'Ως μάχη της Περσίδας πύλης αναφέρεται στο πλαίσιο της πανελλήνιας εκστρατείας του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών η μάχη που έδωσε ο Αλέξανδρος στο πέρασμα της Περσίδας πύλης, στη διάρκεια της εισβολής και κατάληψης των βασιλικών πόλεων της Περσίδας, πόλεων αναπόσπαστα δεμένων με την κυριαρχία επί της Περσίας. Ηγετικά πρόσωπα : Έλληνες (Βασιλιάς Αλέξανδρος Γ´, Παρμενίων, Φιλώτας), Πέρσες (στρατηγός Αριοβαρζάνης).
Η Περσίδα Πύλη ήταν το αρχαίο όνομα του περάσματος που είναι γνωστό ως Tang-e Meyran, που συνδέει τη πόλη Yasuj με την Sedeh στα ανατολικά, διασχίζοντας τα σύνορα των σύγχρονων επαρχιών Kohgiluyeh va Boyer Ahmad και Fars, περνώντας νότια από το όρος Kuh-e-Dinar.
Το πέρασμα ελέγχει τη σύνδεση μεταξύ της ακτής και του κεντρικού τμήματος της Περσίας. Στις πρώτες εβδομάδες του 330 π.Χ., ο Μακεδόνας βασιλιάς, αντιμετώπισε σκληρή αντίσταση από τα τελευταία στρατεύματα των Αχαιμενίδων υπό τις διαταγές του σατράπης Αριοβαρζάνη.
Η μάχη στην Περσίδα πύλη είναι τμήμα της οριστικής κατάλυσης της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και θεμελιώνεται πάνω στην κυριαρχία των Ελλήνων σε δύο πόλεις οικονομικά κέντρα, όπως η Βαβυλώνα, και τα Σούσα και άλλες δύο πόλεις αρχαία κέντρα της δυναστείας των Αχαιμενιδών, την Περσέπολη, και τα Εκβάτανα, που νομιμοποιούσαν την εξουσία του Αλέξανδρου σε όλη την αυτοκρατορία.
Η Βαβυλώνα και τα Σούσα παραδόθηκαν αμαχητί. Παρά τις αξιοσημείωτες ανακαλύψεις του επιστημονικού του επιτελείου, παρόλο που ο Αλέξανδρος προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τον τοπικό πληθυσμό στη Βαβυλώνα, η επαφή του μακεδονικού στρατού με τους κατοίκους και ιδιαίτερα τις γυναίκες στη Βαβυλώνα κατά την περίοδο της εκεί ανάπαυσής του υπήρξε τουλάχιστον ατυχής. Περί τα τέλη του 331 Π.Χ. ο στρατός ξεκίνησε με κατεύθυνση την πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας, τα Σούσα, που είχαν οικειοθελώς υποταχθεί στον Μακεδόνα Φιλόξενο και ένα τμήμα ψιλών.
Ο Φιλόξενος είχε ήδη ενημερώσει τον Αλέξανδρο ότι οι θησαυροί ήταν ασφαλείς και ότι ο σατράπης της πόλης Αβουλίτης επιθυμούσε να παραδοθεί δίχως αντίσταση. Κατόπιν πορείας είκοσι ημερών, ο Αλέξανδρος εισήλθε στα Σούσα και έγινε κύριος των θησαυρών οι οποίοι υπήρχαν στην πόλη.
Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι στην κυριότητα του Μακεδόνα βασιλιά περιήλθαν 50.000 αργυρά τάλαντα, πολυτελή σκεύη και πολύτιμα αντικείμενα τα οποία ανήκαν στον Δαρείο, σωροί πορφύρας και ελληνικά λάφυρα από την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη, μαζί με τους χάλκινους ανδριάντες των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα, που έστειλε στην Αθήνα.
Ωστόσο, ο Αλέξανδρος βιάζεται να κινηθεί για τις βασιλικές πόλεις της Περσίδας, πόλεις αναπόσπαστα δεμένες με την κυριαρχία επί της Περσίας. Τακτοποιεί γρήγορα τα της Σουσιανής, παραχωρεί στη μάνα και τα παιδιά του Δαρείου ως μόνιμη κατοικία τα ανάκτορα και τη βασιλική αυλή, καθώς και λόγιους για να μάθουν τα Ελληνικά.
Τελειώνοντας όσα ζητήματα ήθελε να ρυθμίσει ο Αλέξανδρος το 330 Π.Χ. προελαύνει για την ορεινή Περσία, κίνηση σημαντικής στρατιωτικής δυσκολίας λόγω των γεωγραφικών προβλημάτων που παρουσιάζονται και των επακόλουθων προβλημάτων επισιτισμού, μορφολογίας του εδάφους και του άγνωστου κλίματος αλλά και από τους παράγοντες εκείνους που κάνουν αξιοθαύμαστες τις εκστρατείες του Αλέξανδρου, όπως το θέτει ο Droysen.
Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Πασίτιγρι και εισέβαλε στη χώρα των πεδινών Ουξίων, οι περισσότεροι από τους οποίους παραδόθηκαν στον δίχως να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση, ήδη υποταγμένοι στον Πέρση βασιλέα. Οι ορεινοί Ούξιοι, αντίθετα, του ζήτησαν δώρα που πάντα έπαιρναν από τους Πέρσες βασιλείς.
Ο Αλέξανδρος μέσα στη νύχτα διείσδυσε στις ορεινές περιοχές τους ακολουθώντας αφύλακτη ορεινή ατραπό και έχοντας μαζί του το άγημα με τους υπασπιστές και 8.000 πεζούς, τους περισσότερους ψιλούς, ξάφνιασε τους αντιπάλους του και έπληξε με σφοδρότητα τα χωριά τους και κατέβαλε πολλούς από αυτούς στον ύπνο. Στη συνέχεια ο στρατός όρμησε στα στενά όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Ούξιοι.
Στέλνοντας τον Κρατερό με ένα τμήμα του στρατού στα υψώματα, πίσω από τους Ουξίους, ο ίδιος εφόρμησε στο στενό με πυκνή φάλαγγα. Μετά από την παράκληση της μητέρας του Δαρείου, της Σισύγαμβης ο Αλέξανδρος δέχθηκε να εξακολουθήσουν οι Ούξιοι να κατοικούν σε εκείνη την περιοχή, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να πληρώνουν ετήσιο φόρο 100 αλόγων, 500 υποζυγίων και 30.000 προβάτων, καθώς χρήματα για να πληρώσουν δεν είχαν.
Μετά την συντριπτική νίκη έναντι των Περσών στα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση και των ανατολικότερων επαρχιών της Περσικής αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος τον χειμώνα του 331 -330 π.Χ. είχε ήδη κατακτήσει τα Σούσα.
Στόχος του ήταν να κινηθεί μέσω της «Βασιλικής Οδού» προς την Περσέπολη και τους Πασαργάδες καθώς είχε πληροφορίες ότι ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Γ΄ Κοδομανός επιχειρούσε να συγκροτήσει νέο στρατό στα Εκβάτανα. Ο σατράπης της Περσίδος Αριοβαρζάνης διατάχθηκε από τον Δαρείο να συγκρατήσει τους Έλληνες κερδίζοντας χρόνο προς συγκρότηση του στρατού αυτού.
Ο Πέρσης σατράπης εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος έπρεπε υποχρεωτικά να περάσει από τις δύσβατες διαβάσεις του όρους Ζάγρου μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Ο Αλέξανδρος με τμήμα του στρατού του κινήθηκε προς τις Περσίδες ή Περσικές Πύλες, ένα στενό ορεινό πέρασμα στο όρος Ζάγρος. Ο Αριοβαρζάνης είχε οχυρώσει το πέρασμα, όχι στην είσοδό του, αλλά στην έξοδό του, σχεδόν, κτίζοντας και τείχος.
Ο Αλέξανδρος επικεφαλής 17.000 περίπου ανδρών εισήλθε στο πέρασμα χωρίς να συναντήσει αντίσταση φτάνοντας σε στη μικρή κοιλάδα του Τανγκέ Μεϊράν. Ο Αριοβαρζάνης είχε αναπτύξει τους 40.000, σύμφωνα με τον Αρριανό, 25.000 σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη και τον Κούρτιο, άνδρες του κοντά στο σημερινό χωριό Σεσμέχ Σενάρ.
Στο σημείο εκείνο ο δρόμος έστριβε νοτιοανατολικά και στένευε πολύ, έχοντας πλάτος λίγων μόνο μέτρων. Παράλληλα ο Αριοβαρζάνης είχε στείλει άνδρες του κατά μήκος του δρόμου με σκοπό να κυλήσουν βράχους κατά των Ελλήνων, όταν αυτοί θα εισέρχονταν για τα καλά στο στενό. Έτσι και έγινε.
Οι Έλληνες ξαφνικά άκουσαν τον τρομακτικό ήχο βράχων που κατρακυλούσαν και παράλληλα άρχισαν να πλήττονται από τα περσικά βέλη. Η ελληνική δύναμη υπέστη σοβαρές απώλειες και ο Αλέξανδρος σκέφτηκε να υποχωρήσει. Όμως ο στενός δρόμος δεν βοηθούσε. Τελικά ο Αλέξανδρος κατάφερε να οδηγήσει τους άνδρες του στην έξοδο αφήνοντας όμως πίσω τους νεκρούς του, γεγονός ασύμβατο με το ελληνικό ήθος.
Για πρώτη φορά ο Αλέξανδρος βρέθηκε σε αδιέξοδο. Παρέμεινε έναν σχεδόν μήνα εμπρός από τα στενά αναζητώντας λύση. Άλλωστε ήταν χειμώνας και η εκβίαση του στενού γινόταν ακόμα πιο δύσκολη.
Ωστόσο η λύση δόθηκε από έναν βοσκό, ή σύμφωνα με άλλες πηγές αιχμάλωτο του περσικού στρατού. Αυτός γνώριζε ένα μονοπάτι που οδηγούσε πίσω από τις περσικές θέσεις. Από κάποιον Λύκιο αιχμάλωτο βοσκό δίγλωσσο έμαθε ο Αλέξανδρος ότι μπορούσε να τον οδηγήσει από κάποιο τραχύ και δύσβατο μονοπάτι στα νώτα του εχθρού.
Ο Λυκιος ήταν από την Λυκία, στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από το Καστελόριζο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία οι Λύκιοι ήταν Κρήτες που μετανάστευσαν στην Μικρά Ασία. Η μυθολογία λέει ότι ο Σαρπηδόνας με τον Μίνωα φιλονίκησαν για το ποίος θα γίνει βασιλιάς , και επικράτησε ο Μίνωας διώχνοντας από την Κρήτη τον Σαρπηδόνα.
Ο Σαρπηδόνας παίρνοντας μαζί του και αυτούς που τον υποστήριζαν πήγε στην Μικρά Ασία σε μια περιοχή που ονομαζόταν Μιλυάδα. Ο Σαρπηδόνας εγκαταστάθηκε εκεί μαζί με τον λαό του, οι ίδιοι οι Λύκιοι ονόμαζαν τον λαό τους Τερμίλαι μέχρι που ήρθε στην περιοχή ο Αθηναίος Λύκος, γιος του Πανδίονα και αδελφός του Αιγέα.
Ο Λύκος πήρε τη εξουσία όταν πέθανε ο Σαρπηδόνας στον Τρωικό πόλεμο και από αυτόν ονομάστηκε Λυκία η χώρα και Λύκιοι ο λαός. Οι Λύκιοι λάτρευαν ιδιαίτερα τον Απόλλωνα και την Λήδα. Τα έθιμα τους ήταν παρόμοια με των Κρητών. Χαρακτηριστικό των Λυκίων είναι οι λαξευτοί τάφοι στους βράχους.
Αφήνοντας πίσω του ο Αλέξανδρος τον Κρατερό με την φάλαγγα τη δική του και του Μελέαγρου, προχώρησε παράτολμα, οδηγούμενος από τον Λύκιο αιχμάλωτο. Με τους υπασπιστές, το τάγμα του Περδίκκα, τους Αγριάνες, τη βασιλική ίλη των εταίρων και μία τετραρχία προχώρησε τη νύχτα, μέσα στη θύελλα και το βαρύ σκοτάδι. Ήταν ένα καπρίτσιο της τύχης ο Αλέξανδρος να αντιστρέψει και τη μάχη των Θερμοπυλών…
Οι διηγήσεις των αρχαίων συγγραφέων διαφέρουν μεταξύ σχετικά με τον τρόπο που ο Αλέξανδρος εκβίασε το πέρασμα. Η πιθανότερη εκδοχή όμως θέλει τον ίδιο, επικεφαλής των επίλεκτων Υπασπιστών, των πεζεταίρων του Περδίκα, των περίφημων Αγριάνων ακοντιστών και το Άγημα των Εταίρων ιππέων, να κινείται μέσα στη νύκτα, ακολουθώντας τον αιχμάλωτο, μέσω ενός δύσβατου μονοπατιού, στα νώτα των Περσών. Αμέσως επιτέθηκε και κατανίκησε τις περσικές προφυλακές. Κατόπιν περίμενε τον Κρατερό ο οποίος θα επιτίθετο κατά μέτωπο. Με το πρώτο φως τα δύο ελληνικά σώματα επιτέθηκαν ταυτόχρονα κατά των Περσών.
Οι τελευταίοι πολέμησαν απελπισμένα. Ο Αριβαρζάνης σύμφωνα με ορισμένες πηγές, παγιδεύτηκε αλλά πολέμησε μέχρις εσχάτων και έπεσε με τιμή. Σύμφωνα με άλλες πρόλαβε και υποχώρησε αλλά αργότερα συνελήφθη. Μια τρίτη εκδοχή τον θέλει να σκοτώνεται αργότερα έξω από την Περσέπολη. Σε κάθε περίπτωση η περσική δύναμη καταστράφηκε. Ο δρόμος για τον Αλέξανδρο ήταν πλέον ανοικτός.
Ο Αλέξανδρος έφτασε στη Περσέπολη τις τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου του 330 πΧ. Η σχετικά άγνωστη Μάχη της Περσίδας Πύλης, έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι οι Μακεδόνες αρχικά απωθήθηκαν από τους Πέρσες αντιπάλους και τυχόν οριστική ανακοπή της πορείας τους, ίσως να διαμόρφωνε μια διαφορετική ιστορική εξέλιξη από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα.
Χάρη στην ευφυΐα του Αλεξάνδρου και πιθανότατα τη βοήθεια ντόπιων, ο μακεδονικός στρατός πέτυχε να υπερκεράσει ένα δύσκολο εμπόδιο και να συνεχίσει τη πορεία του προς τα ανατολικά. Η μάχη στις Περσίδες Πύλες ήταν η πλέον αιματηρή για τα ελληνικά όπλα στη Ασία.
Όχι τυχαία όλοι σχεδόν οι ιστορικοί, αρχαίοι και σύγχρονοι, την θεωρούν το ανάλογο των Θερμοπυλών. Οι ελληνικές απώλειες, ανάλογα με την πηγή, φέρονται να φτάνουν έως και τους 7.000 νεκρούς και τραυματίες, αριθμός υπερβολικός.
Αντίστοιχα το περσικό σώμα καταστρέφηκε. Η νίκη του Αλεξάνδρου είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξει το πέρασμα προς την καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας και την Περσέπολη. Οι Έλληνες έφτασαν στην μεγάλη και πλούσια περσική πόλη η οποία λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Ήταν μια πράξη εκδίκησης για την καταστροφή της Αθήνας από τον Ξέρξη.
Μετά από μικρή ανάπαυση, περνώντας τον Αξάρη που ήταν ήδη γεφυρωμένος, ο Αλέξανδρος προέλασε για την Περσέπολη, προσπαθώντας κυρίως να διαφυλάξει τους θησαυρούς του μεγάλου βασιλέα, αν δεχθούμε ότι είναι αληθής η αναφορά του Διόδωρου και του Κούρτιου πως καθ’ οδόν έλαβε επιστολή από τον βασιλικό θησαυροφύλακα και διοικητή Τιριδάτη να βιαστεί, γιατί κινδύνευε ο θησαυρός. Ένας πραγματικά μεγάλος θησαυρός -120.000 τάλαντα τον ορίζουν ο Κούρτιος και ο Διόδωρος- για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο στην Περσέπολη, όσο και στις Πασαργάδες όπου βρισκόταν ο θησαυρός του Κύρου Α΄.
Η παράδοση θέλει 20.000 ημίονους και 3.000 καμήλες για τη μεταφορά τους στα Σούσα. Η Περσέπολη ξεκίνησε να χτίζεται την εποχή του Δαρείου Α' στη γόνιμη κοιλάδα του ποταμού Πουλβάρ, η οποία περιβαλλόταν από επιμήκη οροσειρά που τους αρχαίους χρόνους λειτουργούσε ως φυσική άμυνα της πόλης.
Αν και η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι κατοικούνταν και υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα κατά τους προϊστορικούς χρόνους, τόσο οι επιγραφές όσο και τα υπόλοιπα ευρήματα του Γάλλου αρχαιολόγου Αντρέ Γκοντάρ, που πρώτος οργάνωσε ανασκαφές τη δεκαετία του '30, αποδεικνύουν ότι η επιλογή της τοποθεσίας έγινε από τον Κύρο τον Μέγα. Εκείνος ήταν που αποφάσισε και την κατασκευή του μεγαλύτερου και πιο σύνθετου οικοδομήματος της Περσέπολης, της Αίθουσας Ακροάσεων (Apadana).
Η μεγάλη της αίθουσα αποτελούνταν από 72 κολόνες, εκ των οποίων σήμερα σώζονται οι 13. Επίσης, κατόπιν απόφασης του ιδίου χτίστηκε η Αίθουσα Συνεδριάσεων (Τρίπυλον) και η ακρόπολης όπου φυλασσόταν το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Άλλωστε, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι επί της βασιλείας του έγινε η Περσέπολη πρωτεύουσα της Περσίας, παίρνοντας τη θέση των Πασαργαδών, της πόλης όπου θάφτηκε ο Κύρος Β'.
Τα ερείπιά της ορθώνονται επάνω σε μια γιγάντια τεχνητή εξέδρα από ασβεστόλιθο που αποτελεί και το βασικό οικοδομικό υλικό της Περσέπολης. Εντούτοις το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής της ήταν οι ξύλινες κολόνες από κέδρους Λιβάνου και ξυλείας από την Ινδία.
Η πέτρα χρησιμοποιούνταν συμπληρωματικά, όταν δεν ταίριαζαν οι διαστάσεις των ξύλων. Έχουν διασωθεί εξαιρετικά γλυπτά και αγάλματα, τα οποία προβάλλουν τις δοξασίες των αρχαίων Περσών. Τα κτίρια χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: στους στρατώνες, στο Θησαυροφυλάκιο με την αίθουσα υποδοχής και στα βασιλικά κτίρια (Πύλη των Εθνών, Apadana, Αίθουσα του Θρόνου).
Όλα τα οικοδομήματα ήταν διακοσμημένα με ταύρους, λιοντάρια και εικόνες λουλουδιών. Περί το 333 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος εισέβαλε στην Περσία και κατέλαβε την Περσέπολη. Κατά τη διάρκεια γιορτής ξέσπασε πυρκαγιά στα ανάκτορα και καθώς η φωτιά επεκτάθηκε, η πόλη κινδύνεψε να καταστραφεί ολοσχερώς.
Μολονότι παραμένει μυστήριο για τους ιστορικούς αν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό ή εσκεμμένη πράξη, πιθανολογείται ότι με αυτό τον τρόπο ο Αλέξανδρος, παρακινούμενος από την αθηναϊκής καταγωγής ερωμένη του Θαΐδα, πήρε εκδίκηση για την πυρπόληση της Ακρόπολης της Αθήνας από τον Ξέρξη κατά τους Περσικούς Πολέμους, 150 χρόνια νωρίτερα, το 480 π.Χ.
Πηγή
Η Περσίδα Πύλη ήταν το αρχαίο όνομα του περάσματος που είναι γνωστό ως Tang-e Meyran, που συνδέει τη πόλη Yasuj με την Sedeh στα ανατολικά, διασχίζοντας τα σύνορα των σύγχρονων επαρχιών Kohgiluyeh va Boyer Ahmad και Fars, περνώντας νότια από το όρος Kuh-e-Dinar.
Το πέρασμα ελέγχει τη σύνδεση μεταξύ της ακτής και του κεντρικού τμήματος της Περσίας. Στις πρώτες εβδομάδες του 330 π.Χ., ο Μακεδόνας βασιλιάς, αντιμετώπισε σκληρή αντίσταση από τα τελευταία στρατεύματα των Αχαιμενίδων υπό τις διαταγές του σατράπης Αριοβαρζάνη.
Η μάχη στην Περσίδα πύλη είναι τμήμα της οριστικής κατάλυσης της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και θεμελιώνεται πάνω στην κυριαρχία των Ελλήνων σε δύο πόλεις οικονομικά κέντρα, όπως η Βαβυλώνα, και τα Σούσα και άλλες δύο πόλεις αρχαία κέντρα της δυναστείας των Αχαιμενιδών, την Περσέπολη, και τα Εκβάτανα, που νομιμοποιούσαν την εξουσία του Αλέξανδρου σε όλη την αυτοκρατορία.
Η Βαβυλώνα και τα Σούσα παραδόθηκαν αμαχητί. Παρά τις αξιοσημείωτες ανακαλύψεις του επιστημονικού του επιτελείου, παρόλο που ο Αλέξανδρος προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τον τοπικό πληθυσμό στη Βαβυλώνα, η επαφή του μακεδονικού στρατού με τους κατοίκους και ιδιαίτερα τις γυναίκες στη Βαβυλώνα κατά την περίοδο της εκεί ανάπαυσής του υπήρξε τουλάχιστον ατυχής. Περί τα τέλη του 331 Π.Χ. ο στρατός ξεκίνησε με κατεύθυνση την πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας, τα Σούσα, που είχαν οικειοθελώς υποταχθεί στον Μακεδόνα Φιλόξενο και ένα τμήμα ψιλών.
Ο Φιλόξενος είχε ήδη ενημερώσει τον Αλέξανδρο ότι οι θησαυροί ήταν ασφαλείς και ότι ο σατράπης της πόλης Αβουλίτης επιθυμούσε να παραδοθεί δίχως αντίσταση. Κατόπιν πορείας είκοσι ημερών, ο Αλέξανδρος εισήλθε στα Σούσα και έγινε κύριος των θησαυρών οι οποίοι υπήρχαν στην πόλη.
Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι στην κυριότητα του Μακεδόνα βασιλιά περιήλθαν 50.000 αργυρά τάλαντα, πολυτελή σκεύη και πολύτιμα αντικείμενα τα οποία ανήκαν στον Δαρείο, σωροί πορφύρας και ελληνικά λάφυρα από την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη, μαζί με τους χάλκινους ανδριάντες των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα, που έστειλε στην Αθήνα.
Ωστόσο, ο Αλέξανδρος βιάζεται να κινηθεί για τις βασιλικές πόλεις της Περσίδας, πόλεις αναπόσπαστα δεμένες με την κυριαρχία επί της Περσίας. Τακτοποιεί γρήγορα τα της Σουσιανής, παραχωρεί στη μάνα και τα παιδιά του Δαρείου ως μόνιμη κατοικία τα ανάκτορα και τη βασιλική αυλή, καθώς και λόγιους για να μάθουν τα Ελληνικά.
Τελειώνοντας όσα ζητήματα ήθελε να ρυθμίσει ο Αλέξανδρος το 330 Π.Χ. προελαύνει για την ορεινή Περσία, κίνηση σημαντικής στρατιωτικής δυσκολίας λόγω των γεωγραφικών προβλημάτων που παρουσιάζονται και των επακόλουθων προβλημάτων επισιτισμού, μορφολογίας του εδάφους και του άγνωστου κλίματος αλλά και από τους παράγοντες εκείνους που κάνουν αξιοθαύμαστες τις εκστρατείες του Αλέξανδρου, όπως το θέτει ο Droysen.
Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Πασίτιγρι και εισέβαλε στη χώρα των πεδινών Ουξίων, οι περισσότεροι από τους οποίους παραδόθηκαν στον δίχως να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση, ήδη υποταγμένοι στον Πέρση βασιλέα. Οι ορεινοί Ούξιοι, αντίθετα, του ζήτησαν δώρα που πάντα έπαιρναν από τους Πέρσες βασιλείς.
Ο Αλέξανδρος μέσα στη νύχτα διείσδυσε στις ορεινές περιοχές τους ακολουθώντας αφύλακτη ορεινή ατραπό και έχοντας μαζί του το άγημα με τους υπασπιστές και 8.000 πεζούς, τους περισσότερους ψιλούς, ξάφνιασε τους αντιπάλους του και έπληξε με σφοδρότητα τα χωριά τους και κατέβαλε πολλούς από αυτούς στον ύπνο. Στη συνέχεια ο στρατός όρμησε στα στενά όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Ούξιοι.
Στέλνοντας τον Κρατερό με ένα τμήμα του στρατού στα υψώματα, πίσω από τους Ουξίους, ο ίδιος εφόρμησε στο στενό με πυκνή φάλαγγα. Μετά από την παράκληση της μητέρας του Δαρείου, της Σισύγαμβης ο Αλέξανδρος δέχθηκε να εξακολουθήσουν οι Ούξιοι να κατοικούν σε εκείνη την περιοχή, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να πληρώνουν ετήσιο φόρο 100 αλόγων, 500 υποζυγίων και 30.000 προβάτων, καθώς χρήματα για να πληρώσουν δεν είχαν.
Μετά την συντριπτική νίκη έναντι των Περσών στα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση και των ανατολικότερων επαρχιών της Περσικής αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος τον χειμώνα του 331 -330 π.Χ. είχε ήδη κατακτήσει τα Σούσα.
Στόχος του ήταν να κινηθεί μέσω της «Βασιλικής Οδού» προς την Περσέπολη και τους Πασαργάδες καθώς είχε πληροφορίες ότι ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Γ΄ Κοδομανός επιχειρούσε να συγκροτήσει νέο στρατό στα Εκβάτανα. Ο σατράπης της Περσίδος Αριοβαρζάνης διατάχθηκε από τον Δαρείο να συγκρατήσει τους Έλληνες κερδίζοντας χρόνο προς συγκρότηση του στρατού αυτού.
Ο Πέρσης σατράπης εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος έπρεπε υποχρεωτικά να περάσει από τις δύσβατες διαβάσεις του όρους Ζάγρου μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Ο Αλέξανδρος με τμήμα του στρατού του κινήθηκε προς τις Περσίδες ή Περσικές Πύλες, ένα στενό ορεινό πέρασμα στο όρος Ζάγρος. Ο Αριοβαρζάνης είχε οχυρώσει το πέρασμα, όχι στην είσοδό του, αλλά στην έξοδό του, σχεδόν, κτίζοντας και τείχος.
Ο Αλέξανδρος επικεφαλής 17.000 περίπου ανδρών εισήλθε στο πέρασμα χωρίς να συναντήσει αντίσταση φτάνοντας σε στη μικρή κοιλάδα του Τανγκέ Μεϊράν. Ο Αριοβαρζάνης είχε αναπτύξει τους 40.000, σύμφωνα με τον Αρριανό, 25.000 σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη και τον Κούρτιο, άνδρες του κοντά στο σημερινό χωριό Σεσμέχ Σενάρ.
Στο σημείο εκείνο ο δρόμος έστριβε νοτιοανατολικά και στένευε πολύ, έχοντας πλάτος λίγων μόνο μέτρων. Παράλληλα ο Αριοβαρζάνης είχε στείλει άνδρες του κατά μήκος του δρόμου με σκοπό να κυλήσουν βράχους κατά των Ελλήνων, όταν αυτοί θα εισέρχονταν για τα καλά στο στενό. Έτσι και έγινε.
Οι Έλληνες ξαφνικά άκουσαν τον τρομακτικό ήχο βράχων που κατρακυλούσαν και παράλληλα άρχισαν να πλήττονται από τα περσικά βέλη. Η ελληνική δύναμη υπέστη σοβαρές απώλειες και ο Αλέξανδρος σκέφτηκε να υποχωρήσει. Όμως ο στενός δρόμος δεν βοηθούσε. Τελικά ο Αλέξανδρος κατάφερε να οδηγήσει τους άνδρες του στην έξοδο αφήνοντας όμως πίσω τους νεκρούς του, γεγονός ασύμβατο με το ελληνικό ήθος.
Για πρώτη φορά ο Αλέξανδρος βρέθηκε σε αδιέξοδο. Παρέμεινε έναν σχεδόν μήνα εμπρός από τα στενά αναζητώντας λύση. Άλλωστε ήταν χειμώνας και η εκβίαση του στενού γινόταν ακόμα πιο δύσκολη.
Ωστόσο η λύση δόθηκε από έναν βοσκό, ή σύμφωνα με άλλες πηγές αιχμάλωτο του περσικού στρατού. Αυτός γνώριζε ένα μονοπάτι που οδηγούσε πίσω από τις περσικές θέσεις. Από κάποιον Λύκιο αιχμάλωτο βοσκό δίγλωσσο έμαθε ο Αλέξανδρος ότι μπορούσε να τον οδηγήσει από κάποιο τραχύ και δύσβατο μονοπάτι στα νώτα του εχθρού.
Ο Λυκιος ήταν από την Λυκία, στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από το Καστελόριζο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία οι Λύκιοι ήταν Κρήτες που μετανάστευσαν στην Μικρά Ασία. Η μυθολογία λέει ότι ο Σαρπηδόνας με τον Μίνωα φιλονίκησαν για το ποίος θα γίνει βασιλιάς , και επικράτησε ο Μίνωας διώχνοντας από την Κρήτη τον Σαρπηδόνα.
Ο Σαρπηδόνας παίρνοντας μαζί του και αυτούς που τον υποστήριζαν πήγε στην Μικρά Ασία σε μια περιοχή που ονομαζόταν Μιλυάδα. Ο Σαρπηδόνας εγκαταστάθηκε εκεί μαζί με τον λαό του, οι ίδιοι οι Λύκιοι ονόμαζαν τον λαό τους Τερμίλαι μέχρι που ήρθε στην περιοχή ο Αθηναίος Λύκος, γιος του Πανδίονα και αδελφός του Αιγέα.
Ο Λύκος πήρε τη εξουσία όταν πέθανε ο Σαρπηδόνας στον Τρωικό πόλεμο και από αυτόν ονομάστηκε Λυκία η χώρα και Λύκιοι ο λαός. Οι Λύκιοι λάτρευαν ιδιαίτερα τον Απόλλωνα και την Λήδα. Τα έθιμα τους ήταν παρόμοια με των Κρητών. Χαρακτηριστικό των Λυκίων είναι οι λαξευτοί τάφοι στους βράχους.
Αφήνοντας πίσω του ο Αλέξανδρος τον Κρατερό με την φάλαγγα τη δική του και του Μελέαγρου, προχώρησε παράτολμα, οδηγούμενος από τον Λύκιο αιχμάλωτο. Με τους υπασπιστές, το τάγμα του Περδίκκα, τους Αγριάνες, τη βασιλική ίλη των εταίρων και μία τετραρχία προχώρησε τη νύχτα, μέσα στη θύελλα και το βαρύ σκοτάδι. Ήταν ένα καπρίτσιο της τύχης ο Αλέξανδρος να αντιστρέψει και τη μάχη των Θερμοπυλών…
Οι διηγήσεις των αρχαίων συγγραφέων διαφέρουν μεταξύ σχετικά με τον τρόπο που ο Αλέξανδρος εκβίασε το πέρασμα. Η πιθανότερη εκδοχή όμως θέλει τον ίδιο, επικεφαλής των επίλεκτων Υπασπιστών, των πεζεταίρων του Περδίκα, των περίφημων Αγριάνων ακοντιστών και το Άγημα των Εταίρων ιππέων, να κινείται μέσα στη νύκτα, ακολουθώντας τον αιχμάλωτο, μέσω ενός δύσβατου μονοπατιού, στα νώτα των Περσών. Αμέσως επιτέθηκε και κατανίκησε τις περσικές προφυλακές. Κατόπιν περίμενε τον Κρατερό ο οποίος θα επιτίθετο κατά μέτωπο. Με το πρώτο φως τα δύο ελληνικά σώματα επιτέθηκαν ταυτόχρονα κατά των Περσών.
Οι τελευταίοι πολέμησαν απελπισμένα. Ο Αριβαρζάνης σύμφωνα με ορισμένες πηγές, παγιδεύτηκε αλλά πολέμησε μέχρις εσχάτων και έπεσε με τιμή. Σύμφωνα με άλλες πρόλαβε και υποχώρησε αλλά αργότερα συνελήφθη. Μια τρίτη εκδοχή τον θέλει να σκοτώνεται αργότερα έξω από την Περσέπολη. Σε κάθε περίπτωση η περσική δύναμη καταστράφηκε. Ο δρόμος για τον Αλέξανδρο ήταν πλέον ανοικτός.
Ο Αλέξανδρος έφτασε στη Περσέπολη τις τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου του 330 πΧ. Η σχετικά άγνωστη Μάχη της Περσίδας Πύλης, έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι οι Μακεδόνες αρχικά απωθήθηκαν από τους Πέρσες αντιπάλους και τυχόν οριστική ανακοπή της πορείας τους, ίσως να διαμόρφωνε μια διαφορετική ιστορική εξέλιξη από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα.
Χάρη στην ευφυΐα του Αλεξάνδρου και πιθανότατα τη βοήθεια ντόπιων, ο μακεδονικός στρατός πέτυχε να υπερκεράσει ένα δύσκολο εμπόδιο και να συνεχίσει τη πορεία του προς τα ανατολικά. Η μάχη στις Περσίδες Πύλες ήταν η πλέον αιματηρή για τα ελληνικά όπλα στη Ασία.
Όχι τυχαία όλοι σχεδόν οι ιστορικοί, αρχαίοι και σύγχρονοι, την θεωρούν το ανάλογο των Θερμοπυλών. Οι ελληνικές απώλειες, ανάλογα με την πηγή, φέρονται να φτάνουν έως και τους 7.000 νεκρούς και τραυματίες, αριθμός υπερβολικός.
Αντίστοιχα το περσικό σώμα καταστρέφηκε. Η νίκη του Αλεξάνδρου είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξει το πέρασμα προς την καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας και την Περσέπολη. Οι Έλληνες έφτασαν στην μεγάλη και πλούσια περσική πόλη η οποία λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Ήταν μια πράξη εκδίκησης για την καταστροφή της Αθήνας από τον Ξέρξη.
Μετά από μικρή ανάπαυση, περνώντας τον Αξάρη που ήταν ήδη γεφυρωμένος, ο Αλέξανδρος προέλασε για την Περσέπολη, προσπαθώντας κυρίως να διαφυλάξει τους θησαυρούς του μεγάλου βασιλέα, αν δεχθούμε ότι είναι αληθής η αναφορά του Διόδωρου και του Κούρτιου πως καθ’ οδόν έλαβε επιστολή από τον βασιλικό θησαυροφύλακα και διοικητή Τιριδάτη να βιαστεί, γιατί κινδύνευε ο θησαυρός. Ένας πραγματικά μεγάλος θησαυρός -120.000 τάλαντα τον ορίζουν ο Κούρτιος και ο Διόδωρος- για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο στην Περσέπολη, όσο και στις Πασαργάδες όπου βρισκόταν ο θησαυρός του Κύρου Α΄.
Η παράδοση θέλει 20.000 ημίονους και 3.000 καμήλες για τη μεταφορά τους στα Σούσα. Η Περσέπολη ξεκίνησε να χτίζεται την εποχή του Δαρείου Α' στη γόνιμη κοιλάδα του ποταμού Πουλβάρ, η οποία περιβαλλόταν από επιμήκη οροσειρά που τους αρχαίους χρόνους λειτουργούσε ως φυσική άμυνα της πόλης.
Αν και η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι κατοικούνταν και υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα κατά τους προϊστορικούς χρόνους, τόσο οι επιγραφές όσο και τα υπόλοιπα ευρήματα του Γάλλου αρχαιολόγου Αντρέ Γκοντάρ, που πρώτος οργάνωσε ανασκαφές τη δεκαετία του '30, αποδεικνύουν ότι η επιλογή της τοποθεσίας έγινε από τον Κύρο τον Μέγα. Εκείνος ήταν που αποφάσισε και την κατασκευή του μεγαλύτερου και πιο σύνθετου οικοδομήματος της Περσέπολης, της Αίθουσας Ακροάσεων (Apadana).
Η μεγάλη της αίθουσα αποτελούνταν από 72 κολόνες, εκ των οποίων σήμερα σώζονται οι 13. Επίσης, κατόπιν απόφασης του ιδίου χτίστηκε η Αίθουσα Συνεδριάσεων (Τρίπυλον) και η ακρόπολης όπου φυλασσόταν το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Άλλωστε, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι επί της βασιλείας του έγινε η Περσέπολη πρωτεύουσα της Περσίας, παίρνοντας τη θέση των Πασαργαδών, της πόλης όπου θάφτηκε ο Κύρος Β'.
Τα ερείπιά της ορθώνονται επάνω σε μια γιγάντια τεχνητή εξέδρα από ασβεστόλιθο που αποτελεί και το βασικό οικοδομικό υλικό της Περσέπολης. Εντούτοις το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής της ήταν οι ξύλινες κολόνες από κέδρους Λιβάνου και ξυλείας από την Ινδία.
Η πέτρα χρησιμοποιούνταν συμπληρωματικά, όταν δεν ταίριαζαν οι διαστάσεις των ξύλων. Έχουν διασωθεί εξαιρετικά γλυπτά και αγάλματα, τα οποία προβάλλουν τις δοξασίες των αρχαίων Περσών. Τα κτίρια χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: στους στρατώνες, στο Θησαυροφυλάκιο με την αίθουσα υποδοχής και στα βασιλικά κτίρια (Πύλη των Εθνών, Apadana, Αίθουσα του Θρόνου).
Όλα τα οικοδομήματα ήταν διακοσμημένα με ταύρους, λιοντάρια και εικόνες λουλουδιών. Περί το 333 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος εισέβαλε στην Περσία και κατέλαβε την Περσέπολη. Κατά τη διάρκεια γιορτής ξέσπασε πυρκαγιά στα ανάκτορα και καθώς η φωτιά επεκτάθηκε, η πόλη κινδύνεψε να καταστραφεί ολοσχερώς.
Μολονότι παραμένει μυστήριο για τους ιστορικούς αν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό ή εσκεμμένη πράξη, πιθανολογείται ότι με αυτό τον τρόπο ο Αλέξανδρος, παρακινούμενος από την αθηναϊκής καταγωγής ερωμένη του Θαΐδα, πήρε εκδίκηση για την πυρπόληση της Ακρόπολης της Αθήνας από τον Ξέρξη κατά τους Περσικούς Πολέμους, 150 χρόνια νωρίτερα, το 480 π.Χ.
Πηγή