Οι Αθηναίοι πολίτες επιδείκνυαν μία απέχθεια προς τους άμεσους φόρους, σε ό,τι βεβαίως αφορούσε τους ίδιους. Το φορολογικό σύστημα των αρχαίων φαίνεται πως ήταν δίκαιο, αλλά πολύ αυστηρό.
Οι Αθηναίοι ήταν φιλοσοφημένοι άνθρωποι. Δεν ήθελαν λίγα από τους πολλούς, αλλά πολλά από τους λίγους.
Αυτοί που κατά κανόνα έβαζαν «βαθιά το χέρι» στο χιτώνιό τους ήταν οι εύποροι. Για να γίνονται όλα δημοκρατικά, δηλαδή δίκαια, χωρίζονταν σε κατηγορίες φορολογουμένων ανάλογα με τα εισοδηματικά κριτήριά τους. Κι όμως, η γκρίνια και τα παράπονα για άδικη φορολογία ίσχυαν από τότε. Γι’ αυτό, σε πολλά κείμενα του Αριστοφάνη, που σώζονται μέχρι σήμερα, υπάρχουν καυστικά και σατυρικά σχόλια για το φορολογικό σύστημα.
Οι μέτοικοι για παράδειγμα όφειλαν να πληρώνουν για το δικαίωμα να ζουν στην Αθήνα, εφόσον δεν είχαν γεννηθεί εκεί. Ο φόρος ήταν ετήσιος, ονομαζόταν «μετοίκιον» και αφορούσε άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά με διαβαθμίσεις. Δύο δραχμές για τους πρώτους, μία για τις γυναίκες και μισή για κάθε παιδί.
Η συνεισφορά των ξένων όμως είχε και άλλες επιβαρύνσεις. Όσοι ήθελαν να εργάζονται, πλήρωναν και το «ξενικό», ένα ποσό που τους εξασφάλιζε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Οι δύο αυτοί φόροι έφερναν πολλά χρήματα στα ταμεία της πόλης. Αυτό ωστόσο δεν σήμαινε ότι οι γηγενείς απαλλάσσονταν πλήρως από τις εισφορές. Τέτοιο προνόμιο είχαν μόνο οι πένητες, δηλαδή όσοι ζούσαν σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας.
Οι Αθηναίοι δεν επιβαρύνονταν με άμεσους φόρους, πλήρωναν όμως έμμεσους, όπως τα λιμενικά τέλη και τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και κυρίως σε όσα θεωρούσα είδη πολυτελείας.
Υπήρχαν όμως κι εξαιρέσεις. Κατέβαλαν άμεση εισφορά σε περίοδο πολέμου για να υπερασπιστούν την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Όταν ξέσπαγε μια μεγάλη ασθένεια ή λιμός, όφειλαν πάλι με έκτακτη εισφορά για να ενισχύσουν την πόλη, ανάλογα με την περιουσία τους.
Θα ήταν ιδανικό να μην υπάρχει φοροδιαφυγή στα αρχαία χρόνια, ταυτόχρονα όμως θα ήταν και αντίθετο στην ανθρώπινη φύση. Οι αρχαίοι γνώριζαν τη δύναμη της ανθρώπινης απληστίας και γι αυτό φρόντιζαν να υπάρχουν νόμοι και ασφαλιστικές δικλίδες κατά της φοροδιαφυγής. Ιδιαίτερα εφευρετικό ήταν το μέτρο της αντίδοσης.
Αν κάποιος πολίτης αναλάμβανε μια εισφορά που ήταν πάνω από τις δυνατότητές τους και πίστευε ότι κάποιος άλλος είχε περισσότερα χρήματα που τα έκρυβε, αλλά λιγότερες υποχρεώσεις, είχε την εξής δυνατότητα: μπορούσε να προτείνει να ανταλλάξουν τις περιουσίες και τις υποχρεώσεις τους. Έτσι ο πλούσιος που έκρυβε μέρος της περιουσίας του μπορούσε να τη χάσει όλη.
Κανείς επομένως δεν είχε συμφέρον να κρύβει τα αληθινά περιουσιολογικά του στοιχεία, γιατί κινδύνευε να βρεθεί με λιγότερα. Η αντίδοση έκανε τον ένα πολίτη να ελέγχει τον άλλον και αυτό δεν θεωρούνταν ανήθικο.
Συγχρόνως, επειδή οι λειτουργίες, όπως ονομάζονταν οι εισφορές εκείνη την εποχή, ήταν μια τιμητική, αν και δαπανηρή πράξη, κατά αντιστοιχία, η φοροδιαφυγή ήταν καταδικαστέα και οδηγούσε τον φοροφυγά σε δημόσια ατίμωση.
Η «Εξηκοστή» υπήρξε μια στήλη, στην οποία έγραφαν τα ποσά που πλήρωνε κάθε μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Έτσι, υπήρχε διαφάνεια και κάθε πόλη γνώριζε την οικονομική συμμετοχή των υπολοίπων συμμάχων. Ούτε όμως στην αρχαιότητα, οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Η στήλη ονομάστηκε έτσι επειδή το 1/60 της εισφοράς πήγαινε στον ναό της θεάς Αθηνάς.
Ο Περικλής με αυτά τα χρήματα έχτισε την Ακρόπολη. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι έγινε κατάχρηση. Ο Περικλής απάντησε ότι, από τη στιγμή που η Αθήνα προστάτευε αποτελεσματικά τα μέλη της συμμαχίας από τους Πέρσες, μπορούσε να διαθέσει τα χρήματα όπως εκείνη έκρινε, χωρίς να δίνει λογαριασμό στους συμμάχους.
Πάντως, το αποτέλεσμα δικαίωσε περίτρανα τον Αθηναίο πολιτικό. Τα λεφτά της συμμαχίας δεν έγιναν ανεμοσκορπίσματα σε πολυτέλειες και σε αλόγιστη σπατάλη υπέρ των ολίγων.
Τα χρήματα τα εισέπρατταν δέκα πολίτες, οι λεγόμενοι ελληνοταμίες, που είχαν περιουσία τουλάχιστον πεντακόσιους μεδίμνους, ώστε να μην υποκύπτουν εύκολα στον πειρασμό του προσωπικού πλουτισμού. Εκλέγονταν και διορίζονταν από την Εκκλησία του Δήμου και φυσικά τα αξίωμα ήταν από τα πιο σημαντικά και τιμητικά.
Οι διεφθαρμένοι εφοριακοί ήταν πραγματικότητα και στην αρχαία Αθήνα. Μόνο που όταν τους έπιαναν, έλυναν το πρόβλημα σύντομα και αποτελεσματικά. Σύμφωνα με τον Αντιφώντα, σε μια περίπτωση διαπιστώθηκε ότι οι εννέα από τους δέκα ελληνοταμίες έκαναν ατασθαλίες. Συνελήφθησαν, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και ήπιαν το κώνειο.
Επειδή κανείς δεν γλίτωνε από την τσιμπίδα του νόμου, ακόμη και οι εταίρες της Αθήνας πλήρωναν τον περίφημο πορνικό φόρο. Κάθε εταίρα που προσέφερε τις υπηρεσίες της, ανάλογα με τον οίκο που διατηρούσε πλήρωνε και τον φόρο που της αντιστοιχούσε. Άλλωστε λογικά τα κέρδη ήταν πολλά για να μένουν αφορολόγητα. Παράλληλα, υπήρχε φόρος και για τα δημόσια ουρητήρια.
Γενικά στην αρχαία Αθήνα υππήρχε η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και η συνείδηση του εισφέρειν. Προφανώς δεν ήταν όλα τέλεια, αλλά η μέριμνα για τα κοινά είχε ως πρωταρχικό στόχο της είσπραξης των φόρων. Υπό μία προϋπόθεση: ότι τελικά τα χρήματα επέστρεφαν στον λαό.
Πηγή
Οι Αθηναίοι ήταν φιλοσοφημένοι άνθρωποι. Δεν ήθελαν λίγα από τους πολλούς, αλλά πολλά από τους λίγους.
Αυτοί που κατά κανόνα έβαζαν «βαθιά το χέρι» στο χιτώνιό τους ήταν οι εύποροι. Για να γίνονται όλα δημοκρατικά, δηλαδή δίκαια, χωρίζονταν σε κατηγορίες φορολογουμένων ανάλογα με τα εισοδηματικά κριτήριά τους. Κι όμως, η γκρίνια και τα παράπονα για άδικη φορολογία ίσχυαν από τότε. Γι’ αυτό, σε πολλά κείμενα του Αριστοφάνη, που σώζονται μέχρι σήμερα, υπάρχουν καυστικά και σατυρικά σχόλια για το φορολογικό σύστημα.
Ο φόρος των μετοίκων και οι έμμεσοι φόροι των Αθηναίων
Οι μέτοικοι για παράδειγμα όφειλαν να πληρώνουν για το δικαίωμα να ζουν στην Αθήνα, εφόσον δεν είχαν γεννηθεί εκεί. Ο φόρος ήταν ετήσιος, ονομαζόταν «μετοίκιον» και αφορούσε άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά με διαβαθμίσεις. Δύο δραχμές για τους πρώτους, μία για τις γυναίκες και μισή για κάθε παιδί.
Η συνεισφορά των ξένων όμως είχε και άλλες επιβαρύνσεις. Όσοι ήθελαν να εργάζονται, πλήρωναν και το «ξενικό», ένα ποσό που τους εξασφάλιζε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Οι δύο αυτοί φόροι έφερναν πολλά χρήματα στα ταμεία της πόλης. Αυτό ωστόσο δεν σήμαινε ότι οι γηγενείς απαλλάσσονταν πλήρως από τις εισφορές. Τέτοιο προνόμιο είχαν μόνο οι πένητες, δηλαδή όσοι ζούσαν σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας.
Οι Αθηναίοι δεν επιβαρύνονταν με άμεσους φόρους, πλήρωναν όμως έμμεσους, όπως τα λιμενικά τέλη και τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και κυρίως σε όσα θεωρούσα είδη πολυτελείας.
Υπήρχαν όμως κι εξαιρέσεις. Κατέβαλαν άμεση εισφορά σε περίοδο πολέμου για να υπερασπιστούν την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Όταν ξέσπαγε μια μεγάλη ασθένεια ή λιμός, όφειλαν πάλι με έκτακτη εισφορά για να ενισχύσουν την πόλη, ανάλογα με την περιουσία τους.
Η φοροδιαφυγή και οι δικλείδες ασφαλείας
Θα ήταν ιδανικό να μην υπάρχει φοροδιαφυγή στα αρχαία χρόνια, ταυτόχρονα όμως θα ήταν και αντίθετο στην ανθρώπινη φύση. Οι αρχαίοι γνώριζαν τη δύναμη της ανθρώπινης απληστίας και γι αυτό φρόντιζαν να υπάρχουν νόμοι και ασφαλιστικές δικλίδες κατά της φοροδιαφυγής. Ιδιαίτερα εφευρετικό ήταν το μέτρο της αντίδοσης.
Αν κάποιος πολίτης αναλάμβανε μια εισφορά που ήταν πάνω από τις δυνατότητές τους και πίστευε ότι κάποιος άλλος είχε περισσότερα χρήματα που τα έκρυβε, αλλά λιγότερες υποχρεώσεις, είχε την εξής δυνατότητα: μπορούσε να προτείνει να ανταλλάξουν τις περιουσίες και τις υποχρεώσεις τους. Έτσι ο πλούσιος που έκρυβε μέρος της περιουσίας του μπορούσε να τη χάσει όλη.
Κανείς επομένως δεν είχε συμφέρον να κρύβει τα αληθινά περιουσιολογικά του στοιχεία, γιατί κινδύνευε να βρεθεί με λιγότερα. Η αντίδοση έκανε τον ένα πολίτη να ελέγχει τον άλλον και αυτό δεν θεωρούνταν ανήθικο.
Συγχρόνως, επειδή οι λειτουργίες, όπως ονομάζονταν οι εισφορές εκείνη την εποχή, ήταν μια τιμητική, αν και δαπανηρή πράξη, κατά αντιστοιχία, η φοροδιαφυγή ήταν καταδικαστέα και οδηγούσε τον φοροφυγά σε δημόσια ατίμωση.
«Εξηκοστή»
Η «Εξηκοστή» υπήρξε μια στήλη, στην οποία έγραφαν τα ποσά που πλήρωνε κάθε μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Έτσι, υπήρχε διαφάνεια και κάθε πόλη γνώριζε την οικονομική συμμετοχή των υπολοίπων συμμάχων. Ούτε όμως στην αρχαιότητα, οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Η στήλη ονομάστηκε έτσι επειδή το 1/60 της εισφοράς πήγαινε στον ναό της θεάς Αθηνάς.
Ο Περικλής με αυτά τα χρήματα έχτισε την Ακρόπολη. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι έγινε κατάχρηση. Ο Περικλής απάντησε ότι, από τη στιγμή που η Αθήνα προστάτευε αποτελεσματικά τα μέλη της συμμαχίας από τους Πέρσες, μπορούσε να διαθέσει τα χρήματα όπως εκείνη έκρινε, χωρίς να δίνει λογαριασμό στους συμμάχους.
Πάντως, το αποτέλεσμα δικαίωσε περίτρανα τον Αθηναίο πολιτικό. Τα λεφτά της συμμαχίας δεν έγιναν ανεμοσκορπίσματα σε πολυτέλειες και σε αλόγιστη σπατάλη υπέρ των ολίγων.
Τα χρήματα τα εισέπρατταν δέκα πολίτες, οι λεγόμενοι ελληνοταμίες, που είχαν περιουσία τουλάχιστον πεντακόσιους μεδίμνους, ώστε να μην υποκύπτουν εύκολα στον πειρασμό του προσωπικού πλουτισμού. Εκλέγονταν και διορίζονταν από την Εκκλησία του Δήμου και φυσικά τα αξίωμα ήταν από τα πιο σημαντικά και τιμητικά.
Οι διεφθαρμένοι εφοριακοί ήταν πραγματικότητα και στην αρχαία Αθήνα. Μόνο που όταν τους έπιαναν, έλυναν το πρόβλημα σύντομα και αποτελεσματικά. Σύμφωνα με τον Αντιφώντα, σε μια περίπτωση διαπιστώθηκε ότι οι εννέα από τους δέκα ελληνοταμίες έκαναν ατασθαλίες. Συνελήφθησαν, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και ήπιαν το κώνειο.
Ο πορνικός φόρος
Επειδή κανείς δεν γλίτωνε από την τσιμπίδα του νόμου, ακόμη και οι εταίρες της Αθήνας πλήρωναν τον περίφημο πορνικό φόρο. Κάθε εταίρα που προσέφερε τις υπηρεσίες της, ανάλογα με τον οίκο που διατηρούσε πλήρωνε και τον φόρο που της αντιστοιχούσε. Άλλωστε λογικά τα κέρδη ήταν πολλά για να μένουν αφορολόγητα. Παράλληλα, υπήρχε φόρος και για τα δημόσια ουρητήρια.
Γενικά στην αρχαία Αθήνα υππήρχε η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και η συνείδηση του εισφέρειν. Προφανώς δεν ήταν όλα τέλεια, αλλά η μέριμνα για τα κοινά είχε ως πρωταρχικό στόχο της είσπραξης των φόρων. Υπό μία προϋπόθεση: ότι τελικά τα χρήματα επέστρεφαν στον λαό.
Πηγή