Η Ελλάδα ήταν -μάλλον- Αθηναία, αλλά έζησε, πέθανε και θάφτηκε, στα Ρωμαϊκά χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. 90 χρόνια μετά την ανακάλυψή της, οι αποθήκες οπού ήταν κλεισμένη άνοιξαν, προκειμένου να ψηφιοποιηθούν και να μελετηθούν εκ νέου.
Όπως προέκυψε από τις εισηγήσεις των Π. Αδάμ-Βελένη - Α. Τουλουμτζίδου, «...Το όνομα Ελλάς απαντά μόλις δύο φορές στη Μακεδονία, αλλά πέντε φορές στην Αθήνα. Σε συνδυασμό με την αττική προέλευση της σαρκοφάγου και τις ομοιότητες της παράστασης με χάλκινες κοπές της Αθήνας θα μπορούσε ίσως να υποτεθεί μια καταγωγή της Ελλάδος από την Αθήνα».
Η Ελλάδα (βαπτιστικό όνομα γυναίκας), βρέθηκε ενώ πραγματοποιούνταν εργασίες για τη διάνοιξη της οδού Λαγκαδά το 1929. Στο εσωτερικό της εντυπωσιακής μαρμάρινης, με παράσταση αμαζονομαχίας, σαρκοφάγου βρέθηκε ένα χρυσό δακτυλίδι με έγγλυφη προτομή Αθηνάς στη σφενδόνη του και χαραγμένο γύρω της το όνομα της κατόχου του στην δοτική (ΕΛΛΑΔΙ).
Η ογκώδης και βαρύτατη σαρκοφάγος μεταφέρθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (αρχικά στο Γενί Τζαμί και ύστερα από 33 χρόνια, το 1962, στο σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης), τα λιγοστά κτερίσματα συγκεντρώθηκαν πρόχειρα, καταγράφηκαν και «καταχώθηκαν» στις αποθήκες του, κοντά στην Πύλη της Καλαμαριάς, και περιείχε οστά ζεύγους και ξύλινο κιβώτιο με χρυσά κοσμήματα.
Κάτοχοι των ενεπίγραφων και μη σαρκοφάγων ήταν Ρωμαίοι πολίτες της εποχής (1ος-3ος μ.Χ αιώνας) με εξέχουσες θέσεις που τους επέτρεπαν να «κοσμούνται» και μετά θάνατο με χρυσά δακτυλίδια, διπλές χρυσές δανάκες (με κεφαλή μάλιστα Μ. Αλεξάνδρου), περίαπτα με απεικονίσεις της Τύχης - Fortuna με πηδάλιο και κέρας Αμάλθειας, ένα περίαπτο σε σχήμα λύχνου, κοσμήματα με τη μορφή του Θεού (υγείας) Ασκληπιού, ένα χρυσό δακτυλίδι με γαλάζιο ζαφείρι σπάνιου τύπου καθώς αρχικά ανήκε σε ενώτιο, όπως δηλώνει το σχεδόν δακρυόσχημο σχήμα του και μια μικρή οπή στο στενότερο άκρο του, διπλή χρυσή δανάκη (νόμισμα) με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου στη μία όψη και γυμνού Μ. Αλεξάνδρου καθισμένου σε βράχο και Βουκεφάλα στην άλλη.
Περιμετρικά υπάρχει η επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, αλλά κι ένα χρυσό δακτυλίδι με δακτυλιόλιθο από σαρδόνυχα, που απεικονίζει ανάγλυφα τη χειραψία ενός ανδρικού και ενός γυναικείου χεριού, συνοδευόμενη από την επιγραφή ΟΜΟΝΟΙΑ.
Όπως τονίστηκε στην εισήγηση, «Γενικά η χειραψία των δεξιών χεριών στον ρωμαϊκό κόσμο, συμβόλιζε την αμοιβαία πίστη στο κλείσιμο μιας συμφωνίας ή συμβολαίου. Δακτυλίδια με όμοιες απεικονίσεις, συχνά συνοδευόμενα από την επιγραφή ΟΜΟΝΟΙΑ αποτελούσαν ωστόσο δακτυλίδια γάμου που δίδονταν από τον μέλλοντα σύζυγο στη γυναίκα, για να φορεθεί στο μεσαίο δάκτυλο του αριστερού χεριού καθώς η φλέβα που ξεκινούσε από αυτό το δάκτυλο θεωρούνταν πως κατέληγε στην καρδιά...».
«Συνοψίζοντας, ο μικρός αριθμός των χρυσών κοσμημάτων στις ασύλητες σαρκοφάγους δεν συνιστά ένδειξη ένδειας των κατόχων τους αλλά πιθανότατα σχετίζεται με τη μαρτυρημένη κληροδότηση των περιουσιακών στοιχείων στους συγγενείς, αφήνοντας στους νεκρούς την πολυτέλεια της κατοχής των απολύτως προσωπικών αντικειμένων, όπως των σφραγιστικών δακτυλιδιών.
Στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά τον 3ο αι. μ.Χ., στη σκιά των βαρβαρικών επιδρομών, τη θέση του χαρώνειου οβολού λαμβάνουν σπανιότερα τα χρυσά νομίσματα και συχνότερα οι δανάκες, οι οποίες αποτυπώνουν με ενάργεια στην περίπτωση αυτών που απεικονίζουν τον Μ. Αλέξανδρο, την παραμυθία που αναζητά η άρχουσα τάξη στην αναπόληση του ένδοξου παρελθόντος».
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Πηγή
Όπως προέκυψε από τις εισηγήσεις των Π. Αδάμ-Βελένη - Α. Τουλουμτζίδου, «...Το όνομα Ελλάς απαντά μόλις δύο φορές στη Μακεδονία, αλλά πέντε φορές στην Αθήνα. Σε συνδυασμό με την αττική προέλευση της σαρκοφάγου και τις ομοιότητες της παράστασης με χάλκινες κοπές της Αθήνας θα μπορούσε ίσως να υποτεθεί μια καταγωγή της Ελλάδος από την Αθήνα».
Η προϊστορία
Η Ελλάδα (βαπτιστικό όνομα γυναίκας), βρέθηκε ενώ πραγματοποιούνταν εργασίες για τη διάνοιξη της οδού Λαγκαδά το 1929. Στο εσωτερικό της εντυπωσιακής μαρμάρινης, με παράσταση αμαζονομαχίας, σαρκοφάγου βρέθηκε ένα χρυσό δακτυλίδι με έγγλυφη προτομή Αθηνάς στη σφενδόνη του και χαραγμένο γύρω της το όνομα της κατόχου του στην δοτική (ΕΛΛΑΔΙ).
Η ογκώδης και βαρύτατη σαρκοφάγος μεταφέρθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (αρχικά στο Γενί Τζαμί και ύστερα από 33 χρόνια, το 1962, στο σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης), τα λιγοστά κτερίσματα συγκεντρώθηκαν πρόχειρα, καταγράφηκαν και «καταχώθηκαν» στις αποθήκες του, κοντά στην Πύλη της Καλαμαριάς, και περιείχε οστά ζεύγους και ξύλινο κιβώτιο με χρυσά κοσμήματα.
Τα κοσμήματα
Κάτοχοι των ενεπίγραφων και μη σαρκοφάγων ήταν Ρωμαίοι πολίτες της εποχής (1ος-3ος μ.Χ αιώνας) με εξέχουσες θέσεις που τους επέτρεπαν να «κοσμούνται» και μετά θάνατο με χρυσά δακτυλίδια, διπλές χρυσές δανάκες (με κεφαλή μάλιστα Μ. Αλεξάνδρου), περίαπτα με απεικονίσεις της Τύχης - Fortuna με πηδάλιο και κέρας Αμάλθειας, ένα περίαπτο σε σχήμα λύχνου, κοσμήματα με τη μορφή του Θεού (υγείας) Ασκληπιού, ένα χρυσό δακτυλίδι με γαλάζιο ζαφείρι σπάνιου τύπου καθώς αρχικά ανήκε σε ενώτιο, όπως δηλώνει το σχεδόν δακρυόσχημο σχήμα του και μια μικρή οπή στο στενότερο άκρο του, διπλή χρυσή δανάκη (νόμισμα) με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου στη μία όψη και γυμνού Μ. Αλεξάνδρου καθισμένου σε βράχο και Βουκεφάλα στην άλλη.
Περιμετρικά υπάρχει η επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, αλλά κι ένα χρυσό δακτυλίδι με δακτυλιόλιθο από σαρδόνυχα, που απεικονίζει ανάγλυφα τη χειραψία ενός ανδρικού και ενός γυναικείου χεριού, συνοδευόμενη από την επιγραφή ΟΜΟΝΟΙΑ.
Όπως τονίστηκε στην εισήγηση, «Γενικά η χειραψία των δεξιών χεριών στον ρωμαϊκό κόσμο, συμβόλιζε την αμοιβαία πίστη στο κλείσιμο μιας συμφωνίας ή συμβολαίου. Δακτυλίδια με όμοιες απεικονίσεις, συχνά συνοδευόμενα από την επιγραφή ΟΜΟΝΟΙΑ αποτελούσαν ωστόσο δακτυλίδια γάμου που δίδονταν από τον μέλλοντα σύζυγο στη γυναίκα, για να φορεθεί στο μεσαίο δάκτυλο του αριστερού χεριού καθώς η φλέβα που ξεκινούσε από αυτό το δάκτυλο θεωρούνταν πως κατέληγε στην καρδιά...».
«Συνοψίζοντας, ο μικρός αριθμός των χρυσών κοσμημάτων στις ασύλητες σαρκοφάγους δεν συνιστά ένδειξη ένδειας των κατόχων τους αλλά πιθανότατα σχετίζεται με τη μαρτυρημένη κληροδότηση των περιουσιακών στοιχείων στους συγγενείς, αφήνοντας στους νεκρούς την πολυτέλεια της κατοχής των απολύτως προσωπικών αντικειμένων, όπως των σφραγιστικών δακτυλιδιών.
Στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά τον 3ο αι. μ.Χ., στη σκιά των βαρβαρικών επιδρομών, τη θέση του χαρώνειου οβολού λαμβάνουν σπανιότερα τα χρυσά νομίσματα και συχνότερα οι δανάκες, οι οποίες αποτυπώνουν με ενάργεια στην περίπτωση αυτών που απεικονίζουν τον Μ. Αλέξανδρο, την παραμυθία που αναζητά η άρχουσα τάξη στην αναπόληση του ένδοξου παρελθόντος».
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Πηγή