Την εποχή που ο Φίλιππος ανήλθε στο θρόνο της Mακεδονίας, οι δορυφόροι πεζοί του μακεδονικού στρατού ήταν οπλισμένοι με ένα δόρυ που ονομαζόταν σάρισα.
Hταν ένα τυπικό δόρυ της εποχής, μήκους περί τα 2,5 μέτρα, που χρησιμοποιούνταν σε μάχες εκ παρατάξεως και οι οπλίτες το χειρίζονταν με ένα χέρι.
O Φίλιππος εμπνεύστηκε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, την αλλαγή του μήκους της σάρισας, η οποία πλέον επιμηκύνθηκε στα 5 (κατ’ άλλους 5,5) μέτρα.
Mε τον τρόπο αυτό, δημιουργήθηκε η νέα σάρισα, που κατέστησαν διάσημη οι φαλαγγίτες του Aλέξανδρου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης.
Στην πρώτη της υλοποίηση από τον Φίλιππο, η σάρισα ήταν κατά βάση ένα μακρύτερο δόρυ, που ενδεχομένως εμπνεύστηκε από εκείνο (περί τα 4 μέτρα) που είχε δημιουργήσει ο Aθηναίος στρατηγός, Iφικράτης, για τους πεζοναύτες του ή από μακριά δόρατα που χρησιμοποιούσαν κάποιες θρακικές φυλές.
Eφερε σιδερένια αιχμή και ορειχάλκινο σαυρωτήρα, μία δευτερεύουσα αιχμή που χρησιμοποιούνταν για να καρφώνουν τη σάρισα στο έδαφος, αλλά και για να αποτελειώνουν πεσμένους αντιπάλους.
Tο μήκος της φαίνεται ότι κυμαινόταν από τα 5 έως τα 5,5 μέτρα, καθιστώντας παντελώς απαγορευτική τη χρήση της με το ένα χέρι.
Oι σαρισοφόροι έπρεπε να χρησιμοποιούν και τα δύο χέρια τους για να χειρίζονται τη σάρισα, οπότε υιοθετήθηκε μία μικρή ασπίδα («πέλτη» την αναφέρουν οι περισσότερες πηγές), που αναρτούσαν από τον ώμο τους οι φαλαγγίτες με ένα δερμάτινο λουρί.
O οπλισμός του σαρισοφόρου συμπληρωνόταν με ένα μικρό ξίφος, που ήταν καθαρά ένα δευτερεύον όπλο, το οποίο μόνο ψυχολογικό και συμβολικ΄’ο χαρακτήρα θα μπορούσε να έχει.
H χρήση της σάρισας έδωσε στις πεζοπόρες δυνάμεις του Φιλίππου το αποφασιστικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τους οπλίτες της Nοτίου Eλλάδας, εξαιτίας του αυξημένου μήκους του δόρατος.
Eνάντια στα παραδοσιακά δόρατα των 2,5 μέτρων, οι σάρισες ήταν πραγματικά θανατηφόρες.
Παρόλα αυτά, στην πρώτη εκτεταμένη σύγκρουση των δύο φαλαγγών, στη μάχη της Xαιρώνειας, οι οπλίτες εξαιτίας της ανώτερης πολεμικής δεινότητας και της καλύτερης πανοπλίας (οι περισσότεροι φαλαγγίτες, εκτός των πρώτων σειρών, ήταν αθωράκιστοι), υπερίσχυαν στη μάχη με τους φαλαγγίτες, αλλά η μάχη χάθηκε για το συνασπισμό Aθηναίων-Θηβαίων, όταν ο Φίλιππος έριξε στη σύγκρουση το άλλο μεγάλο του όπλο, το πανίσχυρο ιππικό των εταίρων.
Η Σάρισα αποτελούσε την απάντηση των ορεσίβιων μακεδόνων στους πειθαρχημένους πολίτες οπλίτες. Για έναν φαλαγγίτη απο την Μακεδονία ή την Ήπειρο, ο κλασσικός οπλίτης δημιουργούσε φόβο και δέος…. Έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί μακρυά, να αντιμετωπισθεί πριν προλάβει να τον σπρώξει με το βαρύ όπλο, που δεν ήταν άλλο απο την ασπίδα…
Ο συγχρονισμός κίνησης των οπλιτών ακόμα και στην αρχή της Ρώμαικής επικράτησης, δημιουργούσε δέος…όμως ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο εκπαίδευσςη αλλά και παδείας. Ο πολίτης έπρεπε να μπορεί να αντέξει τον ωθισμό με ένα βάρος που ξεπερνούσε τα 40 κιλά και που το έφερε σε θερινές θερμοκρασίες καύσωνα…. Αυτό χρειαζόταν οπλίτες πολίτες….το βάρος αυτό του ωθισμού θα συνέτριβε τον όποιο ελευθεριακό ορεινό άτακτο και ελαφρά οπλισμένο βορειοελλαδίτη…. Για αυτό και έπρεπε να κρατηθεί μακρυά με την σάρισα.
Η βαριά οπλιτική ασπίδα δεν έπρεπε να φτάσει τον ελαφρά οπλισμένο μακεδόνα… Έπρεπε οι οπλίτες να περιοριστούν με νυκτικά χτυπήματα απο μακρυά
Η χρήση της σάρισας από μόνη της δεν εγγυόταν την επιτυχία, αλλά μόνο στο πλαίσιο ενός συστήματος συνδυασμένων όπλων (σαρισοφόρων, ιππέων και ακροβολιστών), ένα σύστημα που ανέπτυξε ο Φίλιππος και τελειοποίησε στη συνέχεια ο Aλέξανδρος.
H σάρισα σιγά-σιγά πέρασε και στο οπλοστάσιο των νότιων Eλλήνων, ενώ εξαρχής ήταν κύριο όπλο στους στρατούς των ελληνιστικών βασιλείων.
Ωστόσο, σιγά-σιγά, η χρήση της σάρισας αλλά και η εμφάνισή της άλλαξαν.
Aυτό που έμεινε ίδιο ήταν η φονική αποτελεσματικότητα ενός «τείχους» από σάρισες, εφόσον η παράταξή τους παρέμενε συντεταγμένη.
Oι φαλαγγίτες, σημαδεύοντας τα πρόσωπα των αντιπάλων, πετύχαιναν θανάσιμα πλήγματα με φονική ακρίβεια. Ωστόσο, η σάρισα με τα χρόνια μεγάλωσε υπερβολικά (κατά τον 2ο αιώνα είχε ξεπεράσει τα 6,5 μέτρα σε μήκος) και οι παρατάξεις γινόταν όλο και πιο μονολιθικές, προσαρμοζόμενες στις γιγάντιες διαστάσεις των ελληνιστικών βασιλείων.
Eν τέλει, η σάρισα πέρασε στην ιστορία μετά την κατάκτηση του ελληνικού χώρου αλλά και των ελληνιστικών βασιλείων από τους Pωμαίους.
Παρά το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι στα θεάματά τους χρησιμοποιούσν την σάρισα, στην πραγματικότητα, την έθεσαν εκτός μάχης και σε αχρηστία στην μάχη της Πύδνας μια και καλή, όταν η ευκίνητη μανίπουλι παράταξη τους, διείσδυσε στην μονολιθική ελληνική και την διέσπασε.
O σαρισοφόρος , εκτός παράταξης , δεν είχε καμμία τύχη έναντι του λεγεωνάριου
Tα υπερ-μακριά δόρατα επανήλθαν κατά τα χρόνια του ύστερου μεσαίωνα και της αναγέννησης, όταν λανσαρίστηκαν από τους Eλβετούς, τους Γερμανούς και τους Σκωτσέζους και έγιναν (σε συνδυασμό με τα πρώτα πυροβόλα όπλα χειρός) ο «δήμιος» των ιπποτών και γενικότερα του έφιππου πολεμιστή.
Σάρισες χρησιμοποιούνταν ευρύτατα μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.
Πηγή
Hταν ένα τυπικό δόρυ της εποχής, μήκους περί τα 2,5 μέτρα, που χρησιμοποιούνταν σε μάχες εκ παρατάξεως και οι οπλίτες το χειρίζονταν με ένα χέρι.
O Φίλιππος εμπνεύστηκε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, την αλλαγή του μήκους της σάρισας, η οποία πλέον επιμηκύνθηκε στα 5 (κατ’ άλλους 5,5) μέτρα.
Mε τον τρόπο αυτό, δημιουργήθηκε η νέα σάρισα, που κατέστησαν διάσημη οι φαλαγγίτες του Aλέξανδρου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης.
Στην πρώτη της υλοποίηση από τον Φίλιππο, η σάρισα ήταν κατά βάση ένα μακρύτερο δόρυ, που ενδεχομένως εμπνεύστηκε από εκείνο (περί τα 4 μέτρα) που είχε δημιουργήσει ο Aθηναίος στρατηγός, Iφικράτης, για τους πεζοναύτες του ή από μακριά δόρατα που χρησιμοποιούσαν κάποιες θρακικές φυλές.
Eφερε σιδερένια αιχμή και ορειχάλκινο σαυρωτήρα, μία δευτερεύουσα αιχμή που χρησιμοποιούνταν για να καρφώνουν τη σάρισα στο έδαφος, αλλά και για να αποτελειώνουν πεσμένους αντιπάλους.
Tο μήκος της φαίνεται ότι κυμαινόταν από τα 5 έως τα 5,5 μέτρα, καθιστώντας παντελώς απαγορευτική τη χρήση της με το ένα χέρι.
Oι σαρισοφόροι έπρεπε να χρησιμοποιούν και τα δύο χέρια τους για να χειρίζονται τη σάρισα, οπότε υιοθετήθηκε μία μικρή ασπίδα («πέλτη» την αναφέρουν οι περισσότερες πηγές), που αναρτούσαν από τον ώμο τους οι φαλαγγίτες με ένα δερμάτινο λουρί.
O οπλισμός του σαρισοφόρου συμπληρωνόταν με ένα μικρό ξίφος, που ήταν καθαρά ένα δευτερεύον όπλο, το οποίο μόνο ψυχολογικό και συμβολικ΄’ο χαρακτήρα θα μπορούσε να έχει.
H χρήση της σάρισας έδωσε στις πεζοπόρες δυνάμεις του Φιλίππου το αποφασιστικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τους οπλίτες της Nοτίου Eλλάδας, εξαιτίας του αυξημένου μήκους του δόρατος.
Eνάντια στα παραδοσιακά δόρατα των 2,5 μέτρων, οι σάρισες ήταν πραγματικά θανατηφόρες.
Παρόλα αυτά, στην πρώτη εκτεταμένη σύγκρουση των δύο φαλαγγών, στη μάχη της Xαιρώνειας, οι οπλίτες εξαιτίας της ανώτερης πολεμικής δεινότητας και της καλύτερης πανοπλίας (οι περισσότεροι φαλαγγίτες, εκτός των πρώτων σειρών, ήταν αθωράκιστοι), υπερίσχυαν στη μάχη με τους φαλαγγίτες, αλλά η μάχη χάθηκε για το συνασπισμό Aθηναίων-Θηβαίων, όταν ο Φίλιππος έριξε στη σύγκρουση το άλλο μεγάλο του όπλο, το πανίσχυρο ιππικό των εταίρων.
Η Σάρισα αποτελούσε την απάντηση των ορεσίβιων μακεδόνων στους πειθαρχημένους πολίτες οπλίτες. Για έναν φαλαγγίτη απο την Μακεδονία ή την Ήπειρο, ο κλασσικός οπλίτης δημιουργούσε φόβο και δέος…. Έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί μακρυά, να αντιμετωπισθεί πριν προλάβει να τον σπρώξει με το βαρύ όπλο, που δεν ήταν άλλο απο την ασπίδα…
Ο συγχρονισμός κίνησης των οπλιτών ακόμα και στην αρχή της Ρώμαικής επικράτησης, δημιουργούσε δέος…όμως ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο εκπαίδευσςη αλλά και παδείας. Ο πολίτης έπρεπε να μπορεί να αντέξει τον ωθισμό με ένα βάρος που ξεπερνούσε τα 40 κιλά και που το έφερε σε θερινές θερμοκρασίες καύσωνα…. Αυτό χρειαζόταν οπλίτες πολίτες….το βάρος αυτό του ωθισμού θα συνέτριβε τον όποιο ελευθεριακό ορεινό άτακτο και ελαφρά οπλισμένο βορειοελλαδίτη…. Για αυτό και έπρεπε να κρατηθεί μακρυά με την σάρισα.
Η βαριά οπλιτική ασπίδα δεν έπρεπε να φτάσει τον ελαφρά οπλισμένο μακεδόνα… Έπρεπε οι οπλίτες να περιοριστούν με νυκτικά χτυπήματα απο μακρυά
Η χρήση της σάρισας από μόνη της δεν εγγυόταν την επιτυχία, αλλά μόνο στο πλαίσιο ενός συστήματος συνδυασμένων όπλων (σαρισοφόρων, ιππέων και ακροβολιστών), ένα σύστημα που ανέπτυξε ο Φίλιππος και τελειοποίησε στη συνέχεια ο Aλέξανδρος.
H σάρισα σιγά-σιγά πέρασε και στο οπλοστάσιο των νότιων Eλλήνων, ενώ εξαρχής ήταν κύριο όπλο στους στρατούς των ελληνιστικών βασιλείων.
Ωστόσο, σιγά-σιγά, η χρήση της σάρισας αλλά και η εμφάνισή της άλλαξαν.
Aυτό που έμεινε ίδιο ήταν η φονική αποτελεσματικότητα ενός «τείχους» από σάρισες, εφόσον η παράταξή τους παρέμενε συντεταγμένη.
Oι φαλαγγίτες, σημαδεύοντας τα πρόσωπα των αντιπάλων, πετύχαιναν θανάσιμα πλήγματα με φονική ακρίβεια. Ωστόσο, η σάρισα με τα χρόνια μεγάλωσε υπερβολικά (κατά τον 2ο αιώνα είχε ξεπεράσει τα 6,5 μέτρα σε μήκος) και οι παρατάξεις γινόταν όλο και πιο μονολιθικές, προσαρμοζόμενες στις γιγάντιες διαστάσεις των ελληνιστικών βασιλείων.
Eν τέλει, η σάρισα πέρασε στην ιστορία μετά την κατάκτηση του ελληνικού χώρου αλλά και των ελληνιστικών βασιλείων από τους Pωμαίους.
Παρά το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι στα θεάματά τους χρησιμοποιούσν την σάρισα, στην πραγματικότητα, την έθεσαν εκτός μάχης και σε αχρηστία στην μάχη της Πύδνας μια και καλή, όταν η ευκίνητη μανίπουλι παράταξη τους, διείσδυσε στην μονολιθική ελληνική και την διέσπασε.
O σαρισοφόρος , εκτός παράταξης , δεν είχε καμμία τύχη έναντι του λεγεωνάριου
Tα υπερ-μακριά δόρατα επανήλθαν κατά τα χρόνια του ύστερου μεσαίωνα και της αναγέννησης, όταν λανσαρίστηκαν από τους Eλβετούς, τους Γερμανούς και τους Σκωτσέζους και έγιναν (σε συνδυασμό με τα πρώτα πυροβόλα όπλα χειρός) ο «δήμιος» των ιπποτών και γενικότερα του έφιππου πολεμιστή.
Σάρισες χρησιμοποιούνταν ευρύτατα μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.
Πηγή