρά του ο Κλεομένης κατέλαβε και κατέστρεψε την Μεγαλόπολη το 223 π.Χ.
Το 222 π.Χ., στην Σελλασία, μεταξύ Σπάρτης και Τεγέας, έλαβε μέρος μια μάχη. Ο Σπαρτιατικός στρατός ανερχόμενος σε 10,000 και αυτός του Αντιγόνου και των συμμάχων του σε 30,000. Σ’ αυτήν την μακρά και φρικτή μάχη, οι Σπαρτιάτες πολέμησαν γενναία. Όλος ο Σπαρτιατικός στρατός έπεσε, εκτός από 200 άνδρες. Ο βασιλιάς Κλεομένης έφυγε για την Αίγυπτο.
Τα επόμενα χρόνια μια σειρά από εξεγέρσεις άρχισαν στην Σπάρτη, κατά τις οποίες βασιλιάδες και Έφοροι σκοτώθηκαν ή εξορίστηκαν.
Το 206 π.Χ., ο τύραννος Νάβης, απόγονος του Δημάρατου, ο οποίος είχε αυτοεξορισθεί στην Περσία το 490 π.Χ., ανήλθε στον θρόνο. Ένας ικανός αλλά αδίσταχτος και αισχρός άνδρας, δήμευσε τις περιουσίες όλων των πλουσίων πολιτών και τις μοίρασε στους φτωχούς. Απελευθερώνοντας τους δούλους, κατάφερε να αποκτήσει ένα στρατό 10,000 ανδρών και επίσης επέκτεινε τις κοινωνικές αλλαγές στο Άργος. Ήταν ο Νάβης που προβλέποντας τον επερχόμενο κίνδυνο, οχύρωσε την Σπάρτη για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Όταν ο Ρωμαίος διοικητής Φλαμινίνος εισέβαλε στην Λακωνία και πολιόρκησε την Σπάρτη, μετά από μερικές ημέρες μάχης, μια όχι τιμητική συμφωνία έγινε δεκτή , στην οποία Σπάρτη έχανε όλες τις πόλεις των περιοίκων και τον στόλο της.
Αργότερα με την πρόφαση ότι ήθελαν να βοηθήσουν την Σπάρτη, οι Αιτωλοί έστειλαν χιλίους άνδρες να σκοτώσουν τον Νάβη και να την καταλάβουν. Κατόρθωσαν να τον δολοφονήσουν, αλλά τελικά τους κατάσφαξαν όλους οι Σπαρτιάτες. Μετά την δολοφονία του Νάμπη, η Σπάρτη αναγκάστηκε από τον Φιλοποίμενα να γίνει μέλος της Αχαϊκής συμμαχίας. Γκρέμισαν τα τείχη της και οι νόμοι του Λυκούργου ανακαλέστηκαν.
Υπό τους Ρωμαίους τον 2ον αιώνα μ.Χ., η Λακωνία σαν επαρχία της Αχαϊας, της επετράπη να επαναφέρει τους νόμους του Λυκούργου. Το 396 μ.Χ., η πόλη καταστράφηκε από τον Αλάριχο.
Τον 9ον αιώνα μ.Χ., εισέβαλαν οι Σλάβοι και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Μάνη. Οι Βυζαντινοί ίδρυσαν μια πόλη και την ονόμασαν Λακεδαιμόνια, αλλά η σπουδαιότητα της χάθηκε γύρω στο 1248 μ.Χ. και εξαφανίστηκε από την ιστορία ολικά το 1834 μ.Χ.
Σήμερα η πόλη της μοντέρνας Σπάρτης κατέχει την ίδια θέση της αρχαίας πόλης.
Πηγή