Τα παπούτσια πέρα από μέσο βάδισης και προστασίας των ποδιών, αποτελούσαν ανέκαθεν σύμβολο κομψότητας, ενώ κατά την αρχαιότητα από τα υποδήματα ξεχώριζαν και οι κοινωνικές τάξεις.
Η βασική διαφορά εντοπίζεται στον σχεδιασμό. Η νοοτροπία ήταν το πόδι να παραμένει ελεύθερο, παρά τις καιρικές συνθήκες. Γι΄αυτό και όλες οι παραλλαγές βασίζονταν σε δερματόδετες λωρίδες που αγκάλιαζαν το πόδι και κατέληγαν στον αστράγαλο και τη γάμπα. Στη Ρώμη, οι πλουσιότεροι ζωγράφιζαν ή σκάλιζαν επάνω στα δέρματα. Κατά τον Μεσαίωνα εμφανίστηκαν τα πρώτα ραμμένα παπούτσια με μεταλλικές λεπτομέρειες. Το δέρμα ήταν το κύριο υλικό κατασκευής, το οποίο ήταν εισαγόμενο.
Οι κατηγορίες των παπουτσιών στην αρχαία Ελλάδα ήταν: οι κνημίδες, τα κλειστά υποδήματα, οι μπότες γνωστές τότε ως ενδορμίδες, τα περιμήρια που κάλυπταν τους μηρούς των πολεμιστών, τα σανδάλια, οι κόθορνοι και οι κρηπίδες. Μέσα από τις απεικονίσεις στα αγγεία έχουν παρατηρηθεί διάφορες εναλλαγές στην διακόσμηση και τον σχεδιασμό.
Το πιο συνηθισμένο είδος ήταν τα σανδάλια. Τα προτιμούσαν κυρίως οι γυναίκες που έμεναν μέσα στο σπίτι. Τα ελληνικά σανδάλια είχαν διαφορές με τα αιγυπτιακά ως προς τις λωρίδες, οι οποίες στερεώνονταν με μεγαλύτερη ασφάλεια στο πόδι. Οι πλούσιοι φορούσαν δερμάτινα, ενώ οι φτωχότερες τάξεις αυτά με τους ξύλινους πάτους. Το επάνω μέρος είχε διαφορετικό χρώμα, πιθανόν από το δέρμα της αίγας. Οι σόλες ήταν από δέρμα βοοειδών από το οποίο τοποθετούσαν πολλές στρώσεις.
Η κρηπίς ήταν ένα χαμηλό παπούτσι, που θύμιζε σανδάλι και το προτιμούσαν συνήθως οι στρατιώτες. Δεν είχε ιδιαίτερα καλή αισθητική και ήταν διακοσμημένο με καρφιά. Δεν κάλυπτε τελείως το πόδι, ενώ οι ιμάντες του αγκάλιαζαν τη γάμπα μέχρι επάνω. Τα προτιμούσαν και οι κυνηγοί.
Τους κόθορνους τους προτιμούσαν άνδρες και γυναίκες. Ήταν κλειστά παπούτσια, που περνούσαν πάνω από τον αστράγαλο. Ήταν κατασκευασμένο από πολύ μαλακό δέρμα. Θεωρούνταν μάλιστα ως το υπόδημα που ανακαλύφθηκε από τον Αισχύλο για την αύξηση του ύψους των «θεών» στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς διέθετε υψηλή σόλα.
Η ενδρομίς ήταν μία μπότα που φοριόταν κυρίως στο κυνήγι ή από τους ιππείς, ανοιχτή στα πλάγια μέχρι κάτω και με ιμάντες για να κλείνει. Οι ιππείς φορούσαν συχνά μία μπότα το επάνω τμήμα της οποίας γύριζε προς τα έξω.
Άλλα υποδήματα της ρωμαϊκής εποχής ήταν το blaution το οποίο φοριόταν στα δείπνα. Το απλό παπούτσι, το κarabatine, αποτελούνταν από ακατέργαστο δέρμα τυλιγμένο γύρω από το πόδι, ένα υπόδημα κυρίως για τους φτωχούς και τους αγρότες. Η baucis ήταν ένα κομψό γυναικείο υπόδημα. Το κοινό υπόδημα ήταν μαύρο στο χρώμα και καθαρίζονταν από ένα σφουγγάρι. Τα χρωματιστά κόκκινα, κίτρινα ή λευκά υποδήματα φοριόταν από άντρες και γυναίκες παράλληλα. Σόλες από φελλό ή τσόχα φοριόταν μόνο από εταίρες.
Οι αιώνες περνούν, η μόδα αλλάζει και εξελίσσεται. Τα τελευταία χρόνια όμως οι τάσεις επαναφέρουν το «αρχαιοελληνικό» στυλ στην υπόδηση. Κυρίως τα σανδάλια, θεωρούνται τα παπούτσια του καλοκαιριού αφού γυναίκες και άνδρες τους δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση. Κατασκευάζονται ακόμα από δέρμα και πωλούνται κυρίως τους θερινούς μήνες ακόμα και σε καταστήματα τουριστικών ειδών.
Με πληροφορίες από το Ίδρυμα Διάδοσης Επιστημών και Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Πηγή
Η βασική διαφορά εντοπίζεται στον σχεδιασμό. Η νοοτροπία ήταν το πόδι να παραμένει ελεύθερο, παρά τις καιρικές συνθήκες. Γι΄αυτό και όλες οι παραλλαγές βασίζονταν σε δερματόδετες λωρίδες που αγκάλιαζαν το πόδι και κατέληγαν στον αστράγαλο και τη γάμπα. Στη Ρώμη, οι πλουσιότεροι ζωγράφιζαν ή σκάλιζαν επάνω στα δέρματα. Κατά τον Μεσαίωνα εμφανίστηκαν τα πρώτα ραμμένα παπούτσια με μεταλλικές λεπτομέρειες. Το δέρμα ήταν το κύριο υλικό κατασκευής, το οποίο ήταν εισαγόμενο.
Τα είδη των υποδημάτων στην αρχαία Ελλάδα
Οι κατηγορίες των παπουτσιών στην αρχαία Ελλάδα ήταν: οι κνημίδες, τα κλειστά υποδήματα, οι μπότες γνωστές τότε ως ενδορμίδες, τα περιμήρια που κάλυπταν τους μηρούς των πολεμιστών, τα σανδάλια, οι κόθορνοι και οι κρηπίδες. Μέσα από τις απεικονίσεις στα αγγεία έχουν παρατηρηθεί διάφορες εναλλαγές στην διακόσμηση και τον σχεδιασμό.
Το πιο συνηθισμένο είδος ήταν τα σανδάλια. Τα προτιμούσαν κυρίως οι γυναίκες που έμεναν μέσα στο σπίτι. Τα ελληνικά σανδάλια είχαν διαφορές με τα αιγυπτιακά ως προς τις λωρίδες, οι οποίες στερεώνονταν με μεγαλύτερη ασφάλεια στο πόδι. Οι πλούσιοι φορούσαν δερμάτινα, ενώ οι φτωχότερες τάξεις αυτά με τους ξύλινους πάτους. Το επάνω μέρος είχε διαφορετικό χρώμα, πιθανόν από το δέρμα της αίγας. Οι σόλες ήταν από δέρμα βοοειδών από το οποίο τοποθετούσαν πολλές στρώσεις.
Η κρηπίς ήταν ένα χαμηλό παπούτσι, που θύμιζε σανδάλι και το προτιμούσαν συνήθως οι στρατιώτες. Δεν είχε ιδιαίτερα καλή αισθητική και ήταν διακοσμημένο με καρφιά. Δεν κάλυπτε τελείως το πόδι, ενώ οι ιμάντες του αγκάλιαζαν τη γάμπα μέχρι επάνω. Τα προτιμούσαν και οι κυνηγοί.
Τους κόθορνους τους προτιμούσαν άνδρες και γυναίκες. Ήταν κλειστά παπούτσια, που περνούσαν πάνω από τον αστράγαλο. Ήταν κατασκευασμένο από πολύ μαλακό δέρμα. Θεωρούνταν μάλιστα ως το υπόδημα που ανακαλύφθηκε από τον Αισχύλο για την αύξηση του ύψους των «θεών» στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς διέθετε υψηλή σόλα.
Η ενδρομίς ήταν μία μπότα που φοριόταν κυρίως στο κυνήγι ή από τους ιππείς, ανοιχτή στα πλάγια μέχρι κάτω και με ιμάντες για να κλείνει. Οι ιππείς φορούσαν συχνά μία μπότα το επάνω τμήμα της οποίας γύριζε προς τα έξω.
Άλλα υποδήματα της ρωμαϊκής εποχής ήταν το blaution το οποίο φοριόταν στα δείπνα. Το απλό παπούτσι, το κarabatine, αποτελούνταν από ακατέργαστο δέρμα τυλιγμένο γύρω από το πόδι, ένα υπόδημα κυρίως για τους φτωχούς και τους αγρότες. Η baucis ήταν ένα κομψό γυναικείο υπόδημα. Το κοινό υπόδημα ήταν μαύρο στο χρώμα και καθαρίζονταν από ένα σφουγγάρι. Τα χρωματιστά κόκκινα, κίτρινα ή λευκά υποδήματα φοριόταν από άντρες και γυναίκες παράλληλα. Σόλες από φελλό ή τσόχα φοριόταν μόνο από εταίρες.
Οι αιώνες περνούν, η μόδα αλλάζει και εξελίσσεται. Τα τελευταία χρόνια όμως οι τάσεις επαναφέρουν το «αρχαιοελληνικό» στυλ στην υπόδηση. Κυρίως τα σανδάλια, θεωρούνται τα παπούτσια του καλοκαιριού αφού γυναίκες και άνδρες τους δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση. Κατασκευάζονται ακόμα από δέρμα και πωλούνται κυρίως τους θερινούς μήνες ακόμα και σε καταστήματα τουριστικών ειδών.
Με πληροφορίες από το Ίδρυμα Διάδοσης Επιστημών και Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Πηγή