Η τελευταία Ανδρόγυνη ανθρωπότητα είχε τέσσερα χέρια και δύο πρόσωπα και την ικανότητα της κυκλοτερούς όρασης. Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε τις παράξενες Ινδουιστικές θεότητες με τα τέσσερα χέρια ή την παράδοση για τους Κύκλωπες και...
«Τι είν’ αυτό που ζητάτε άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;»
Ο Ερμαφρόδιτος παρουσιάζεται στην Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία και τέχνη ως το ον που έχει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης τον οποίο ανέθρεψαν οι νύμφες στις σπηλιές του όρους Ίδη της Φρυγίας. Στο πρόσωπό του αντιφέγγιζε η χάρη και η ομορφιά και των δύο γονέων του, από τους οποίους πήρε και το όνομά του, Ερμαφρόδιτος.
Όταν έγινε δεκαπέντε χρόνων, εγκατέλειψε το βουνό όπου μεγάλωσε για να περιπλανηθεί στη Μικρά Ασία και να γνωρίσει καινούργια μέρη. Πέρασε από πόλεις της Λυκίας, καθώς και από την Καρία, όπου σταμάτησε να ξεκουραστεί σε μια πηγή που ονομαζόταν Σαλμακίς, τα νερά της οποίας σχημάτιζαν λίμνη. Η ομώνυμη νύμφη της πηγής, η φιλάρεσκη Σαλμακίς, μαγεύτηκε από την ομορφιά του νέου και τον ερωτεύτηκε παράφορα.
Ο Ερμαφρόδιτος όμως έμεινε ασυγκίνητος και αδιάφορος μπροστά στο ερωτικό πάθος της. Όταν εκείνη ένιωσε πως οι προσπάθειές της να τον κατακτήσει απέβαιναν μάταιες, προσποιήθηκε την αδιάφορη και απομακρύνθηκε από την πηγή. Ο Ερμαφρόδιτος, νομίζοντας ότι έμεινε μόνος, βούτηξε στο νερό της πηγής. Η Σαλμακίς όμως, που είχε κρυφτεί σε ένα γειτονικό θάμνο και παρακολουθούσε τις κινήσεις του νέου, βλέποντάς τον ανυπεράσπιστο μέσα στο βασίλειό της, βούτηξε κι αυτή στην πηγή.
Ο Ερμαφρόδιτος, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να ξεφύγει από την αγκαλιά της νύμφης, που τυφλωμένη από το πάθος παρακάλεσε τους Θεούς να μη χωρίσουν ποτέ οι δυο τους. Οι Θεοί πραγματοποίησαν την επιθυμία της και συνένωσαν τα δύο σώματα σε ένα, δημιουργώντας ένα καινούργιο ον με διττή φύση, ούτε ξεκάθαρα γυναικεία ούτε ξεκάθαρα ανδρική, το Ανδρόγυνο. Ο Ερμαφρόδιτος, καθώς ένιωθε το σώμα του να αφομοιώνεται με το θηλυκό, καταράστηκε την πηγή και παρακάλεσε τους γονείς του όποιος άντρας πέφτει στα νερά της να χάνει τον ανδρισμό του και να εκθηλύνεται. Ο Ερμής και η Αφροδίτη εισάκουσαν την παράκληση του γιου τους και έδωσαν στην πηγή τη μυστηριώδη αυτή δύναμη.
Όπου γίνεται συμβολικά αναφορά στο αρχέγονο ερμαφρόδιτο στάδιο τόσο της κοσμογονίας όσο και της «ανθρωπογονίας».
Στην Ορφική Κοσμογονία ο Ηρικαπαίος ή και Ηρικεπαίος ήταν ερμαφρόδιτο ον το οποίο και χαρακτηριζόταν κυρίαρχη πρωτόγονη και ζωοδότης δύναμη του κόσμου. Κατά την Κοσμογονία δημιουργήθηκε στην αρχή ο Χρόνος και εξ αυτού η δυάδα Αιθήρ και Χάος, τα οποία μετά του κοσμογονικού Ωού (αυγού) παρήγαγαν την πρώτη Θεϊκή τριάδα. Στη συνέχεια από τη γονιμοποίηση του Ωού προήλθαν ο Έρως, ο Φάνης (δηλαδή ο Θεός του φωτός) και ο Μήτις (ο Θεός της σκέψης, της φρόνησης) που αποτέλεσαν έτσι τη δεύτερη Θεϊκή τριάδα.
Στην Ερμητική παράδοση σύμφωνα με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, ο πατέρας Νους του κόσμου ήταν αρσενικοθήλυκος ζωή και φως, από τον οποίο ξεπηδά ο «Λόγος». Ο κόσμος του φωτός είναι το αρχέτυπο του αισθητού κόσμου, ο οποίος δημιουργείται από το κατώτερο μέρος του, ύστερα από απόφαση του Θεού και δια της συμμετοχής του «Λόγου»
Στην συνέχεια ο πατέρας Νους γέννησε έναν άλλο δεύτερο δημιουργό Νου, ο οποίος μέσω του «Λόγου» δημιουργεί τον δικό μας αισθητό κόσμο, που υπακούει στους κανόνες της Ειμαρμένης. Καθήκον του κατώτερου αισθητού κόσμου είναι να μιμείται τον ιδεατό (αρχέτυπο). Ο «Λόγος» με τον δημιουργό «Νού», θέτουν σε κίνηση τους επτά κύκλους, του πυρός.
«Ο Νους-Θεός που είναι αρσενικό-θηλυκός, ζωή και φως μαζί, γέννησε με έναν λόγο, άλλον δημιουργό Νου, ο οποίος είναι Θεός της φωτιάς και του πνεύματος και ο ενιαίος δημιουργός επτά διοικητών που περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο και η διοίκησή τους καλείται Ειμαρμένη και αμέσως από τα κατώτερα στοιχεία (του Θεού) ξεπήδησε ο Θεϊκός Λόγος στην περιοχή της καθαρής φυσικής δημιουργίας κι ενώθηκε με τον δημιουργό Νου και ο δημιουργός Νους μαζί με τον Λόγο, που περιβάλλει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κραδασμούς στριφογύρισε τα δικά του δημιουργήματα και τα άφησε να στρέφονται από απροσδιόριστο χρόνο και θα συνεχίσουν να στρέφονται διαρκώς χωρίς τέλος». Λόγοι, Ι 9,10.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η δημιουργία του ανθρώπου ξεκινάει με την δημιουργία του ανθρώπου αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα: «Κι ο πατέρας όλων ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτό του, τον οποίον αγάπησε ως γέννημα δικό του. Και ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο Θεός αγάπησε την ίδια του την μορφή, του παρέδωσε όλα τα δημιουργήματα». Λόγοι, Ι 12-15
Η δημιουργία του ανθρώπου γίνεται με την δημιουργία του ανθρώπου –αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα. Στην συνέχεια και ο άνθρωπος συμμετέχει στην δημιουργία. Αρχικά ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ήταν Ανδρόγυνος κάτι που συναντάμε επίσης στην αρχαιοελληνική γραμματεία τόσο στον Ησίοδο όσο και τον Πλάτωνα.
«Οι ψυχές παιδί μου, Ώρε έχουν όμοια φύση, καθότι προέρχονται από τον ίδιο τόπο, όπου τις πλάθει ο δημιουργός, και δεν είναι ούτε αρσενικές ούτε θηλυκές. Διότι η διάκριση αυτή γίνεται στα σώματα και όχι στα ασώματα» Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 24, 8
«Όταν επληρώθη η περίοδος, λύθηκε ο δεσμός που συγκρατούσε τα πάντα με την θέληση του Θεού. Έτσι όλα τα ζώα που ήταν Ανδρόγυνα κι ο άνθρωπος μαζί, διαλύθηκαν κι άλλα έγιναν αρσενικά κι άλλα θηλυκά. Και τότε ο Θεός είπε με λόγο. Αυξάνεστε και πληθύνεστε όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα». Ποιμάνδρης Ι, 18.
Ο άνθρωπος – αρχέτυπο διαπερνόντας τους πλανητικούς κύκλους παρουσιάστηκε στην φύση και εισέρχεται την ύλη. Κάτι όμως που είχε ως συνέπεια την πτώση του, διότι ως Νάρκισσος αγάπησε την μορφή του, την αντανάκλασή του στον υλικό κόσμο, και συνειδητά επέλεξε να κατοικήσει στην άλογη μορφή.
«Και τότε ο άνθρωπος είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του Θεού κι όταν είδε το απέραντο κάλλος κι όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στην μορφή του Θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στην σκιά του πάνω στην γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σε αυτήν. Κι αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογη μορφή. Και για αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα κι αθάνατος στην ουσία του» Λόγοι, Ι 12-15
Εξαιτίας της πτώσης του ο άνθρωπος έχει διπλή φύση, θνητός ως προς το σώμα και αθάνατος ως προς τη ουσία του. Ο άνθρωπος που έχει επίγνωση της αθάνατης φύσης του, προχωράει προς την γνώση του υπέρτατου αγαθού και την ένωση με τον Θεό, που γίνεται με την ενδοσκόπηση, ενώ ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε το σώμα του παραμένει στο σκοτάδι και τον θάνατο. Με τον θάνατο βέβαια δεν καταστρέφεται τίποτα απλώς γίνεται μια διάλυση των υλικών στοιχείων.
«-Δεν παθαίνουν πατέρα, τα ζώα που βρίσκονται μέσα σε αυτό (Θείο) και είναι μέρη του;
-Κράτα τον λόγο σου τέκνο μου, γιατί πλανάσαι στην ονομασία των φαινομένων. Δεν πεθαίνει τίποτα τέκνο μου, αλλά ως σύνθετα σώματα, διαλύονται. Η διάλυση δεν είναι θάνατος, αλλά διάλυση του κράματος και διαλύεται όχι για να χαθεί αλλά για να γίνει κάτι νέο. Γιατί ποια είναι η ενέργεια της ζωής: Δεν είναι η κίνηση και υπάρχει τίποτα ακίνητο στον κόσμο; Τίποτε, παιδί μου.
-Ούτε η Γη δεν είναι ακίνητη πατέρα κατά την γνώμη σου;
-Όχι παιδί μου. Η γη είναι και πολυκίνητος από μόνη της και στάσιμη. Πόσο γελοίο είναι να λέμε την τροφό των πάντων ακίνητη, αυτή που βλασταίνει και γεννάει τα πάνα. Είναι αδύνατο να βλασταίνει κάτι δίχως να κινείται. Τέκνο μου, ο κόσμος ως σύνολο είναι αμετάβλητος , αλλά τα μέρη του είναι μεταβλητά, ενώ τίποτα δεν είναι φθαρτό και τίποτα δεν χάνετε. Μόνο οι ορισμοί μπερδεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι η γένεση ζωή, αλλά η αίσθηση, ούτε ο θάνατος αλλά λήθη». Λόγοι ΙΒ, 17,18
Η ψυχή απελευθερώνεται και αναβαίνει περνώντας από τις εφτά σφαίρες αφήνοντας όλα της τα πάθη έως ότου φτάσει στην όγδοη φύση και την ένωση της με τον Θεό. Η ασεβής ψυχή μένει στην ίδια ουσία, κολάζεται από αυτήν και ζητάει γήινο σώμα για να εισέλθει. Σε ζώου σώμα δεν χωράει ανθρώπινη ψυχή και η Θέμιδα δεν επιτρέπει η ανθρώπινη ψυχή να εκπέσει σε αλόγου ζώου σώμα. Νόμος του Θεού είναι για να προφυλάσσει την ανθρώπινη ψυχή από μία τέτοια ύβρη». Λόγοι, X, 19.
Σύμφωνα με την «εσωτερική παράδοση» η εξέλιξη του ανθρώπου προχωρά μέσα από Επτά Κοσμικές Περιόδους που αντιστοιχούν σε διαδοχικές «καταστάσεις» από τις οποίες περνά η Γη όσο και τα όντα που ζουν σε αυτή, συνεπώς και ανθρωπότητα από το πνεύμα πρός την Ύλη.
Ο Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι» αναφέρει πως υπήρχαν πέντε έως τώρα γένη της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζοντάς τα κατά σειρά φθίνουσας αξίας μετάλλων: Πρώτο είναι το «Χρυσό» Γένος, όπου οι άνθρωποι ζούσαν σαν τους θεούς χωρίς μόχθο, βάσανα και γηρατειά. Δεύτερο το «Αργυρό» Υπερβόρειοι-Ουρανός, τρίτο το «Χάλκινο» Λεμούρειοι-Κρόνος, τέταρτο το Γένος των Ηρώων Άτλαντες-Δίας και πέμπτο το «Σιδερένιο» Γένος, το πιο «άθλιο» απ’ όλα, το δικό μας.
Εμείς βρισκόμαστε τώρα στην τετάρτη Κοσμική Περιόδο. Έχουν προηγηθεί η «Κρόνια», η «Ηλιακή» και η «Σεληνιακή» και θα ακολουθήσει η περίοδος του «Δία», της «Αφροδίτης» και του «Ηφαίστου», κατά τις οποίες η ανθρωπότητα θα γίνεται διαρκώς πνευματικότερη. Οι τρεις προηγούμενες αλυσίδες αντιστοιχούν συμβολικά στην «ορυκτή», «φυτική» και «ζωική» εξέλιξη του ανθρώπου και κατ’ αυτές εμφανίστηκαν διαδοχικά τα στοιχεία Φωτιά, Αέρας και Νερό.
Το πρώτο γένος των ανθρώπων, το κατεξοχήν Θείο ή «Χρυσό» ήταν καθαρά αιθερικό αποτελούμενο από τα αστρικά σώματα των «Σεληνιακών Προγόνων» πάνω στα οποία άρχισε να δομεί η Φύση του υλικό σώμα του ανθρώπου.
Το δεύτερο γένος (Υπερβόρειοι) ήταν άφυλο ενώ το τρίτο (Λεμούρειοι) ερμαφρόδιτο. Στα μέσα περίπου αυτού του τρίτου γένους των Λεμουρείων έγινε ο διαχωρισμός των φύλων ή «η πτώση στη γέννηση» και ο προηγουμένως ερμαφρόδιτος άνθρωπος, ο οποίος πολλαπλασιαζόταν μέχρι τότε μόνο με τη θέλησή του, απέκτησε φύλο και χρειαζόταν πια για την αναπαραγωγή του τη συνεύρεσή του με ένα ον του αντιθέτου φύλου. Στα προηγούμενα γένη ο πολλαπλασιασμός ήταν αγενής (ασεξουαλικός) είτε με τη στερέωση ενός «εκτοπλασματικού» σώματος που πρόβαλλε ο γονέας ή με εκβλάστηση, ή με «ιδρωτογέννηση» ή με άγνωστες σε μας μορφές ωοτοκίας.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, η τελευταία Ανδρόγυνη ανθρωπότητα είχε τέσσερα χέρια και δύο πρόσωπα και την ικανότητα της κυκλοτερούς όρασης (μπρος και πίσω). Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε τις παράξενες Ινδουιστικές θεότητες με τα τέσσερα χέρια ή την παράδοση για τους Κύκλωπες (=κύκλος + ώψ-μάτι, δηλαδή ετυμολογικά οι έχοντες κυκλοτερή όραση) και τον εκφυλισμό του τρίτου ματιού της «πλάτης» μας μετά τη πτώση των Ανδρόγυνων, οπότε αυτό τελικά αποσύρθηκε με τα χρόνια μέσα στο κεφάλι μας κι αποτελεί την σημερινή υπόφυση.
Ένα απόσπασμα από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, όπου ο Πλάτωνας παραθέτει έναν μύθο, μέσω του αττικού κωµικογράφου Αριστοφανη. Ο οποίος με χαρακτηριστικό ύφος και τεχνική, παρουσιάζει στους συµποσιαστές, τον δικό του λόγο περί έρωτα. Μα φυσικά το θέμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ανθρώπινη φύση και τον Έρωτα.
14. «Λοιπόν, Ερυξίμαχε» είπε ο Αριστοφάνης «πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ’ όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, κι όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ’ αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις.
Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ’ ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, κι αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα κι όλα τ’ άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.
Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού η σελήνη αποτελείται κι από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν κι αυτά κι ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους Θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό και κτύπησαν τους Θεούς.
15. Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν’ ασχημονούν. Τέλος ύστερ’ από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:
«Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ’ ενός μεν ανίσχυροι, αφ’ ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά, θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό».
Είπε και άρχισε να σχίζει τους ανθρώπους σε δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα βερύκοκκα για να τα διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα. Τον καθένα που χώριζε, ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίσει το πρόσωπο και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής. Έτσι θα έβλεπε ο άνθρωπος το σχίσιμό του και θα καθόταν πιο φρόνιμος. Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήσει.
Πράγματι, εκείνος γύριζε το πρόσωπο και τραβούσε το δέρμα απ’ όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλία, και το έδενε όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο κέντρο της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερα τον ομφαλό. Τις ρυτίδες τις άλλες τις περισσότερες τις εξομάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ’ ένα εργαλείο, όπως αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Μερικές αφήκε μόνο εκεί κοντά στην κοιλιά και τον ομφαλό, να μένουν σαν ενθύμιο του τι πάθαμε κάποτε.
Μετά την διχοτόμηση λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο ήμισυ και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τότε τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, κι έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και γενικά από την ανικανότητα προς οποιανδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν δέχονταν να κάμουν τίποτα. Όποτε δε το ένα ήμισυ πέθαινε κι έμενε το άλλο, αυτό που έμενε, ζητούσε ένα άλλο ν’ αγκαλιάσει, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήταν (αυτό που ονομάζουμε σήμερα γυναίκα) είτε ανδρός – αυτό που εύρισκε εμπρός του. Κι έτσι χάνονταν.
Τους λυπήθηκε λοιπόν ο Ζεύς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά τους όργανα προς τα εμπρός. Ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω κι η γονιμοποίηση και γέννηση γινόταν όχι μέσα τους, αλλά στο χώμα, όπως στα τζιτζίκια. Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμε, προς τα εμπρός και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεση, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχει και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν κι έτσι ν’ αναπαράγεται το είδος.
Κι να προκαλείται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν και για τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Από τόσο παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος στη φύση τους και μας συνενώνει στην αρχική μας κατάσταση και ζητεί να κάμει και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.
16. Ο καθένας μας λοιπόν είν’ ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια. Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον. Τώρα, όσοι από τους άνδρες είν’ απόκομμα από το φύλο το μεικτό, αυτό που ονομαζόταν τότε ανδρόγυνο, αυτοί είναι γυναικομανείς. Και η πλειονότητα των μοιχών από το φύλο αυτό κατάγονται. Επίσης και όσες γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλο τούτο. Οι γυναίκες πάλι που είναι απόκομμα ολόκληρης γυναίκας, αυτές δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τους άνδρες. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μάλλον στις γυναίκες. Απ’ αυτό το φύλο κατάγονται οι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ’ αρσενικά.
Εφ’ όσον μεν είναι παιδιά, αγαπούν τους άνδρες, αφού είναι τμήμα αρσενικού, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζονται με τους άνδρες μαζί. Και είν’ αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν στην φύση τους πολύ ανδρισμό. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αδιάντροπους. Αλλά δεν είν’ αλήθεια. Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντία, αλλ’ από θάρρος κι από γενναιότητα κι από τον αρρενωπό τους χαρακτήρα. Τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιο προς την φύση τους. Απόδειξη τρανή όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποδεικνύονται, στα πολιτικά, άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται στον έρωτα των παιδιών και δεν ενδιαφέρονται για τον γάμο και την απόκτηση παιδιών από φυσική κλίση, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμο. Οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι να περάσουν μαζί τη ζωή τους άγαμοι. Οπωσδήποτε ένας τέτοιου είδους εξελίσσεται σε άνθρωπο γεμάτο έρωτα προς τ’ αγόρια και αγάπη προς τους εραστές του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.
Αν τύχει κάποτε μάλιστα να συναντήσει το ίδιον εκείνο το πραγματικό του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οποιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον η συγκίνησή τους είναι εξαιρετική από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος. Ούτε στιγμή, θα έλεγα, δεν δέχονται ν’ αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι δεν θα ήσαν σε θέση καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον.
Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθεί, ότι είναι η ερωτική απόλαυση, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας από του άλλου την συμβίωση με πάθος τόσο σφοδρό. Κάτι άλλο είναι μάλλον – το βλέπει κανείς – αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Και αν, τη ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε: «Τι είν’ αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;»
Και αν εκείνοι δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν, τους ρωτούσε και πάλι: «Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε και νύκτα και ημέρα να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε είμαι πρόθυμος να σας καλουπώσω και να σας σφυρηλατήσω σε ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρό ζείτε, να ζείτε και οι δύο σας κοινή ζωή σαν ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είσθε και όχι δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφθείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι, αν τούτο πετύχετε».
Μόλις ακούσει αυτά, ούτε ένας – είμαστε βέβαιοι – δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυμία. Αντίθετα θα πίστευε, πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό τώρα ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί με τον αγαπημένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι. Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ’ όνομα έρως. Πρωτύτερα – το επαναλαμβάνω – ήμασταν ένα. Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας, μας έχει διαμελίσει ο Δίας, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες. Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους Θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.
Για τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύει, να έχει σεβασμό προς τους Θεούς, ώστε ν’ αποφύγουμε εκείνα, να πραγματοποιήσουμε δε τα άλλα, καθώς ο Έρως είναι οδηγητής μας και κυβερνήτης μας. Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, κι αντιδρά όποιος επισύρει το μίσος των Θεών. Ενώ αν γίνουμε αγαπημένοι των Θεών και ειρηνεύσουμε μαζί τους, θ’ ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας, τους πραγματικά δικούς μας, πράγμα το οποίο λίγοι σήμερα κατορθώνουν.
Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, για να γελοιοποιήσει την ομιλία μου, πως αναφέρομαι στον Παυσανία και τον Αγάθωνα. Δυνατόν ν’ ανήκουν και αυτοί σε εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ’ εγώ μιλώ για όλους ανεξαιρέτως, άνδρες και γυναίκες, ότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανε ευδαιμονία, αν δηλαδή φθάσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα του έρωτος και βρει ο καθένας μας τον αγαπημένο τον δικό του, ώστε να επανέλθει στην πρωταρχική κατάσταση. Και αν είναι αυτό το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι κατ’ ανάγκη το καλύτερο. Και αυτό είναι να επιτύχει κανείς αγαπημένο, γεννημένο σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Τούτου τον δωρητή Θεό αν θέλουμε να υμνήσουμε, τον Έρωτα είναι δίκαιο να υμνήσουμε, ο οποίος και στο παρόν μας προσφέρει πλήθος ευεργεσίες, σαν οδηγητής προς τις συγγενείς μας φύσεις, και για το μέλλον μας χαρίζει πλούσιες ελπίδες, εφ’ όσον εμείς αποδίδουμε προς τους Θεούς σεβασμό, να μας επαναφέρει στην αρχική μας κατάσταση και να μας θεραπεύσει, να μας καταστήσει κατ’ αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς. Αυτός, Ερυξίμαχε είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον δικό σου. Και συ – σου υπέβαλα ήδη την παράκληση – μη ζητήσεις να τον διακωμωδήσεις, ώστε ν’ ακούσουμε τι θα πει ο καθένας από τους υπόλοιπους, ή μάλλον από τους δύο. Διότι μόνο ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν».
Σε διανοητικό επίπεδο η αναζήτηση του άλλου μισού που αναφέρει ο Πλάτωνας, βρίσκει την έκφραση του μέσα από την θεωρία του Carl Jung Animus και Anima. Σύμφωνα με αυτή τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουν μέσα τους στοιχεία και του αντίθετου φύλου. Κάθε άντρας έχει και μια θηλυκή πλευρά και κάθε γυναίκα έχει ασυνείδητα αρσενικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό αρχέτυπο στον άντρα αποκαλείται «Anima», ενώ το αρσενικό αρχέτυπο στη γυναίκα αποκαλείται «Animus».
Το ανδρόγυνο ήταν τόσο δυνατό που το έτρεμαν οι Θεοί, αφού ήταν Θεοκτόνοι.
Πηγή
«Τι είν’ αυτό που ζητάτε άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;»
Ο Ερμαφρόδιτος παρουσιάζεται στην Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία και τέχνη ως το ον που έχει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης τον οποίο ανέθρεψαν οι νύμφες στις σπηλιές του όρους Ίδη της Φρυγίας. Στο πρόσωπό του αντιφέγγιζε η χάρη και η ομορφιά και των δύο γονέων του, από τους οποίους πήρε και το όνομά του, Ερμαφρόδιτος.
Όταν έγινε δεκαπέντε χρόνων, εγκατέλειψε το βουνό όπου μεγάλωσε για να περιπλανηθεί στη Μικρά Ασία και να γνωρίσει καινούργια μέρη. Πέρασε από πόλεις της Λυκίας, καθώς και από την Καρία, όπου σταμάτησε να ξεκουραστεί σε μια πηγή που ονομαζόταν Σαλμακίς, τα νερά της οποίας σχημάτιζαν λίμνη. Η ομώνυμη νύμφη της πηγής, η φιλάρεσκη Σαλμακίς, μαγεύτηκε από την ομορφιά του νέου και τον ερωτεύτηκε παράφορα.
Ο Ερμαφρόδιτος όμως έμεινε ασυγκίνητος και αδιάφορος μπροστά στο ερωτικό πάθος της. Όταν εκείνη ένιωσε πως οι προσπάθειές της να τον κατακτήσει απέβαιναν μάταιες, προσποιήθηκε την αδιάφορη και απομακρύνθηκε από την πηγή. Ο Ερμαφρόδιτος, νομίζοντας ότι έμεινε μόνος, βούτηξε στο νερό της πηγής. Η Σαλμακίς όμως, που είχε κρυφτεί σε ένα γειτονικό θάμνο και παρακολουθούσε τις κινήσεις του νέου, βλέποντάς τον ανυπεράσπιστο μέσα στο βασίλειό της, βούτηξε κι αυτή στην πηγή.
Ο Ερμαφρόδιτος, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να ξεφύγει από την αγκαλιά της νύμφης, που τυφλωμένη από το πάθος παρακάλεσε τους Θεούς να μη χωρίσουν ποτέ οι δυο τους. Οι Θεοί πραγματοποίησαν την επιθυμία της και συνένωσαν τα δύο σώματα σε ένα, δημιουργώντας ένα καινούργιο ον με διττή φύση, ούτε ξεκάθαρα γυναικεία ούτε ξεκάθαρα ανδρική, το Ανδρόγυνο. Ο Ερμαφρόδιτος, καθώς ένιωθε το σώμα του να αφομοιώνεται με το θηλυκό, καταράστηκε την πηγή και παρακάλεσε τους γονείς του όποιος άντρας πέφτει στα νερά της να χάνει τον ανδρισμό του και να εκθηλύνεται. Ο Ερμής και η Αφροδίτη εισάκουσαν την παράκληση του γιου τους και έδωσαν στην πηγή τη μυστηριώδη αυτή δύναμη.
Το Ανδρόγυνο στην «εσωτερική παράδοση»
Όπου γίνεται συμβολικά αναφορά στο αρχέγονο ερμαφρόδιτο στάδιο τόσο της κοσμογονίας όσο και της «ανθρωπογονίας».
Στην Ορφική Κοσμογονία ο Ηρικαπαίος ή και Ηρικεπαίος ήταν ερμαφρόδιτο ον το οποίο και χαρακτηριζόταν κυρίαρχη πρωτόγονη και ζωοδότης δύναμη του κόσμου. Κατά την Κοσμογονία δημιουργήθηκε στην αρχή ο Χρόνος και εξ αυτού η δυάδα Αιθήρ και Χάος, τα οποία μετά του κοσμογονικού Ωού (αυγού) παρήγαγαν την πρώτη Θεϊκή τριάδα. Στη συνέχεια από τη γονιμοποίηση του Ωού προήλθαν ο Έρως, ο Φάνης (δηλαδή ο Θεός του φωτός) και ο Μήτις (ο Θεός της σκέψης, της φρόνησης) που αποτέλεσαν έτσι τη δεύτερη Θεϊκή τριάδα.
Στην Ερμητική παράδοση σύμφωνα με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, ο πατέρας Νους του κόσμου ήταν αρσενικοθήλυκος ζωή και φως, από τον οποίο ξεπηδά ο «Λόγος». Ο κόσμος του φωτός είναι το αρχέτυπο του αισθητού κόσμου, ο οποίος δημιουργείται από το κατώτερο μέρος του, ύστερα από απόφαση του Θεού και δια της συμμετοχής του «Λόγου»
Στην συνέχεια ο πατέρας Νους γέννησε έναν άλλο δεύτερο δημιουργό Νου, ο οποίος μέσω του «Λόγου» δημιουργεί τον δικό μας αισθητό κόσμο, που υπακούει στους κανόνες της Ειμαρμένης. Καθήκον του κατώτερου αισθητού κόσμου είναι να μιμείται τον ιδεατό (αρχέτυπο). Ο «Λόγος» με τον δημιουργό «Νού», θέτουν σε κίνηση τους επτά κύκλους, του πυρός.
«Ο Νους-Θεός που είναι αρσενικό-θηλυκός, ζωή και φως μαζί, γέννησε με έναν λόγο, άλλον δημιουργό Νου, ο οποίος είναι Θεός της φωτιάς και του πνεύματος και ο ενιαίος δημιουργός επτά διοικητών που περιέχουν σε κύκλους τον αισθητό κόσμο και η διοίκησή τους καλείται Ειμαρμένη και αμέσως από τα κατώτερα στοιχεία (του Θεού) ξεπήδησε ο Θεϊκός Λόγος στην περιοχή της καθαρής φυσικής δημιουργίας κι ενώθηκε με τον δημιουργό Νου και ο δημιουργός Νους μαζί με τον Λόγο, που περιβάλλει τους κύκλους και τους κάνει να στριφογυρίζουν με κραδασμούς στριφογύρισε τα δικά του δημιουργήματα και τα άφησε να στρέφονται από απροσδιόριστο χρόνο και θα συνεχίσουν να στρέφονται διαρκώς χωρίς τέλος». Λόγοι, Ι 9,10.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η δημιουργία του ανθρώπου ξεκινάει με την δημιουργία του ανθρώπου αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα: «Κι ο πατέρας όλων ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτό του, τον οποίον αγάπησε ως γέννημα δικό του. Και ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο Θεός αγάπησε την ίδια του την μορφή, του παρέδωσε όλα τα δημιουργήματα». Λόγοι, Ι 12-15
Η δημιουργία του ανθρώπου γίνεται με την δημιουργία του ανθρώπου –αρχέτυπο, που τον δημιουργεί ο πρωταρχικός Νους κατ’ εικόνα του πατέρα. Στην συνέχεια και ο άνθρωπος συμμετέχει στην δημιουργία. Αρχικά ο άνθρωπος δεν είχε φύλο ήταν Ανδρόγυνος κάτι που συναντάμε επίσης στην αρχαιοελληνική γραμματεία τόσο στον Ησίοδο όσο και τον Πλάτωνα.
«Οι ψυχές παιδί μου, Ώρε έχουν όμοια φύση, καθότι προέρχονται από τον ίδιο τόπο, όπου τις πλάθει ο δημιουργός, και δεν είναι ούτε αρσενικές ούτε θηλυκές. Διότι η διάκριση αυτή γίνεται στα σώματα και όχι στα ασώματα» Από τον Λόγο του Ερμή προς τον Τατ, απόσπασμα 24, 8
«Όταν επληρώθη η περίοδος, λύθηκε ο δεσμός που συγκρατούσε τα πάντα με την θέληση του Θεού. Έτσι όλα τα ζώα που ήταν Ανδρόγυνα κι ο άνθρωπος μαζί, διαλύθηκαν κι άλλα έγιναν αρσενικά κι άλλα θηλυκά. Και τότε ο Θεός είπε με λόγο. Αυξάνεστε και πληθύνεστε όλα τα κτίσματα και τα δημιουργήματα». Ποιμάνδρης Ι, 18.
Ο άνθρωπος – αρχέτυπο διαπερνόντας τους πλανητικούς κύκλους παρουσιάστηκε στην φύση και εισέρχεται την ύλη. Κάτι όμως που είχε ως συνέπεια την πτώση του, διότι ως Νάρκισσος αγάπησε την μορφή του, την αντανάκλασή του στον υλικό κόσμο, και συνειδητά επέλεξε να κατοικήσει στην άλογη μορφή.
«Και τότε ο άνθρωπος είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του Θεού κι όταν είδε το απέραντο κάλλος κι όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στην μορφή του Θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στην σκιά του πάνω στην γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό την αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σε αυτήν. Κι αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογη μορφή. Και για αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα κι αθάνατος στην ουσία του» Λόγοι, Ι 12-15
Εξαιτίας της πτώσης του ο άνθρωπος έχει διπλή φύση, θνητός ως προς το σώμα και αθάνατος ως προς τη ουσία του. Ο άνθρωπος που έχει επίγνωση της αθάνατης φύσης του, προχωράει προς την γνώση του υπέρτατου αγαθού και την ένωση με τον Θεό, που γίνεται με την ενδοσκόπηση, ενώ ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε το σώμα του παραμένει στο σκοτάδι και τον θάνατο. Με τον θάνατο βέβαια δεν καταστρέφεται τίποτα απλώς γίνεται μια διάλυση των υλικών στοιχείων.
«-Δεν παθαίνουν πατέρα, τα ζώα που βρίσκονται μέσα σε αυτό (Θείο) και είναι μέρη του;
-Κράτα τον λόγο σου τέκνο μου, γιατί πλανάσαι στην ονομασία των φαινομένων. Δεν πεθαίνει τίποτα τέκνο μου, αλλά ως σύνθετα σώματα, διαλύονται. Η διάλυση δεν είναι θάνατος, αλλά διάλυση του κράματος και διαλύεται όχι για να χαθεί αλλά για να γίνει κάτι νέο. Γιατί ποια είναι η ενέργεια της ζωής: Δεν είναι η κίνηση και υπάρχει τίποτα ακίνητο στον κόσμο; Τίποτε, παιδί μου.
-Ούτε η Γη δεν είναι ακίνητη πατέρα κατά την γνώμη σου;
-Όχι παιδί μου. Η γη είναι και πολυκίνητος από μόνη της και στάσιμη. Πόσο γελοίο είναι να λέμε την τροφό των πάντων ακίνητη, αυτή που βλασταίνει και γεννάει τα πάνα. Είναι αδύνατο να βλασταίνει κάτι δίχως να κινείται. Τέκνο μου, ο κόσμος ως σύνολο είναι αμετάβλητος , αλλά τα μέρη του είναι μεταβλητά, ενώ τίποτα δεν είναι φθαρτό και τίποτα δεν χάνετε. Μόνο οι ορισμοί μπερδεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι η γένεση ζωή, αλλά η αίσθηση, ούτε ο θάνατος αλλά λήθη». Λόγοι ΙΒ, 17,18
Η ψυχή απελευθερώνεται και αναβαίνει περνώντας από τις εφτά σφαίρες αφήνοντας όλα της τα πάθη έως ότου φτάσει στην όγδοη φύση και την ένωση της με τον Θεό. Η ασεβής ψυχή μένει στην ίδια ουσία, κολάζεται από αυτήν και ζητάει γήινο σώμα για να εισέλθει. Σε ζώου σώμα δεν χωράει ανθρώπινη ψυχή και η Θέμιδα δεν επιτρέπει η ανθρώπινη ψυχή να εκπέσει σε αλόγου ζώου σώμα. Νόμος του Θεού είναι για να προφυλάσσει την ανθρώπινη ψυχή από μία τέτοια ύβρη». Λόγοι, X, 19.
Σύμφωνα με την «εσωτερική παράδοση» η εξέλιξη του ανθρώπου προχωρά μέσα από Επτά Κοσμικές Περιόδους που αντιστοιχούν σε διαδοχικές «καταστάσεις» από τις οποίες περνά η Γη όσο και τα όντα που ζουν σε αυτή, συνεπώς και ανθρωπότητα από το πνεύμα πρός την Ύλη.
Ο Ησίοδος στο «Έργα και Ημέραι» αναφέρει πως υπήρχαν πέντε έως τώρα γένη της ανθρωπότητας, χαρακτηρίζοντάς τα κατά σειρά φθίνουσας αξίας μετάλλων: Πρώτο είναι το «Χρυσό» Γένος, όπου οι άνθρωποι ζούσαν σαν τους θεούς χωρίς μόχθο, βάσανα και γηρατειά. Δεύτερο το «Αργυρό» Υπερβόρειοι-Ουρανός, τρίτο το «Χάλκινο» Λεμούρειοι-Κρόνος, τέταρτο το Γένος των Ηρώων Άτλαντες-Δίας και πέμπτο το «Σιδερένιο» Γένος, το πιο «άθλιο» απ’ όλα, το δικό μας.
Εμείς βρισκόμαστε τώρα στην τετάρτη Κοσμική Περιόδο. Έχουν προηγηθεί η «Κρόνια», η «Ηλιακή» και η «Σεληνιακή» και θα ακολουθήσει η περίοδος του «Δία», της «Αφροδίτης» και του «Ηφαίστου», κατά τις οποίες η ανθρωπότητα θα γίνεται διαρκώς πνευματικότερη. Οι τρεις προηγούμενες αλυσίδες αντιστοιχούν συμβολικά στην «ορυκτή», «φυτική» και «ζωική» εξέλιξη του ανθρώπου και κατ’ αυτές εμφανίστηκαν διαδοχικά τα στοιχεία Φωτιά, Αέρας και Νερό.
Το πρώτο γένος των ανθρώπων, το κατεξοχήν Θείο ή «Χρυσό» ήταν καθαρά αιθερικό αποτελούμενο από τα αστρικά σώματα των «Σεληνιακών Προγόνων» πάνω στα οποία άρχισε να δομεί η Φύση του υλικό σώμα του ανθρώπου.
Το δεύτερο γένος (Υπερβόρειοι) ήταν άφυλο ενώ το τρίτο (Λεμούρειοι) ερμαφρόδιτο. Στα μέσα περίπου αυτού του τρίτου γένους των Λεμουρείων έγινε ο διαχωρισμός των φύλων ή «η πτώση στη γέννηση» και ο προηγουμένως ερμαφρόδιτος άνθρωπος, ο οποίος πολλαπλασιαζόταν μέχρι τότε μόνο με τη θέλησή του, απέκτησε φύλο και χρειαζόταν πια για την αναπαραγωγή του τη συνεύρεσή του με ένα ον του αντιθέτου φύλου. Στα προηγούμενα γένη ο πολλαπλασιασμός ήταν αγενής (ασεξουαλικός) είτε με τη στερέωση ενός «εκτοπλασματικού» σώματος που πρόβαλλε ο γονέας ή με εκβλάστηση, ή με «ιδρωτογέννηση» ή με άγνωστες σε μας μορφές ωοτοκίας.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, η τελευταία Ανδρόγυνη ανθρωπότητα είχε τέσσερα χέρια και δύο πρόσωπα και την ικανότητα της κυκλοτερούς όρασης (μπρος και πίσω). Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε τις παράξενες Ινδουιστικές θεότητες με τα τέσσερα χέρια ή την παράδοση για τους Κύκλωπες (=κύκλος + ώψ-μάτι, δηλαδή ετυμολογικά οι έχοντες κυκλοτερή όραση) και τον εκφυλισμό του τρίτου ματιού της «πλάτης» μας μετά τη πτώση των Ανδρόγυνων, οπότε αυτό τελικά αποσύρθηκε με τα χρόνια μέσα στο κεφάλι μας κι αποτελεί την σημερινή υπόφυση.
Ο Αριστοφανικός μύθος για την ανθρώπινη φύση στο πλατωνικό Συµπόσιο.
Ένα απόσπασμα από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, όπου ο Πλάτωνας παραθέτει έναν μύθο, μέσω του αττικού κωµικογράφου Αριστοφανη. Ο οποίος με χαρακτηριστικό ύφος και τεχνική, παρουσιάζει στους συµποσιαστές, τον δικό του λόγο περί έρωτα. Μα φυσικά το θέμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ανθρώπινη φύση και τον Έρωτα.
14. «Λοιπόν, Ερυξίμαχε» είπε ο Αριστοφάνης «πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ’ όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, κι όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ’ αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις.
Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ’ ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, κι αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα κι όλα τ’ άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.
Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού η σελήνη αποτελείται κι από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν κι αυτά κι ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους Θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό και κτύπησαν τους Θεούς.
15. Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν’ ασχημονούν. Τέλος ύστερ’ από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:
«Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ’ ενός μεν ανίσχυροι, αφ’ ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά, θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό».
Είπε και άρχισε να σχίζει τους ανθρώπους σε δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα βερύκοκκα για να τα διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα. Τον καθένα που χώριζε, ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίσει το πρόσωπο και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής. Έτσι θα έβλεπε ο άνθρωπος το σχίσιμό του και θα καθόταν πιο φρόνιμος. Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήσει.
Πράγματι, εκείνος γύριζε το πρόσωπο και τραβούσε το δέρμα απ’ όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλία, και το έδενε όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο κέντρο της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερα τον ομφαλό. Τις ρυτίδες τις άλλες τις περισσότερες τις εξομάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ’ ένα εργαλείο, όπως αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Μερικές αφήκε μόνο εκεί κοντά στην κοιλιά και τον ομφαλό, να μένουν σαν ενθύμιο του τι πάθαμε κάποτε.
Μετά την διχοτόμηση λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο ήμισυ και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τότε τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, κι έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και γενικά από την ανικανότητα προς οποιανδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν δέχονταν να κάμουν τίποτα. Όποτε δε το ένα ήμισυ πέθαινε κι έμενε το άλλο, αυτό που έμενε, ζητούσε ένα άλλο ν’ αγκαλιάσει, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήταν (αυτό που ονομάζουμε σήμερα γυναίκα) είτε ανδρός – αυτό που εύρισκε εμπρός του. Κι έτσι χάνονταν.
Τους λυπήθηκε λοιπόν ο Ζεύς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά τους όργανα προς τα εμπρός. Ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω κι η γονιμοποίηση και γέννηση γινόταν όχι μέσα τους, αλλά στο χώμα, όπως στα τζιτζίκια. Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμε, προς τα εμπρός και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεση, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχει και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν κι έτσι ν’ αναπαράγεται το είδος.
Κι να προκαλείται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν και για τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Από τόσο παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος στη φύση τους και μας συνενώνει στην αρχική μας κατάσταση και ζητεί να κάμει και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.
16. Ο καθένας μας λοιπόν είν’ ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια. Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον. Τώρα, όσοι από τους άνδρες είν’ απόκομμα από το φύλο το μεικτό, αυτό που ονομαζόταν τότε ανδρόγυνο, αυτοί είναι γυναικομανείς. Και η πλειονότητα των μοιχών από το φύλο αυτό κατάγονται. Επίσης και όσες γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλο τούτο. Οι γυναίκες πάλι που είναι απόκομμα ολόκληρης γυναίκας, αυτές δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τους άνδρες. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μάλλον στις γυναίκες. Απ’ αυτό το φύλο κατάγονται οι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ’ αρσενικά.
Εφ’ όσον μεν είναι παιδιά, αγαπούν τους άνδρες, αφού είναι τμήμα αρσενικού, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζονται με τους άνδρες μαζί. Και είν’ αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν στην φύση τους πολύ ανδρισμό. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αδιάντροπους. Αλλά δεν είν’ αλήθεια. Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντία, αλλ’ από θάρρος κι από γενναιότητα κι από τον αρρενωπό τους χαρακτήρα. Τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιο προς την φύση τους. Απόδειξη τρανή όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποδεικνύονται, στα πολιτικά, άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται στον έρωτα των παιδιών και δεν ενδιαφέρονται για τον γάμο και την απόκτηση παιδιών από φυσική κλίση, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμο. Οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι να περάσουν μαζί τη ζωή τους άγαμοι. Οπωσδήποτε ένας τέτοιου είδους εξελίσσεται σε άνθρωπο γεμάτο έρωτα προς τ’ αγόρια και αγάπη προς τους εραστές του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.
Αν τύχει κάποτε μάλιστα να συναντήσει το ίδιον εκείνο το πραγματικό του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οποιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον η συγκίνησή τους είναι εξαιρετική από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος. Ούτε στιγμή, θα έλεγα, δεν δέχονται ν’ αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι δεν θα ήσαν σε θέση καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον.
Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθεί, ότι είναι η ερωτική απόλαυση, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας από του άλλου την συμβίωση με πάθος τόσο σφοδρό. Κάτι άλλο είναι μάλλον – το βλέπει κανείς – αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Και αν, τη ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε: «Τι είν’ αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;»
Και αν εκείνοι δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν, τους ρωτούσε και πάλι: «Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε και νύκτα και ημέρα να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε είμαι πρόθυμος να σας καλουπώσω και να σας σφυρηλατήσω σε ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρό ζείτε, να ζείτε και οι δύο σας κοινή ζωή σαν ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είσθε και όχι δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφθείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι, αν τούτο πετύχετε».
Μόλις ακούσει αυτά, ούτε ένας – είμαστε βέβαιοι – δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυμία. Αντίθετα θα πίστευε, πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό τώρα ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί με τον αγαπημένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι. Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ’ όνομα έρως. Πρωτύτερα – το επαναλαμβάνω – ήμασταν ένα. Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας, μας έχει διαμελίσει ο Δίας, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες. Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους Θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.
Για τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύει, να έχει σεβασμό προς τους Θεούς, ώστε ν’ αποφύγουμε εκείνα, να πραγματοποιήσουμε δε τα άλλα, καθώς ο Έρως είναι οδηγητής μας και κυβερνήτης μας. Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, κι αντιδρά όποιος επισύρει το μίσος των Θεών. Ενώ αν γίνουμε αγαπημένοι των Θεών και ειρηνεύσουμε μαζί τους, θ’ ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας, τους πραγματικά δικούς μας, πράγμα το οποίο λίγοι σήμερα κατορθώνουν.
Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, για να γελοιοποιήσει την ομιλία μου, πως αναφέρομαι στον Παυσανία και τον Αγάθωνα. Δυνατόν ν’ ανήκουν και αυτοί σε εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ’ εγώ μιλώ για όλους ανεξαιρέτως, άνδρες και γυναίκες, ότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανε ευδαιμονία, αν δηλαδή φθάσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα του έρωτος και βρει ο καθένας μας τον αγαπημένο τον δικό του, ώστε να επανέλθει στην πρωταρχική κατάσταση. Και αν είναι αυτό το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι κατ’ ανάγκη το καλύτερο. Και αυτό είναι να επιτύχει κανείς αγαπημένο, γεννημένο σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Τούτου τον δωρητή Θεό αν θέλουμε να υμνήσουμε, τον Έρωτα είναι δίκαιο να υμνήσουμε, ο οποίος και στο παρόν μας προσφέρει πλήθος ευεργεσίες, σαν οδηγητής προς τις συγγενείς μας φύσεις, και για το μέλλον μας χαρίζει πλούσιες ελπίδες, εφ’ όσον εμείς αποδίδουμε προς τους Θεούς σεβασμό, να μας επαναφέρει στην αρχική μας κατάσταση και να μας θεραπεύσει, να μας καταστήσει κατ’ αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς. Αυτός, Ερυξίμαχε είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον δικό σου. Και συ – σου υπέβαλα ήδη την παράκληση – μη ζητήσεις να τον διακωμωδήσεις, ώστε ν’ ακούσουμε τι θα πει ο καθένας από τους υπόλοιπους, ή μάλλον από τους δύο. Διότι μόνο ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν».
Σε διανοητικό επίπεδο η αναζήτηση του άλλου μισού που αναφέρει ο Πλάτωνας, βρίσκει την έκφραση του μέσα από την θεωρία του Carl Jung Animus και Anima. Σύμφωνα με αυτή τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουν μέσα τους στοιχεία και του αντίθετου φύλου. Κάθε άντρας έχει και μια θηλυκή πλευρά και κάθε γυναίκα έχει ασυνείδητα αρσενικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό αρχέτυπο στον άντρα αποκαλείται «Anima», ενώ το αρσενικό αρχέτυπο στη γυναίκα αποκαλείται «Animus».
Το ανδρόγυνο ήταν τόσο δυνατό που το έτρεμαν οι Θεοί, αφού ήταν Θεοκτόνοι.
Πηγή