Ένα εμπορικό κέντρο, το αρχαιότερο, μέχρι στιγμής, που ανασκάπτεται στην βόρεια Ελλάδα, αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη στην παραθαλάσσια αρχαία Αργιλο,.
Σύμφωνα με παλαιότερο ρεπορτάζ του «Εθνους», μέχρι τώρα έχουν ερευνηθεί τέσσερα αυτόνομα κτίρια και δεκάδες καταστήματα και εργαστήρια, που λειτουργούσαν πριν από 2.700 χρόνια.
Δώδεκα καταστήματα έχουν ανασκαφεί πλήρως, τα οποία στέγαζαν εργαστήρια υφαντικής, ελαιοπιεστήριο, εργαστήριο για την επεξεργασία κεράτων από ελάφια, πωλητήριο μικρών βωμών κ.ά.
Το εμπορικό κέντρο χρονολογείται από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα ενώ στην κορυφή του λόφου υπάρχουν αρχιτεκτονικά μέλη από το «Αρχοντικό», το οποίο πιθανολογείται ότι ανήκε σε κάποιον εταίρο του Φιλίππου, του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, καθώς δεν έχουν βρεθεί σχετικές επιγραφές, ενώ εκεί υπήρχε και το καλύτερα διατηρημένο ελαιοτριβείο στην Ελλάδα της κλασικής εποχής.
Την αρχαία Άργιλο ανασκάπτει τα τελευταία 25 χρόνια ο επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων, Ζήσης Μπόνιας, μαζί με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ, Ζακ Περό. Τα νεότερα συμπεράσματα και ευρήματα της έρευνας θα παρουσιασθούν την ερχόμενη εβδομάδα σε διεθνές συνέδριο, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με θέμα «Αργιλος, 25 χρόνια έρευνας».
«Την τελευταία πενταετία ανασκάπτουμε ένα οργανωμένο κτιριακό συγκρότημα εμπορικού χαρακτήρα. Ουσιαστικά πρόκειται για το εμπορικό κέντρο της Αργίλου, άποψη που ενισχύεται και από τη γειτνίασή του με το λιμάνι της πόλης. Εχει ερευνηθεί πλήρως ένα κτίσμα, μήκους περίπου 60 μέτρων και πλάτους 7,5 μέτρων, το οποίο αποτελείται από 12 δωμάτια/καταστήματα.
Στα δωμάτια αυτά κατασκευάζονταν ή και πωλούνταν διάφορα προϊόντα και καλλιτεχνικά τεχνουργήματα. Για παράδειγμα σε ένα από αυτά πωλούνταν μικροί μαρμάρινοι βωμίσκοι, σε άλλο βάφονταν μαλλιά και υφαίνονταν υφάσματα, σε άλλο δωμάτιο υπάρχει εγκατάσταση ελαιοπιεστηρίου, ενώ σε άλλο επεξεργάζονταν κέρατα ελαφιών για τη δημιουργία εργαλείων και κοσμημάτων», λέει στο «Εθνος» ο κ. Μπόνιας.
Η εμπορική χρήση του χώρου ενισχύεται από το γεγονός πως όλα τα δωμάτια/καταστήματα ανοίγονταν στον δρόμο και οι πόρτες άνοιγαν προς τα έξω, το μέγεθος του κτιρίου και η θέση του δίπλα στον Στρυμονικό κόλπο τού προσδίδει έναν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ βρέθηκαν πάνω από 400 νομίσματα και στον χώρο του αργαλειού υπήρχαν πάνω από 40 αγνύθες (υφαντικά βάρη).
Ενα στοιχείο που προβλημάτισε τους αρχαιολόγους είναι το ότι οι προσόψεις των δωματίων/καταστημάτων ήταν διαφορετικές και υποθέτουν ότι η πόλη διέθεσε τον χώρο και οι έμποροι «έχτισαν» μόνοι τους τα εργαστήρια.
«Τα δωμάτια ανοίγονταν σε πλακόστρωτο δρόμο, όπου μάλλον ήταν τοποθετημένα και τραπεζάκια για την έκθεση των προϊόντων. Τα ανασκαφικά ευρήματα μας παρέχουν ενδείξεις για ύπαρξη ενός ακόμη παρόμοιου κτιρίου, από το οποίο ανασκάψαμε έως τώρα μόνο δύο δωμάτια και πιθανόν και άλλων δύο παρόμοιων και ίδιων διαστάσεων. Τα κτίρια αυτά χωρίζονται από στενούς πλακόστρωτους δρόμους, οι οποίοι λειτουργούν και ως συστήματα αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων», μας λέει ο κ. Μπόνιας.
Το κτίσμα στον λόφο είχε δύο ορόφους, στο ισόγειο υπήρχε μία πλήρης βιοτεχνική εγκατάσταση, ένα λιοτριβιό -το καλύτερα διατηρημένο στην Ελλάδα της κλασικής εποχής- και στον πρώτο όροφο κατοικούσε ο ένοικος. Το οίκημα είναι οργανωμένο κατά τα πρότυπα της ελληνικής κατοικίας: υπαίθρια αυλή στο κέντρο και γύρω γύρω ανοίγονται τα δωμάτια.
Στον νότιο τομέα της πόλης, που εκτείνεται από την παραλία έως τα ριζά του λόφου της ακρόπολης, έχουν ανασκαφεί δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτίσματα. Επίσης έχουν αποκαλυφθεί τμήματα πλακόστρωτων δρόμων που οδηγούν από την περιοχή του λιμανιού στην ακρόπολη.
Η χρονολόγησή τους εκτείνεται από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το έτος 357 π.Χ. οπότε η πόλη καταστράφηκε από τον Φίλιππο Β΄, ο οποίος σε μια εκστρατεία-αστραπή στη Μακεδονία και στη Θράκη υπέταξε όλες τις πόλεις, πολλές τις κατέστρεψε και άλλες (Φίλιπποι) τις μετονόμασε.
Πηγή
Σύμφωνα με παλαιότερο ρεπορτάζ του «Εθνους», μέχρι τώρα έχουν ερευνηθεί τέσσερα αυτόνομα κτίρια και δεκάδες καταστήματα και εργαστήρια, που λειτουργούσαν πριν από 2.700 χρόνια.
Δώδεκα καταστήματα έχουν ανασκαφεί πλήρως, τα οποία στέγαζαν εργαστήρια υφαντικής, ελαιοπιεστήριο, εργαστήριο για την επεξεργασία κεράτων από ελάφια, πωλητήριο μικρών βωμών κ.ά.
Το εμπορικό κέντρο χρονολογείται από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα ενώ στην κορυφή του λόφου υπάρχουν αρχιτεκτονικά μέλη από το «Αρχοντικό», το οποίο πιθανολογείται ότι ανήκε σε κάποιον εταίρο του Φιλίππου, του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, καθώς δεν έχουν βρεθεί σχετικές επιγραφές, ενώ εκεί υπήρχε και το καλύτερα διατηρημένο ελαιοτριβείο στην Ελλάδα της κλασικής εποχής.
Την αρχαία Άργιλο ανασκάπτει τα τελευταία 25 χρόνια ο επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων, Ζήσης Μπόνιας, μαζί με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ, Ζακ Περό. Τα νεότερα συμπεράσματα και ευρήματα της έρευνας θα παρουσιασθούν την ερχόμενη εβδομάδα σε διεθνές συνέδριο, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με θέμα «Αργιλος, 25 χρόνια έρευνας».
«Την τελευταία πενταετία ανασκάπτουμε ένα οργανωμένο κτιριακό συγκρότημα εμπορικού χαρακτήρα. Ουσιαστικά πρόκειται για το εμπορικό κέντρο της Αργίλου, άποψη που ενισχύεται και από τη γειτνίασή του με το λιμάνι της πόλης. Εχει ερευνηθεί πλήρως ένα κτίσμα, μήκους περίπου 60 μέτρων και πλάτους 7,5 μέτρων, το οποίο αποτελείται από 12 δωμάτια/καταστήματα.
Στα δωμάτια αυτά κατασκευάζονταν ή και πωλούνταν διάφορα προϊόντα και καλλιτεχνικά τεχνουργήματα. Για παράδειγμα σε ένα από αυτά πωλούνταν μικροί μαρμάρινοι βωμίσκοι, σε άλλο βάφονταν μαλλιά και υφαίνονταν υφάσματα, σε άλλο δωμάτιο υπάρχει εγκατάσταση ελαιοπιεστηρίου, ενώ σε άλλο επεξεργάζονταν κέρατα ελαφιών για τη δημιουργία εργαλείων και κοσμημάτων», λέει στο «Εθνος» ο κ. Μπόνιας.
Η εμπορική χρήση του χώρου ενισχύεται από το γεγονός πως όλα τα δωμάτια/καταστήματα ανοίγονταν στον δρόμο και οι πόρτες άνοιγαν προς τα έξω, το μέγεθος του κτιρίου και η θέση του δίπλα στον Στρυμονικό κόλπο τού προσδίδει έναν δημόσιο χαρακτήρα, ενώ βρέθηκαν πάνω από 400 νομίσματα και στον χώρο του αργαλειού υπήρχαν πάνω από 40 αγνύθες (υφαντικά βάρη).
Ενα στοιχείο που προβλημάτισε τους αρχαιολόγους είναι το ότι οι προσόψεις των δωματίων/καταστημάτων ήταν διαφορετικές και υποθέτουν ότι η πόλη διέθεσε τον χώρο και οι έμποροι «έχτισαν» μόνοι τους τα εργαστήρια.
«Τα δωμάτια ανοίγονταν σε πλακόστρωτο δρόμο, όπου μάλλον ήταν τοποθετημένα και τραπεζάκια για την έκθεση των προϊόντων. Τα ανασκαφικά ευρήματα μας παρέχουν ενδείξεις για ύπαρξη ενός ακόμη παρόμοιου κτιρίου, από το οποίο ανασκάψαμε έως τώρα μόνο δύο δωμάτια και πιθανόν και άλλων δύο παρόμοιων και ίδιων διαστάσεων. Τα κτίρια αυτά χωρίζονται από στενούς πλακόστρωτους δρόμους, οι οποίοι λειτουργούν και ως συστήματα αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων», μας λέει ο κ. Μπόνιας.
Το κτίσμα στον λόφο είχε δύο ορόφους, στο ισόγειο υπήρχε μία πλήρης βιοτεχνική εγκατάσταση, ένα λιοτριβιό -το καλύτερα διατηρημένο στην Ελλάδα της κλασικής εποχής- και στον πρώτο όροφο κατοικούσε ο ένοικος. Το οίκημα είναι οργανωμένο κατά τα πρότυπα της ελληνικής κατοικίας: υπαίθρια αυλή στο κέντρο και γύρω γύρω ανοίγονται τα δωμάτια.
Στον νότιο τομέα της πόλης, που εκτείνεται από την παραλία έως τα ριζά του λόφου της ακρόπολης, έχουν ανασκαφεί δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτίσματα. Επίσης έχουν αποκαλυφθεί τμήματα πλακόστρωτων δρόμων που οδηγούν από την περιοχή του λιμανιού στην ακρόπολη.
Η χρονολόγησή τους εκτείνεται από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το έτος 357 π.Χ. οπότε η πόλη καταστράφηκε από τον Φίλιππο Β΄, ο οποίος σε μια εκστρατεία-αστραπή στη Μακεδονία και στη Θράκη υπέταξε όλες τις πόλεις, πολλές τις κατέστρεψε και άλλες (Φίλιπποι) τις μετονόμασε.
Πηγή