Πριν από τη βυζαντινή περίοδο και τις αραβικές κατακτήσεις, η πόλη των Συρακουσών στη νοτιοανατολική Σικελία ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα ελληνιστικά κέντρα του αρχαίου κόσμου. Το στρατηγικό σημείο-κλειδί της πόλης ήταν ο οχυρωμένος λόφος που βρισκόταν στη βορειοδυτική άκρη της, γνωστός και ως Ευρύαλος.
Τον 4ο αιώνα π.Χ., κατά τη διετή Σικελική Εκστρατεία, οι Αθηναίοι κατέλαβαν το ύψωμα. Η αδυναμία τους να το διατηρήσουν στην κατοχή τους, τους εμπόδισε από το να καταφέρουν τελικά να καταλάβουν την πόλη.
Μια δεκαετία σχεδόν αργότερα, οι Συρακούσιοι άρχισαν να χτίζουν εκεί ένα επιβλητικό κι αδιαπέραστο φρούριο. Το επονομαζόμενο κάστρο των Επιπολών κάλυπτε μία τεράστια έκταση γης. Τα τείχη του, που έφταναν τα 15 μέτρα ύψος, εκτείνονταν από τον λόφο μέχρι το λιμάνι της πόλης.
Η αρχιτεκτονική του ήταν πρωτοποριακή για την εποχή. Ο Διονύσιος ο Β’, ο τότε τύραννος των Συρακουσών, ήθελε το φρούριο να είναι το απόλυτο αμυντικό όπλο της πόλης. Δεν ήταν ένα κτίσμα που περιοριζόταν στο να παρεμποδίζει τον εχθρό από το να μπει στην πόλη.
Διέθετε ένα εξελιγμένο αμυντικό σύστημα, το οποίο περιλάμβανε ψηλά παρατηρητήρια με θέσεις για καταπέλτες, υπόγεια περάσματα για την ασφαλή μετακίνηση των στρατευμάτων, μεγάλες τάφρους περιμετρικά και κρυφές πύλες για αιφνιδιασμό των αντίπαλων στρατευμάτων.
Εντυπωσιακή ήταν, ακόμα, η ύπαρξη δεξαμενών για την παροχή νερού σε περίπτωση πολιορκίας, αλλά και η πρόβλεψη πλημμυρών με την τοποθέτηση ειδικών ράβδων βροχόπτωσης. Φυσικά, η θέση του κάστρου επέτρεπε την παρακολούθηση του λιμανιού των Συρακουσών και την έγκαιρη αντίδραση σε ενδεχόμενη εισβολή εχθρικού στόλου.
Η αποτελεσματικότητα του μεγαλειώδους φρουρίου φάνηκε στην πράξη. Οι Συρακούσες ήταν μία πόλη με τεράστια στρατηγική σημασία την εποχή εκείνη. Ανά διαστήματα, όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί της περιόδου είχαν επιχειρήσει να την κατακτήσουν. Από το 397, όταν η κατασκευή του φρουρίου ολοκληρώθηκε, μέχρι και το 212 που καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, δεν υποδουλώθηκε ποτέ.
Η κατάληψη από τους Άραβες τον 9ο αιώνα μ.Χ. προκάλεσε ένα σοβαρότατο πλήγμα στο ισχυρό κάστρο. Οι νέοι κατακτητές κατέστρεψαν μέρος του φρουρίου για να χρησιμοποιήσουν κομμάτια του για την κατασκευή νέων κτισμάτων.
Αργότερα, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να προστατευτούν τα αρχαιολογικά ευρήματα του Ευρυάλου, φορτώθηκαν από τους ντόπιους σε γαϊδούρια και μεταφέρθηκαν στις υπόγειες σήραγγες του κάστρου. Τα περάσματα αυτά υπήρχαν και ήταν λειτουργικά για 2.300 χρόνια μετά την κατασκευή τους. Έτσι τα πολύτιμα αντικείμενα γλίτωσαν από τους βομβαρδισμούς του πολέμου.
Σήμερα, στο σημείο λειτουργεί ένας νέος αρχαιολογικός χώρος. Μεταξύ των εκθεμάτων υπάρχουν ξίφη, πανοπλίες και βλήματα από τους καταπέλτες.