Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Η βόμβα του Μοροζίνι καταστρέφει τον Παρθενώνα το 1687

Τα μεσάνυχτα της 26ης προς 27ης Σεπτεμβρίου, μια οβίδα διαπερνά τη στέγη του Παρθενώνα και αναφλέγεται η πυρίτιδα που είναι αποθηκευμένη στο εσωτερικό του

1687. O Παρθενώνας, η κορυφαία αυτή στιγμή της καλλιτεχνικής δημιουργίας βρίσκεται στην αρχική του αρχιτεκτονική κατάσταση. Περί τα μέσα του Ε' η ΣΤ' αιώνα μετατρέπεται σε χριστιανικό ναό και αφιερώνεται, αρχικά στην 'Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία, με αλλαγές που περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό του.
Η είσοδος μεταφέρεται από την ανατολική πλευρά στη δυτική και η οροφή γίνεται θολωτή.  Στις αρχές του ΙΓ' αιώνα μετατρέπεται σε καθολική εκκλησία και το 1458 σε τουρκικό τέμενος.

Οι μεταβολές που υφίσταται είναι εσωτερικές με εξαίρεση ένα μιναρέ στη δυτική πλευρά του ναού. Ο Παρθενώνας είναι ακέραιος όπως τον έχουν σχεδιάσει οι περιηγητές της εποχής κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1669 ό Βενετός αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνι συνθηκολογούσε στην Κρήτη και παρέδιδε το Κάστρο στους Τούρκους, ύστερα από πολιορκία πού κράτησε εικοσιπέντε χρόνια. 'Αλλά ό τουρκοβενετικός πόλεμος θα συνεχισθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Τον Αύγουστο του 1687 τα στρατεύματα του Μοροζίνι (μισθοφόροι Γερμανοί και Σουηδοί) καταλαμβάνουν την Κόρινθο και τον Σεπτέμβριο την Αίγινα. Ήρθε έπειτα η σειρά της Αττικής. Τη νύχτα τής 21ης Σεπτεμβρίου ό κόμης Καίνιξμαρκ, υπαρχηγός της βενετικής άρμάδας, αποβιβάζει δέκα χιλιάδες άνδρες στον Πειραιά. Οι  Τούρκοι αιφνιδιάζονται, υποχωρούν και οχυρώνονται στην 'Ακρόπολη.

Την ίδια νύχτα τα βενετικά στρατεύματα φθάνουν μπροστά στην Ακρόπολη, στήνουν τα κανόνια κι' αρχίζουν την πολιορκία. Οι βομβαρδισμοί δεν απέδωσαν αποτελέσματα κι' ό αρχιστράτηγος ανησυχεί επειδή αναμένονταν τουρκικές ενισχύσεις.  Πληροφορούνται τότε ότι μέσα στον Παρθενώνα οι Τούρκοι είχαν εναποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Τα κανόνια κατευθύνουν τις βολές τους εναντίον του ναού. Ο  Μοροζίνι παραβλέποντας την ανεκτίμητη αξία των μνημείων έδωσε την εντολή στα πυροβόλα του που είχαν στηθεί στο Λόφο των Μουσών για τον βομβαρδισμό στις 26 Σεπτεμβρίου του 1687.

Μια "τυχαία βολή", όπως την αποκάλεσε ο ίδιος αργότερα προς την κυβέρνηση της Βενετίας, είχε ως αποτέλεσμα να ανατιναχτεί η τουρκική πυριτιδαποθήκη και, μαζί της, τμήμα του Παρθενώνα. Αυτόπτης μάρτυρας στην καταστροφή ήταν ο Σουηδός ναύαρχος Ότο Βίλχελμ Κένιγκσμαρκ, ακόλουθος του οποίου θα έγραφε λίγο αργότερο πως "η εξοχότητά του απογοητεύτηκε όταν είδε την καταστροφή αυτού του όμορφου ναού που έστεκε επί 3.000 χρόνια".

Λίγες ημέρες αργότερα, στρατιώτες του Μοροζίνι, επιχείρησαν να αποκαθηλώσουν (ενδεχομένως μετά από εντολή του στρατηγού τους) τμήμα από τη δυτική πλευρά του ναού, στο οποίο απεικονίζονταν τα άλογα της Αθηνάς. Κατά τη διαδικασία και, προφανώς, λόγω κάποιων αδέξιων χειρισμών το τμήμα αποσπάστηκε και έπεσε στο έδαφος όπου και θρυμματίστηκε. Η Αννα Ακεργελμ, κυρία των τιμών της συζύγου του Καίνιξμαρκ, σε μια επιστολή της γράφει πώς «ο κόσμος δεν θα μπορέσει να ξαναχτίσει τέτοιο αριστούργημα».

Οι Αθηναίοι του 1687 είχαν συνείδηση του μεγέθους τής καταστροφής όπως γράφει ο Laborde : «Οι απόγονοι των Αθηναίων του Περικλέους δεν μιλούσαν βέβαια τη γλώσσα του Δημοσθένους και είχαν λησμονήσει ολότελα την καλλιέργεια των τεχνών και των γραμμάτων. Είχαν όμως διατηρήσει το ευγενικό κλίμα της ράτσας κι' ακόμα την ίδια ευφυΐα και το σεβασμό για ότι ενθουσίαζε τους προγόνους τους».

Οι μισθοφόροι του Μοροζίνι θα καταλάβουν την Ακρόπολη ύστερα από την ανατίναξη του Παρθενώνος. Θα την εγκαταλείψουν, όμως, άδοξα και επαίσχυντα ύστερα από μερικούς μήνες. Αλλά ο Μοροζίνι φιλοδοξεί να μεταφέρει στη Βενετία ένα τρόπαιο από την Ακρόπολη για να στηθεί στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και ν' ανταγωνίζεται το τέθριππο άρμα πού άρπαξαν οι Βενετοί το 1204 από τον ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως.  Σκέφθηκε ότι ο Ποσειδών του δυτικού διαζώματος θα ήταν το πιο άξιο τρόπαιο.

Στην αναφορά του προς την βενετική Σύγκλητο ο Μοροζίνι εξηγεί λακωνικά και ψυχρά την επιχείρηση: «'Επί τη προβλέψει της εγκαταλείψεως των Αθηνών συνέλαβον το σχέδιον αποσπάσεως μερικών εκ των ωραιότερων έργων τέχνης τα όποια θα ηδύναντο να προσθέσουν νέαν λάμψιν εις την Δημοκρατίαν. Διέταξα δήθεν, να αφαιρεθεί από την πρόσοψιν του ναού, τής Αθηνάς, όπου υπάρχουν τα ωραιότερα γλυπτά, το άγαλμα ενός Διός και τα ανάγλυφα δύο μεγαλοπρεπών ίππων. Ευθύς όμως, ως ήρχισεν η εργασία κατέρρευσεν ολόκληρον το άνω τμήμα της κορωνίδος του ναού. Και αποτελεί θαύμα το γεγονός ότι ουδείς εκ των τεχνιτών έπαθε τι.

Η αδυναμία τοποθετήσεως ικριωμάτων και μεταφοράς επί του φρουρίου κεραιών εκ των γαλέρων και άλλων μηχανημάτων δια την κατασκευήν βαρούλκων, κατέστησε δύσκολον και έπικίνδυνον οιανδήποτε νέαν προσπάθειαν. Διέταξα, όθεν, την διακοπήν των εργασιών. Πολλώ μάλλον επειδή, μη υπάρχοντος πλέον του σημαντικωτέρου τμήματος του ναού, ό,τι απέμεινεν μου εφάνη κατώτερον και κατεστραμμένον από την διαβρωτικήν επενέργειαν του χρόνου. Εν τούτοις, απεφάσισα να παραλάβω μίαν λέαιναν άριστης τέχνης, ακέφαλον όμως. Θά ήτο δυνατή η τελεία αντικατάστασις της κεφαλής με άλλην μαρμαρίνην, παρομοίαν προς την άρχικήν. Πόρτο Λιόν, 19 Μαρτίου 1688.»

Ο Μοροζίνι δεν εγκατέλειψε την Αττική χωρίς τρόπαια. Πρόσταξε την αρπαγή δύο ακόμη λεόντων πού βρίσκονταν στο Θησείο και ενός τρίτου πού στόλιζε το λιμάνι του Πειραιά. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι και κανείς δε γύρισε στην πατρίδα του με άδεια χέρια. Ο λόρδος Έλγιν θα "ολοκλήρωνε" το έργο που ξεκίνησαν οι Βενετσιάνοι 110 χρόνια αργότερα.



Πηγή