Ο Απόλλωνας ανήκει στη δεύτερη γενιά των Ολύμπιων θεών. Είναι καρπός της ερωτικής σχέσης του Δία με τη Λητώ και αδερφός της Άρτεμις.
Ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, θαμπώθηκε από την ομορφιά της Λητώς που προερχόταν από τη γενιά των Τιτάνων και έσμιξε ερωτικά μαζί της. Η ζηλιάρα Ήρα όμως αγανακτισμένη από τις αναρίθμητες απιστίες του άντρα της με θνητές και θεές και επειδή δεν είχε τη δύναμη να βλάψει το σύζυγό της, εναντιώθηκε στη Λητώ και βάλθηκε να μην την αφήσει με κανένα τρόπο να γεννήσει.
Μάταια η Λητώ έτρεχε κατάκοπη σ’ ολόκληρη τη γη, δοκιμάζοντας κάμπους, βουνά και θάλασσες για να γεννήσει τα παιδιά της· ολόκληρη η γη αρνιόταν να τη δεχτεί γιατί φοβόταν την τρομερή εκδίκηση της Ήρας. Μονάχα ένα μικρό πλεούμενο νησί, η Ορτυγία (νησί των Ορτυκιών) ή Αστερία, δέχτηκε να δώσει άσυλο στη δυστυχισμένη Λητώ.
Το νησάκι αυτό ήταν φτωχό και άγονο, δεν μπορούσαν να βοσκήσουν σ’ αυτό πρόβατα ούτε βόδια, ούτε όμως και να καρπίσουν αμπέλια ή άλλα δέντρα. Γι’ αυτό λοιπόν δε φοβόταν την οργή της θεάς. Ο Απόλλωνας για να ανταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε για πάντα με τέσσερις στήλες στο βυθό της θάλασσας και του έδωσε το όνομα Δήλος (= Φωτεινή).
Εννιά ολόκληρες μέρες κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου που υπήρχε πάνω στο νησί, βογκούσε από τους πόνους και εκλιπαρούσε την Ήρα να της επιτρέψει να γεννήσει τα παιδιά της. Η Αθηνά, η Δήμητρα, η Αφροδίτη και άλλες μικρότερες θεές έτρεξαν να βοηθήσουν τη Λητώ, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Ήρας, που κρατούσε επάνω στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών.
Τελικά, έστειλαν την πολύχρωμη Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, για να ζητήσει από την Ήρα να επιτρέψει τον τοκετό, προσφέροντάς της ένα περιδέραιο εξαιρετικής ομορφιάς από μάλαμα και κεχριμπάρι, εννιά πήχεις, που είχε κατασκευάσει στο εργαστήρι του ο μεγάλος τεχνίτης των θεών, ο Ήφαιστος.
Αυτό το δώρο καταλάγιασε το θυμό της Ήρας, που έστειλε την Ειλείθυια στη Δήλο. Η Λητώ εξαντλημένη από τους αβάσταχτους πόνους τόσων ημερών γονάτισε στη ρίζα της φοινικιάς και έφερε στον κόσμο πρώτα την Άρτεμη και αμέσως μετά τον Απόλλωνα. Την ώρα της γέννας του θεού ιεροί κύκνοι πετούσαν πάνω από το νησί κάνοντας εφτά κύκλους, γιατί ήταν η έβδομη μέρα του μήνα.
Η Λητώ δεν πρόλαβε να θηλάσει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του.
Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί. Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε πάνω στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του παντοδύναμου πατέρα του, αλλά και για να γνωρίσει τους υπόλοιπους θεούς. Ο Δίας καλοδέχτηκε το γιο του και του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια και πανέμορφα δώρα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν μια ολόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, που συμβόλιζε τη δύναμη του θεού και είχε πάνω σκαλισμένες σκηνές από τη ζωή των Ολυμπίων.
Επίσης, ο Δίας του χάρισε μια λύρα που ο Απόλλωνας την αγαπούσε πολύ και κάθε φορά που έπαιζε, με τη μουσική του μάγευε θεούς και ανθρώπους· επιπλέον ένα πανώριο άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε.
Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τις Ώρες να στρώσουν τραπέζι με νέκταρ και αμβροσία για να καλωσορίσουν όλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στον Όλυμπο. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ο Απόλλωνας έπαιζε με τη λύρα του και χόρευαν οι Χάριτες, η Αρμονία, η Ήβη, η Αφροδίτη και η Άρτεμη· σε λίγο μπήκαν στο χορό και ο Ερμής με τον Άρη.
Μια άλλη όμως παράδοση διηγείται ότι αμέσως μετά τη γέννησή του οι κύκνοι μετέφεραν τον Απόλλωνα στη χώρα τους που βρισκόταν στις όχθες του Ωκεανού, τους Υπερβόρειους· εκεί καθιέρωσαν τη λατρεία του θεού που τη γιόρταζαν αδιάκοπα. Ο Απόλλωνας έμεινε στη χώρα των Υπερβορείων ένα χρόνο και επέστρεψε στην Ελλάδα κατακαλόκαιρο.
Η φύση ολόκληρη γιόρτασε με κάθε τρόπο την επιστροφή του μεγάλου θεού με γλέντια και τραγούδια· τα τζιτζίκια και τ’ αηδόνια τραγουδούσαν και τα νερά των πηγών ήταν πιο καθαρά. Οι Νύμφες και οι Νεράιδες των ποταμών και των λιμνών χόρευαν μερόνυχτα ολόκληρα στα βουνά και τα ξέφωτα. Κάθε χρόνο στους Δελφούς γιόρταζαν αυτή την επιστροφή του με εκατόμβες, δηλαδή ομαδικές θυσίες εκατό ζώων.
Στους Δελφούς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα φοβερό δράκοντα που ονομαζόταν Πύθωνας και είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια. Ο δράκοντας αυτός που έμοιαζε με τεράστια σαύρα έκανε πολλές καταστροφές στην περιοχή. Θόλωνε τα νερά αναταράζοντας τις πηγές και τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια και τρόμαζε τις Νύμφες όταν μάλιστα ήταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε και κατάπινε τους ανήμπορους κατοίκους. Εξάλλου, αυτό το τέρας είχε κυνηγήσει, με εντολή της Ήρας, τη Λητώ όταν έψαχνε τόπο για να γεννήσει τα παιδιά της.
Ο Απόλλωνας με τα ολόχρυσα βέλη που του χάρισε ο Ήφαιστος εξόντωσε τον Πύθωνα και έτσι απάλλαξε τους κατοίκους της περιοχής που για να θυμούνται το κατόρθωμά του καθιέρωσαν προς τιμή του αγώνες οι οποίοι ονομάστηκαν Πυθικοί Αγώνες. Επίσης, έχτισαν ένα μαντείο, το μαντείο των Δελφών, όπου εκεί η Πυθία καθισμένη πάνω στον ιερό τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης σε κατάσταση ένθεης μανίας αποκάλυπτε τους διφορούμενους χρησμούς του θεού.
Από το μαντείο αυτό πέρασε κάποτε ο ημίθεος Ηρακλής για να ζητήσει χρησμό.
Η Πυθία όμως αρνήθηκε να του απαντήσει, γι’ αυτό ο Ηρακλής έκλεψε τον ιερό τρίποδα και πήγε να ιδρύσει αλλού μαντείο. Ο Λοξίας (προσωνυμία του Απόλλωνα για τους διφορούμενους χρησμούς του) καταδίωκε για πολύ καιρό τον Ηρακλή· όταν τον έφτασε, πάλευαν εννιά ολόκληρες μέρες και νύχτες αδιάκοπα, ολόκληρη η γη τρανταζόταν από τα χτυπήματά τους. Τελικά, ο Δίας χώρισε τους δυο αντιπάλους ρίχνοντας ανάμεσά τους έναν κεραυνό.
Ο Απόλλωνας ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Γι’ αυτό είχε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με Νύμφες και θνητές.
Έτσι, αγάπησε τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν πανέμορφη και τη ζητούσαν από τον πατέρα της πολλά παλικάρια και γνωστοί ήρωες. Ο Πηνειός την παρακαλούσε να παντρευτεί για να του χαρίσει εγγόνια. Αυτή όμως, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγε το γέροντα πατέρα της, γιατί προτιμούσε να κυνηγάει μέσα στα δάση και να συντροφεύει την παρθένα Άρτεμη. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του.
Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό. Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί. Τη στιγμή όμως που κόντευε να τη φτάσει, η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη σώσει από το αγκάλιασμα του θεού.
Τότε ο Πηνειός που λυπήθηκε την κόρη του, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο· τα πόδια της έγιναν οι ρίζες της δάφνης, το σώμα της ο κορμός, τα χέρια της τα κλαδιά και τα μαλλιά της τα φύλλα του γνωστού δέντρου. Ο Απόλλωνας κλαίγοντας απαρηγόρητα αγκάλιασε το δέντρο και αφού δεν κατάφερε να σμίξει με τη Νύμφη όσο ήταν ζωντανή, ορκίστηκε ότι στο εξής η δάφνη θα ήταν το ιερό δέντρο του και ο ίδιος θα φορούσε πάντα δάφνινο στεφάνι.
Από τη σχέση του με τη θεά της Θεσσαλίας, τη Νύμφη Κυρήνη, ο Απόλλωνας απέκτησε ένα γιο, τον Αρισταίο.
Η Κυρήνη ζούσε άγρια ζωή στα δάση της Πίνδου και προστάτευε τα κοπάδια του πατέρα της. Μια μέρα επιτέθηκε χωρίς όπλα σ’ ένα λιοντάρι, πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Ο Φοίβος είδε το κατόρθωμά της και την ερωτεύτηκε. Κατόπιν την απήγαγε και με το ολόχρυσο άρμα του την οδήγησε, πετώντας πάνω από στεριές και από θάλασσες, στη Λιβύη· εκεί σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι έσμιξε μαζί της.
Και με τις Μούσες ο Απόλλωνας είχε ερωτικές περιπέτειες. Λένε πως από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες που ανήκαν στη συνοδεία του Διόνυσου, μαζί με τους Σάτυρους και τα άλλα ξωτικά του δάσους. Με την Ουρανία απέκτησε τους μουσικούς Λίνο και Ορφέα, που γαλήνευαν τη φύση ολόκληρη παίζοντας τον αυλό τους και εξημέρωναν τα άγρια θηρία. Επίσης, ο Απόλλωνας είναι ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής. Λένε πως ο ερωτιάρης θεός έσμιξε με τη Κορωνίδα και την άφησε έγκυο.
Τον καιρό όμως που αυτή περίμενε παιδί έκανε απιστίες στο θεό πηγαίνοντας μ’ έναν θνητό. Όταν το έμαθε αυτό ο Απόλλωνας, οργισμένος από την προσβολή, σκότωσε την άπιστη Κορωνίδα. Τη στιγμή όμως που το σώμα της τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά και ήταν έτοιμο να καεί, ο εκδικητικός θεός μεταμορφωμένος σε γύπα όρμησε και τράβηξε από τα σπλάχνα της το παιδί, ζωντανό ακόμη.
Την ίδια ατυχία είχε και με τη Μάρπησσα, τη βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Ο θεός αγαπούσε τη νεαρή κοπέλα, αλλά την έκλεψε ο θνητός Ίδας μ’ ένα φτερωτό άρμα που του δώρισε ο Ποσειδώνας και την οδήγησε στη Μεσσήνη. Εκεί, ο Ίδας και ο Απόλλωνας χτυπήθηκαν αλλά τους χώρισε ο Δίας.
Η Μάρπησσα είχε δικαίωμα να διαλέξει ανάμεσα στους δυο εραστές. Μάταια ο θεός την παρακαλούσε και της έδινε υποσχέσεις αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Αυτή διάλεξε το θνητό Ίδα, από το φόβο της ότι ο αθάνατος και αιώνια νέος Απόλλωνας θα την παρατούσε στα γεράματά της, όταν θα την εγκατέλειπαν η ομορφιά και η φρεσκάδα της νιότης.
Αλλά και με την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, ο έρωτας δεν ευνόησε το θεό.
Ο Απόλλωνας αγαπούσε την Κασσάνδρα και για να την κερδίσει της υποσχέθηκε να της μάθει την τέχνη της μαντικής. Η νεαρή βασιλοπούλα δέχτηκε, όταν όμως έμαθε καλά την τέχνη, εγκατέλειψε το θεό. Άλλοι πάλι λένε πως ο θεός έσμιξε τελικά με την Κασσάνδρα και απέκτησε μαζί της τον Τρωίλο.
Στην κυρίως Ελλάδα πίστευαν ότι ο Απόλλωνας ήταν εραστής της τοπικής ηρωίδας Φθίας, από την οποία απέκτησε τρεις γιους: τον Δώρο, τον Λαόδοντα και τον Πολυποίτη, που τους σκότωσε ο Αιτωλός. Στην Κολοφώνα πίστευαν πως ο Απόλλωνας ζευγάρωσε με τη Μαντώ, την κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία και από το σπέρμα του γεννήθηκε ο μέγας μάντης Νόμος.
Στην Κρήτη ο ερωτομανής θεός αγάπησε την Ακάλλη, την κόρη του Μίνωα· καρπός της κρυφής σχέσης τους ήταν ο Μίλητος. Η Ακάλλη μόλις γέννησε, άφησε το νεογέννητο στο δάσος, γιατί φοβόταν τον πατέρα της. Ο Απόλλωνας φρόντισε να ζήσει ο γιος του στέλνοντας λύκους να τον προστατεύουν και μια λύκαινα να τον θηλάζει.
Στην Αθήνα ο σκανταλιάρης θεός βίασε την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα. Εκείνη μόλις γέννησε εγκατέλειψε το παιδί σε μια ερημιά. Ο Απόλλωνας φρόντισε να φέρει το μωρό στους Δελφούς, όπου το μεγάλωσε η Πυθία. Αυτός ο γιος του Απόλλωνα που με τόσο άσχημο τρόπο ήρθε στη ζωή ονομάστηκε Ίωνας.Ο Απόλλωνας λέγεται ότι αγάπησε και νέους άντρες.
Πιο σημαντική είναι η ερωτική του περιπέτεια με τον Υάκινθο, έναν παρά πολύ όμορφο νέο. Μια μέρα που έπαιζαν οι δυο τους με το δίσκο ο τρομερός Ζέφυρος (άνεμος), επειδή ζήλευε το θεό, παρέσυρε το δίσκο ο οποίος χτύπησε τον Υάκινθο και τον σκότωσε ακαριαία. Ο Φοίβος απαρηγόρητος από το θάνατο του φίλου του και για να κάνει αθάνατο το όνομά του, τον μεταμόρφωσε στο γνωστό ομώνυμο λουλούδι.
Διηγούνται πως ο Απόλλωνας δυο φορές υποχρεώθηκε να μπει δούλος στην υπηρεσία θνητών. Η πρώτη φορά ήταν όταν μαζί με τον Ποσειδώνα, την Ήρα και την Αθηνά θέλησαν να πάρουν την εξουσία του Δία και γι’ αυτό προσπάθησαν να τον δέσουν με τεράστιες σιδερένιες αλυσίδες και να τον κρεμάσουν στον ουράνιο θόλο. Η συνωμοσία όμως απέτυχε και η τιμωρία του Απόλλωνα ήταν να φυλάει τα κοπάδια του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, πάνω στις βουνοπλαγιές της Ίδης.
Ο Απόλλωνας έτσι κι έκανε, μια και δεν μπορούσε ν’ αντιμιλήσει στον πατέρα του, τον παντοδύναμο Δία. Μόλις όμως πέρασε ο ένας χρόνος, ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να πληρώσει το θεό για τις υπηρεσίες του και τον έδιωξε κακήν κακώς.
Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε, τον απείλησε ότι θα του κόψει τ’ αυτιά και θα τον πουλήσει σαν δούλο. Μόλις ο Απόλλωνας ξαναβρήκε τη θεϊκή του δύναμη, έστειλε φονικό λοιμό στην Τροία που ρήμαζε τη χώρα για έξι ολόκληρους μήνες. Οι γυναίκες γεννούσαν νεκρά παιδιά, τα κοπάδια αποδεκατίζονταν και τα σπαρτά ξεραίνονταν χωρίς να δίνουν καρπούς.
Ο Απόλλωνας πέρασε τη δοκιμασία του βοσκού και για δεύτερη φορά. Αυτό έγινε όταν ο Δίας κεραυνοβόλησε τον Ασκληπιό, γιατί είχε προοδεύσει τόσο πολύ στην ιατρική, ώστε κατόρθωνε να ανασταίνει νεκρούς. Ο Φοίβος πληγώθηκε από το θάνατο του γιου του και για να εκδικηθεί σημάδεψε με τα ολόχρυσα βέλη του πάνω από τον Όλυμπο τους Κύκλωπες που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό.
Ο Δίας αγανακτισμένος πια από τη συμπεριφορά του Απόλλωνα δεν αστειευόταν καθόλου· ήθελε να φυλακίσει το γιο του στα ολοσκότεινα και αφιλόξενα Τάρταρα, στα έγκατα της μάνας Γαίας. Όμως η Λητώ τον παρακάλεσε να ελαφρύνει την ποινή του. Τότε μόνο ο Δίας υποχώρησε και διέταξε τον Απόλλωνα να μπει στην υπηρεσία του βασιλιά Άδμητου. Όταν ο Απόλλωνας έφτασε στις Φέρρες της Θεσσαλίας και παρουσιάστηκε στον Άδμητο, αυτός από τη γλυκύτητα της μορφής του και τη θεϊκή ομορφιά του κατάλαβε πως ήταν κάποιος θεός μεταμορφωμένος σε θνητό.
Έπεσε στα γόνατά του και του πρόσφερε το θρόνο του. Ο Απόλλωνας όμως του εξήγησε ότι ήταν θέλημα του Δία να δουλέψει στην υπηρεσία του και συγκινημένος από την καλή συμπεριφορά και το σεβασμό του Άδμητου, έφερε την ευημερία στο παλάτι και σ’ όλη τη χώρα· όλες οι αγελάδες γεννούσαν δυο μοσχάρια τη φορά, τα χωράφια κάρπιζαν δυο φορές το χρόνο και όλο και περισσότερα πλούτη συγκεντρώνονταν στα χέρια του ευγενικού Άδμητου.
Ο Απόλλωνας έλαβε μέρος στη Γιγαντομαχία στο πλευρό του πατέρα του Δία. Επίσης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο και ήταν πάντοτε με το μέρος των Τρώων. Ακόμη συνέβαλε στην ολοκλήρωση της Αργοναυτικής εκστρατείας βοηθώντας τον Ιάσονα να φτάσει στη μαγική χώρα του Αιήτη.Δυο φορές χρειάστηκε ο Απόλλωνας να χρησιμοποιήσει τις σαΐτες του για να υπερασπίσει τη μητέρα του, τη Λητώ.
Η πρώτη φορά ήταν όταν ο γίγαντας Τιτυός επιθύμησε τη Λητώ και προσπάθησε να τη βιάσει. Ο θεϊκός γιος της ενέργησε αστραπιαία· σκότωσε με τα βέλη του το γίγαντα λίγο πριν πραγματοποιήσει την άτιμη σκέψη του.
Κάποια άλλη φορά μαζί με την αδερφή του Άρτεμη εξόντωσαν τα παιδιά της Νιόβης, εκτός από δύο, όταν αυτή καυχήθηκε ότι ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο τυχερή από τη Λητώ που είχε μόνο δυο παιδιά, ενώ η ίδια είχε δεκατέσσερα. Ο Απόλλωνας σκότωσε με τα βέλη του τα αρσενικά παιδιά και η Άρτεμη τις κόρες. Ο Δίας λυπήθηκε τη Νιόβη και τη μεταμόρφωσε σε βράχο που κλαίει ακόμη για το χαμό των παιδιών της.
Ο Απόλλωνας ήταν γενικά ο θεός της μουσικής και της ποίησης. Γι’ αυτό προέδρευε πάνω στον Ελικώνα, στους αγώνες των Μουσών. Επιπλέον, ήταν θεός και της μαντικής. Πίστευαν ότι εμπνέει τόσο τους μάντεις όσο και τους ποιητές. Επίσης ήταν θεός ποιμενικός που οι έρωτές του με τις Νύμφες και τους νέους που έγιναν λουλούδια τον συνέδεαν με τη βλάστηση και τη φύση. Ήταν ακόμη θεός πολεμιστής που με τα τόξα και τα ολόχρυσα βέλη του μπορούσε να στείλει από μακριά την εκδίκησή του.
Τα ιερά ζώα τα αφιερωμένα στον Απόλλωνα ήταν ο λύκος και το ελάφι. Από τα πουλιά ο κύκνος, ο γύπας και το κοράκι που από το πέταγμά τους έπαιρναν χρησμούς. Τέλος, από τα θαλάσσια ζώα το δελφίνι, που το όνομά του θύμιζε τους Δελφούς, το κυριότερο ιερό του Απόλλωνα. Η δάφνη ήταν το κατεξοχήν ιερό φυτό του θεού.
Ο Απόλλωνας ήταν η προσωποποίηση του φωτός και του ήλιου. Αντιπροσώπευε τις καλές τέχνες, τη μουσική και την ποίηση, που τόσο πολύ λάτρεψαν και καλλιέργησαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Πηγή
Ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, θαμπώθηκε από την ομορφιά της Λητώς που προερχόταν από τη γενιά των Τιτάνων και έσμιξε ερωτικά μαζί της. Η ζηλιάρα Ήρα όμως αγανακτισμένη από τις αναρίθμητες απιστίες του άντρα της με θνητές και θεές και επειδή δεν είχε τη δύναμη να βλάψει το σύζυγό της, εναντιώθηκε στη Λητώ και βάλθηκε να μην την αφήσει με κανένα τρόπο να γεννήσει.
Μάταια η Λητώ έτρεχε κατάκοπη σ’ ολόκληρη τη γη, δοκιμάζοντας κάμπους, βουνά και θάλασσες για να γεννήσει τα παιδιά της· ολόκληρη η γη αρνιόταν να τη δεχτεί γιατί φοβόταν την τρομερή εκδίκηση της Ήρας. Μονάχα ένα μικρό πλεούμενο νησί, η Ορτυγία (νησί των Ορτυκιών) ή Αστερία, δέχτηκε να δώσει άσυλο στη δυστυχισμένη Λητώ.
Το νησάκι αυτό ήταν φτωχό και άγονο, δεν μπορούσαν να βοσκήσουν σ’ αυτό πρόβατα ούτε βόδια, ούτε όμως και να καρπίσουν αμπέλια ή άλλα δέντρα. Γι’ αυτό λοιπόν δε φοβόταν την οργή της θεάς. Ο Απόλλωνας για να ανταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε για πάντα με τέσσερις στήλες στο βυθό της θάλασσας και του έδωσε το όνομα Δήλος (= Φωτεινή).
Εννιά ολόκληρες μέρες κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου που υπήρχε πάνω στο νησί, βογκούσε από τους πόνους και εκλιπαρούσε την Ήρα να της επιτρέψει να γεννήσει τα παιδιά της. Η Αθηνά, η Δήμητρα, η Αφροδίτη και άλλες μικρότερες θεές έτρεξαν να βοηθήσουν τη Λητώ, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Ήρας, που κρατούσε επάνω στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών.
Τελικά, έστειλαν την πολύχρωμη Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, για να ζητήσει από την Ήρα να επιτρέψει τον τοκετό, προσφέροντάς της ένα περιδέραιο εξαιρετικής ομορφιάς από μάλαμα και κεχριμπάρι, εννιά πήχεις, που είχε κατασκευάσει στο εργαστήρι του ο μεγάλος τεχνίτης των θεών, ο Ήφαιστος.
Αυτό το δώρο καταλάγιασε το θυμό της Ήρας, που έστειλε την Ειλείθυια στη Δήλο. Η Λητώ εξαντλημένη από τους αβάσταχτους πόνους τόσων ημερών γονάτισε στη ρίζα της φοινικιάς και έφερε στον κόσμο πρώτα την Άρτεμη και αμέσως μετά τον Απόλλωνα. Την ώρα της γέννας του θεού ιεροί κύκνοι πετούσαν πάνω από το νησί κάνοντας εφτά κύκλους, γιατί ήταν η έβδομη μέρα του μήνα.
Η Λητώ δεν πρόλαβε να θηλάσει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του.
Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί. Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε πάνω στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του παντοδύναμου πατέρα του, αλλά και για να γνωρίσει τους υπόλοιπους θεούς. Ο Δίας καλοδέχτηκε το γιο του και του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια και πανέμορφα δώρα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν μια ολόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, που συμβόλιζε τη δύναμη του θεού και είχε πάνω σκαλισμένες σκηνές από τη ζωή των Ολυμπίων.
Επίσης, ο Δίας του χάρισε μια λύρα που ο Απόλλωνας την αγαπούσε πολύ και κάθε φορά που έπαιζε, με τη μουσική του μάγευε θεούς και ανθρώπους· επιπλέον ένα πανώριο άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε.
Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τις Ώρες να στρώσουν τραπέζι με νέκταρ και αμβροσία για να καλωσορίσουν όλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στον Όλυμπο. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ο Απόλλωνας έπαιζε με τη λύρα του και χόρευαν οι Χάριτες, η Αρμονία, η Ήβη, η Αφροδίτη και η Άρτεμη· σε λίγο μπήκαν στο χορό και ο Ερμής με τον Άρη.
Μια άλλη όμως παράδοση διηγείται ότι αμέσως μετά τη γέννησή του οι κύκνοι μετέφεραν τον Απόλλωνα στη χώρα τους που βρισκόταν στις όχθες του Ωκεανού, τους Υπερβόρειους· εκεί καθιέρωσαν τη λατρεία του θεού που τη γιόρταζαν αδιάκοπα. Ο Απόλλωνας έμεινε στη χώρα των Υπερβορείων ένα χρόνο και επέστρεψε στην Ελλάδα κατακαλόκαιρο.
Η φύση ολόκληρη γιόρτασε με κάθε τρόπο την επιστροφή του μεγάλου θεού με γλέντια και τραγούδια· τα τζιτζίκια και τ’ αηδόνια τραγουδούσαν και τα νερά των πηγών ήταν πιο καθαρά. Οι Νύμφες και οι Νεράιδες των ποταμών και των λιμνών χόρευαν μερόνυχτα ολόκληρα στα βουνά και τα ξέφωτα. Κάθε χρόνο στους Δελφούς γιόρταζαν αυτή την επιστροφή του με εκατόμβες, δηλαδή ομαδικές θυσίες εκατό ζώων.
Στους Δελφούς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα φοβερό δράκοντα που ονομαζόταν Πύθωνας και είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια. Ο δράκοντας αυτός που έμοιαζε με τεράστια σαύρα έκανε πολλές καταστροφές στην περιοχή. Θόλωνε τα νερά αναταράζοντας τις πηγές και τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια και τρόμαζε τις Νύμφες όταν μάλιστα ήταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε και κατάπινε τους ανήμπορους κατοίκους. Εξάλλου, αυτό το τέρας είχε κυνηγήσει, με εντολή της Ήρας, τη Λητώ όταν έψαχνε τόπο για να γεννήσει τα παιδιά της.
Ο Απόλλωνας με τα ολόχρυσα βέλη που του χάρισε ο Ήφαιστος εξόντωσε τον Πύθωνα και έτσι απάλλαξε τους κατοίκους της περιοχής που για να θυμούνται το κατόρθωμά του καθιέρωσαν προς τιμή του αγώνες οι οποίοι ονομάστηκαν Πυθικοί Αγώνες. Επίσης, έχτισαν ένα μαντείο, το μαντείο των Δελφών, όπου εκεί η Πυθία καθισμένη πάνω στον ιερό τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης σε κατάσταση ένθεης μανίας αποκάλυπτε τους διφορούμενους χρησμούς του θεού.
Από το μαντείο αυτό πέρασε κάποτε ο ημίθεος Ηρακλής για να ζητήσει χρησμό.
Η Πυθία όμως αρνήθηκε να του απαντήσει, γι’ αυτό ο Ηρακλής έκλεψε τον ιερό τρίποδα και πήγε να ιδρύσει αλλού μαντείο. Ο Λοξίας (προσωνυμία του Απόλλωνα για τους διφορούμενους χρησμούς του) καταδίωκε για πολύ καιρό τον Ηρακλή· όταν τον έφτασε, πάλευαν εννιά ολόκληρες μέρες και νύχτες αδιάκοπα, ολόκληρη η γη τρανταζόταν από τα χτυπήματά τους. Τελικά, ο Δίας χώρισε τους δυο αντιπάλους ρίχνοντας ανάμεσά τους έναν κεραυνό.
Ο Απόλλωνας ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Γι’ αυτό είχε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με Νύμφες και θνητές.
Έτσι, αγάπησε τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν πανέμορφη και τη ζητούσαν από τον πατέρα της πολλά παλικάρια και γνωστοί ήρωες. Ο Πηνειός την παρακαλούσε να παντρευτεί για να του χαρίσει εγγόνια. Αυτή όμως, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγε το γέροντα πατέρα της, γιατί προτιμούσε να κυνηγάει μέσα στα δάση και να συντροφεύει την παρθένα Άρτεμη. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του.
Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό. Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί. Τη στιγμή όμως που κόντευε να τη φτάσει, η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη σώσει από το αγκάλιασμα του θεού.
Τότε ο Πηνειός που λυπήθηκε την κόρη του, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο· τα πόδια της έγιναν οι ρίζες της δάφνης, το σώμα της ο κορμός, τα χέρια της τα κλαδιά και τα μαλλιά της τα φύλλα του γνωστού δέντρου. Ο Απόλλωνας κλαίγοντας απαρηγόρητα αγκάλιασε το δέντρο και αφού δεν κατάφερε να σμίξει με τη Νύμφη όσο ήταν ζωντανή, ορκίστηκε ότι στο εξής η δάφνη θα ήταν το ιερό δέντρο του και ο ίδιος θα φορούσε πάντα δάφνινο στεφάνι.
Από τη σχέση του με τη θεά της Θεσσαλίας, τη Νύμφη Κυρήνη, ο Απόλλωνας απέκτησε ένα γιο, τον Αρισταίο.
Η Κυρήνη ζούσε άγρια ζωή στα δάση της Πίνδου και προστάτευε τα κοπάδια του πατέρα της. Μια μέρα επιτέθηκε χωρίς όπλα σ’ ένα λιοντάρι, πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Ο Φοίβος είδε το κατόρθωμά της και την ερωτεύτηκε. Κατόπιν την απήγαγε και με το ολόχρυσο άρμα του την οδήγησε, πετώντας πάνω από στεριές και από θάλασσες, στη Λιβύη· εκεί σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι έσμιξε μαζί της.
Και με τις Μούσες ο Απόλλωνας είχε ερωτικές περιπέτειες. Λένε πως από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες που ανήκαν στη συνοδεία του Διόνυσου, μαζί με τους Σάτυρους και τα άλλα ξωτικά του δάσους. Με την Ουρανία απέκτησε τους μουσικούς Λίνο και Ορφέα, που γαλήνευαν τη φύση ολόκληρη παίζοντας τον αυλό τους και εξημέρωναν τα άγρια θηρία. Επίσης, ο Απόλλωνας είναι ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής. Λένε πως ο ερωτιάρης θεός έσμιξε με τη Κορωνίδα και την άφησε έγκυο.
Τον καιρό όμως που αυτή περίμενε παιδί έκανε απιστίες στο θεό πηγαίνοντας μ’ έναν θνητό. Όταν το έμαθε αυτό ο Απόλλωνας, οργισμένος από την προσβολή, σκότωσε την άπιστη Κορωνίδα. Τη στιγμή όμως που το σώμα της τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά και ήταν έτοιμο να καεί, ο εκδικητικός θεός μεταμορφωμένος σε γύπα όρμησε και τράβηξε από τα σπλάχνα της το παιδί, ζωντανό ακόμη.
Την ίδια ατυχία είχε και με τη Μάρπησσα, τη βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Ο θεός αγαπούσε τη νεαρή κοπέλα, αλλά την έκλεψε ο θνητός Ίδας μ’ ένα φτερωτό άρμα που του δώρισε ο Ποσειδώνας και την οδήγησε στη Μεσσήνη. Εκεί, ο Ίδας και ο Απόλλωνας χτυπήθηκαν αλλά τους χώρισε ο Δίας.
Η Μάρπησσα είχε δικαίωμα να διαλέξει ανάμεσα στους δυο εραστές. Μάταια ο θεός την παρακαλούσε και της έδινε υποσχέσεις αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Αυτή διάλεξε το θνητό Ίδα, από το φόβο της ότι ο αθάνατος και αιώνια νέος Απόλλωνας θα την παρατούσε στα γεράματά της, όταν θα την εγκατέλειπαν η ομορφιά και η φρεσκάδα της νιότης.
Αλλά και με την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, ο έρωτας δεν ευνόησε το θεό.
Ο Απόλλωνας αγαπούσε την Κασσάνδρα και για να την κερδίσει της υποσχέθηκε να της μάθει την τέχνη της μαντικής. Η νεαρή βασιλοπούλα δέχτηκε, όταν όμως έμαθε καλά την τέχνη, εγκατέλειψε το θεό. Άλλοι πάλι λένε πως ο θεός έσμιξε τελικά με την Κασσάνδρα και απέκτησε μαζί της τον Τρωίλο.
Στην κυρίως Ελλάδα πίστευαν ότι ο Απόλλωνας ήταν εραστής της τοπικής ηρωίδας Φθίας, από την οποία απέκτησε τρεις γιους: τον Δώρο, τον Λαόδοντα και τον Πολυποίτη, που τους σκότωσε ο Αιτωλός. Στην Κολοφώνα πίστευαν πως ο Απόλλωνας ζευγάρωσε με τη Μαντώ, την κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία και από το σπέρμα του γεννήθηκε ο μέγας μάντης Νόμος.
Στην Κρήτη ο ερωτομανής θεός αγάπησε την Ακάλλη, την κόρη του Μίνωα· καρπός της κρυφής σχέσης τους ήταν ο Μίλητος. Η Ακάλλη μόλις γέννησε, άφησε το νεογέννητο στο δάσος, γιατί φοβόταν τον πατέρα της. Ο Απόλλωνας φρόντισε να ζήσει ο γιος του στέλνοντας λύκους να τον προστατεύουν και μια λύκαινα να τον θηλάζει.
Στην Αθήνα ο σκανταλιάρης θεός βίασε την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα. Εκείνη μόλις γέννησε εγκατέλειψε το παιδί σε μια ερημιά. Ο Απόλλωνας φρόντισε να φέρει το μωρό στους Δελφούς, όπου το μεγάλωσε η Πυθία. Αυτός ο γιος του Απόλλωνα που με τόσο άσχημο τρόπο ήρθε στη ζωή ονομάστηκε Ίωνας.Ο Απόλλωνας λέγεται ότι αγάπησε και νέους άντρες.
Πιο σημαντική είναι η ερωτική του περιπέτεια με τον Υάκινθο, έναν παρά πολύ όμορφο νέο. Μια μέρα που έπαιζαν οι δυο τους με το δίσκο ο τρομερός Ζέφυρος (άνεμος), επειδή ζήλευε το θεό, παρέσυρε το δίσκο ο οποίος χτύπησε τον Υάκινθο και τον σκότωσε ακαριαία. Ο Φοίβος απαρηγόρητος από το θάνατο του φίλου του και για να κάνει αθάνατο το όνομά του, τον μεταμόρφωσε στο γνωστό ομώνυμο λουλούδι.
Διηγούνται πως ο Απόλλωνας δυο φορές υποχρεώθηκε να μπει δούλος στην υπηρεσία θνητών. Η πρώτη φορά ήταν όταν μαζί με τον Ποσειδώνα, την Ήρα και την Αθηνά θέλησαν να πάρουν την εξουσία του Δία και γι’ αυτό προσπάθησαν να τον δέσουν με τεράστιες σιδερένιες αλυσίδες και να τον κρεμάσουν στον ουράνιο θόλο. Η συνωμοσία όμως απέτυχε και η τιμωρία του Απόλλωνα ήταν να φυλάει τα κοπάδια του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, πάνω στις βουνοπλαγιές της Ίδης.
Ο Απόλλωνας έτσι κι έκανε, μια και δεν μπορούσε ν’ αντιμιλήσει στον πατέρα του, τον παντοδύναμο Δία. Μόλις όμως πέρασε ο ένας χρόνος, ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να πληρώσει το θεό για τις υπηρεσίες του και τον έδιωξε κακήν κακώς.
Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε, τον απείλησε ότι θα του κόψει τ’ αυτιά και θα τον πουλήσει σαν δούλο. Μόλις ο Απόλλωνας ξαναβρήκε τη θεϊκή του δύναμη, έστειλε φονικό λοιμό στην Τροία που ρήμαζε τη χώρα για έξι ολόκληρους μήνες. Οι γυναίκες γεννούσαν νεκρά παιδιά, τα κοπάδια αποδεκατίζονταν και τα σπαρτά ξεραίνονταν χωρίς να δίνουν καρπούς.
Ο Απόλλωνας πέρασε τη δοκιμασία του βοσκού και για δεύτερη φορά. Αυτό έγινε όταν ο Δίας κεραυνοβόλησε τον Ασκληπιό, γιατί είχε προοδεύσει τόσο πολύ στην ιατρική, ώστε κατόρθωνε να ανασταίνει νεκρούς. Ο Φοίβος πληγώθηκε από το θάνατο του γιου του και για να εκδικηθεί σημάδεψε με τα ολόχρυσα βέλη του πάνω από τον Όλυμπο τους Κύκλωπες που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό.
Ο Δίας αγανακτισμένος πια από τη συμπεριφορά του Απόλλωνα δεν αστειευόταν καθόλου· ήθελε να φυλακίσει το γιο του στα ολοσκότεινα και αφιλόξενα Τάρταρα, στα έγκατα της μάνας Γαίας. Όμως η Λητώ τον παρακάλεσε να ελαφρύνει την ποινή του. Τότε μόνο ο Δίας υποχώρησε και διέταξε τον Απόλλωνα να μπει στην υπηρεσία του βασιλιά Άδμητου. Όταν ο Απόλλωνας έφτασε στις Φέρρες της Θεσσαλίας και παρουσιάστηκε στον Άδμητο, αυτός από τη γλυκύτητα της μορφής του και τη θεϊκή ομορφιά του κατάλαβε πως ήταν κάποιος θεός μεταμορφωμένος σε θνητό.
Έπεσε στα γόνατά του και του πρόσφερε το θρόνο του. Ο Απόλλωνας όμως του εξήγησε ότι ήταν θέλημα του Δία να δουλέψει στην υπηρεσία του και συγκινημένος από την καλή συμπεριφορά και το σεβασμό του Άδμητου, έφερε την ευημερία στο παλάτι και σ’ όλη τη χώρα· όλες οι αγελάδες γεννούσαν δυο μοσχάρια τη φορά, τα χωράφια κάρπιζαν δυο φορές το χρόνο και όλο και περισσότερα πλούτη συγκεντρώνονταν στα χέρια του ευγενικού Άδμητου.
Ο Απόλλωνας έλαβε μέρος στη Γιγαντομαχία στο πλευρό του πατέρα του Δία. Επίσης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο και ήταν πάντοτε με το μέρος των Τρώων. Ακόμη συνέβαλε στην ολοκλήρωση της Αργοναυτικής εκστρατείας βοηθώντας τον Ιάσονα να φτάσει στη μαγική χώρα του Αιήτη.Δυο φορές χρειάστηκε ο Απόλλωνας να χρησιμοποιήσει τις σαΐτες του για να υπερασπίσει τη μητέρα του, τη Λητώ.
Η πρώτη φορά ήταν όταν ο γίγαντας Τιτυός επιθύμησε τη Λητώ και προσπάθησε να τη βιάσει. Ο θεϊκός γιος της ενέργησε αστραπιαία· σκότωσε με τα βέλη του το γίγαντα λίγο πριν πραγματοποιήσει την άτιμη σκέψη του.
Κάποια άλλη φορά μαζί με την αδερφή του Άρτεμη εξόντωσαν τα παιδιά της Νιόβης, εκτός από δύο, όταν αυτή καυχήθηκε ότι ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο τυχερή από τη Λητώ που είχε μόνο δυο παιδιά, ενώ η ίδια είχε δεκατέσσερα. Ο Απόλλωνας σκότωσε με τα βέλη του τα αρσενικά παιδιά και η Άρτεμη τις κόρες. Ο Δίας λυπήθηκε τη Νιόβη και τη μεταμόρφωσε σε βράχο που κλαίει ακόμη για το χαμό των παιδιών της.
Ο Απόλλωνας ήταν γενικά ο θεός της μουσικής και της ποίησης. Γι’ αυτό προέδρευε πάνω στον Ελικώνα, στους αγώνες των Μουσών. Επιπλέον, ήταν θεός και της μαντικής. Πίστευαν ότι εμπνέει τόσο τους μάντεις όσο και τους ποιητές. Επίσης ήταν θεός ποιμενικός που οι έρωτές του με τις Νύμφες και τους νέους που έγιναν λουλούδια τον συνέδεαν με τη βλάστηση και τη φύση. Ήταν ακόμη θεός πολεμιστής που με τα τόξα και τα ολόχρυσα βέλη του μπορούσε να στείλει από μακριά την εκδίκησή του.
Τα ιερά ζώα τα αφιερωμένα στον Απόλλωνα ήταν ο λύκος και το ελάφι. Από τα πουλιά ο κύκνος, ο γύπας και το κοράκι που από το πέταγμά τους έπαιρναν χρησμούς. Τέλος, από τα θαλάσσια ζώα το δελφίνι, που το όνομά του θύμιζε τους Δελφούς, το κυριότερο ιερό του Απόλλωνα. Η δάφνη ήταν το κατεξοχήν ιερό φυτό του θεού.
Ο Απόλλωνας ήταν η προσωποποίηση του φωτός και του ήλιου. Αντιπροσώπευε τις καλές τέχνες, τη μουσική και την ποίηση, που τόσο πολύ λάτρεψαν και καλλιέργησαν οι αρχαίοι Έλληνες.
«ἔστ’ ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται»
Πηγή