Στον Κεραμεικό βρισκόταν κατά την αρχαιότητα το δημόσιο νεκροταφείο της Αθήνας. Πήρε το όνομα του από τον δήμο των Κεραμέων, που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία ενώνονταν με δύο πύλες “Το Δίπυλο” και την “Ιερά Πύλη”. Εντός του Θεμιστόκλειου τείχους βρισκόταν o οικισμός και στο εξωτερικό ήταν οι τάφοι των επιφανέστερων πολιτών της αρχαίας Αθήνας.
Τους τάφους στα αρχαϊκά χρόνια φρόντιζαν να κοσμούν ψηλές επιτύμβιες στήλες, που αποτελούσαν σημαντικά έργα τέχνης. Ήταν τοποθετημένες κοντά στο ποταμό Ηριδανό, στην οδό των ταφών. Σπουδαίοι καλλιτέχνες της Αθήνας αναλάμβαναν να φιλοτεχνήσουν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες για ιδιώτες.
Η κατασκευή τους είχε απαγορευτεί για ένα διάστημα, τέλη του 6ου αιώνα από τον Κλεισθένη για να περιοριστεί η σπατάλη χρημάτων και η επίδειξη πλούτου των αριστοκρατών. Οι τάφοι είχαν καταλήξει να αποτελούν σύμβολο οικονομικής ανισότητας μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων. Αργότερα τον χρυσό αιώνα της Αθήνας ξεκίνησε ξανά η κατασκευή τους.
Πλέον οι γλύπτες των επιτάφιων μνημάτων, αντί για την κοινωνική θέση των θανόντων τους παρουσίαζαν πιο απλούς ανάμεσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Κάθε μια στήλη είχε μια γαλήνια συχνά χαμογελαστή μορφή του νεκρού σε πλάγια όψη.
Η πιο γνωστή είναι η αττική επιτύμβια στήλη της Ηγησούς, που ανακαλύφθηκε το 1870 σε έναν οικογενειακό ταφικό περίβολο στο νεκροταφείο του Κεραμεικού.
Το μόνο που γνωρίζουμε για τη ζωή της όμορφης Αθηναίας, είναι ό,τι ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, κόρη του Πρόξενου και ο θάνατος τη βρήκε σε μικρή ηλικία, περί το 410 π.Χ. Η Ηγησώ εικονίζεται να κάθεται και να κοιτάει για τελευταία φορά τα κοσμήματα της. Φοράει ένα λευκό χιτώνα και από πάνω ένα ιμάτιο. Μπροστά της κάθεται μια δούλη που κρατά μια κοσμηματοθήκη και φαίνεται στενοχωρημένη για τον επικείμενο θάνατο της κοπέλας. Η Ηγησώ έχει πάρει ένα από τα κοσμήματα της και το κοιτά νοσταλγικά.
Η συγκεκριμένη επιτύμβια στήλη θεωρείται από τις ομορφότερες που ανακαλύφθηκαν μέχρι σήμερα. Γλύπτης του έργου φέρεται να ήταν ο Καλλίμαχος. Η Ηγησώ αποπνέει μια συγκρατημένη θλίψη και γαλήνη παρά τον θάνατο που την περιμένει.
Ο Κωστής Παλαμάς την εξύμνησε στο ποίημα του “Ηγησώ”:
Το 317 με 307 π.Χ η γλυπτική των επιτύμβιων στηλών παράκμασε καθώς θεσπίστηκε νόμος κατά της πολυτέλειας των ταφών από τον Δημήτριο τον Φαληρέα.
Πηγή
Τους τάφους στα αρχαϊκά χρόνια φρόντιζαν να κοσμούν ψηλές επιτύμβιες στήλες, που αποτελούσαν σημαντικά έργα τέχνης. Ήταν τοποθετημένες κοντά στο ποταμό Ηριδανό, στην οδό των ταφών. Σπουδαίοι καλλιτέχνες της Αθήνας αναλάμβαναν να φιλοτεχνήσουν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες για ιδιώτες.
Η κατασκευή τους είχε απαγορευτεί για ένα διάστημα, τέλη του 6ου αιώνα από τον Κλεισθένη για να περιοριστεί η σπατάλη χρημάτων και η επίδειξη πλούτου των αριστοκρατών. Οι τάφοι είχαν καταλήξει να αποτελούν σύμβολο οικονομικής ανισότητας μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων. Αργότερα τον χρυσό αιώνα της Αθήνας ξεκίνησε ξανά η κατασκευή τους.
Πλέον οι γλύπτες των επιτάφιων μνημάτων, αντί για την κοινωνική θέση των θανόντων τους παρουσίαζαν πιο απλούς ανάμεσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Κάθε μια στήλη είχε μια γαλήνια συχνά χαμογελαστή μορφή του νεκρού σε πλάγια όψη.
Η πιο γνωστή είναι η αττική επιτύμβια στήλη της Ηγησούς, που ανακαλύφθηκε το 1870 σε έναν οικογενειακό ταφικό περίβολο στο νεκροταφείο του Κεραμεικού.
Το μόνο που γνωρίζουμε για τη ζωή της όμορφης Αθηναίας, είναι ό,τι ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, κόρη του Πρόξενου και ο θάνατος τη βρήκε σε μικρή ηλικία, περί το 410 π.Χ. Η Ηγησώ εικονίζεται να κάθεται και να κοιτάει για τελευταία φορά τα κοσμήματα της. Φοράει ένα λευκό χιτώνα και από πάνω ένα ιμάτιο. Μπροστά της κάθεται μια δούλη που κρατά μια κοσμηματοθήκη και φαίνεται στενοχωρημένη για τον επικείμενο θάνατο της κοπέλας. Η Ηγησώ έχει πάρει ένα από τα κοσμήματα της και το κοιτά νοσταλγικά.
Η συγκεκριμένη επιτύμβια στήλη θεωρείται από τις ομορφότερες που ανακαλύφθηκαν μέχρι σήμερα. Γλύπτης του έργου φέρεται να ήταν ο Καλλίμαχος. Η Ηγησώ αποπνέει μια συγκρατημένη θλίψη και γαλήνη παρά τον θάνατο που την περιμένει.
Ο Κωστής Παλαμάς την εξύμνησε στο ποίημα του “Ηγησώ”:
«Εμέ με κράζουν Ηγησώ διαβάτη, εμπρός μου στέκει η νέα παρθένα, το λευκό μισανοιγμένο μόλις κρίνο. Παρθένα μυρτοστόλιστη κι απ’ όνειρα γεμάτη/ με παίρνει από τη γην αυτή, με φέρνει σ’άλλο κόσμο… Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα, δε μ’άφησε στον Άδη. Μακαρισμένη, αθάνατη μ’ανάστησε για πάντα/ στα Μαρμαρένια Ηλύσια της Τέχνης…»
Το 317 με 307 π.Χ η γλυπτική των επιτύμβιων στηλών παράκμασε καθώς θεσπίστηκε νόμος κατά της πολυτέλειας των ταφών από τον Δημήτριο τον Φαληρέα.
Πηγή