Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Αντιόχου Γ΄ Ανάβασις

Ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Φλάβιος Αρριανός περίπου 400 χρόνια μετά από τα γεγονότα τα οποία εξιστορεί, θα γράψει το μνημειώδες έργο του «Αλεξάνδρου Ανάβασις» όπου θα περιγράψει την «θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία , την νικηφόρα , την περίλαμπρη, την περιλάλητη , την δοξασμένη ……… -απ ‘ όπου - …βγήκαμ’ εμείς ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας .

Εμείς οι Αλεξανδρείς , οι Αντιοχείς , οι Σελευκείς κ’ οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες…. ( Καβάφης , στα 200 π.Χ. ). Το σημαντικότατο αυτό έργο αποτελείται από εφτά βιβλία (προς μίμησην της «Κύρου Ανάβασις», του Ξενοφώντα) και είναι γραμμένα στην αττική διάλεκτο .

Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου άρχισε την Άνοιξη του 334 π.Χ. και τελείωσε στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ. με το θάνατό του. Τα χρόνια που ακολούθησαν ονομάστηκαν από τους σύγχρονους ιστορικούς « Ελληνιστικά» (ΣΣ,,, άν και  ο πολιτισμός είναι καθαρά ελληνικός που «περιφερόταν» πάνω σε άλλους τοπικούς πολιτισμούς και τους διέπει )  και σ’ αυτά  τα χρόνια και μέχρι το 30 π.Χ που κατέρρευσε το βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο ο Ελληνισμός ήταν κυρίαρχος στρατιωτικά, πολιτικά και πολιτιστικά    σχεδόν μέχρι την Ινδία. Είδαμε σε  πόλεις που οικοδόμησε τόσο ο Αλέξανδρος όσο και οι διάδοχοί του και κυρίως εκείνος ο φοβερός , ο ακατάβλητος , ο ιπποτικός Σέλευκος που γέμισε το απέραντο κράτος του με πόλεις που ονομάζονταν Βέροια , Ευρωπός , Μίεζα , Πέλλα , Έδεσσα , Αχαΐα, Καλλιόπη  κ.α. αλλά και Αντιόχεια , Απάμεια, Λαοδίκεια, Στρατονίκεια  και πολλές άλλες,  περίπου 50  όπως λέει ο Αππιανός.

Από αυτόν τον τρομερό Σέλευκο τον ιδρυτή της τεράστιας αυτοκρατορίας των Σελευκιδών κατάγεται ο Αντίοχος Γ’ που θα ονομαστεί από τους συγχρόνους του «Μέγας» και τα κατορθώματά του θα συγκριθούν με αυτά του Αλεξάνδρου.

Ο Σέλευκος μπαίνει σχετικά αργά  στο προσκήνιο της Ιστορίας  καθώς το καλοκαίρι του 327 π.Χ. κατά την προετοιμασία της Ινδικής εκστρατείας, αναλαμβάνει την ηγεσία του σώματος των « Υπασπιστών» του επίλεκτου σώματος του μακεδονικού πεζικού  και διακρίνεται ιδιαίτερα στη μάχη εναντίον του Πώρου.

Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου αρχικά συνεργάστηκε με τον Περδίκα και έγινε αρχηγός του ιππικού των «Εταίρων». Μετά το θάνατο του Περδίκα τον Ιούνιο του 321 π.Χ. και κατά τη διανομή του Αντίπατρου  στον Τριπαράδεισο  της Άνω Συρίας , ο Σέλευκος έγινε διοικητής της Βαβυλωνίας.

Στη συνέχεια και αφού με μια μυθιστορηματική επιχείρηση καταλαμβάνει εκ νέου τη Βαβυλώνα από την οποία τον είχε εκδιώξει ο Αντίγονος , θα επιχειρήσει μια εκστρατεία στις ανατολικές Σατραπείες και την Ινδία όπου το 306-304 π.Χ. θα συνάψει ειρήνη με το Βασιλιά Σανδρόκοττο (Τσαντραγκούπτα)  παραχωρώντας του τις Σατραπείες της Ινδίας. Σε αντάλλαγμα πήρε 500 ελέφαντες οι οποίοι του έδωσαν τη νίκη στη μάχη της Ιψού το 301 π. Χ. εναντίον του Αντίγονου. ( Η συμφωνία με τον Σανδρόκοττο επισφραγίστηκε με επιγαμίες όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κείμενο, και γι ‘ αυτό εικάζεται πως ο περίφημος Ασόκα εγγονός του Σανδρόκοττου είχε Ελληνική καταγωγή).

Θα ιδρύσει το 300 π.Χ την Αντιόχεια του Ορόντη προς τιμήν του πατέρα του και θα είναι πλέον ο κάτοχος μιας κολοσσιαίας αυτοκρατορίας από τη Μεσόγειο  ως τον Ινδό ποταμό.  Αργότερα θα συμμαχήσει με τον πρώην εχθρό του Δημήτριο τον Πολιορκητή και θα παντρευτεί την νεότατη και εκπάγλου καλλονής κόρη του τελευταίου , Στρατονίκη ( την οποία θα ερωτευτεί ο γιος του Αντίοχος , ιστορία η οποία θα αναφερθεί σε επόμενο κείμενο). Αργότερα θα πολεμήσει με τον Δημήτριο στον οποίο αφού θα αιχμαλωτίσει , θα φερθεί με απαράμιλλη ευγένεια και ιπποτισμό.

Γιος του Σέλευκου ήταν ο Αντίοχος  Α’ ο Σωτήρ μητέρα του οποίου ήταν η Απάμα κόρη του τρομερού και ικανότατου αντιπάλου του Αλεξάνδρου ,Σογδιανού Σπιταμένη. Αυτός βασίλεψε από το 281 π. Χ. έως το 261 π.Χ.           

Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αντίοχος Β’ ο Θεός ο οποίος βασίλεψε από το 261 π.Χ. έως το 246 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και ενώ ήταν απασχολημένος με εμφύλιους πολέμους , ο Ανδραγόρας στην Παρθία και ο Διόδοτος στην Βακτρία κήρυξαν την ανεξαρτησία τους δημιουργώντας τα δικά τους βασίλεια.

Από το 246 π.Χ.   έως το 255 π.Χ. βασιλεύει ο Σέλευκος Β’ ο Καλλίνικος γιος του Αντίοχου Β’ και της Στρατονίκης ο οποίος γύρω στο 230 π. Χ. αναλαμβάνει εκστρατεία εναντίον της Παρθίας για να την επαναφέρει την κυριότητά του αλλά αναγκάζεται να υποχωρήσει παρόλες τις επιτυχίες του και η ημέρα αποχώρησής του θα γιορτάζεται έκτοτε από τους Πάρθους ως ημέρα της ανεξαρτησίας τους.

Τον Σέλευκο Β’ θα διαδεχτεί ο γιος του Σέλευκος Γ' Κεραυνός  από το 225π. Χ.έως το  222 π.Χ. Η βασιλεία του ήταν σύντομη και θα τελειώσει με τη δολοφονία του από τους αυλικούς του.
Έτσι μετά από αυτή την εξέλιξη στο θρόνο θα ανεβεί ο μικρότερος γιος του Σέλευκου Β’ ο Αντίοχος Γ’ σε ηλικία 21 ετών ο οποίος με τη σιδερένια του θέληση , τις ικανότητες αλλά και την αποφασιστικότητά του θα καταφέρει να ανορθώσει το μισοκατεστραμένο του κράτος, και με μια επική εκστρατεία προς την ανατολή θα κατορθώσει να επαναφέρει υπό την εξουσία των Σελευκιδών Μηδία, Αρμενία, Παρθία , Βακτρία , να ανανεώσει τη φιλία που εγκαινίασε ο Σέλευκος Α’ πριν από περίπου 100 χρόνια με το Βασιλιά των Ινδών Σοφαγασήνο , να επιστρέψει στη Βαβυλώνα και τελικά στην Αντιόχεια , να πάρει τον τίτλο « Μέγας Βασιλεύς» και να ονομαστεί ενόσω ζούσε «Μέγας», ενώ η εκστρατεία του συγκρίνονταν από πολλούς με αυτήν του Μ. Αλεξάνδρου.

Η κατάσταση που κληρονόμησε ο νεαρός Αντίοχος ήταν απελπιστική. Η  αχανής αυτοκρατορία βρίσκονταν σε μόνιμη σχεδόν αναταραχή. Καθώς . τεράστιες περιοχές της αυτοκρατορίας (Παρθία, Bακτρία, το μεγαλύτερο μέρος της M. Aσίας κ.ά.) είχαν αποσπαστεί από την εξουσία του Βασιλιά και σε άλλες (Mηδία, Περσίς) οι σατράπες τους (τα αδέλφια Mόλων και Aλέξανδρος, αντίστοιχα) επέλεξαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ανέβηκε στο θρόνο ο νεαρός Αντίοχος , για να επαναστατήσουν.

Ο Αντίοχος με την καθοδήγηση του συμβούλου του Ερμεία προσπάθησε να αντιδράσει αλλά τόσο η εκστρατεία στη Μηδία όσο και στην Ιουδαία απέτυχαν παταγωδώς. Τότε φάνηκε για πρώτη φορά η αποφασιστικότητα του νεαρού Βασιλιά. Συγκέντρωσε νέο στράτευμα , και μπαίνοντας ο ίδιος επικεφαλής κατέπνιξε την επανάσταση στην Μηδία και την Ιουδαία , εξόντωσε τον επικίνδυνο Ερμεία και άρχισε να ετοιμάζεται για αναμέτρηση με τους Πτολεμαίους.

Kατά τη διάρκεια του πολέμου που ακολούθησε, που ονομάστηκε Δ' Συριακός πόλεμος, ο Aντίοχος αρχικά πέτυχε σπουδαίες επιτυχίες,αλλά ηττήθηκε  στη μάχη της Pάφιας το 217 π.X.

Παρά την ήττα, όμως, κατόρθωσε να περιορίσει τις απώλειές του με έξυπνη διπλωματία και αφού εξουδετέρωσε τον εξάδελφό του Αχαιό άρχισε να ετοιμάζεται για την μεγάλη εκστρατεία στην ανατολή, εκστρατεία που θα έμενε στην ιστορία ως η "Aντιόχου Aνάβασις", ένα κατόρθωμα συγκρίσιμο (σύμφωνα με τους συγγραφείς της εποχής) με την αντίστοιχη του Aλέξανδρου.

Οι κολοσσιαίες προετοιμασίες περιλάμβαναν τη συγκρότηση μιας ογκώδους στρατιάς τέλεια εφοδιασμένης και εξοπλισμένης , με εξασφαλισμένο τον εφοδιασμό της με τρόφιμα , με τις τεράστιες πολιορκητικές μηχανές που θα τρομοκρατούσαν όσους ήθελαν να αντισταθούν και θα καταλάμβαναν τις οχυρωμένες πόλεις στην Παρθία , τη Βακτρία και όπου αλλύ χρειαζόταν.

Βέβαια τα στρατεύματα του Αντίοχου ήταν διαφορετικά από αυτά με τα οποία εκστράτευσε στην Ανατολή ο Αλέξανδρος αλλά και διαφορετικά από αυτά των Πάρθων αλλά και των Ελληνοβάκτριων. Στις ανατολικές επαρχίες ο πόλεμος διεξάγονταν με άλλη μορφή απ’ ότι στις ακτές της Μεσογείου. Εκεί κυρίως αντιμετώπιζαν νομάδες οι οποίοι εφάρμοζαν ευέλικτες τακτικές μάχης με ξαφνικές επιθέσεις ιππικού, προσποιητή υποχώρηση  παρενοχλήσεις και αποχώρηση στις αχανείς στέπες. 

Όμως και οι Βάκτριοι αλλά και οι Πάρθοι είχαν πλέον μετά και την επαφή τους με τους Έλληνες αποίκους οργανωμένες πόλεις εναντίον των οποίων θα στρέφονταν ο στρατός του Αντίοχου. Οι αρχαίοι ιστορικοί Πολύβιος , Λίβιος και Ιουστίνος στα έργα τους μας δίνουν την εικόνα που πιθανόν είχε το στράτευμα του Σελευκίδη Βασιλιά.

Στη μάχη της  Ραφίας το 217 π.Χ. ο Αντίοχος παρέταξε 6.000 ιππείς, 62.000 πεζούς και 102 ινδικούς ελέφαντες. Ο ιστορικός Πολύβιος στο βιβλίο 30 των «Ιστοριών» του περιγράφει την παρέλαση της Δάφνης που οργάνωσε ο Αντίοχος Δ’ ο επιφανής (γιος του Αντίοχου Γ’) το 166 π.Χ.  20 περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του Αντίοχου Γ΄του Μέγα , όπου αναφέρει εκτός από τους  5.000 σελευκιδικούς λεγεωνάριους, (ένα στρατιωτικό σώμα που δημιουργήθηκε αργότερα , μετά την καταστροφή του Aντίοχου του Mέγα στη Mαγνησία το 190 π.Χ.)  και το οποίο ήταν οπλισμένο όπως η ρωμαϊκή λεγεώνα με  αλυσιδωτούς θώρακες και ποδήρεις ασπίδες και σπαθιά τύπου  Gladius.

4.000 Mύσιοι, με 3.000 πολεμιστές  από την Kιλικία, οπλισμένοι ως ελαφρύ πεζικό (πιθανότατα ως πελταστές),  3.000 Θράκες και 5.000 Γαλάτες, όλοι οπλισμένοι σύμφωνα με τα πρότυπα της φυλής τους.Aκολουθούσαν πεζή 20.000 Ελληνες,(σαρισοφόροι), εκ των οποίων 10.000  "Xρυσάσπιδες", 5.000 "Xαλκάσπιδες" και άλλοι τόσοι "Aργυράσπιδες.Το ιππικό  αποτελούσαν  1.000 έφιπποι από τη Nίσα και 3.000 από την Aντιόχεια, με 1.000 Eταίρους να ακολουθούν, ενώ το σώμα των "βασιλικών φίλων", ακόμη 1.000 έφιπποι, ερχόταν ξοπίσω τους.

Άλλοι τόσοι ήταν τα μέλη του "αγήματος", τους οποίους ο Έλληνας ιστορικός περιγράφει ως την ελίτ του ιππικού των Σελευκιδών. Στο τέλος της παράταξης του ιππικού βρισκόταν άγνωστος αριθμός καταφράκτων, των περίφημων θωρακισμένων ιππέων που εξελίχθηκαν από τους θωρακισμένους Πέρσες ιππείς και αποτελούσαν το "σήμα κατατεθέν" των σελευκιδικών αλλά και παρθικών στρατών.

Κάπως έτσι ήταν το στράτευμα που οδήγησε ο Αντίοχος στην μεγάλη εκστρατεία του που αποκαλείται έκτοτε ¨Αντιόχου Ανάβασις». Ο Μακεδόνας βασιλιάς  σύμφωνα πάντα με τις πηγές συγκέντρωσε στρατό 45- 50.000 ανδρών. Αποτελείτο από 10.000 Έλληνες μισθοφόρους, 8.000 αργυράσπιδες, 2.500 Κρήτες τοξότες, 2.000 εταίρους, 1.000 επίλεκτους ιππείς του Αγήματος, καθώς επίσης και σώματα άλλων Ελλήνων και Ασιατών.

Αρμενική εκστρατεία


Ο Αντίοχος ξεκίνησε με το στράτευμά του από την πρωτεύουσά του Αντιόχεια της Συρίας  το 212 π.Χ. και εισέβαλε στην Αρμενία. Κατευθύνθηκε στην πρωτεύουσα  Αρμόσατα την οποία πολιόρκησε. Ο Αρμένιος ηγεμόνας, Ξέρξης  βλέποντας τον όγκο του στρατού των Ελλήνων,  έστειλε πρέσβεις στον Αντίοχο ζητώντας του ειρήνη.

Οι φίλοι του Αντιόχου τον συμβούλεψαν να κυριεύσει τα Αρμόσατα, να καθαιρέσει τον Ξέρξη και να ανεβάσει στον θρόνο τον ανιψιό του Μιθριδάτη. Τελικά ο Αντίοχος δεν ακολούθησε τις προτάσεις των φίλων του: Κάλεσε τον Ξέρξη και διέλυσε την μεταξύ τους εχθρότητα.

Μάλιστα επειδή ο πατέρας του Ξέρξη χρωστούσε μεγάλα χρηματικά ποσά στους Σελευκίδες, ο Αντίοχος του χάρισε ένα μεγάλο μέρος από αυτά και ζήτησε μόνο  300 ταλάντων, 1.000 ίππων και 1.000 μουλαριών απαραίτητα για την εκστρατεία.. Ο Ξέρξης στο εξής θα διατηρούσε τον θρόνο του και νυμφεύτηκε την αδελφή του Αντιόχου, Αντιοχίδα.

Παρθική εκστρατεία


Δεν γνωρίζουμε επακριβώς την πορεία που ακολούθησε ο Αντίοχος προς την Παρθία , αλλά πιθανόν να ακολούθησε τον ρου του Ευφράτη προς Νότον φτάνοντας αρχικά στη Σελεύκεια  και αργότερα στα Σούσα. Από εκεί έφτασε στη Μηδία και το Χειμώνα του 210 π.Χ. στα Εκβάτανα.

Για τις ανάγκες τις εκστρατείας κατευθύνθηκε στο ιερό της ιρανικής θεότητας Αναχίτα (στα ελληνιστικά χρόνια, συγχωνεύτηκε με την Αρτέμιδα). Από εκεί αφαίρεσε τα χρυσά φύλλα που κάλυπταν τους κίονες, τα ασημένια κεραμίδια, καθώς και χρυσούς και αργυρούς πλίνθους. Από τον πλούτο αυτό έκοψε για το βασιλικό ταμείο 4.000 τάλαντα.  Προχωρώντας  βόρεια έφτασε στις πύλες της Κασπίας και από εκεί εισέβαλε στην Παρθία το 209 π.Χ.

Ο βασιλιάς των Πάρθων Αρσάκης Β΄ (211 -191 π.Χ.), αφού πληροφορήθηκε τα γεγονότα, πίστεψε ότι η ελληνική στρατιά θα σταματούσε στα Εκβάτανα και λόγω  έλλειψης νερού δεν θα μπορούσε να περάσει την έρημο  της Μηδίας. Για τον λόγο αυτό έστειλε Πάρθους ιππείς να φράξουν τα φρεάτια που είχαν κατασκευάσει κατά το παρελθόν οι Αχαιμενίδες προκειμένου να μεταφέρουν το νερό από τον Ταύρο (Καύκασο). Ο  Αντίοχος όμως για να προλάβει την καταστροφή των φρεάτων έστειλε εναντίον τους 1.000 ιππείς  οι οποίοι έτρεψαν σε φυγή τους εναπομείναντες Πάρθους που κατέστρεφαν τα φρεάτια.

Στη συνέχεια, ο Αντίοχος κατευθύνθηκε προς την Υρκανία στην Ελληνική πόλη Εκατόμπυλο.

Λόγω του ότι η περιοχή είχε στενωπούς κατάλληλους για ενέδρα ο Αντίοχος διέταξε τους Ευζώνους (ελαφρά οπλισμένοι) με αρχηγό τον σατράπη της Μηδίας Διογένη να προηγηθούν ενώ οι εργάτες  άνοιγαν και ισοπέδωναν το έδαφος για τη μακεδονική φάλαγγα και τα υποζύγια. Ακολουθούσε ως εφεδρεία τμήμα 2.000 Κρητών ασπιδοφόρων, θωρακοφόροι και θυρεοφόροι   

Στις συμπλοκές που ακολούθησαν με τους Πάρθους, οι εύζωνοι πότε μάχονταν ατομικά, πότε ομαδικά, αναλόγως των περιστάσεων ενώ  οι εργάτες άνοιγαν το έδαφος για την φάλαγγα . Το έργο αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο καθώς  η στενωπός είχε μήκος περίπου 300 σταδίων (περίπου 60 χλμ) ενώ  τα πεσμένα δένδρα ,οι βράχοι και οι χαράδρες σε συνδυασμό με τον ανταρτοπόλεμο των Πάρθων, δυσκόλευαν  την πορεία του  στρατού. Οι εύζωνες όμως του Αντίοχου κατόρθωσαν να ανέβουν στα ψηλότερα μέρη και να προσβάλουν τους Πάρθους οι οποίοι αποσύρθηκαν.

Η πολιορκία της Σίρυγκος


Οι νομάδες Πάρθοι έντρομοι βρήκαν καταφύγιο στην εγγύτερη οχυρή ελληνική πόλη Σύριγγα (ιδρυμένη από τον Σέλευκο Νικάτορα) την οποία πολιόρκησε ο στρατός του Αντίοχου. Η κατάληψη της Σίρυγγος ήταν δύσκολη γιατί είχε τριπλούς τάφρους πλάτους 30 πήχεων και βάθους 15, ενώ στης καθεμιάς το χείλος είχαν κατασκευασθεί διπλά χαρακώματα και ισχυρό τείχος.Η σφοδρότητα των συγκρούσεων ήταν μεγάλη αλλά σε λίγες μέρες η πόλη καταλήφθηκε αλλά οι Πάρθοι κατέσφαξαν τον ελληνικό πληθυσμό της Σύριγκας, άρπαξαν τα πολυτιμότερα αντικείμενα και προσπάθησαν να διαφύγουν τη νύχτα. Όμως καταδιώχτηκαν από τους Έλληνες μισθοφόρους και ξαναγύρισαν  στην Σύριγκα.

Η κατάσταση όμως που βρήκαν εκεί ήταν διαφορετική μιας και η πόλη είχε σχεδόν καταληφθεί και έτσι οι εναπομείναντες Πάρθοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Τελικά ο Βασιλιάς των Πάρθων Αρσάκης δέχτηκε τους όρους του Αντίοχου  να παραχωρήσει τις περιοχές Κομισηνή, Υρκανία, και Χοαρηνή , να γίνει σύμμαχος και υποτελής και να πληρώνει φόρους (209- 208 π.Χ.)

Βακτρική εκστρατεία


Μετά την συνθηκολόγηση του Αρσάκη, η εκστρατεία συνεχίστηκε προς τη Βακτρία .Ο Βασιλιάς της χώρας Ευθύδημος περίμενε με το στρατό του στο Ανατολικό μέρος του ποταμού Αρείου με 3.000 Έλληνες ιππείς, 7.000 Βάκτριους ιππείς και 5.000 τοξότες από τους Έλληνες κατοίκους, δηλαδή στρατιωτικούς αποίκους. Ο Αντίοχος με μια αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεσή αφού διεκπεραίωσε την φάλαγγα ανατολικά του ποταμού ανάγκασε το ιππικό των Βακτρίων να υποχωρήσει και μετά αυτήν την εξέλιξη ο Ευθύδημος και ο στρατός του κλείστηκαν στην πρωτεύουσά τους Βάκτρα-Ζαρίασπα (σημ. Μπαλχ του Αφγανιστάν).

H πολιορκία των Bάκτρων διήρκεσε δύο χρόνια από το 209 ως το 207 π.Χ. Τα τείχη  των Βάκτρων ήταν ισχυρότατα, με προεξάρχοντες ημιπύργους -πάνω σε ψηλό θεμέλιο από λάσπη πάχους 30 μ. στην βάση του και ύψους 10 μ. και παρά τη χρήση εξεζητημένων πολιορκητικών μηχανών (πετροβόλων, ελεπόλεων, καταπελτών και άλλων) από τις δυνάμεις του Aντίοχου, οι πολιορκημένοι άντεξαν.

Ωστόσο, η παρατεταμένη πολιορκία τούς έφερε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπου Ο Ευθύδημος απέστειλε τον πρέσβη Τηλέα στον Αντίοχο για διαπραγματεύσεις. Ο οποίος  τόνισε στον Αντίοχο ότι δεν αποστάτησε από τους ομοφύλους του Έλληνες της Συρίας, αλλά θανάτωσε τον προδότη Διόδοτο Β΄ που κάποτε είχε συμμαχήσει με τους Πάρθους. Και παρουσίασε το Ελληνοβακτριανό βασίλειο ως το ανάχωμα για τις επιθέσεις των νομάδων  Αργότερα ο Ευθύδημος έστειλε τον γιο του Δημήτριο για επικύρωση της μεταξύ τους φιλίας και ειρήνης. Ο Αντίοχος υποδέχτηκε με τιμές τον νεαρό Δημήτριο εντυπωσιασμένος από την παρουσία του και τον πάντρεψε  με μια από τις κόρες του.

Τελικά συμφωνήθηκε ο Ευθύδημος να κρατήσει τον θρόνο του αλλά ως υποτελής των Μακεδόνων της Συρίας, ενώ υποχρεούτο να προμηθεύει τον Αντίοχο με 30 πολεμικούς ελέφαντες, τρόφιμα, καταβολή πλούσιου ετήσιου φόρου ,και ελαφρύ ελληνικό πεζικό...

Ινδική εκστρατεία


 Με τις ενισχύσεις που πήρε ο Αντίοχος σε πολεμικούς ελέφαντες και εφόδια πέρασε το όρος Παροπάμισο (Χίντο Κους) και εισέβαλε με 60.000 στρατό στην Ινδία το 206 π.Χ., προχωρώντας  Νότια προς την κοιλάδα του Κωφήνος πραγματοποιώντας την τρίτη κατά σειρά ελληνική εισβολή (μετά τον Μ. Αλέξανδρο και τον Σέλευκο Α΄) .

 Η χώρα αυτή ανήκε στην Αυτοκρατορία των Μαουρύα αλλά μετά το θάνατο του Βασιλιά Ασόκα (Πιοδάσση) το κράτος αυτό διασπάστηκε και η περιοχή διοικούνταν από κάποιον ηγεμόνα με το όνομα Σοφαγασήνο ( πιθανόν η ελληνική απόδοση του ονόματός του) .

Με αυτόν ο Αντίοχος ανανέωσε το σύμφωνο φιλίας που είχε συναφθεί μεταξύ του Σέλευκου Α’ και του Σανδρόκοττου (Τσαντραγκούπτα) . Ο Ινδός ηγεμόνας συμφώνησε  να προμηθεύσει τον Αντίοχο με 60 πολεμικούς ελέφαντες, τρόφιμα και μεγάλα χρηματικά ποσά, για την παραλαβή των οποίων ο τελευταίος έστειλε τον Ανδροσθένη από την Κύζικο.

Επιστροφή στην Αντιόχεια


Μετά το αίσιο πέρας της εκστρατείας, ο Μακεδόνας βασιλιάς της Συρίας επικεφαλής 46.000 πεζών, 12.000 ιππέων και 96 ελεφάντων πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πέρασε από την Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας, τη Δραγγιανή και την Καρμανία, όπου και πέρασε το χειμώνα του 206/5 π.Χ. Κατόπιν διαμέσου  των οροπεδίων του κεντρικού Ιράν έφτασε στην Βαβυλώνα, όπου από ένα πρόσφατα δημοσιευμένο βαβυλωνιακό ημερολόγιο, μαθαίνει κανείς ότι ο Σελευκίδης βασιλιάς έλαβε μέρος στην εορτή της εισόδου του νέου βαβυλωνιακού έτους.

Στην συνέχεια κατευθύνθηκε στην Σελεύκεια το 205 π.Χ. Από εκεί με τμήμα στόλου διέπλευσε τον ποταμό Τίγρη και αγκυροβόλησε στην αραβική πόλη του Περσικού κόλπου, Γέρρα. Σκοπός του Έλληνα βασιλιά ήταν η ανανέωση της φιλίας των Αράβων που είχε συναφθεί από τα χρόνια του Σελεύκου Α΄.

Οι Γερραίοι είχαν ένα πλούσιο και καλά οργανωμένο κράτος χάρη στις εμπορικές σχέσεις με την Ν . Αραβία, την Ινδία  με τους Ναβαταίους και τη Βαβυλωνία. Ο Αντίοχος αναγνώρισε την ανεξαρτησία τους και οι Άραβες του προσέφεραν για δώρα 100 αργυρά τάλαντα, 1.000 τάλαντα λιβανωτού και άλλα 200 κανελλόλαδου.

Από εκεί τελικά επέστρεψε στην  πρωτεύουσα  Αντιόχεια διά της Σελεύκειας στον Τίγρη, της Ευρωπού και της Αμφίπολης.  (204 π.Χ.). Οι σύγχρονοι του αντίοχου παρομοίαζαν και συνέκριναν συχνά την εκστρατεία του Αντίοχου Γ’ με αυτήν του Μ. Αλεξάνδρου αλλά είναι δύο διαφορετικά γεγονότα και ως προς τους σκοπούς αλλά και ως προς τα αποτελέσματα.  Θεωρείται σίγουρο από τους ιστορικούς πως ο Αντίοχος δεν απέβλεπε σε κατακτήσεις αλλά σε αναγνώριση της επικυριαρχίας του.

Γι’ αυτό αναγνώρισε τους Βασιλείς της Παρθίας, της Αρμενίας  και της Βακτρίας. Σίγουρα για να επιβληθεί ως κατακτητής χρειαζόταν περισσότερες δυνάμεις , αλλά με την εκστρατεία το κύρος των Σελευκιδών αυξήθηκε κατακόρυφα  και ο Αντίοχος χρησιμοποιούσε πλέον τον τίτλο «Μέγας Βασιλεύς» που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες Βασιλείς. Οι Έλληνες του απένειμαν ενώ ήταν ακόμη εν ζωή τον τίτλο « Μέγας» και έτσι τον αποκαλούσαν και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι αργότερα θα συγκρουστούν μαζί του.

Η «Ανάβασις» του Αντίοχου Γ’ είναι λίγο γνωστή στους περισσότερους Έλληνες , όπως και τα κατορθώματα του Ευθύδημου και του Δημήτριου της Βακτρίας , αλλά και αυτά του Μένανδρου του Μέγα του κατακτητή της Ινδίας του  Milinda των Ινδών.

Όλοι αυτοί οι ξεχασμένοι Έλληνες της Ανατολής  κράτησαν για αιώνες ψηλά την ιδέα του Ελληνισμού φτάνοντας σε δυσθεώρατα ύψη.


Άρθρο του δασκάλου-ιστορικού Γρηγόρη Γιοβανόπουλου στην www.imerisia-ver.gr


Πηγή