Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Οι προϊστορικοί βασιλείς της αρχαίας Αττικής

Ο Ακταίος (Ακτεύς), κατά τον Παυσανία ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας. Ήταν ο γιος του Ερυσίχθωνα, πατέρας της Άγραυλου και πεθερός του Κέκροπα, του διαδόχου του στη βασιλεία της πόλης.

Η παράδοση αναφέρει ότι έδωσε το όνομά του στην περιοχή της Αττικής, πριν ονομαστεί Κεκροπία από τον Κέκροπα.

Ο Ακταίος είχε τρεις κόρες τις: Άγραυλο, Έρση και Πάνδροσος, αλλά δεν είχε κανένα γιο. Εν συνεχεία ο Κέκροπας παντρεύτηκε την Άγραυλο και τον διαδέχτηκε στον θρόνο. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Κέκροπας ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής και οι τρεις αυτές κόρες ήταν δικές του.

Ο Κέκροπας ήταν πανάρχαια μορφή της Αττικής. Ήταν αυτόχθονος, γεννημένος από την ίδια τη Γη, και διφυής ως προς τη μορφή. ‘ Ηταν δηλ. ένα από τα παράξενα εκείνα δίμορφα πλάσματα, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι, όπως ο Τυφώνας. Λένε πως πριν να εμφανιστεί ο Κέκροπας, ο τόπος που μετά ονομά­στηκε Αθήνα λεγόταν αρχικά Ακτική ή Ακτή, από το όνομα ενός Ακταίου που ήταν ένας πανάρ­χαιος αυτόχθονος βασιλιάς στην Αττική.

Όταν πέθανε ο Ακταίος τον διαδέχτηκε ο Κέκροπας, έγινε βασιλιάς και κατοίκησε στο βράχο της Ακρό­πολης, που έχτισε τα τείχη της, και από το όνομα του ονομάστηκε «Κεκροπία». Ο Κέκροπας παντρεύτηκε την κόρη του Ακταί­ου ‘Αγραυλο (= «αυτή που μένει στους αγρούς») και απόκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ερυσίχθονα και τρεις κόρες, την ‘Αγραυλο, την Έρση και την Πάνδροσο. Ο γιος όμως δεν έμελλε να βασιλέ­ψει, γιατί πέθανε νέος όσο ζούσε ακόμα ο πατέ­ρας του.

Οι κόρες του Κέκροπα ήταν μορφές όπως οι ‘Ωρες και οι Νύμφες, και ήταν αυτές που έριχναν πάνω στους αγρούς και τα λιβάδια τη δρο­σιά, όπως το δείχνουν και τα ονόματα τους Άγραυλος, Έρση (δροσιά), Πάνδροσος. Στις χορταρένιες απλωσιές μπροστά από τους ναούς της Αθηνάς έστηναν το χορό με πρωτοχορευτή τον ίδιο τον Ερμή, ενώ ο Πάνας έπαιζε το σου­ραύλι του. Μία μάλιστα απ’ αυτές, η Έρση, ενώ­θηκε με τον Ερμή και γέννησε τον Κέφαλο.

Οι κόρες του Κέκροπα είχαν άσχημο τέλος, που προήλθε από την παρακάτω ιστορία: Η Αθηνά τους έδωσε να φυλάξουν ένα κιβώτιο, μέσα στο οποίο είχε κρύψει τον μικρό Εριχθόνιο, με την αυστηρή εντολή να μην το ανοίξουν.

Εκείνες όμως φλέγονταν από περιέργεια να μάθουν τι έκρυβε το κιβώτιο και παραβαίνοντας την εντολή της θεάς, το άνοιξαν. Την ίδια στιγμή τις χτύπησε και τις τρεις τρέλα και χωρίς να ξέρουν τι κάνουν άρχισαν να τρέχουν, ώσπου έπεσαν από τα τείχη της Ακρόπολης και σκοτώθηκαν.

Ο Κέκροπας αφού έγινε βασιλιάς πάνω στην Ακρόπολη άρχισε να παίρνει διάφορα μέτρα για να οργανώσει καλύτερα τη ζωή της πόλης του. Πρώ­τα, όπως είπαμε, έχτισε τα τείχη πάνω στο βράχο. Αργότερα χρειάστηκε να οργανώσει καλύτερα την άμυνα της χώρας, όταν απείλησαν εχθροί την Αττική. Από τη θάλασσα έφτασαν οι Κάρες και από την ξηρά εμφανίστηκαν οι Βοιωτοί, που τότε τους έλεγαν Άονας.

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και έπρεπε να συγκεντρωθούν δυνάμεις για την αντίσταση. Γι» αυτό ο Κέκροπας σκέφτηκε να μα­ζέψει τους κατοίκους που ως τότε ζούσαν σκόρ­πιοι και να τους βάλει να μείνουν σε χωριά που μετά τα οργάνωσε σε μια ενιαία πόλη.

Τη μεγάλη αυτή πόλη την αποτέλεσαν τα παρακάτω δώδεκα μέρη και για τούτο ονομάστηκε δωδεκάπολη: Κε­κροπία, Τετράπολις, Επακρία, Δεκέλεια, Ελευσίνα, Άφιδνα, Θορικός, Βραυρώνα, Κύθηρος, Σφηττός, Κηφισιά. Ως δωδέκατο μέρος άλλοι λένε πως ήταν το Φάληρο, άλλοι η Αθήνα.

Μια παρόμοια συνένωση των δώδεκα χωριών ξανάγινε αργότερα όταν βασίλεψε στην Αθήνα ο Θησέας (σ. 50-51). ‘ Ετσι με ενωμένους τους κατοίκους της Αττικής μπόρεσε ο Κέκροπας να αντιμετωπίσει με επιτυ­χία τους εισβολείς.

Διηγούνται μάλιστα πως τότε ο Κέκροπας έκανε και την πρώτη καταμέτρηση του πληθυσμού’ δηλαδή κάθε κάτοικος έπρεπε να φέρει μια πέτρα και να τη ρίξει σε ένα ορισμέ­νο μέρος. Έτσι μπόρεσε και τους μέτρησε και λένε ότι από το γεγονός αυτό ονομάστηκαν λαός (από τη λέξη λάς = λίθος), ενώ πρώτα ήταν ένα απροσδιόριστο πλήθος.

Ο Κέκροπας ήταν ο πρώτος που έκανε τους νόμους στην Αθήνα. ‘Εβαλε τάξη στις σχέσεις των ανθρώπων επισημαίνοντας τη διπλή τους καταγωγή και επιβάλλοντας τη μονογαμία. Ενώ δηλ. πρώτα η ερωτική σχέση ήταν ελεύθερη όπως στα ζώα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να μη γνωρίζουν τον πατέρα τους, παρά μόνο τη μητέρα τους και την καταγωγή τους από αυτήν, από δω και πέρα, με τη μονογαμία που θέσπισε ο Κέκροπας, τα παι­διά άρχισαν να αναφέρονται στην πατρική τους καταγωγή.

Από τον Κέκροπα επίσης αρχίζει να επικρατεί η συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς. Ακόμα, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, αυτός ήταν που έφερε πρώτος το αλφάβητο στην Αθή­να.

Άλλες πράξεις που έκανε ήταν ότι καθιέρω­σε τη λατρεία του Κρόνου και της Ρέας, έχτισε ένα ιερό για τον Δία ‘Υπατο, που ο ίδιος τον ονό­μασε έτσι, και έστησε στο μέρος του Ερεχθείου ένα άγαλμα του Ερμή από ξύλο ελιάς.

 Για τις θυ­σίες όρισε πως δεν πρέπει στους βωμούς να σφά­ζουν και να καίνε ζωντανά πλάσματα, όπως έκα­ναν άλλοι, αλλά να προσφέρουν κάτι ειδικά γλυκί­σματα, φτιαγμένα για το σκοπό αυτό από μέλι, αλεύρι και λάδι, που τα έλεγαν «πελάνους».

Η βασιλεία του Κέκροπα συνδέεται και με το περιστατικό από το οποίο η Αθήνα πήρε το όνομα της. Την εποχή εκείνη σκέφτηκαν οι θεοί πως πρέπει να πάρουν τις πόλεις της Ελλάδας υπό την προστασία τους, για να τους χτίζουν οι άνθρωποι ναούς και να τους προσφέρουν θυσίες. ‘Ετσι άρ­χισαν να μοιράζονται τις πόλεις μεταξύ τους, αλ­λά μοιραία, όταν δύο θεοί ήθελαν την ίδια πόλη, κατέληγαν να φιλονικήσουν μεταξύ τους.

Όπως για το Άργος ξέσπασε έρις ανάμεσα στην Ήρα και τον Ποσειδώνα, το ίδιο έγινε και για την πόλη του Κέκροπα ανάμεσα στην Αθηνά και τον Ποσει­δώνας: για να κερδίσουν την πόλη άρχισαν έναν αγώνα μεταξύ τους, ποιος θα δώσει το πιο χρήσι­μο δώρο στην πόλη.

Ανέβηκαν τότε πάνω στο βρά­χο της Ακρόπολης, όπου ήρθαν και οι άλλοι δέκα θεοί από τον Όλυμπο για να κάνουν το δικαστή στη διαφωνία των δύο θεών, ενώ ο Κέκροπας πα­ρίστατο ως μάρτυρας. ‘Αλλοι πάλι – αργότερα όμως – είπαν πως δικαστής ήταν ο ίδιος ο Κέκρο­πας. Όταν έφτασαν λοιπόν όλοι στην Ακρόπολη, άρχισε ο αγώνας ανάμεσα στους δύο θεούς.

Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας, στάθηκε στη μέση του βράχου και με την τρίαινα του έδωσε ένα δυ­νατό χτύπημα στο έδαφος. Αμέσως ξεπήδησε ένα κύμα αλμυρού νερού που σχημάτισε μια μικρή λίμνη που την ονόμασαν «Ερεχθηίδα θάλασσα». Μετά ήρθε η σειρά της Αθηνάς να παρουσιάσει το δώρο της και αφού κάλεσε τον Κέκροπα για μάρ­τυρα, φύτεψε μια ελιά πάνω στο βράχο, που ξεπε­τάχτηκε γεμάτη καρπό.

Το δέντρο αυτό σωζόταν για πολλά χρόνια αργότερα και το έδειχναν στο Πανδρόσειο. Μετά από το δώρο της Αθηνάς ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον από τους δύο θεούς θα δοθεί η πόλη.

Συγχρόνως ζήτησαν τη μαρτυρία και τη γνώμη του Κέκροπα. Αυτός από το βράχο ψηλά έριξε μια ματιά γύρω, αλλά όπου και να γύριζε, τα μάτια του αντίκριζαν αλμυρό νε­ρό, τις θάλασσες που από παντού έζωναν τη χώ­ρα. Το δώρο λοιπόν του Ποσειδώνα δεν ήταν τίποτα νέο, ούτε ιδιαίτερα χρήσιμο.

Το δέντρο όμως που είχε κάνει η Αθηνά να φυτρώσει ήταν το πρώ­το που φύτρωνε σε όλη τη χώρα και ήταν συνάμα για την πόλη η υπόσχεση για δόξα και ευτυχία. Γι’ αυτό ο Κέκροπας θεώρησε πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και έτσι της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης. Από τότε η πόλη πήρε το όνομα της και λέγεται Αθήνα. ‘

Οταν ήρθε ο καιρός να πεθάνει ο Κέκροπας, η Αθηνά μεταμορφώθηκε σε αϊθυια (είδος πάπιας), τον πήρε κάτω από τα φτερά της και τον μετέφε­ρε στα Μέγαρα. Μετά τον Κέκροπα δεν βασίλεψε ο γιος του Ερυσίχθονας, γιατί είχε πεθάνει πριν από τον πατέρα του, όπως είδαμε. Οι Αθηναίοι διάλεξαν τότε για βασιλιά τους τον Κραναό που μετά τον Κέκροπα είχε στην Αθήνα τη μεγαλύτε­ρη δύναμη και επιβολή.

Παραλλαγή. Οταν βασίλευε ο Κέκροπας και η πόλη είχε αποκτήσει κατοίκους, ξεπετάχτηκαν κάποτε στο βράχο από τη μια μεριά η ελιά και από την άλλη η πηγή με το αλμυρό νερό. Ο Κέκροπας δεν ήξερε τι σήμαιναν αυτά και έστειλε να ρωτή­σουν το μαντείο των Δελφών.

Η απάντηση που πήρε ήταν ότι η ελιά σήμαινε τη θεά Αθηνά, ενώ η πηγή το θεό Ποσειδώνα’ ο ίδιος ο λαός έπρεπε να διαλέξει ελεύθερα ποιον από τους δύο θεούς ήθελε για προστάτη του και τίνος το όνομα θα έδινε στην πόλη.

Μετά από αυτό ο Κέκροπας κά­λεσε σε μια μεγάλη συγκέντρωση όλους τους κα­τοίκους της πόλης, άντρες και γυναίκες. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, οι άντρες ψήφισαν υπέρ του Ποσειδώνα και οι γυναίκες υπέρ της Αθηνάς. Η Αθηνά νίκησε γιατί οι γυναίκες ήταν κατά μία περισσότερες.

Ο Ποσειδώνας τότε χολώθηκε πολύ με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και έστειλε τεράστια κύματα που πλημμύρισαν τις ακτές και σκέπασαν όλο το Θριάσιο πεδίο. ‘ Αφη­σε όμως ένα μέρος της Αττικής πάνω από τα νε­ρά σαν νησίδα. Για να τον εξευμενίσουν οι γυναί­κες έπρεπε να υποσχεθούν ότι θα παραιτηθούν από το δικαίωμα ψήφου που είχαν ως τότε και ότι στο εξής δεν θα έδιναν στα παιδιά τους το δικό τους όνομα, αλλά το όνομα του πατέρα.

Ο Ερυσίχθονας ο Αθηναίος ήταν μυθικός Αθηναίος ήρωας, γιος του Κέκροπα και τηςΑγλαύρου. Ο Ερυσίχθονας πέθανε νέος και χωρίς να αφήσει πίσω του απογόνους. Το μόνο που αναφέρεται σχετικώς με το πρόσωπό του είναι ότι πήγε στην ιερή νήσο Δήλο, από όπου πήρε για να φέρει στην Αθήνα ένα παλαιό άγαλμα της θεότητας Ειλειθυίας, αλλά πέθανε στο ταξίδι της επιστροφής. Ο Κραναός ήταν όπως και ο Κέκροπας αυτόχθο­νος.

‘ Ηταν πλούσιος και δυνατός και συγκαταλε­γόταν στους πιο εξέχοντες Αθηναίους. Ως πιο άξιος ανάμεσα στους Αθηναίους, διαδέχτηκε στην αρχή τον Κέκροπα που δεν είχε αφήσει διά­δοχο. Γυναίκα του ήταν η Πεδιάδα, κόρη του Μύνητα, από τη Λακεδαίμονα, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες: την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα.

Η τελευταία πέθανε όμως πριν να προφτάσει ακόμα να παντρευτεί και για να την τιμήσει ο Κραναός ονόμασε τη χώρα Ατθίδα ή Ατ­τική. Την εποχή της βασιλείας του έγινε ο κατα­κλυσμός του Δευκαλίωνα’ επίσης λένε πως ήταν κι αυτός μάρτυρας μαζί με τον Κέκροπα, στη φι­λονικία Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κυριαρχία στην Αθήνα.

Ο Κραναός δεν έμεινε ωστόσο στην εξουσία ως το τέλος της ζωής του. Τον έδιωξε από το θρόνο ο Αμφικτύωνας και αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη και να ζητήσει καταφύγιο στο δήμο Λαμπτραί, στις πλαγιές του Υμηττού.

Εκεί έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του και αργό­τερα έδειχναν εκεί τον τάφο του. Οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Κραναό ως ήρωα και ο ιερέας του προερχόταν από το γένος των Χαριδών ονομάζονταν επίσης Κραναοί από το όνομα του.

Η μορφή του Κραναού φαίνεται ότι είναι πο­λύ παλαιά και συνδεδεμένη με την Αθηνά: ο ίδιος εμφανίζεται στη φιλονικία της με τον Ποσειδώνα και η θεά έχει το επίθετο «Κραναία». Ο Κραναός ήταν γηγενής (με την κυ­ριολεκτική σημασία του όρου) και διαδέχτηκε τον Κέκροπα. Ο γιος του Κέκροπα Ερυσίχθονας πέθανε νέος και χωρίς απογόνους, ενώ ζού­σε ακόμη ο πατέρας του. Όταν ο Κέκροπας πέ­θανε, ο Κραναός πήρε στα χέρια του την εξου­σία, γιατί τον θεωρούσαν ως τον πιο ισχυρό από τους πολίτες.

Κατά τη βασιλεία του οι κάτοικοι της χώρας ονομάζονταν Κραναοί και η πόλη της Αθήνας Κρανάη. Παντρεύτηκε την Πεδιάδα, την κόρη του Σπαρτιάτη Μύνη, και απέκτησε τρεις κόρες, την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατ­θίδα. Η τελευταία πέθανε ανύπαντρη και το όνο­μα της δόθηκε στην περιοχή.

Από τότε η Κρα­νάη άλλαξε το όνομα της σε Αττική και αυτό το όνομα της έμεινε στη συνέχεια. Ο Κραναός, που είχε δώσει μια από τις κόρες του σε γάμο στον Αμφικτύονα, έναν από τους γιους του Δευκαλίωνα, εξορίστηκε από το γα­μπρό του, που πήρε την εξουσία στη θέση του. Έδειχναν τον τάφο του στην Αθήνα.

Ο Αμφικτύονας (Αμφικτύων) ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και αδελφός του Έλληνα. Οι γονείς του, που βασίλευαν στη Θεσσαλική Φθία, θεωρούνταν οι γενάρχες των Ελλήνων. Κατά το «Πάριον Χρονικόν», ο Αμφικτύων βασίλευσε αρχικώς στις Θερμοπύλες (Λοκρίδα) και ύστερα στηνΑθήνα. Ως σύζυγός του αναφέρεται η Χθονοπάτρα.

Ως βασιλιάς της Λοκρίδας, απέκτησε ένα γιο, τον Φύσκο, που έγινε πατέρας του Λοκρού, γενάρχη των Λοκρών. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Αμφικτύονας είχε ιδρύσει την Πυλαία Αμφικτιονία κοντά στις Θερμοπύλες. Κατά τους αττικους μύθους ο Αμφικτύονας δεν ήταν γιος του Δευκαλίωνα, ούτε καταγόταν από τη Θεσσαλία ή τη Λοκρίδα.

Αναφέρεται ως αυτόχθονας από την Αττική, και βασίλευσε στην Αθήνα επί 12 χρόνια εκθρονίζοντας τον πεθερό του Κραναό, ώσπου να εκθρονισθεί και ο ίδιος από τον Εριχθόνιο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αμφικτύονα, ο Πήγασος, ένας ιερέας του Διονύσου στις Ελευθερές, εισήγαγε τη λατρεία του θεού αυτού στην Αθήνα.

Ο Εριχθόνιος ήταν μυθικός βασιλιάς της Αθήνας. Βασίλεψε αφού εξόρισε από το θρόνο τον Αμφικτύονα. Σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι. Ήταν αυτός που τοποθέτησε το ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς σε ναό αφιερωμένο στη θεά και ίδρυσε γιορτή προς τιμή της, τα Αθήναια. Αργότερα ο Θησέας όταν ένωσε όλες τις αθηναϊκές κοινότητες σε μία, μετονόμασε τη γιορτή σε Παναθήναια. Σύμφωνα με το μύθο ο Εριχθόνιος γεννήθηκε ως φίδι.

Η Αθηνά τον έκλεισε σε ένα καλάθι και το εμπιστεύτηκε στις τρεις κόρες του Κέκροπα, Έρση, Πάνδροσο και Άγλαυρο, με την εντολή να μην το ανοίξουν. Μόνο η Πάνδροσος υπάκουσε όμως τη θεά. Όταν οι άλλες δύο κοπέλες άνοιξαν το καλάθι αντίκρισαν ένα μωρό τυλιγμένο με δύο φίδια. Ο τρόμος τους ήταν τέτοιος που έπεσαν από τον βράχο της Ακρόπολης. Κατά μια άλλη εκδοχή όταν οι κόρες του Κέκροπα άνοιξαν το καλάθι είδαν μόνο το φίδι, και αφού έπεσαν από την Ακρόπολη, το φίδι κρύφτηκε στην ασπίδα της Αθηνάς.

Η θεά τον μεταμόρφωσε σε άνθρωπο, τον μεγάλωσε και τον δίδαξε πρώτο να ιππεύει άμαξα με τέσσερα άλογα. Σύμφωνα πάλι με τον Απολλόδωρο, ο Εριχθόνιος ήταν παιδί που είχε ως φρουρό ένα φίδι. Ο Εριχθόνιος παντρεύτηκε τη νύμφη Πασιθέα και απέκτησαν ένα γιό, τον Πανδίονα.

Ο Πανδίονας ο Α΄ λοιπόν έκανε με τη νύμφη Ζευξίππη δύο κόρες, την Πρόκνη και την Φιλομήλα και δύο γιους, τον Ερεχθέα και το Βούτη. Γιος του Ερεχθέα ήταν ο Κέκροπας ο νεότερος, του οποίου ο γιος, ο Πανδίονας ο Β΄ ήταν ο πατέρας του Αιγέα και παππούς του ήρωα Θησέα.

Με τον θάνατο του Πανδίονα, ο Ερεχθέας και ο Βούτης μοιράσθηκαν τη βασιλεία: ο πρώτος ανέλαβε την άσκηση της κοσμικής εξουσίας, ενώ ο δεύτερος ήταν ο αρχιερέας των δύο θεοτήτων που προστάτευαν την πόλη, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Από τον γάμο του με την Πραξιθέα, ο Ερεχθέας απέκτησε πολλά παιδιά.

Ανάμεσά τους ήταν ο Κέκροπας ο νεότερος, ο Άλκωνας, ο Ορνέας, ο Θέσπιος, ο Ευπάλαμος, ο Πάνδωρος, ο Μητίωνας, η Μερόπη, η Κρέουσα, η Ωρείθυια, η Πρόκρις, η Πρωτογένεια, η Πανδώρα και η Χθονία. Κάποτε ο Ερεχθέας βρέθηκε σε πόλεμο με τους Ελευσίνιους. Σύμμαχος των Ελευσινίων ήρθε τότε ο βασιλιάς των Θρακών Εύμολπος, γιος του Ποσειδώνα, με πολύ στρατό. Ο Ερεχθέας θυσίασε μετά από χρησμό του μαντείου μια κόρη του για να νικήσει.

Υπάρχουν πολλές εκδοχές περί του ονόματος αυτής που θυσιάσθηκε: άλλες πηγές αναφέρουν τη Χθονία, άλλες την Πρωτογένεια και άλλες ότι μετά τη θυσία της μιας συμφώνησαν να σκοτωθούν όλες. Εξαιτίας αυτής της θυσίας, ο Ερεχθεύς μπόρεσε να σκοτώσει τον Εύμολπο και να νικήσει στον πόλεμο.

Ο Ποσειδώνας όμως οργίσθηκε για τον θάνατο του παιδιού του και γι’ αυτό χτύπησε με την τρίαινά του τον Ερεχθέα και τον σκότωσε. Ο Ερεχθέας είναι εκείνος που έδωσε την πολιουχία των Αθηνών στη θεά Αθηνά και μετονόμασε τους κατοίκους τους, που μέχρι τότε λέγονταν «Κεκροπίδες», σε «Αθηναίους». Αμέσως μετά, ίδρυσε ναό της θεάς, εισήγαγε τη λατρεία της στην Αττική και καθιέρωσε την εορτή Παναθήναια.

Οι Αθηναίοι τιμούσαν εξαιρετικά τον Ερεχθέα ως επώνυμο ήρωά τους και του έστησαν ανδριάντα. Αλλά και οι κάτοικοι της Επιδαύρου του προσέφεραν θυσίες κάθε χρόνο. Οι αρχαίοι ποιητές και καλλιτέχνες ασχολήθηκαν με τον μύθο του Ερεχθέα. Μεταξύ αυτών, ο Ευριπίδης συνέγραψε ομώνυμο δράμα.

Ο Αιγέας ήταν ο ένατος στη σειρά μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας, όπου βασίλεψε γύρω στον 13ο αιώνα. Καταγόταν απ’ ευθείας από τη γενιά του Ερεχθέα. Ήταν γιος του Πανδίονα και της Πυλίας, θυγατέρας του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα, και αδερφός του Νίσου, του Πάλλαντα και του Λύκου.

Ο πατέρας του, ο Πανδίων, ήταν βασιλιάς της Αθήνας, αλλά οι Μητιονίδες τον είχαν εκθρονίσει κι αυτός είχε καταφύγει στα Μέγαρα, όπου και πήρε γυναίκα του την κόρη του εκεί βασιλιά. Φτάνοντας στην Αθήνα, ο Αιγέας σε λίγο καιρό έμπλεξε σε πόλεμο με τον πανίσχυρο βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, ο οποίος έφτασε με τα καράβια και το στρατό του, κατέλαβε τα Μέγαρα και πολιόρκησε την Αθήνα.

Ο πόλεμος αυτός είχε ως αιτία τη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα, από τους Αθηναίους, επειδή τους είχε νικήσει στα αγωνίσματα μιας αθλητικής γιορτής ανάμεσα σε Κρήτες και Αθηναίους, όπως γίνονταν συχνά.

Οι αρχηγοί των Αθηναίων κατέφυγαν τότε στο Μαντείο των Δελφών, ζητώντας τη συμβουλή των θεών για να σωθούν. Μα η Πυθία τούς απάντησε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να δεχτούν τους όρους του Μίνωα.

Μπροστά στον κίνδυνο μιας φοβερής καταστροφής, ο Αιγέας συνθηκολόγησε με τον Μίνωα, ο οποίος επέβαλε βαρύτατο φόρο για τους Αθηναίους: εφτά κοπέλες και εφτά νέοι από τις καλύτερες οικογένειες, έπρεπε να στέλνονται κάθε χρόνο στην Κρήτη για να παραδίδονται ως τροφή σ’ ένα φοβερό θηρίο, τον Μινώταυρο.

Λίγο καιρό μετά, έφτασε στο παλάτι του Αιγέα η Μήδεια ζητώντας φιλοξενία. Απελπισμένος ο Αιγέας που δεν είχε γιο και από τον πόλεμο με τους εχθρούς του, εξομολογήθηκε τον πόνο του στη Μήδεια.

Η Μήδεια του είπε ότι αν την παντρευόταν θα του έκανε γιο. Και πραγματικά, λίγο καιρό αργότερα, ο Αιγέας από το γάμο του με τη Μήδεια απόκτησε ένα γιο, που τον ονόμασε Μήδο. Στο μεταξύ η Αίθρα απόκτησε κι εκείνη ένα γιο, που δεν ήταν άλλος από τον ήρωα Θησέα.

Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών, ξεκίνησε από την Τροιζήνα για την Αθήνα για να ανταμώσει τον Αιγέα, χωρίς να γνωρίζει πως ήταν ο πατέρας του. Αφού στη διαδρομή έκανε πολλά και διάφορα κατορθώματα, έφτασε στο παλάτι φορώντας τα σανδάλια και το σπαθί του πατέρα του, τα οποία βρήκε σηκώνοντας τη βαριά πέτρα.

Η Μήδεια είχε αποφασίσει να δηλητηριάσει τον Θησέα αλλά όταν ο Αιγέας αναγνώρισε το γιο του, τον αγκάλιασε και έδιωξε από το παλάτι τη Μήδεια και τον Μήδο. Ο Αιγέας ενημέρωσε το γιο του για τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωνε στον Μίνωα, και ο Θησέας αποφάσισε τότε να απαλλάξει τους Αθηναίους από τον φρικτό αυτό φόρο.

Έτσι ξεκίνησε για την Κρήτη με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Καθώς τα πανιά στο καράβι ήταν μαύρα, λόγω του φόρου αίματος, ο Αιγέας ζήτησε ότι αν ο γιος του πετύχει στην αποστολή του και επιστρέψει ζωντανός, να σηκώσουν στην επιστροφή άσπρα πανιά.

Όμως ενώ ο Θησέας πέτυχε στην αποστολή του, πάνω στη χαρά τους ούτε ο ίδιος ούτε ο πλοίαρχος θυμήθηκαν να αλλάξουν τα πανιά. Όταν ο Αιγέας είδε από το Σούνιο να φτάνει το καράβι με μαύρα πανιά, νόμισε ότι ο Θησέας ήταν νεκρός και πάνω στην απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Από τότε η θάλασσα ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος.

Οι Αθηναίοι για να τιμήσουν ακόμα περισσότερο τον Αιγέα, τον τοποθέτησαν στη σειρά των θεών της θάλασσας και τον ανακήρυξαν γιο του Ποσειδώνα.



Πηγή