Η Αιτωλική Συμπολιτεία αποτέλεσε ένα ομοσπονδιακό κράτος της αρχαίας Ελλάδας, το οποίο δημιουργήθηκε από τη σύναψη πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας των πόλεων-κρατών της Αιτωλίας στην κεντρική Ελλάδα. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η Ισοπολιτεία και η ταυτόχρονη Αυτονομία των μελών της. Η δημιουργία της ομοσπονδίας πιστεύεται πως έλαβε χώρα περί το 367 π.Χ.[1] και εδραιώθηκε ως αντίπαλος πόλος κυρίως απέναντι στη Μακεδονία, καθώς επίσης την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τις λοιπές πόλεις - κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Το 290 π.Χ. προσάρτησε τους Δελφούς και συνέχισε να επεκτείνεται εδαφικά. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. ήλεγχε το σύνολο, σχεδόν, της κεντρικής Ελλάδας εκτός της Αττικής. Στο απόγειο της ακμής της, περιελάμβανε εδαφικά το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Στερεάς Ελλάδας από την Αμφιλοχία έως τη Βοιωτία, έχοντας επεκταθεί στην Ακαρνανία, τη Λοκρίδα, τη Μαλίδα, τους Δόλοπες, τη Φωκίδα και σε μέρος της Θεσσαλίας. Αργότερα με τη Συμπολιτεία ενώθηκαν και άλλες απομακρυσμένες πόλεις, όπως για παράδειγμα οι πόλεις της Αρκαδίας: Τεγέα, Μαντίνεια, Ορχομενός, Ψωφίδα και Φιγαλεία[2] αλλά και η Κυδωνία στο νησί της Κρήτης.[2]
Στους ιστορικούς χρόνους η Αιτωλία περιελάμβανε την πεδινή περιοχή ανατολικά του Αχελώου και νοτιοδυτικά της τη Λίμνης Τριχωνίδας (Αιτωλικό Πεδίο), και την ορεινή Αιτωλία, η οποία εκτεινόταν βόρεια της Τριχωνίδας, από τις όχθες του Αχελώου ως τη Δωρίδα, καθώς επίσης την Αγραία, την Απεραντία, την Ευρυτανία, την Οφιονία και την Αποδοτία.[2] Οι Αιτωλοί κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, δεν ακολούθησαν την ανάπτυξη άλλων ελληνικών πόλεων - κρατών όπως η Αθήνα ή η Κόρινθος. Οι σημαντικότερες πόλεις τους, Καλυδώνα και Πλευρώνα, ήκμασαν κατά την πρώιμη αρχαιότητα. Ο Όμηρος μας πληροφορεί πως έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Αιτωλικός λαός υπήρξε μεν πολυάριθμος, αλλά κυρίως πολεμικός και οι κάτοικοι ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, χωρίς τείχη. Οι πόλεις τους βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση η μία από την άλλη, χωρίς κάποια από αυτές να παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη.[3]
Κατα τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι Αιτωλοί τήρησαν αρχικά ουδέτερη στάση, βρέθηκαν όμως στη συνέχεια αντιμέτωποι με τους Αθηναίους, όταν εκείνοι παρακινούμενοι απο τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου, εκστράτευσαν εναντιον τους το 426 π.Χ. υπό την αρχηγία του στρατηγού Δημοσθένη. Ο Θουκυδίδης, στη διήγηση του για την αθηναϊκή εκστρατεία στην Αιτωλία, αναφέρεται στην κοινή δράση των Αιτωλών για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Επισημαίνει πως η βάση της ύπαρξης του κοινού των Αιτωλών είναι φυλετική και την αποτελούν τα φύλα των Αποδοτών, των Οφιονέων και των Ευρυτάνων και δεν στηρίζεται σε πόλεις, διότι οι Αιτωλοί «οικούν κατά κώμας ατείχιστους καί ταύτας διά πολλού» (Θουκυδίδης 3, 94).[4] Οι Αιτωλοί τελικά απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση και ανάγκασαν τους Αθηναίους να υποχωρήσουν στη Ναύπακτο.[5]
Ως ενισχυμένη δύναμη εμφανίζονται στις ιστορικές πηγές κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της Αιτωλικής Συμπολιτείας (Κοινό των Αιτωλών) με πρωτεύουσα το Θέρμο είναι άγνωστη. Πάντως είχε ιδρυθεί πριν το 338 π.Χ., όταν με τη βοήθεια του Φιλίππου Β' του Μακεδόνα κατέλαβαν τη Ναύπακτο, η οποία έκτοτε αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς τους. Την πρώτη πληροφορία για το δίκαιο της ομόσπονδης Συμπολιτείας τη συναντάμε το 329 π.Χ. όπου σε Δελφικό ψήφισμα ένας Αιτωλός πολίτης χαρακτηρίζεται «Αιτωλός εκ Μαικυνέας».
Το 323 π.Χ., μετά το θάνατο το Μεγάλου Αλεξάνδρου, στρέφονται εναντίον των Μακεδόνων και με 7.000 στρατιώτες παίρνουν μέρος στο «Λαμιακό» πόλεμο εναντίον του Αντιπάτρου[6]. Το 322 π.Χ. στην εισβολή των στρατηγών Αντιπάτρου και Κρατερού στην Αιτωλία, σύμφωνα με το Διόδωρο, οι κάτοικοί της εγκατέλειψαν τις ανοχύρωτες θέσεις τους και αμύνθηκαν γενναία στις οχυρωμένες πόλεις τους[7], αποκρούοντας την επίθεση. Το 300 π.Χ. βγήκαν νικητές στον Αμφικτιονικό πόλεμο, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες τους κήρυξαν πόλεμο επειδή κατέλαβαν το πεδίο του Κιρραίου Απόλλωνα στους Δελφούς. Το 279 π.Χ., όμως, κέρδισαν το σεβασμό των υπολοίπων Ελλήνων, μετά τη νίκη τους και την επιτυχημένη υπεράσπιση του Μαντείου των Δελφών απέναντι στη Γαλατική εισβολή[8], που είχε λάβει χώρα το ίδιο έτος απειλώντας τον ελληνισμό. Ως αποτέλεσμα, απέκτησαν το δικαίωμα να μετέχουν στην Αμφικτιονία των Δελφών.
Στο Β' Συμμαχικό πόλεμο (220 π.Χ. - 217 π.Χ.) οι Αιτωλοί επιτέθηκαν εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, έχοντας την υποστήριξη της Σπάρτης και της Κυδωνίας. Ο Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας, που είχε μόλις ανέβει στο θρόνο της Μακεδονίας, συμμάχησε με τους Αχαιούς. Οι δύο παρατάξεις πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες επιδρομές στις χώρες των αντιπάλων τους, χτυπώντας ακόμη και τα θρησκευτικά κέντρα. Έτσι οι Αιτωλοί επιτέθηκαν στη Δωδώνη και στο Δίο, ενώ ο Φίλιππος Ε' εισέβαλε στο Θέρμο και το λεηλάτησε.[9] Το 217 π.Χ., με τη μεσολάβηση της Ρόδου, της Χίου και του Πτολεμαίου Δ' του Φιλοπάτορα, συγκλήθηκε στη Ναύπακτο συνέδριο των Ελλήνων για κατάπαυση των πολεμικών ενεργειών και ειρήνευση των δύο στρατοπέδων. Ιδιαίτερη εντύπωση στο συνέδριο είχαν κάνει τα λόγια του Αιτωλού Αγέλαου από τη Ναύπακτο, ο οποίος είχε παρατηρήσει τα "από εσπέρας νέφη", το ρωμαϊκό δηλαδή κίνδυνο, και είχε συμβουλεύσει τους Έλληνες να ομονοούν μεταξύ τους.[9] Στα χρόνια που ακολουθούν η Αιτωλία θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει εκ νέου τις εισβολές των Μακεδόνων στο έδαφός της σε Αμβρακία, Ναύπακτο και Στράτο και θα υπερασπίσει την Ηράκλεια, τη Λαμία, την Άμφισσα και τα Ύπατα.
Στον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο (215 - 205 π.Χ.) οι Αιτωλοί συμμαχούν για πρώτη φορά με τους Ρωμαίους εναντίον των Μακεδόνων. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο Φίλιππος Ε' είχε συμμαχήσει με τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα. Φοβούμενη μια πιθανή ενίσχυση του Αννίβα από τη Μακεδονία, η Ρώμη εξαπέλυσε δυνάμεις κατά μήκος της Αδριατικής με τη βοήθεια της Αιτωλικής Συμπολιτείας και της Περγάμου για να αποτρέψει τη σύμπραξη των δύο αντιπάλων της. Οι Ρωμαίοι, όμως, όντας απασχολημένοι στο μέτωπο των Καρχηδονίων, αδρανούν και ο Φίλιππος ισχυροποιημένος και από την αποχώρηση του Αττάλου Α' της Περγάμου από την ελληνική χερσόνησο, εισβάλλει και καταστρέφει το Θέρμο για δεύτερη φορά το 206 π.Χ. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, ο στρατός των Μακεδόνων απέσπασε από την πρωτεύουσα των Αιτωλών πλήθος από λάφυρα μεταξύ των οποίων και τις γαλατικές ασπίδες που είχαν ως αναθήματα οι Αιτωλοί μετά τη νικηφόρα μάχη στους Δελφούς το 279 π.Χ.[10]
Κατά το Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200 - 196 π.Χ.), η Αιτωλική Συμπολιτεία συντάσσεται και πάλι με τη Ρώμη εναντίον του Φιλίππου Ε'. Μετά την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλαίς και την αποδοχή της συνθήκης ειρήνης, οι Αιτωλοί έμειναν δυσαρεστημένοι καθώς διεκδικούσαν περιοχές που είχαν καταλάβει οι Μακεδόνες, και στο παρελθόν ανήκαν στη δική τους επικράτεια. Έτσι απέστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη για να υπερασπιστούν τις θέσεις τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Μετά την αποτυχία της αποστολής, η Συμπολιτεία αποφάσισε να αντιταχθεί στους Ρωμαίους. Ωστόσο, απέτυχε να κερδίσει την υποστήριξη των Μακεδόνων και των άλλων ελληνικών πόλεων κι έτσι στράφηκε στον τύραννο της Σπάρτης, Νάβι, και στον Αντίοχο Γ' το Μέγα, ηγεμόνα των Σελευκιδών. Ο τελευταίος είχε ήδη ξεκινήσει εκστρατείες σε ευρωπαϊκά εδάφη, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, διεκδικώντας εδάφη που κάποτε κυβερνούσαν οι πρόγονοί του. Το 192 π.Χ. ο Αντίοχος φτάνει στην ηπειρωτική Ελλάδα, συμπαρασύροντας στο στρατόπεδό του κι άλλες πόλεις και καταλαμβάνει το νησί της Εύβοιας. Την επόμενη χρονιά, οι Ρωμαίοι νικούν τον Αντίοχο στις Θερμοπύλες και εκείνος καταφεύγει στη Χαλκίδα, αποσύροντας ουσιαστικά την προστασία του. Οι Αιτωλοί φοβισμένοι αποστέλλουν πρέσβεις στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Οι Ρωμαίοι δεν έδειξαν επιείκεια: πρότειναν στους Αιτωλούς την επιλογή ανάμεσα στην ενσωμάτωσή της στο ρωμαϊκό κράτος και στην καταβολή υπέρογκων φόρων υποτελείας, συνοδευμένη από τον όρκο να συντάσσονται μονάχα με τους συμμάχους της Ρώμης. Οι Αιτωλοί δεν κατάφεραν να καταστήσουν τους όρους ευνοϊκότερους.
Μετά την οριστική ήττα του Αντίοχου, το 189 π.Χ., η Αιτωλική Συμπολιτεία υπέγραψε Συνθήκη Ειρήνης με τη Ρώμη, αποτελώντας πλέον μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Η Συμπολιτεία υποτάχθηκε πλήρως στους Ρωμαίους, εφόσον πλέον απαιτείτο η πλήρης συγκατάθεση της Συγκλήτου για οποιαδήποτε άσκηση εξωτερικής πολιτικής, η καταβολή φόρων και η απελευθέρωση των ομήρων. Αν και συνέχισε να υφίσταται κατ’ όνομα ποτέ ξανά δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη στρατιωτικοπολιτική δύναμη.
Οι Αιτωλοί δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους Έλληνες. Ωστόσο η Συμπολιτεία που δημιούργησαν είχε περίπλοκο πολιτικό και διοικητικό σύστημα, ενώ τα στρατεύματά τους ήταν εφάμιλλα των άλλων κρατών-πόλεων. Στην κοινωνική πυραμίδα οι ευγενείς βρίσκονταν στην κορυφή, ωστόσο επρόκειτο κυρίως για μια κοινωνία αγροτών και βοσκών. Τα μέλη της διέθεταν κοινό στρατό, κοινούς νόμους και ασκούσαν κοινή εξωτερική πολιτική. Επίσης συμφωνούσαν για θέματα οικονομικής πολιτικής, φορολογίας, διέθεταν κοινό νόμισμα και χρησιμοποιούσαν κοινά μέτρα και σταθμά. Τέλος επιτρεπόταν στους Αιτωλούς η απόκτηση γης και κατοικίας οπουδήποτε εντός της αιτωλικής επικράτειας, αλλά και η σύναψη γάμου μεταξύ δύο ατόμων από οποιαδήποτε πόλη της συμπολιτείας.
Η Συμπολιτεία είχε τη μορφή κοινοπολιτείας. Διοικούταν από ένα συμβούλιο στο οποίο οι επιμέρους πόλεις-κράτη αντιπροσωπεύονταν ανάλογα με τη συνεισφορά τους στον κοινό της στρατό κι από ένα μικρότερο εσωτερικό συμβούλιο, αντίστοιχο με το υπουργικό σώμα της κυβέρνησης στη σύγχρονη εποχή. Ανώτατος άρχων της Συμπολιτείας ήταν ο Στρατηγός, ο οποίος επέβλεπε τις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, διαθέτοντας πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Οι άρχοντες της Συμπολιτείας εκλέγονταν κατά τη διάρκεια των «Θερμικών», μια εκδήλωση πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, που λάμβανε χώρα λίγο μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Σε αυτήν συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι, που συγκεντρώνονταν στην πόλη του Θέρμου. Μια δεύτερη συνέλευση λάμβανε χώρα ετησίως την άνοιξη και ήταν γνωστή ως «Τα Παναιτωλικά». Αυτά πραγματοποιούνταν σε διαφορετικές πόλεις της Συμπολιτείας και είχε θεσμοθετηθεί έτσι ώστε πολλές φορές να συμπίπτει η σύνοδος αυτή με τη συγκέντρωση του στρατού για επερχόμενη εκστρατεία. Αξιοσημείωτα ο στρατός των Αιτωλών σχεδόν ποτέ δεν προσλάμβανε μισθοφόρους` αντίθετα ήταν κοινό φαινόμενο οι Αιτωλοί να προσλαμβάνονται ως μισθοφόροι από άλλα ελληνιστικά κράτη.
Παραπομπές:
[1] «Οι Αιτωλοί από τον Όμηρο μέχρι την ύστερη αρχαιότητα».
[2] «Η Αιτωλική Συμπολιτεία».
[3] Ιστοριαι. Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου. Α' Τομος. Αθήνα: Τα Νέα, σελ. 243-244. ISBN 960-442-410-6..
[4] «ΚΟινό των Αιτωλων».
[5] Ιστοριαι. Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου. Α' Τομος. Τα Νεα, σελ. σελιδες 243-246. ISBN 960-442-410-6.
[6] http://omiriki-ereuna.blogspot.gr/p/blog-page_2325.html. Missing or empty |title= (βοήθεια)
[7] «Αιτωλία /Κοινό των Αιτωλών».
[8] «Η εισβολή των Γαλατών στην Ελλάδα».
[9] «Β' Συμμαχικός Πόλεμος».
[10] «Φίλιππος Β' ο Μακεδών».
Βιβλιογραφία:
Πηγή
Το 290 π.Χ. προσάρτησε τους Δελφούς και συνέχισε να επεκτείνεται εδαφικά. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. ήλεγχε το σύνολο, σχεδόν, της κεντρικής Ελλάδας εκτός της Αττικής. Στο απόγειο της ακμής της, περιελάμβανε εδαφικά το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Στερεάς Ελλάδας από την Αμφιλοχία έως τη Βοιωτία, έχοντας επεκταθεί στην Ακαρνανία, τη Λοκρίδα, τη Μαλίδα, τους Δόλοπες, τη Φωκίδα και σε μέρος της Θεσσαλίας. Αργότερα με τη Συμπολιτεία ενώθηκαν και άλλες απομακρυσμένες πόλεις, όπως για παράδειγμα οι πόλεις της Αρκαδίας: Τεγέα, Μαντίνεια, Ορχομενός, Ψωφίδα και Φιγαλεία[2] αλλά και η Κυδωνία στο νησί της Κρήτης.[2]
Πρώιμη περίοδος
Στους ιστορικούς χρόνους η Αιτωλία περιελάμβανε την πεδινή περιοχή ανατολικά του Αχελώου και νοτιοδυτικά της τη Λίμνης Τριχωνίδας (Αιτωλικό Πεδίο), και την ορεινή Αιτωλία, η οποία εκτεινόταν βόρεια της Τριχωνίδας, από τις όχθες του Αχελώου ως τη Δωρίδα, καθώς επίσης την Αγραία, την Απεραντία, την Ευρυτανία, την Οφιονία και την Αποδοτία.[2] Οι Αιτωλοί κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, δεν ακολούθησαν την ανάπτυξη άλλων ελληνικών πόλεων - κρατών όπως η Αθήνα ή η Κόρινθος. Οι σημαντικότερες πόλεις τους, Καλυδώνα και Πλευρώνα, ήκμασαν κατά την πρώιμη αρχαιότητα. Ο Όμηρος μας πληροφορεί πως έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Αιτωλικός λαός υπήρξε μεν πολυάριθμος, αλλά κυρίως πολεμικός και οι κάτοικοι ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, χωρίς τείχη. Οι πόλεις τους βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση η μία από την άλλη, χωρίς κάποια από αυτές να παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη.[3]
Κατα τον Πελοποννησιακό Πόλεμο οι Αιτωλοί τήρησαν αρχικά ουδέτερη στάση, βρέθηκαν όμως στη συνέχεια αντιμέτωποι με τους Αθηναίους, όταν εκείνοι παρακινούμενοι απο τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου, εκστράτευσαν εναντιον τους το 426 π.Χ. υπό την αρχηγία του στρατηγού Δημοσθένη. Ο Θουκυδίδης, στη διήγηση του για την αθηναϊκή εκστρατεία στην Αιτωλία, αναφέρεται στην κοινή δράση των Αιτωλών για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Επισημαίνει πως η βάση της ύπαρξης του κοινού των Αιτωλών είναι φυλετική και την αποτελούν τα φύλα των Αποδοτών, των Οφιονέων και των Ευρυτάνων και δεν στηρίζεται σε πόλεις, διότι οι Αιτωλοί «οικούν κατά κώμας ατείχιστους καί ταύτας διά πολλού» (Θουκυδίδης 3, 94).[4] Οι Αιτωλοί τελικά απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση και ανάγκασαν τους Αθηναίους να υποχωρήσουν στη Ναύπακτο.[5]
Ίδρυση του Κοινού των Αιτωλών
Ως ενισχυμένη δύναμη εμφανίζονται στις ιστορικές πηγές κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της Αιτωλικής Συμπολιτείας (Κοινό των Αιτωλών) με πρωτεύουσα το Θέρμο είναι άγνωστη. Πάντως είχε ιδρυθεί πριν το 338 π.Χ., όταν με τη βοήθεια του Φιλίππου Β' του Μακεδόνα κατέλαβαν τη Ναύπακτο, η οποία έκτοτε αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς τους. Την πρώτη πληροφορία για το δίκαιο της ομόσπονδης Συμπολιτείας τη συναντάμε το 329 π.Χ. όπου σε Δελφικό ψήφισμα ένας Αιτωλός πολίτης χαρακτηρίζεται «Αιτωλός εκ Μαικυνέας».
Το 323 π.Χ., μετά το θάνατο το Μεγάλου Αλεξάνδρου, στρέφονται εναντίον των Μακεδόνων και με 7.000 στρατιώτες παίρνουν μέρος στο «Λαμιακό» πόλεμο εναντίον του Αντιπάτρου[6]. Το 322 π.Χ. στην εισβολή των στρατηγών Αντιπάτρου και Κρατερού στην Αιτωλία, σύμφωνα με το Διόδωρο, οι κάτοικοί της εγκατέλειψαν τις ανοχύρωτες θέσεις τους και αμύνθηκαν γενναία στις οχυρωμένες πόλεις τους[7], αποκρούοντας την επίθεση. Το 300 π.Χ. βγήκαν νικητές στον Αμφικτιονικό πόλεμο, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες τους κήρυξαν πόλεμο επειδή κατέλαβαν το πεδίο του Κιρραίου Απόλλωνα στους Δελφούς. Το 279 π.Χ., όμως, κέρδισαν το σεβασμό των υπολοίπων Ελλήνων, μετά τη νίκη τους και την επιτυχημένη υπεράσπιση του Μαντείου των Δελφών απέναντι στη Γαλατική εισβολή[8], που είχε λάβει χώρα το ίδιο έτος απειλώντας τον ελληνισμό. Ως αποτέλεσμα, απέκτησαν το δικαίωμα να μετέχουν στην Αμφικτιονία των Δελφών.
Στο Β' Συμμαχικό πόλεμο (220 π.Χ. - 217 π.Χ.) οι Αιτωλοί επιτέθηκαν εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, έχοντας την υποστήριξη της Σπάρτης και της Κυδωνίας. Ο Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας, που είχε μόλις ανέβει στο θρόνο της Μακεδονίας, συμμάχησε με τους Αχαιούς. Οι δύο παρατάξεις πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες επιδρομές στις χώρες των αντιπάλων τους, χτυπώντας ακόμη και τα θρησκευτικά κέντρα. Έτσι οι Αιτωλοί επιτέθηκαν στη Δωδώνη και στο Δίο, ενώ ο Φίλιππος Ε' εισέβαλε στο Θέρμο και το λεηλάτησε.[9] Το 217 π.Χ., με τη μεσολάβηση της Ρόδου, της Χίου και του Πτολεμαίου Δ' του Φιλοπάτορα, συγκλήθηκε στη Ναύπακτο συνέδριο των Ελλήνων για κατάπαυση των πολεμικών ενεργειών και ειρήνευση των δύο στρατοπέδων. Ιδιαίτερη εντύπωση στο συνέδριο είχαν κάνει τα λόγια του Αιτωλού Αγέλαου από τη Ναύπακτο, ο οποίος είχε παρατηρήσει τα "από εσπέρας νέφη", το ρωμαϊκό δηλαδή κίνδυνο, και είχε συμβουλεύσει τους Έλληνες να ομονοούν μεταξύ τους.[9] Στα χρόνια που ακολουθούν η Αιτωλία θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει εκ νέου τις εισβολές των Μακεδόνων στο έδαφός της σε Αμβρακία, Ναύπακτο και Στράτο και θα υπερασπίσει την Ηράκλεια, τη Λαμία, την Άμφισσα και τα Ύπατα.
Μακεδονικοί Πόλεμοι
Στον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο (215 - 205 π.Χ.) οι Αιτωλοί συμμαχούν για πρώτη φορά με τους Ρωμαίους εναντίον των Μακεδόνων. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο Φίλιππος Ε' είχε συμμαχήσει με τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα. Φοβούμενη μια πιθανή ενίσχυση του Αννίβα από τη Μακεδονία, η Ρώμη εξαπέλυσε δυνάμεις κατά μήκος της Αδριατικής με τη βοήθεια της Αιτωλικής Συμπολιτείας και της Περγάμου για να αποτρέψει τη σύμπραξη των δύο αντιπάλων της. Οι Ρωμαίοι, όμως, όντας απασχολημένοι στο μέτωπο των Καρχηδονίων, αδρανούν και ο Φίλιππος ισχυροποιημένος και από την αποχώρηση του Αττάλου Α' της Περγάμου από την ελληνική χερσόνησο, εισβάλλει και καταστρέφει το Θέρμο για δεύτερη φορά το 206 π.Χ. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, ο στρατός των Μακεδόνων απέσπασε από την πρωτεύουσα των Αιτωλών πλήθος από λάφυρα μεταξύ των οποίων και τις γαλατικές ασπίδες που είχαν ως αναθήματα οι Αιτωλοί μετά τη νικηφόρα μάχη στους Δελφούς το 279 π.Χ.[10]
Κατά το Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200 - 196 π.Χ.), η Αιτωλική Συμπολιτεία συντάσσεται και πάλι με τη Ρώμη εναντίον του Φιλίππου Ε'. Μετά την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλαίς και την αποδοχή της συνθήκης ειρήνης, οι Αιτωλοί έμειναν δυσαρεστημένοι καθώς διεκδικούσαν περιοχές που είχαν καταλάβει οι Μακεδόνες, και στο παρελθόν ανήκαν στη δική τους επικράτεια. Έτσι απέστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη για να υπερασπιστούν τις θέσεις τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Μετά την αποτυχία της αποστολής, η Συμπολιτεία αποφάσισε να αντιταχθεί στους Ρωμαίους. Ωστόσο, απέτυχε να κερδίσει την υποστήριξη των Μακεδόνων και των άλλων ελληνικών πόλεων κι έτσι στράφηκε στον τύραννο της Σπάρτης, Νάβι, και στον Αντίοχο Γ' το Μέγα, ηγεμόνα των Σελευκιδών. Ο τελευταίος είχε ήδη ξεκινήσει εκστρατείες σε ευρωπαϊκά εδάφη, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, διεκδικώντας εδάφη που κάποτε κυβερνούσαν οι πρόγονοί του. Το 192 π.Χ. ο Αντίοχος φτάνει στην ηπειρωτική Ελλάδα, συμπαρασύροντας στο στρατόπεδό του κι άλλες πόλεις και καταλαμβάνει το νησί της Εύβοιας. Την επόμενη χρονιά, οι Ρωμαίοι νικούν τον Αντίοχο στις Θερμοπύλες και εκείνος καταφεύγει στη Χαλκίδα, αποσύροντας ουσιαστικά την προστασία του. Οι Αιτωλοί φοβισμένοι αποστέλλουν πρέσβεις στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Οι Ρωμαίοι δεν έδειξαν επιείκεια: πρότειναν στους Αιτωλούς την επιλογή ανάμεσα στην ενσωμάτωσή της στο ρωμαϊκό κράτος και στην καταβολή υπέρογκων φόρων υποτελείας, συνοδευμένη από τον όρκο να συντάσσονται μονάχα με τους συμμάχους της Ρώμης. Οι Αιτωλοί δεν κατάφεραν να καταστήσουν τους όρους ευνοϊκότερους.
Μετά την οριστική ήττα του Αντίοχου, το 189 π.Χ., η Αιτωλική Συμπολιτεία υπέγραψε Συνθήκη Ειρήνης με τη Ρώμη, αποτελώντας πλέον μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Η Συμπολιτεία υποτάχθηκε πλήρως στους Ρωμαίους, εφόσον πλέον απαιτείτο η πλήρης συγκατάθεση της Συγκλήτου για οποιαδήποτε άσκηση εξωτερικής πολιτικής, η καταβολή φόρων και η απελευθέρωση των ομήρων. Αν και συνέχισε να υφίσταται κατ’ όνομα ποτέ ξανά δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη στρατιωτικοπολιτική δύναμη.
Διοικητικό σύστημα
Οι Αιτωλοί δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους Έλληνες. Ωστόσο η Συμπολιτεία που δημιούργησαν είχε περίπλοκο πολιτικό και διοικητικό σύστημα, ενώ τα στρατεύματά τους ήταν εφάμιλλα των άλλων κρατών-πόλεων. Στην κοινωνική πυραμίδα οι ευγενείς βρίσκονταν στην κορυφή, ωστόσο επρόκειτο κυρίως για μια κοινωνία αγροτών και βοσκών. Τα μέλη της διέθεταν κοινό στρατό, κοινούς νόμους και ασκούσαν κοινή εξωτερική πολιτική. Επίσης συμφωνούσαν για θέματα οικονομικής πολιτικής, φορολογίας, διέθεταν κοινό νόμισμα και χρησιμοποιούσαν κοινά μέτρα και σταθμά. Τέλος επιτρεπόταν στους Αιτωλούς η απόκτηση γης και κατοικίας οπουδήποτε εντός της αιτωλικής επικράτειας, αλλά και η σύναψη γάμου μεταξύ δύο ατόμων από οποιαδήποτε πόλη της συμπολιτείας.
Η Συμπολιτεία είχε τη μορφή κοινοπολιτείας. Διοικούταν από ένα συμβούλιο στο οποίο οι επιμέρους πόλεις-κράτη αντιπροσωπεύονταν ανάλογα με τη συνεισφορά τους στον κοινό της στρατό κι από ένα μικρότερο εσωτερικό συμβούλιο, αντίστοιχο με το υπουργικό σώμα της κυβέρνησης στη σύγχρονη εποχή. Ανώτατος άρχων της Συμπολιτείας ήταν ο Στρατηγός, ο οποίος επέβλεπε τις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, διαθέτοντας πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Οι άρχοντες της Συμπολιτείας εκλέγονταν κατά τη διάρκεια των «Θερμικών», μια εκδήλωση πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, που λάμβανε χώρα λίγο μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Σε αυτήν συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι, που συγκεντρώνονταν στην πόλη του Θέρμου. Μια δεύτερη συνέλευση λάμβανε χώρα ετησίως την άνοιξη και ήταν γνωστή ως «Τα Παναιτωλικά». Αυτά πραγματοποιούνταν σε διαφορετικές πόλεις της Συμπολιτείας και είχε θεσμοθετηθεί έτσι ώστε πολλές φορές να συμπίπτει η σύνοδος αυτή με τη συγκέντρωση του στρατού για επερχόμενη εκστρατεία. Αξιοσημείωτα ο στρατός των Αιτωλών σχεδόν ποτέ δεν προσλάμβανε μισθοφόρους` αντίθετα ήταν κοινό φαινόμενο οι Αιτωλοί να προσλαμβάνονται ως μισθοφόροι από άλλα ελληνιστικά κράτη.
Παραπομπές:
[1] «Οι Αιτωλοί από τον Όμηρο μέχρι την ύστερη αρχαιότητα».
[2] «Η Αιτωλική Συμπολιτεία».
[3] Ιστοριαι. Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου. Α' Τομος. Αθήνα: Τα Νέα, σελ. 243-244. ISBN 960-442-410-6..
[4] «ΚΟινό των Αιτωλων».
[5] Ιστοριαι. Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου. Α' Τομος. Τα Νεα, σελ. σελιδες 243-246. ISBN 960-442-410-6.
[6] http://omiriki-ereuna.blogspot.gr/p/blog-page_2325.html. Missing or empty |title= (βοήθεια)
[7] «Αιτωλία /Κοινό των Αιτωλών».
[8] «Η εισβολή των Γαλατών στην Ελλάδα».
[9] «Β' Συμμαχικός Πόλεμος».
[10] «Φίλιππος Β' ο Μακεδών».
Βιβλιογραφία:
- (Γαλλικά) Édouard Will, «Histoire politique du monde hellénistique 323-30 av. J.-C.», Seuil, coll. « Points Histoire », Παρίσι, 2003 (ISBN 2-02-060387-X)
- (Αγγλικά) John D. Grainger, «The League of Aitolians», Brill, 1999 (ISBN 978-90-04-10911-7)
- Αθηνά Δημοπούλου, «Τα ψηφίσματα Ασυλίας του Κοινού των Αιτωλών υπέρ των Μυτιληναίων», Σύμμεικτα προς τιμήν Παναγιώτη Δ. Δημάκη, Αρχαία Δίκαια και Κοινωνία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σσ. 305-321.
Πηγή