Οι αρχαίοι Έλληνες διαιρούσαν τη μαντική τέχνη σε δύο κατηγορίες: στην άτεχνη και την έντεχνη, ονόματα τα οποία αποδόθηκαν από τον Κικέρων στο Περί Μαντείας (De Divinatione). Η φυσική ή άτεχνος μαντεία ήταν μια «έμφυτη» ικανότητα προφητείας, μια θεόπνευστη ορμή, που μ’ αυτήν ο άνθρωπος γινόταν όργανο θείου πνεύματος.
Αποτελούσε ένα χάρισμα που ασκούνταν με άμεσο τρόπο από ένα αγνό άτομο και ήταν κάθε στιγμή έτοιμο να δεχθεί την έμπνευση και να αποκαλύψει τη θεία βούληση. Από την άλλη πλευρά, η έντεχνη ή επαγωγική μαντεία διδασκόταν και συμπληρωνόταν από μακροχρόνια προσωπική πείρα. Διακρινόταν σε μαντική από έμψυχα όντα ή φυτά και σε μαντική από άψυχα αντικείμενα.
Οι Έλληνες θεωρούσαν πιο παλιά και επομένως πιο σεβαστή την άτεχνη μαντεία. Υπάρχουν δύο τρόποι άσκησης της άτεχνης μαντείας: α) «διά εμπνεύσεως» και β) «δια χρησμών» . Η πρώτη εξασκούταν μόνο από άτομα τα οποία βρίσκονταν σε κατάσταση έμπνευσης και δεν ήταν απαραιτήτως ιερείς. Αντίθετα η δεύτερη εξασκούταν από μάντεις, ιερείς, κλπ οι οποίοι έπεφταν σε έκσταση με διάφορα τεχνητά μέσα.
Ο πρώτος τρόπος άσκησης της άτεχνης μαντείας, δηλαδή «διά εμπνεύσεως» ασκούταν από τριών ειδών μάντεις: τους δαιμονόληπτες, τους ενθουσιαστικούς και τους εκστατικούς. Οι δαιμονόληπτοι αποκαλούνταν «πυθωνικοί ή πύθωνες» και «εγγαστρίμυθοι ή εγγαστρίται» σε περίπτωση που έφεραν στην κοιλιά τους δαίμονες/θεούς. Ο πρώτος που δίδαξε αυτήν την τεχνική ήταν ο Ευρυκλής.
Οι ενθουσιαστικοί (Ορφεύς, Μουσαίος, Αμφίων κλπ) ήταν μάντεις ή άλλα πρόσωπα που περιέπεφταν ξαφνικά σε μαντική έξαρση. Τέλος, οι εκστατικοί περιέπεφταν σε πλήρη αναισθησία για πολύ ώρα, κατά την οποία η ψυχή τους απελευθερωνόταν από το σώμα και αποκτούσε πολύ ισχυρές δυνάμεις.
Χαρακτηριστικά παράδειγμα αποτελούν ο μάντης Επιμενίδης και από γυναίκες η Κασσάνδρα, η Πυθία και οι Σίβυλλες. Τέλος στη θεία έμπνευση εντάσσονται και τα όνειρα, τα οποία στέλνονταν από τους θεούς (π.χ. ο Όνειρος). Στα όνειρα εμφανίζονταν θεότητες ή σκιές πεθαμένων και με έναν συμβολικό τρόπο δήλωναν τη βούληση των θεών. Υπήρχαν όμως και φορές που οι θεοί έστελναν όνειρα απατηλά.
Ο δεύτερος τρόπος άσκησης της άτεχνης μαντικής τέχνης («δια χρησμών») ασκούνταν κυρίως από τα μαντεία ή χρηστήρια και οι χρησμοί δίνονταν με διαφορετικό τρόπο από μαντείο σε μαντείο. Άλλες ονομασίες των χρησμών ήταν μαντεύματα, θεοπρόπια, φήμες, θέσφατα και λόγια και των μάντεων χρησμωδός ή χρησμολόγος (=εξηγητής / συλλέκτης χρησμών). Οι χρησμοί συχνά επηρέαζαν τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις ενός έθνους.
Η έντεχνη μαντεία εξαρτιόταν από σημεία που προϋπέθεταν σπουδή και γνώση, ενώ ερμηνεύονταν με βάση δεισιδαιμονίες και προλήψεις από γιατρούς, μάντεις, κήρυκες κλπ, οι οποίοι αποτελούσαν υψηλή κοινωνική τάξη. Τα σημεία αυτά θεωρούνταν ότι τα έστελνε ο Δίας και για αυτό το λόγο ονομάζονταν «διοσημίες», π.χ. αστραπές, κεραυνοί, βροντές κλπ.
Οι δύο αυτές μαντικές τέχνες διαιρούνταν σε επιμέρους είδη:
Τα είδη της άτεχνης μαντείας
Η ονειρομαντεία είναι η μελέτη των ονείρων και η προσπάθεια ανάλυσής τους. Κατά τους αρχαίους, η ψυχή χωρίζεται από το υπόλοιπο σώμα και ταξιδεύει στο χωροχρόνο όπου συναντά άλλες ψυχές, οι οποίες έχουν γνώση του μέλλοντος. Τα όνειρα, επειδή θεωρούνταν πως βρίσκονται κοντά στις ψυχές των νεκρών, αντιμετωπίζονταν ως τρόποι άντλησης πληροφοριών για το μέλλον. Υπήρχαν εξειδικευμένα ονειρομαντεία (π.χ. του Αμφιαράου και του Τροφώνιου) και εξειδικευμένοι ερμηνευτές ονείρων (ονειροπόλοι ή ονειρομάντεις).
Μπορούμε να διακρίνουμε πέντε είδη ονείρων, τον χρηματισμό, το όραμα, το όνειρο, το ενύπνιο και το φάντασμα, από τα οποία μόνο τα τρία πρώτα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για προβλέψεις. Χρηματισμός: Εδώ ένας ιερέας ή ένας θεός εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου και αποκαλύπτει τις εκβάσεις του μέλλοντος. Όραμα: Σ’ αυτό το είδος ο οραματιζόμενος «βλέπει» τα γεγονότα ακριβώς όπως αυτά θα συμβούν. Όνειρο: Το όνειρο, του οποίου κυριότερος ερμηνευτής ήταν ο Αρτεμίδωρος ο Εφέσιος με το «Ονειροκριτικόν», που σώθηκε σε 5 βιβλία, έχει συμβολικό περιεχόμενο, η πρόβλεψη γίνεται με υπαινικτικό τρόπο και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς ερμηνεία.
Τέλος μια ξεχωριστή κατηγορία ονειρομαντείας είναι η εγκοίμηση για ιατρικούς σκοπούς σε ειδικούς ιαματικούς χώρους. Η διαδικασία ήταν εξής: οι ασθενείς, για να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα, έπιναν αλμυρό νερό, πλένονταν, νήστευαν κι έκαναν θυσίες. Έτσι τους εμφανιζόταν ο θεός και τους φανέρωνε τον τρόπο για να θεραπευτούν. Κατά την ώρα της εγκοιμήσεως, γινόταν μια συγκεκριμένη τελετή, και ο ασθενής εκστασιασμένος μεταφερόταν στο άβατο όπου τον ξάπλωναν πάνω σε θυσιασμένο ζώο. Αφού κοιμόταν, ερχόταν ο ιερέας και του ψιθύριζε στο αυτί την απαραίτητη θεραπεία.
Στην άτεχνη μαντική ανήκει και η νεκρομαντεία, που θεωρείται μία από τις αρχαιότερες τέχνες μαγείας. Η νεκρομαντεία, δηλαδή η πνευματική επικοινωνία με τους νεκρούς με σκοπό τη συγκέντρωση απόκρυφων και μελλοντικών πληροφοριών, συνδέεται άμεσα με την ιδέα ότι οι «σκιές» ή ψυχές των νεκρών είναι δυνατόν να «ξυπνήσουν», αφού αποσπαστούν από το σώμα, για να φανερώσουν στους ζωντανούς την αλήθεια. Η επικοινωνία αυτή επιτυγχανόταν μέσω των νεκρομάντεων που είχαν τη δυνατότητα να επικαλεστούν τους νεκρούς είτε με την απλή θέλησή τους είτε με μυστηριώδεις τελετές (νέκυια), αφού ο εξαναγκασμός της ψυχής ενάντια στη θέλησή της θεωρούνταν άκρως επικίνδυνο.
Οι πρώτοι νεκρομάντεις έκαναν τομή σε πτώματα και διάβαζαν τα όργανά τους, των οποίων η κατάσταση προφήτευε για το μέλλον. Η πρακτική επίκλησης των ψυχών κατά την οποία τους έθεταν ερωτήματα για το μέλλον άρχισε μεταγενέστερα.
Οι πρώτοι τόποι άσκησης της νεκρομαντείας υπήρξαν οι τάφοι όπου οι ζωντανοί προσέφεραν αρώματα και τροφές στους πεθαμένους και προσπαθούσαν να καλέσουν τα πνεύματά τους με διάφορες τεχνικές. Αργότερα άρχισαν να ιδρύονται τα νεκρομαντεία, στα οποία προσέρχονταν οι πιστοί για να συμβουλευτούν τις ψυχές των νεκρών. Η κατοχή σημαντικών πληροφοριών από τους νεκρούς προερχόταν από τα γεγονότα που είδαν και άκουσαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή της μεταθανάτιας ζωής τους.
Στην αρχαία Ελλάδα η Νεκρομαντεία ήταν μια πρακτική μαγείας και για τα δύο φύλα, όχι μόνο για τους άντρες, αφού οι γυναίκες νεκρομάντισσες ήταν εξίσου συνηθισμένες με τους άντρες, και δεν χρησιμοποιούταν απαραίτητα για σκοτεινούς σκοπούς.
Τέλος, η νεκρομαντεία ονομαζόταν αλλιώς και ψυχαγωγία και τα πρόσωπα που την ασκούσαν ψυχαγωγοί, επειδή θεωρούνταν ότι οδηγούσαν τις ψυχές των νεκρών στον επάνω κόσμο. Τα αντίστοιχα, για αυτό το είδος μαντικής, μαντεία λέγονταν ψυχομαντεία ή ψυχοπομπεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ψυχαγωγίας από την αρχαιότητα αποτελεί η κάθοδος του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο, τον Άδη, με σκοπό τη συγκέντρωση χρήσιμων πληροφοριών για την κατάσταση στην πατρίδα του, την Ιθάκη.
Η λέξη κληδονομαντεία προέρχεται από τη λέξη «κληδών», η οποία με τη σειρά της κατάγεται από το ρήμα «καλώ», που έχει τη σημασία της φωνής. Έχει δηλαδή την έννοια της προφητείας που προέρχεται από μία φράση, μία φωνή, η οποία ακούγεται ξαφνικά και διατυπώνει μία πρόβλεψη. Στην ουσία, αυτό το είδος μαντείας, αποτελεί μια παραλλαγή της σημερινής ευχής ή κατάρας, με τη διαφορά όμως ότι ακούγεται από κάποιον άλλον τυχαίο άνθρωπο (κι όχι τον εαυτό μας) που δεν έχει κάποιο προσωπικό συμφέρον κι έτσι θεωρείται θεϊκό προμήνυμα.
Ο Σαμανισμός αποτελεί και αυτό ένα είδος μαντείας και για τους αρχαίους Έλληνες, κατά το οποίο η ψυχή κάτω από νηστεία και εξάσκηση αποχωρίζεται από το σώμα και αρχίζει η περιπλάνησή της σε μακρινούς τόπους. Εξαιτίας αυτής της περιπλάνησης εξηγείται η μαντική της ικανότητα, αφού μπορεί να βρεθεί σε πάνω από ένα μέρος την ίδια στιγμή. Οι υποστηρικτές αυτού του είδους μαντικής ήταν οι σαμάνοι, οι οποίοι είχαν το ρόλο του προφήτη, του μάγου-γιατρού, ή του θεραπευτή.
Κατά την ελληνική αρχαιότητα το κάτοπτρο χρησιμοποιούνταν ως μέσο μαντικής πόβλεψης του μέλλοντος. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην Πάτρα υπήρχε κατοπτρομαντείο που παρείχε προβλέψεις μόνο για την έκβαση ασθενειών. Κοντά στο ιερό της Δήμητρας υπήρχε πηγή η οποία σχημάτιζε μικρή λίμνη. Μέσω ενός λεπτού καλωδίου έδεναν το κάτοπτρο και το τοποθετούσαν πάνω στην επιφάνεια του νερού, ενώ παράλληλα προσέφεραν θυμίαμα στην θεά και προσευχόντουσαν. Τότε έβλεπαν στο κάτοπτρο τον ασθενή είτε νεκρό, είτε ζωντανό. Επίσης υπάρχουν αναφορές ότι, εάν ο άρρωστος δει στο όνειρό του τον εαυτό του απεικονιζόμενο εντός κατόπτρου, μέλλει να πεθάνει.
Η λεκανομαντεία ήταν ένα είδος μαντείας κατά την αρχαιότητα, που εξασκούνταν αρχικά από μάντεις της Βαβυλωνίας. Αφού παρατηρούσαν τα άστρα και προσέφεραν θυσία στους θεούς, στη συνέχεια κατευθύνονταν προς τον ναό του Ήλιου. Μπροστά στο άγαλμα του θεού Ήλιου γέμιζαν με νερό από τον Ευφράτη ένα ειδικό δοχείο και μετά έριχναν λάδι. Στη συνέχεια, εκστασιάζονταν και σύμφωνα με τις κινήσεις και τα σχήματα που δημιουργούσαν τα δύο υγρά κατέληγαν στα ανάλογα συμπεράσματα.
Η Υδρομαντεία ήταν αρχαία μαντική τέχνη που ασκούνταν με τη βοήθεια ή παρουσία νερού με διάφορους τρόπους. Στις περισσότερες περιοχές η υδρομαντεία περιοριζόταν στην παρατήρηση της ήρεμης επιφάνειας νερού μέσα σε δοχείο όπου στη συνέχεια έριχναν πολύτιμα αντικείμενα και παρακολουθούσαν τους σχηματιζόμενους κύκλους ή τον τρόπο βύθισής τους.
Οι αυτόματες κινήσεις του σώματος, όπως το παίξιμο του ματιού, το βούισμα του αυτιού, ο πταρμός (φτέρνισμα), ο λόξυγκας κλπ θεωρούνταν από πολλούς θεϊκό σημάδι. Η άποψη του Αθηναίου είναι ότι το φτέρνισμα και ο λόξυγκας προέρχονταν από τους θεούς και γι’ αυτό το λόγο αντιμετωπίζονταν ως κάτι το ιερό, και εξηγούνται από το γεγονός ότι κάποιος θεός ή κάποιο πνεύμα εκφράζεται χωρίς τη θέληση του ατόμου, αφού αποτελούν αντανακλαστικές ενέργειες.
Αποτελεί μια αξιοπερίεργη μορφή μαντικής τέχνης, η οποία σχετίζεται με δίκη κατηγορουμένων. Μια μορφή θεοκρισίας είναι αυτή κατά την οποία ο Θεός δεν δέχεται τον ένοχο και έτσι αυτός αθωώνεται, και μια άλλη μορφή είναι αυτή κατά την οποία ο πραγματικά ένοχος, αφού μπει στο νερό, βυθίζεται, και το γεγονός αυτό θεωρείται θεϊκό σημάδι, με αποτέλεσμα ο ένοχος να καταδικάζεται.
Οι μάντεις ήταν ειδικά προικισμένα άτομα, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να ερμηνεύουν τα μηνύματα των θεών. Ήταν ιερά πρόσωπα και ταυτίζονταν αρχικά με τους μάγους – θεραπευτές, οι οποίοι είχαν την ικανότητα να επικοινωνήσουν με πνεύματα ή θεούς. Το πιο σημαντικό προσόν για έναν μάντη ήταν αναμφισβήτητα η καταγωγή από γένος μάντεων, επομένως πιθανότατα να κυριαρχούσαν ορισμένες οικογένειες μάντεων.
Το γεγονός αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να επικυρώνεται η μαντική τους ικανότητα εξαιτίας της καταγωγής τους, όπως επίσης και να μεταδίδεται η γνώση από τους προγόνους στους απογόνους. Οι μάντεις χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: α) αυτοί που ανήκαν στη φυσική ή άτεχνη μαντική, (π.χ. Πυθία, Σίβυλλα κλπ), η οποία δε διδασκόταν, αλλά ο μάντης προσέφερε τον χρησμό του εξαιτίας της «κατοχής» του από έναν θεό ή πνεύμα και β) αυτοί που ασκούσαν την έντεχνη μαντική και εξηγούσαν σημεία τα οποία γνώριζαν έπειτα από σπουδή (π.χ. Κάλχας, Τειρεσίας).
Οι μάντεις στην αρχαία Ελλάδα κατείχαν μια ιδιαίτερα υψηλή κοινωνική θέση. Ήδη από τα χρόνια του Ομήρου οι μάντεις αποτελούσαν επαγγελματική τάξη που συμπεριλαμβάνονταν στους δημιουργούς, δηλαδή σε αυτούς που προσέφεραν έργο στο δήμο. Οι πολίτες δεν προέβαιναν σε καμιά ενέργεια, χωρίς να πάρουν πρώτα τη συμβουλή των μάντεων.
Αυτοί επενέβαιναν σε κρίσιμες καταστάσεις και ήταν σε θέση να εξηγήσουν την αιτία της κρίσης, ποιος ήταν ο θεός που προσβλήθηκε και ποιες ήταν οι πράξεις που απαιτούνταν για εξιλέωση. Επίσης, έκριναν αν η τελούμενη θυσία ήταν αρεστή στους θεούς, κι αν όχι, επαναλαμβανόταν. Αυτή τους η υψηλή κοινωνική θέση φαίνεται καθαρά και από το γεγονός ότι επηρέαζαν την εξουσία, κι έτσι εκμισθώνονταν από κορυφαίους ηγέτες.
Παρ’ όλα αυτά δεν έλειπαν και οι τάσεις αμφισβήτησης των μάντεων. Κατηγορούνταν για φιλαργυρία, ανικανότητα πρόβλεψης καθώς και ψευδή χρησμοδοσία κατά παραγγελία. Αυτή η αμφισβήτηση ξεκίνησε στην Αθήνα τον 5ο αιώνα εξαιτίας της συντριπτικής ήττας των Αθηναίων στη Σικελία, η οποία περιόρισε την επιρροή τους.
Οι πιο γνωστοί και σημαντικότεροι μάντεις της αρχαίας Ελλάδας ήταν οι εξής:
Ο Κάλχας ήταν γιος του Θέστορος και καταγόταν από τις Μυκήνες ή τα Μέγαρα. Η προφητική του ικανότητα ήταν δώρο από τον θεό Απόλλωνα, του οποίου ήταν απόγονος. Η προφητεία του στηριζόταν στην οιωνοσκοπία, δηλαδή παρατηρούσε το πέταγμα των πουλιών. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η καλή του γνώση σε γεγονότα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και το γεγονός ότι οι προφητείες του ήταν σε ποιητικό μέτρο. Οι προβλέψεις του ήταν από όλους πιστευτές, παρ’ όλο που αναστάτωναν την κοινωνία. Το όνομά του έχει συνδεθεί άμεσα με τον Τρωικό πόλεμο, όπου προέβλεψε διάφορα σημαντικά στοιχεία προς όφελος των Αχαιών.
Ο Κάλχας ήξερε ότι θα πέθαινε όταν θα συναντούσε μάντη καλύτερό του. Πράγματι, γνώρισε τον Μόψο, αναμετρήθηκαν στις ικανότητες μαντικής κι αφού ο Μόψος νίκησε, ο Κάλχας πέθανε από την λύπη του ή αυτοκτόνησε. Μια ακόμη πιθανή εκδοχή του θανάτου του είναι η εξής: κάποιος προφήτης του είχε πει ότι δεν θα προλάβαινε να πιει κρασί από το αμπέλι που καλλιεργούσε, όμως ο Κάλχας τον αμφισβήτησε. Έτσι όταν έφτασε η μέρα να δοκιμάσει το κρασί του αμπελιού του, ο προφήτης του υπενθύμισε τα λόγια του, και ο Κάλχας έσκασε από τα γέλια του, χωρίς να προλάβει να δοκιμάσει το κρασί.
Ο Τειρεσίας ήταν ο πιο φημισμένος μάντης της Ελλάδας και καταγόταν από τη Θήβα. Πατέρας του ήταν ο Ευήρης και η νύμφη Χαρικλώ, η οποία ήταν θεραπαινίδα και φίλη της θεάς Αθηνάς. Ήταν τυφλός μάντης και υπάρχουν δύο εκδοχές για τα αίτια της τύφλωσής του.
Α) Κατά την πρώτη εκδοχή, λέγεται πως καθώς πήγαινε για κυνήγι, δίψασε και πήγε να πιει νερό από μια πηγή. Σ’αυτήν την πηγή όμως λουζόταν η θεά Αθηνά, η οποία εξοργισμένη τον τύφλωσε, επειδή ήταν ντροπή για έναν θνητό να αντικρίσει θεό γυμνό. Μετά όμως από την έντονη παράκληση της μητέρας του να ξαναδώσει το φως στο γιο της, η θεά Αθηνά, που δεν μπορούσε να αλλάξει την αποφασή της σύμφωνα με τους θεϊκούς νόμους, του έδωσε το χάρισμα της οιωνοσκοπίας (δηλαδή να ακούει τις φωνές των πουλιών), καθώς και ένα σκήπτρο με το οποίο μπορούσε να περπατάει με ευκολία.
Β) Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, κάποτε ο Τειρεσίας είδε δύο φίδια να ζευγαρώνουν κι επειδή του επιτέθηκαν σκότωσε το θυληκό. Έτσι, μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Έπειτα από επτά όμως χρόνια έτυχε να ξαναδεί στο ίδιο μέρος φίδια να ζευγαρώνουν και σκοτώνοντας το αρσενικό ξαναέγινε άντρας.
Σε μία διαμάχη του Δία με την Ήρα, σχετικά με το ποιος αισθάνεται μεγαλύτερη ηδονή στην ερωτική πράξη, ο άνδρας ή η γυναίκα, κλήθηκε ο Τειρεσίας να λύσει την διαφωνία καθώς είχε υπάρξει και άνδρας και γυναίκα.
Ο Δίας υποστήριζε πως ήταν η γυναίκα που ένιωθε την περισσότερη απόλαυση, ενώ η Ήρα το αντίθετο. Επειδή ο Τειρεσίας υποστήριξε πως από τα δέκα μέρη της ηδονής τα εννιά τα απολαμβάνει η γυναίκα ενώ μόνο ένα ο άνδρας, η Ήρα θύμωσε και τον τύφλωσε. Ο Δίας από την άλλη πλευρά για να τον ανταμείψει τον άφησε να ζήσει επτά γενεές ανθρώπων και του χάρισε την ικανότητα της προφητείας.
Η σημαντικότερη δράση του ήταν στα γεγονότα της θηβαϊκής ιστορίας. Το χάρισμα της μακροζωίας δεν του προσέφερε την αναμενόμενη ευτυχία, επειδή αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες και έζησε πολλά τραγικά γεγονότα. Ακόμα και στον Άδη συνέχισε να ασκεί τη μαντική τέχνη, διατηρώντας την φήμη του και στον Κάτω Κόσμο, όπου πήγε να τον συμβουλευτεί ο Οδυσσέας για να πληροφορηθεί για τα δεινά που επρόκειτο να περάσει μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Μαντεία αφιερωμένα στον Τειρεσία σώζονταν στη Θήβα και στον Ορχομενό.
Η λέξη Σίβυλλα στην αρχαιότητα χαρακτήριζε οποιαδήποτε γυναίκα είχε τη δυνατότητα να προφητεύει χωρίς να της τεθεί ερώτηση, όταν βρισκόταν σε έκσταση, συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά μελλοντικά συμβάντα. Όπως πίστευαν οι αρχαίοι η προφητική της ικανότητα οφειλόταν στην επαφή της με ένα θεϊκό πνεύμα. Το χάρισμά τους πιστεύεται πως το αποκτούσαν ήδη από τη γέννησή τους.
Αντιμετωπίζονταν ως θεάνθρωποι, δίχως να έχουν την αθανασία αλλά μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από κάθε θνητό. Κρατούσαν στο χέρι τους σύμφωνα με την παράδοση τη σαμβύκη που ήταν ένα είδος τριγωνικής λύρας. Επίσης η παρθενία τους ήταν μια σημαντική προϋπόθεση για να επικοινωνήσουν με το θεό. Ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι δεν ανήκαν σε κανένα μαντείο και ήταν ανεξάρτητες. Η ύπαρξή τους δεν είχε αμφισβητηθεί ποτέ στην αρχαιότητα.
Η κύρια διαφορά ανάμεσα στις Σίβυλλες και στις προφήτισσες ήταν ότι οι προφήτισσες έπρεπε να ερωτηθούν προτού δώσουν την προφητεία, ενώ οι Σίβυλλες, όπως προαναφέρθηκε, προφήτευαν δίχως να ερωτηθούν.
Στα αρχαία ελληνικά κείμενα γίνεται λόγος για μία Σίβυλλα (πχ. κείμενα του Ηράκλειτου, του Ευριπίδη και του Πλάτωνα), ενώ ο πρώτος που μιλάει για παραπάνω από μία Σίβυλλες είναι ο Αριστοτέλης. Το γεγονός ότι μετακινούνταν από τον έναν τόπο στον άλλον για να δώσουν την προφητεία τους αποτελεί αιτία για να γίνει πιστευτή η ύπαρξη πολλών Σιβύλλων.
Το όνομα Σίβυλλα δεν έχει ούτε ελληνικές ούτε λατινικές ρίζες και γι’ αυτό η ετυμολογία της λέξης δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Πίστευαν ότι ήταν σύνθετη, από τον δωρικό τύπο σιός (=θεός) και τον αιολικό βόλλα (=βουλή, θέληση). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολογία λοιπόν, η λέξη Σίβυλλα σήμαινε γυναίκα που αποκάλυπτε τη θέληση του Θεού.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η πιο παλιά Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη, κόρη του Δία, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Σύμφωνα με τους αρχαίους θρύλους σε όλη την αρχαιότητα υπήρξαν συνολικά 12 Σίβυλλες. Οι πιο γνωστές ήταν η Ιδαία Σίβυλλα, η Σαμία Σίβυλλα, η Ερυθρά Σίβυλλα (Ηροφίλη), η Δελφική Σίβυλλα και η Κυμαία Σίβυλλα (ή Δημώ ή Δημοφίλη).
Ήταν τάξη αρχαίων χρησμολόγων που άκμασε στην Ελλάδα από τον 8ο ως τον 6ο αιώνα π.Χ. Οι πιο γνωστοί είναι τρεις: ένας από τη Βοιωτία, ένας από την Αθήνα και ένας από την Αρκαδία.
Πηγη1 / Πηγή2
Αποτελούσε ένα χάρισμα που ασκούνταν με άμεσο τρόπο από ένα αγνό άτομο και ήταν κάθε στιγμή έτοιμο να δεχθεί την έμπνευση και να αποκαλύψει τη θεία βούληση. Από την άλλη πλευρά, η έντεχνη ή επαγωγική μαντεία διδασκόταν και συμπληρωνόταν από μακροχρόνια προσωπική πείρα. Διακρινόταν σε μαντική από έμψυχα όντα ή φυτά και σε μαντική από άψυχα αντικείμενα.
Οι Έλληνες θεωρούσαν πιο παλιά και επομένως πιο σεβαστή την άτεχνη μαντεία. Υπάρχουν δύο τρόποι άσκησης της άτεχνης μαντείας: α) «διά εμπνεύσεως» και β) «δια χρησμών» . Η πρώτη εξασκούταν μόνο από άτομα τα οποία βρίσκονταν σε κατάσταση έμπνευσης και δεν ήταν απαραιτήτως ιερείς. Αντίθετα η δεύτερη εξασκούταν από μάντεις, ιερείς, κλπ οι οποίοι έπεφταν σε έκσταση με διάφορα τεχνητά μέσα.
Ο πρώτος τρόπος άσκησης της άτεχνης μαντείας, δηλαδή «διά εμπνεύσεως» ασκούταν από τριών ειδών μάντεις: τους δαιμονόληπτες, τους ενθουσιαστικούς και τους εκστατικούς. Οι δαιμονόληπτοι αποκαλούνταν «πυθωνικοί ή πύθωνες» και «εγγαστρίμυθοι ή εγγαστρίται» σε περίπτωση που έφεραν στην κοιλιά τους δαίμονες/θεούς. Ο πρώτος που δίδαξε αυτήν την τεχνική ήταν ο Ευρυκλής.
Οι ενθουσιαστικοί (Ορφεύς, Μουσαίος, Αμφίων κλπ) ήταν μάντεις ή άλλα πρόσωπα που περιέπεφταν ξαφνικά σε μαντική έξαρση. Τέλος, οι εκστατικοί περιέπεφταν σε πλήρη αναισθησία για πολύ ώρα, κατά την οποία η ψυχή τους απελευθερωνόταν από το σώμα και αποκτούσε πολύ ισχυρές δυνάμεις.
Χαρακτηριστικά παράδειγμα αποτελούν ο μάντης Επιμενίδης και από γυναίκες η Κασσάνδρα, η Πυθία και οι Σίβυλλες. Τέλος στη θεία έμπνευση εντάσσονται και τα όνειρα, τα οποία στέλνονταν από τους θεούς (π.χ. ο Όνειρος). Στα όνειρα εμφανίζονταν θεότητες ή σκιές πεθαμένων και με έναν συμβολικό τρόπο δήλωναν τη βούληση των θεών. Υπήρχαν όμως και φορές που οι θεοί έστελναν όνειρα απατηλά.
Ο δεύτερος τρόπος άσκησης της άτεχνης μαντικής τέχνης («δια χρησμών») ασκούνταν κυρίως από τα μαντεία ή χρηστήρια και οι χρησμοί δίνονταν με διαφορετικό τρόπο από μαντείο σε μαντείο. Άλλες ονομασίες των χρησμών ήταν μαντεύματα, θεοπρόπια, φήμες, θέσφατα και λόγια και των μάντεων χρησμωδός ή χρησμολόγος (=εξηγητής / συλλέκτης χρησμών). Οι χρησμοί συχνά επηρέαζαν τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις ενός έθνους.
Η έντεχνη μαντεία εξαρτιόταν από σημεία που προϋπέθεταν σπουδή και γνώση, ενώ ερμηνεύονταν με βάση δεισιδαιμονίες και προλήψεις από γιατρούς, μάντεις, κήρυκες κλπ, οι οποίοι αποτελούσαν υψηλή κοινωνική τάξη. Τα σημεία αυτά θεωρούνταν ότι τα έστελνε ο Δίας και για αυτό το λόγο ονομάζονταν «διοσημίες», π.χ. αστραπές, κεραυνοί, βροντές κλπ.
Οι δύο αυτές μαντικές τέχνες διαιρούνταν σε επιμέρους είδη:
Τα είδη της άτεχνης μαντείας
Ονειρομαντεία ή Ονειροσκοπία.
Η ονειρομαντεία είναι η μελέτη των ονείρων και η προσπάθεια ανάλυσής τους. Κατά τους αρχαίους, η ψυχή χωρίζεται από το υπόλοιπο σώμα και ταξιδεύει στο χωροχρόνο όπου συναντά άλλες ψυχές, οι οποίες έχουν γνώση του μέλλοντος. Τα όνειρα, επειδή θεωρούνταν πως βρίσκονται κοντά στις ψυχές των νεκρών, αντιμετωπίζονταν ως τρόποι άντλησης πληροφοριών για το μέλλον. Υπήρχαν εξειδικευμένα ονειρομαντεία (π.χ. του Αμφιαράου και του Τροφώνιου) και εξειδικευμένοι ερμηνευτές ονείρων (ονειροπόλοι ή ονειρομάντεις).
Μπορούμε να διακρίνουμε πέντε είδη ονείρων, τον χρηματισμό, το όραμα, το όνειρο, το ενύπνιο και το φάντασμα, από τα οποία μόνο τα τρία πρώτα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για προβλέψεις. Χρηματισμός: Εδώ ένας ιερέας ή ένας θεός εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου και αποκαλύπτει τις εκβάσεις του μέλλοντος. Όραμα: Σ’ αυτό το είδος ο οραματιζόμενος «βλέπει» τα γεγονότα ακριβώς όπως αυτά θα συμβούν. Όνειρο: Το όνειρο, του οποίου κυριότερος ερμηνευτής ήταν ο Αρτεμίδωρος ο Εφέσιος με το «Ονειροκριτικόν», που σώθηκε σε 5 βιβλία, έχει συμβολικό περιεχόμενο, η πρόβλεψη γίνεται με υπαινικτικό τρόπο και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς ερμηνεία.
Τέλος μια ξεχωριστή κατηγορία ονειρομαντείας είναι η εγκοίμηση για ιατρικούς σκοπούς σε ειδικούς ιαματικούς χώρους. Η διαδικασία ήταν εξής: οι ασθενείς, για να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα, έπιναν αλμυρό νερό, πλένονταν, νήστευαν κι έκαναν θυσίες. Έτσι τους εμφανιζόταν ο θεός και τους φανέρωνε τον τρόπο για να θεραπευτούν. Κατά την ώρα της εγκοιμήσεως, γινόταν μια συγκεκριμένη τελετή, και ο ασθενής εκστασιασμένος μεταφερόταν στο άβατο όπου τον ξάπλωναν πάνω σε θυσιασμένο ζώο. Αφού κοιμόταν, ερχόταν ο ιερέας και του ψιθύριζε στο αυτί την απαραίτητη θεραπεία.
Νεκρομαντεία.
Στην άτεχνη μαντική ανήκει και η νεκρομαντεία, που θεωρείται μία από τις αρχαιότερες τέχνες μαγείας. Η νεκρομαντεία, δηλαδή η πνευματική επικοινωνία με τους νεκρούς με σκοπό τη συγκέντρωση απόκρυφων και μελλοντικών πληροφοριών, συνδέεται άμεσα με την ιδέα ότι οι «σκιές» ή ψυχές των νεκρών είναι δυνατόν να «ξυπνήσουν», αφού αποσπαστούν από το σώμα, για να φανερώσουν στους ζωντανούς την αλήθεια. Η επικοινωνία αυτή επιτυγχανόταν μέσω των νεκρομάντεων που είχαν τη δυνατότητα να επικαλεστούν τους νεκρούς είτε με την απλή θέλησή τους είτε με μυστηριώδεις τελετές (νέκυια), αφού ο εξαναγκασμός της ψυχής ενάντια στη θέλησή της θεωρούνταν άκρως επικίνδυνο.
Οι πρώτοι νεκρομάντεις έκαναν τομή σε πτώματα και διάβαζαν τα όργανά τους, των οποίων η κατάσταση προφήτευε για το μέλλον. Η πρακτική επίκλησης των ψυχών κατά την οποία τους έθεταν ερωτήματα για το μέλλον άρχισε μεταγενέστερα.
Οι πρώτοι τόποι άσκησης της νεκρομαντείας υπήρξαν οι τάφοι όπου οι ζωντανοί προσέφεραν αρώματα και τροφές στους πεθαμένους και προσπαθούσαν να καλέσουν τα πνεύματά τους με διάφορες τεχνικές. Αργότερα άρχισαν να ιδρύονται τα νεκρομαντεία, στα οποία προσέρχονταν οι πιστοί για να συμβουλευτούν τις ψυχές των νεκρών. Η κατοχή σημαντικών πληροφοριών από τους νεκρούς προερχόταν από τα γεγονότα που είδαν και άκουσαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή της μεταθανάτιας ζωής τους.
Στην αρχαία Ελλάδα η Νεκρομαντεία ήταν μια πρακτική μαγείας και για τα δύο φύλα, όχι μόνο για τους άντρες, αφού οι γυναίκες νεκρομάντισσες ήταν εξίσου συνηθισμένες με τους άντρες, και δεν χρησιμοποιούταν απαραίτητα για σκοτεινούς σκοπούς.
Τέλος, η νεκρομαντεία ονομαζόταν αλλιώς και ψυχαγωγία και τα πρόσωπα που την ασκούσαν ψυχαγωγοί, επειδή θεωρούνταν ότι οδηγούσαν τις ψυχές των νεκρών στον επάνω κόσμο. Τα αντίστοιχα, για αυτό το είδος μαντικής, μαντεία λέγονταν ψυχομαντεία ή ψυχοπομπεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ψυχαγωγίας από την αρχαιότητα αποτελεί η κάθοδος του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο, τον Άδη, με σκοπό τη συγκέντρωση χρήσιμων πληροφοριών για την κατάσταση στην πατρίδα του, την Ιθάκη.
Κληδονομαντεία.
Η λέξη κληδονομαντεία προέρχεται από τη λέξη «κληδών», η οποία με τη σειρά της κατάγεται από το ρήμα «καλώ», που έχει τη σημασία της φωνής. Έχει δηλαδή την έννοια της προφητείας που προέρχεται από μία φράση, μία φωνή, η οποία ακούγεται ξαφνικά και διατυπώνει μία πρόβλεψη. Στην ουσία, αυτό το είδος μαντείας, αποτελεί μια παραλλαγή της σημερινής ευχής ή κατάρας, με τη διαφορά όμως ότι ακούγεται από κάποιον άλλον τυχαίο άνθρωπο (κι όχι τον εαυτό μας) που δεν έχει κάποιο προσωπικό συμφέρον κι έτσι θεωρείται θεϊκό προμήνυμα.
Σαμανισμός.
Ο Σαμανισμός αποτελεί και αυτό ένα είδος μαντείας και για τους αρχαίους Έλληνες, κατά το οποίο η ψυχή κάτω από νηστεία και εξάσκηση αποχωρίζεται από το σώμα και αρχίζει η περιπλάνησή της σε μακρινούς τόπους. Εξαιτίας αυτής της περιπλάνησης εξηγείται η μαντική της ικανότητα, αφού μπορεί να βρεθεί σε πάνω από ένα μέρος την ίδια στιγμή. Οι υποστηρικτές αυτού του είδους μαντικής ήταν οι σαμάνοι, οι οποίοι είχαν το ρόλο του προφήτη, του μάγου-γιατρού, ή του θεραπευτή.
Κατοπτρομαντεία.
Κατά την ελληνική αρχαιότητα το κάτοπτρο χρησιμοποιούνταν ως μέσο μαντικής πόβλεψης του μέλλοντος. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην Πάτρα υπήρχε κατοπτρομαντείο που παρείχε προβλέψεις μόνο για την έκβαση ασθενειών. Κοντά στο ιερό της Δήμητρας υπήρχε πηγή η οποία σχημάτιζε μικρή λίμνη. Μέσω ενός λεπτού καλωδίου έδεναν το κάτοπτρο και το τοποθετούσαν πάνω στην επιφάνεια του νερού, ενώ παράλληλα προσέφεραν θυμίαμα στην θεά και προσευχόντουσαν. Τότε έβλεπαν στο κάτοπτρο τον ασθενή είτε νεκρό, είτε ζωντανό. Επίσης υπάρχουν αναφορές ότι, εάν ο άρρωστος δει στο όνειρό του τον εαυτό του απεικονιζόμενο εντός κατόπτρου, μέλλει να πεθάνει.
Λεκανομαντεία.
Η λεκανομαντεία ήταν ένα είδος μαντείας κατά την αρχαιότητα, που εξασκούνταν αρχικά από μάντεις της Βαβυλωνίας. Αφού παρατηρούσαν τα άστρα και προσέφεραν θυσία στους θεούς, στη συνέχεια κατευθύνονταν προς τον ναό του Ήλιου. Μπροστά στο άγαλμα του θεού Ήλιου γέμιζαν με νερό από τον Ευφράτη ένα ειδικό δοχείο και μετά έριχναν λάδι. Στη συνέχεια, εκστασιάζονταν και σύμφωνα με τις κινήσεις και τα σχήματα που δημιουργούσαν τα δύο υγρά κατέληγαν στα ανάλογα συμπεράσματα.
Υδρομαντεία.
Η Υδρομαντεία ήταν αρχαία μαντική τέχνη που ασκούνταν με τη βοήθεια ή παρουσία νερού με διάφορους τρόπους. Στις περισσότερες περιοχές η υδρομαντεία περιοριζόταν στην παρατήρηση της ήρεμης επιφάνειας νερού μέσα σε δοχείο όπου στη συνέχεια έριχναν πολύτιμα αντικείμενα και παρακολουθούσαν τους σχηματιζόμενους κύκλους ή τον τρόπο βύθισής τους.
Αυτόματες κινήσεις του σώματος.
Οι αυτόματες κινήσεις του σώματος, όπως το παίξιμο του ματιού, το βούισμα του αυτιού, ο πταρμός (φτέρνισμα), ο λόξυγκας κλπ θεωρούνταν από πολλούς θεϊκό σημάδι. Η άποψη του Αθηναίου είναι ότι το φτέρνισμα και ο λόξυγκας προέρχονταν από τους θεούς και γι’ αυτό το λόγο αντιμετωπίζονταν ως κάτι το ιερό, και εξηγούνται από το γεγονός ότι κάποιος θεός ή κάποιο πνεύμα εκφράζεται χωρίς τη θέληση του ατόμου, αφού αποτελούν αντανακλαστικές ενέργειες.
Θεοκρισία.
Αποτελεί μια αξιοπερίεργη μορφή μαντικής τέχνης, η οποία σχετίζεται με δίκη κατηγορουμένων. Μια μορφή θεοκρισίας είναι αυτή κατά την οποία ο Θεός δεν δέχεται τον ένοχο και έτσι αυτός αθωώνεται, και μια άλλη μορφή είναι αυτή κατά την οποία ο πραγματικά ένοχος, αφού μπει στο νερό, βυθίζεται, και το γεγονός αυτό θεωρείται θεϊκό σημάδι, με αποτέλεσμα ο ένοχος να καταδικάζεται.
Οι μάντεις ήταν ειδικά προικισμένα άτομα, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να ερμηνεύουν τα μηνύματα των θεών. Ήταν ιερά πρόσωπα και ταυτίζονταν αρχικά με τους μάγους – θεραπευτές, οι οποίοι είχαν την ικανότητα να επικοινωνήσουν με πνεύματα ή θεούς. Το πιο σημαντικό προσόν για έναν μάντη ήταν αναμφισβήτητα η καταγωγή από γένος μάντεων, επομένως πιθανότατα να κυριαρχούσαν ορισμένες οικογένειες μάντεων.
Το γεγονός αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να επικυρώνεται η μαντική τους ικανότητα εξαιτίας της καταγωγής τους, όπως επίσης και να μεταδίδεται η γνώση από τους προγόνους στους απογόνους. Οι μάντεις χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: α) αυτοί που ανήκαν στη φυσική ή άτεχνη μαντική, (π.χ. Πυθία, Σίβυλλα κλπ), η οποία δε διδασκόταν, αλλά ο μάντης προσέφερε τον χρησμό του εξαιτίας της «κατοχής» του από έναν θεό ή πνεύμα και β) αυτοί που ασκούσαν την έντεχνη μαντική και εξηγούσαν σημεία τα οποία γνώριζαν έπειτα από σπουδή (π.χ. Κάλχας, Τειρεσίας).
Οι μάντεις στην αρχαία Ελλάδα κατείχαν μια ιδιαίτερα υψηλή κοινωνική θέση. Ήδη από τα χρόνια του Ομήρου οι μάντεις αποτελούσαν επαγγελματική τάξη που συμπεριλαμβάνονταν στους δημιουργούς, δηλαδή σε αυτούς που προσέφεραν έργο στο δήμο. Οι πολίτες δεν προέβαιναν σε καμιά ενέργεια, χωρίς να πάρουν πρώτα τη συμβουλή των μάντεων.
Αυτοί επενέβαιναν σε κρίσιμες καταστάσεις και ήταν σε θέση να εξηγήσουν την αιτία της κρίσης, ποιος ήταν ο θεός που προσβλήθηκε και ποιες ήταν οι πράξεις που απαιτούνταν για εξιλέωση. Επίσης, έκριναν αν η τελούμενη θυσία ήταν αρεστή στους θεούς, κι αν όχι, επαναλαμβανόταν. Αυτή τους η υψηλή κοινωνική θέση φαίνεται καθαρά και από το γεγονός ότι επηρέαζαν την εξουσία, κι έτσι εκμισθώνονταν από κορυφαίους ηγέτες.
Παρ’ όλα αυτά δεν έλειπαν και οι τάσεις αμφισβήτησης των μάντεων. Κατηγορούνταν για φιλαργυρία, ανικανότητα πρόβλεψης καθώς και ψευδή χρησμοδοσία κατά παραγγελία. Αυτή η αμφισβήτηση ξεκίνησε στην Αθήνα τον 5ο αιώνα εξαιτίας της συντριπτικής ήττας των Αθηναίων στη Σικελία, η οποία περιόρισε την επιρροή τους.
Οι πιο γνωστοί και σημαντικότεροι μάντεις της αρχαίας Ελλάδας ήταν οι εξής:
Κάλχας
Ο Κάλχας ήταν γιος του Θέστορος και καταγόταν από τις Μυκήνες ή τα Μέγαρα. Η προφητική του ικανότητα ήταν δώρο από τον θεό Απόλλωνα, του οποίου ήταν απόγονος. Η προφητεία του στηριζόταν στην οιωνοσκοπία, δηλαδή παρατηρούσε το πέταγμα των πουλιών. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η καλή του γνώση σε γεγονότα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και το γεγονός ότι οι προφητείες του ήταν σε ποιητικό μέτρο. Οι προβλέψεις του ήταν από όλους πιστευτές, παρ’ όλο που αναστάτωναν την κοινωνία. Το όνομά του έχει συνδεθεί άμεσα με τον Τρωικό πόλεμο, όπου προέβλεψε διάφορα σημαντικά στοιχεία προς όφελος των Αχαιών.
Ο Κάλχας ήξερε ότι θα πέθαινε όταν θα συναντούσε μάντη καλύτερό του. Πράγματι, γνώρισε τον Μόψο, αναμετρήθηκαν στις ικανότητες μαντικής κι αφού ο Μόψος νίκησε, ο Κάλχας πέθανε από την λύπη του ή αυτοκτόνησε. Μια ακόμη πιθανή εκδοχή του θανάτου του είναι η εξής: κάποιος προφήτης του είχε πει ότι δεν θα προλάβαινε να πιει κρασί από το αμπέλι που καλλιεργούσε, όμως ο Κάλχας τον αμφισβήτησε. Έτσι όταν έφτασε η μέρα να δοκιμάσει το κρασί του αμπελιού του, ο προφήτης του υπενθύμισε τα λόγια του, και ο Κάλχας έσκασε από τα γέλια του, χωρίς να προλάβει να δοκιμάσει το κρασί.
Τειρεσίας
Ο Τειρεσίας ήταν ο πιο φημισμένος μάντης της Ελλάδας και καταγόταν από τη Θήβα. Πατέρας του ήταν ο Ευήρης και η νύμφη Χαρικλώ, η οποία ήταν θεραπαινίδα και φίλη της θεάς Αθηνάς. Ήταν τυφλός μάντης και υπάρχουν δύο εκδοχές για τα αίτια της τύφλωσής του.
Α) Κατά την πρώτη εκδοχή, λέγεται πως καθώς πήγαινε για κυνήγι, δίψασε και πήγε να πιει νερό από μια πηγή. Σ’αυτήν την πηγή όμως λουζόταν η θεά Αθηνά, η οποία εξοργισμένη τον τύφλωσε, επειδή ήταν ντροπή για έναν θνητό να αντικρίσει θεό γυμνό. Μετά όμως από την έντονη παράκληση της μητέρας του να ξαναδώσει το φως στο γιο της, η θεά Αθηνά, που δεν μπορούσε να αλλάξει την αποφασή της σύμφωνα με τους θεϊκούς νόμους, του έδωσε το χάρισμα της οιωνοσκοπίας (δηλαδή να ακούει τις φωνές των πουλιών), καθώς και ένα σκήπτρο με το οποίο μπορούσε να περπατάει με ευκολία.
Β) Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, κάποτε ο Τειρεσίας είδε δύο φίδια να ζευγαρώνουν κι επειδή του επιτέθηκαν σκότωσε το θυληκό. Έτσι, μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Έπειτα από επτά όμως χρόνια έτυχε να ξαναδεί στο ίδιο μέρος φίδια να ζευγαρώνουν και σκοτώνοντας το αρσενικό ξαναέγινε άντρας.
Σε μία διαμάχη του Δία με την Ήρα, σχετικά με το ποιος αισθάνεται μεγαλύτερη ηδονή στην ερωτική πράξη, ο άνδρας ή η γυναίκα, κλήθηκε ο Τειρεσίας να λύσει την διαφωνία καθώς είχε υπάρξει και άνδρας και γυναίκα.
Ο Δίας υποστήριζε πως ήταν η γυναίκα που ένιωθε την περισσότερη απόλαυση, ενώ η Ήρα το αντίθετο. Επειδή ο Τειρεσίας υποστήριξε πως από τα δέκα μέρη της ηδονής τα εννιά τα απολαμβάνει η γυναίκα ενώ μόνο ένα ο άνδρας, η Ήρα θύμωσε και τον τύφλωσε. Ο Δίας από την άλλη πλευρά για να τον ανταμείψει τον άφησε να ζήσει επτά γενεές ανθρώπων και του χάρισε την ικανότητα της προφητείας.
Η σημαντικότερη δράση του ήταν στα γεγονότα της θηβαϊκής ιστορίας. Το χάρισμα της μακροζωίας δεν του προσέφερε την αναμενόμενη ευτυχία, επειδή αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες και έζησε πολλά τραγικά γεγονότα. Ακόμα και στον Άδη συνέχισε να ασκεί τη μαντική τέχνη, διατηρώντας την φήμη του και στον Κάτω Κόσμο, όπου πήγε να τον συμβουλευτεί ο Οδυσσέας για να πληροφορηθεί για τα δεινά που επρόκειτο να περάσει μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Μαντεία αφιερωμένα στον Τειρεσία σώζονταν στη Θήβα και στον Ορχομενό.
Σίβυλλες
Η λέξη Σίβυλλα στην αρχαιότητα χαρακτήριζε οποιαδήποτε γυναίκα είχε τη δυνατότητα να προφητεύει χωρίς να της τεθεί ερώτηση, όταν βρισκόταν σε έκσταση, συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά μελλοντικά συμβάντα. Όπως πίστευαν οι αρχαίοι η προφητική της ικανότητα οφειλόταν στην επαφή της με ένα θεϊκό πνεύμα. Το χάρισμά τους πιστεύεται πως το αποκτούσαν ήδη από τη γέννησή τους.
Αντιμετωπίζονταν ως θεάνθρωποι, δίχως να έχουν την αθανασία αλλά μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από κάθε θνητό. Κρατούσαν στο χέρι τους σύμφωνα με την παράδοση τη σαμβύκη που ήταν ένα είδος τριγωνικής λύρας. Επίσης η παρθενία τους ήταν μια σημαντική προϋπόθεση για να επικοινωνήσουν με το θεό. Ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι δεν ανήκαν σε κανένα μαντείο και ήταν ανεξάρτητες. Η ύπαρξή τους δεν είχε αμφισβητηθεί ποτέ στην αρχαιότητα.
Η κύρια διαφορά ανάμεσα στις Σίβυλλες και στις προφήτισσες ήταν ότι οι προφήτισσες έπρεπε να ερωτηθούν προτού δώσουν την προφητεία, ενώ οι Σίβυλλες, όπως προαναφέρθηκε, προφήτευαν δίχως να ερωτηθούν.
Στα αρχαία ελληνικά κείμενα γίνεται λόγος για μία Σίβυλλα (πχ. κείμενα του Ηράκλειτου, του Ευριπίδη και του Πλάτωνα), ενώ ο πρώτος που μιλάει για παραπάνω από μία Σίβυλλες είναι ο Αριστοτέλης. Το γεγονός ότι μετακινούνταν από τον έναν τόπο στον άλλον για να δώσουν την προφητεία τους αποτελεί αιτία για να γίνει πιστευτή η ύπαρξη πολλών Σιβύλλων.
Το όνομα Σίβυλλα δεν έχει ούτε ελληνικές ούτε λατινικές ρίζες και γι’ αυτό η ετυμολογία της λέξης δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Πίστευαν ότι ήταν σύνθετη, από τον δωρικό τύπο σιός (=θεός) και τον αιολικό βόλλα (=βουλή, θέληση). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολογία λοιπόν, η λέξη Σίβυλλα σήμαινε γυναίκα που αποκάλυπτε τη θέληση του Θεού.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η πιο παλιά Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη, κόρη του Δία, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Σύμφωνα με τους αρχαίους θρύλους σε όλη την αρχαιότητα υπήρξαν συνολικά 12 Σίβυλλες. Οι πιο γνωστές ήταν η Ιδαία Σίβυλλα, η Σαμία Σίβυλλα, η Ερυθρά Σίβυλλα (Ηροφίλη), η Δελφική Σίβυλλα και η Κυμαία Σίβυλλα (ή Δημώ ή Δημοφίλη).
Βάκις
Ήταν τάξη αρχαίων χρησμολόγων που άκμασε στην Ελλάδα από τον 8ο ως τον 6ο αιώνα π.Χ. Οι πιο γνωστοί είναι τρεις: ένας από τη Βοιωτία, ένας από την Αθήνα και ένας από την Αρκαδία.
Πηγη1 / Πηγή2