O λοιμός της αρχαίας Αθήνας αποτέλεσε έναν από τους αποφασιστικούς παράγοντες για την έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου και το τέλος της αθηναϊκής κυριαρχίας στη Μεσόγειο. Ο λοιμός ξέσπασε κατά την πολιορκία της Αθήνας από τους Σπαρτιάτες, στην αρχή του καλοκαιριού του 430 π.Χ. και μέχρι το καλοκαίρι του 428 π.Χ. κυριολεκτικά αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης.
Επειτα από μία βραχεία περίοδο ύφεσης, η επιδημία ξέσπασε ξανά στη διάρκεια του χειμώνα του 427 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι τον χειμώνα του 426 π.Χ. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της Αθήνας χάθηκε από την επιδημία, μεταξύ αυτών και ο Περικλής.
Τα μοναδικά στοιχεία για τον λοιμό προέρχονται από τις σχετικές αναφορές του Θουκυδίδη, στην περίφημη Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου περιγράφονται με αρκετή ακρίβεια τα κύρια σημεία και συμπτώματα της νόσου.
Με βάση τις περιγραφές αυτές, έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις σχετικές με την αιτία της επιδημίας, χωρίς όμως να έχουν οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για την ακριβή ταυτότητά της, λόγω της έλλειψης αποδείξεων.
Η επιστημονική τεκμηρίωση της αιτίας του λοιμού της Αθήνας εξασφαλίσθηκε από το υλικό αρχαιολογικής ανασκαφής της περιόδου 1994 - 1995, που πραγματοποιήθηκε υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου κ. Εφης Μπαζιοτοπούλου - Βαλαβάνη και την ευθύνη της 3ης Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στην περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου της Αθήνας, στον Κεραμεικό.
Στην ανασκαφή αυτή ανακαλύφθηκε ένας ομαδικός τάφος, -περίπου 150 ατόμων- που χρονολογήθηκε από τους αρχαιολόγους στην περίοδο του λοιμού, μεταξύ 430-426 π.Χ. Ο συγκεκριμένος τάφος δεν είχε μνημειακό χαρακτήρα, καθώς τα σώματα των νεκρών βρέθηκαν στοιβαγμένα σε θέσεις που υποδήλωναν ότι θάφτηκαν βιαστικά, χωρίς τη συνηθισμένη φροντίδα που επέβαλε ο σεβασμός των αρχαίων Ελλήνων στους νεκρούς.
Με βάση τα ευρήματα αυτά, ομάδα Ελλήνων επιστημόνων υπό τον συντονισμό του γράφοντος, διατύπωσε τη θεωρία ότι πρόκειται για θύματα του λοιμού της Αθήνας, και αποφάσισε να προχωρήσει σε εργαστηριακή μελέτη του σκελετικού υλικού, με σκοπό την ταυτοποίηση του μικροβιακού παράγοντα που προκάλεσε τον θάνατό τους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δημοσιεύονται σήμερα στην Ιατρική Επιθεώρηση International Journal of Infectious Diseases. Στην ομάδα των συγγραφέων συμμετείχαν εκτός από τον συντονιστή, ο γενετιστής κ. Χρήστος Γιαπιτζάκης, ο ορθοδοντικός κ. Φίλιππος Συνοδινός και η αρχαιολόγος κ. Εφη Μπαζιοτοπούλου-Βαλαβάνη.
Στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιήθηκαν δόντια από τρεις διαφορετικούς σκελετούς από τον ομαδικό τάφο του Κεραμεικού. Η επιλογή του υλικού αυτού έγινε επειδή έχει αποδειχθεί ότι μετά τον θάνατο τα δόντια διατηρούνται ακέραια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας το περιεχόμενό τους στεγανό και ανεπηρέαστο από εξωτερικές επιμολύνσεις.
Συνεπώς, η ανάλυση του DNA του πολφού δοντιών μπορεί να οδηγήσει σε αναδρομική διάγνωση, ακόμα και αρχαίων μολυσματικών ασθενειών, υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύονταν από μικροβιαιμία.
Στις περιπτώσεις αυτές ο μικροβιακός παράγοντας που κυκλοφορεί στο αίμα, άρα και στο εσωτερικό του δοντιού, μετά την νέκρωσή του παγιδεύεται εκεί, όπου και μουμιοποιείται.
Με την εφαρμογή σύγχρονων εργαστηριακών μεθόδων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν υπό αυστηρά άσηπτες συνθήκες, στα εργαστήρια της Μοριακής Νευροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας από την ερευνητική ομάδα του κ. Παπαγρηγοράκη, διαπιστώθηκε αρχικά η ύπαρξη μικροβιακού DNA στον πολφικό ιστό των δοντιών.
Στη συνέχεια, το μικροβιακό DNA διαχωρίσθηκε από το ανθρώπινο και υποβλήθηκε σε διαδοχικές δοκιμασίες για την ταυτοποίησή του, μεταξύ των υποψηφίων μικροβίων, που έχουν συσχετισθεί αιτιολογικά στο παρελθόν με τον λοιμό της Αθήνας. Επειτα από έξι αρνητικές δοκιμασίες, που αντιστοιχούσαν σε έξι υποψήφια μικρόβια, παρατηρήθηκε θετική αντίδραση, που αντιστοιχούσε στον μικροβιακό παράγοντα Salmonella enterica serovar Τyphi.
Το μικρόβιο αυτό είναι υπεύθυνο για την εκδήλωση του τυφοειδούς πυρετού. Η αντιστοιχία των γονιδίων που διερευνήθηκαν στο αρχαίο DNA σε σχέση με τις γνωστές αλληλουχίες της σύγχρονης μορφής του μικροβίου έφθασε το 96%. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τον κ. Παπαγρηγοράκη, επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για την παρουσία του μικροβίου στα δόντια και των τριών νεκρών του ομαδικού τάφου που εξετάσθηκαν, των πιθανολογούμενων δηλαδή θυμάτων του λοιμού της Αθήνας.
Ως αποτέλεσμα, θεωρείται δεδομένο ότι ο τυφοειδής πυρετός συμμετείχε στην αιτιολογία του λοιμού της Αθήνας, είτε αποκλειστικά είτε σε συνδυασμό με κάποιον άλλο, προς το παρόν άγνωστο, λοιμογόνο παράγοντα.
Ο τυφοειδής πυρετός ακόμα και σήμερα αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας σε παγκόσμια κλίμακα. Κάθε χρόνο εκδηλώνονται περίπου 20 εκατομμύρια νέα κρούσματα, που οδηγούν σε 600.000 θανάτους σε ενδημικές περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου οι συνθήκες υπερπληθυσμού, ακατάλληλης ύδρευσης και πλημμελούς υγιεινής αλλά και ανεπαρκούς πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, επιτρέπουν την εκδήλωση παρόμοιων επιδημιών με τραγικά αποτελέσματα.
Οι συνθήκες συνωστισμού του πληθυσμού και των συνεπαγόμενων προβλημάτων στη δημόσια υγεία και στην ατομική υγιεινή των κατοίκων της πολιορκημένης Αθήνας του 430 π.Χ., όπως περιγράφονται από τον Θουκυδίδη, πρέπει να ήταν αναμφισβήτητα δύσκολες, ώστε να επιτρέψουν αρχικά την εκδήλωση και στη συνέχεια την εξάπλωση της θανατηφόρου επιδημίας. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη διάγνωση του τυφοειδούς πυρετού συμφωνεί με πολλά από τα κλινικά χαρακτηριστικά του λοιμού της Αθήνας, όπως περιγράφεται από τον Θουκυδίδη.
Ορισμένα άλλα σημεία, στα οποία η σύγχρονη μορφή του τυφοειδούς πυρετού διαφέρει από τις αναφορές του λοιμού από τον Θουκυδίδη, αποτελούν μία ακόμη πρόκληση για την ομάδα των Ελλήνων ερευνητών, για τη διατύπωση υποθέσεων που θα διερευνηθούν σε περαιτέρω έρευνες.
Τα συμπεράσματα από τις έρευνες αυτές μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση των μηχανισμών εκδήλωσης και εξάπλωσης του τυφοειδούς πυρετού, όπως και άλλων παρόμοιων επιδημικών καταστάσεων, στο παρελθόν και στη σύγχρονη εποχή. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής θεωρούνται πολύ σημαντικά, καθώς ρίχνουν φως σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της παγκόσμιας και, βέβαια, της ελληνικής Ιστορίας.
Σημαντικό γεγονός επίσης είναι ότι η έρευνα αυτή οργανώθηκε, πραγματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε από Ελληνες ερευνητές, σε ελληνικά ερευνητικά κέντρα, υπό την αιγίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας.
* Ο κ. Μανώλης Παπαγρηγοράκης είναι επίκουρος καθηγητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή
Επειτα από μία βραχεία περίοδο ύφεσης, η επιδημία ξέσπασε ξανά στη διάρκεια του χειμώνα του 427 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι τον χειμώνα του 426 π.Χ. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της Αθήνας χάθηκε από την επιδημία, μεταξύ αυτών και ο Περικλής.
Τα μοναδικά στοιχεία για τον λοιμό προέρχονται από τις σχετικές αναφορές του Θουκυδίδη, στην περίφημη Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου περιγράφονται με αρκετή ακρίβεια τα κύρια σημεία και συμπτώματα της νόσου.
Ελλειψη αποδείξεων
Με βάση τις περιγραφές αυτές, έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις σχετικές με την αιτία της επιδημίας, χωρίς όμως να έχουν οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για την ακριβή ταυτότητά της, λόγω της έλλειψης αποδείξεων.
Η επιστημονική τεκμηρίωση της αιτίας του λοιμού της Αθήνας εξασφαλίσθηκε από το υλικό αρχαιολογικής ανασκαφής της περιόδου 1994 - 1995, που πραγματοποιήθηκε υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου κ. Εφης Μπαζιοτοπούλου - Βαλαβάνη και την ευθύνη της 3ης Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στην περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου της Αθήνας, στον Κεραμεικό.
Στην ανασκαφή αυτή ανακαλύφθηκε ένας ομαδικός τάφος, -περίπου 150 ατόμων- που χρονολογήθηκε από τους αρχαιολόγους στην περίοδο του λοιμού, μεταξύ 430-426 π.Χ. Ο συγκεκριμένος τάφος δεν είχε μνημειακό χαρακτήρα, καθώς τα σώματα των νεκρών βρέθηκαν στοιβαγμένα σε θέσεις που υποδήλωναν ότι θάφτηκαν βιαστικά, χωρίς τη συνηθισμένη φροντίδα που επέβαλε ο σεβασμός των αρχαίων Ελλήνων στους νεκρούς.
Θεωρία
Με βάση τα ευρήματα αυτά, ομάδα Ελλήνων επιστημόνων υπό τον συντονισμό του γράφοντος, διατύπωσε τη θεωρία ότι πρόκειται για θύματα του λοιμού της Αθήνας, και αποφάσισε να προχωρήσει σε εργαστηριακή μελέτη του σκελετικού υλικού, με σκοπό την ταυτοποίηση του μικροβιακού παράγοντα που προκάλεσε τον θάνατό τους.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δημοσιεύονται σήμερα στην Ιατρική Επιθεώρηση International Journal of Infectious Diseases. Στην ομάδα των συγγραφέων συμμετείχαν εκτός από τον συντονιστή, ο γενετιστής κ. Χρήστος Γιαπιτζάκης, ο ορθοδοντικός κ. Φίλιππος Συνοδινός και η αρχαιολόγος κ. Εφη Μπαζιοτοπούλου-Βαλαβάνη.
Στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιήθηκαν δόντια από τρεις διαφορετικούς σκελετούς από τον ομαδικό τάφο του Κεραμεικού. Η επιλογή του υλικού αυτού έγινε επειδή έχει αποδειχθεί ότι μετά τον θάνατο τα δόντια διατηρούνται ακέραια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας το περιεχόμενό τους στεγανό και ανεπηρέαστο από εξωτερικές επιμολύνσεις.
Συνεπώς, η ανάλυση του DNA του πολφού δοντιών μπορεί να οδηγήσει σε αναδρομική διάγνωση, ακόμα και αρχαίων μολυσματικών ασθενειών, υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύονταν από μικροβιαιμία.
Στις περιπτώσεις αυτές ο μικροβιακός παράγοντας που κυκλοφορεί στο αίμα, άρα και στο εσωτερικό του δοντιού, μετά την νέκρωσή του παγιδεύεται εκεί, όπου και μουμιοποιείται.
Με την εφαρμογή σύγχρονων εργαστηριακών μεθόδων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν υπό αυστηρά άσηπτες συνθήκες, στα εργαστήρια της Μοριακής Νευροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας από την ερευνητική ομάδα του κ. Παπαγρηγοράκη, διαπιστώθηκε αρχικά η ύπαρξη μικροβιακού DNA στον πολφικό ιστό των δοντιών.
Διαδοχικές δοκιμασίες
Στη συνέχεια, το μικροβιακό DNA διαχωρίσθηκε από το ανθρώπινο και υποβλήθηκε σε διαδοχικές δοκιμασίες για την ταυτοποίησή του, μεταξύ των υποψηφίων μικροβίων, που έχουν συσχετισθεί αιτιολογικά στο παρελθόν με τον λοιμό της Αθήνας. Επειτα από έξι αρνητικές δοκιμασίες, που αντιστοιχούσαν σε έξι υποψήφια μικρόβια, παρατηρήθηκε θετική αντίδραση, που αντιστοιχούσε στον μικροβιακό παράγοντα Salmonella enterica serovar Τyphi.
Το μικρόβιο αυτό είναι υπεύθυνο για την εκδήλωση του τυφοειδούς πυρετού. Η αντιστοιχία των γονιδίων που διερευνήθηκαν στο αρχαίο DNA σε σχέση με τις γνωστές αλληλουχίες της σύγχρονης μορφής του μικροβίου έφθασε το 96%. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τον κ. Παπαγρηγοράκη, επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για την παρουσία του μικροβίου στα δόντια και των τριών νεκρών του ομαδικού τάφου που εξετάσθηκαν, των πιθανολογούμενων δηλαδή θυμάτων του λοιμού της Αθήνας.
Ως αποτέλεσμα, θεωρείται δεδομένο ότι ο τυφοειδής πυρετός συμμετείχε στην αιτιολογία του λοιμού της Αθήνας, είτε αποκλειστικά είτε σε συνδυασμό με κάποιον άλλο, προς το παρόν άγνωστο, λοιμογόνο παράγοντα.
Ο τυφοειδής πυρετός ακόμα και σήμερα αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας σε παγκόσμια κλίμακα. Κάθε χρόνο εκδηλώνονται περίπου 20 εκατομμύρια νέα κρούσματα, που οδηγούν σε 600.000 θανάτους σε ενδημικές περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου οι συνθήκες υπερπληθυσμού, ακατάλληλης ύδρευσης και πλημμελούς υγιεινής αλλά και ανεπαρκούς πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, επιτρέπουν την εκδήλωση παρόμοιων επιδημιών με τραγικά αποτελέσματα.
Οι συνθήκες συνωστισμού του πληθυσμού και των συνεπαγόμενων προβλημάτων στη δημόσια υγεία και στην ατομική υγιεινή των κατοίκων της πολιορκημένης Αθήνας του 430 π.Χ., όπως περιγράφονται από τον Θουκυδίδη, πρέπει να ήταν αναμφισβήτητα δύσκολες, ώστε να επιτρέψουν αρχικά την εκδήλωση και στη συνέχεια την εξάπλωση της θανατηφόρου επιδημίας. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη διάγνωση του τυφοειδούς πυρετού συμφωνεί με πολλά από τα κλινικά χαρακτηριστικά του λοιμού της Αθήνας, όπως περιγράφεται από τον Θουκυδίδη.
Ορισμένα άλλα σημεία, στα οποία η σύγχρονη μορφή του τυφοειδούς πυρετού διαφέρει από τις αναφορές του λοιμού από τον Θουκυδίδη, αποτελούν μία ακόμη πρόκληση για την ομάδα των Ελλήνων ερευνητών, για τη διατύπωση υποθέσεων που θα διερευνηθούν σε περαιτέρω έρευνες.
Πολύ σημαντικό
Τα συμπεράσματα από τις έρευνες αυτές μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση των μηχανισμών εκδήλωσης και εξάπλωσης του τυφοειδούς πυρετού, όπως και άλλων παρόμοιων επιδημικών καταστάσεων, στο παρελθόν και στη σύγχρονη εποχή. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής θεωρούνται πολύ σημαντικά, καθώς ρίχνουν φως σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της παγκόσμιας και, βέβαια, της ελληνικής Ιστορίας.
Σημαντικό γεγονός επίσης είναι ότι η έρευνα αυτή οργανώθηκε, πραγματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε από Ελληνες ερευνητές, σε ελληνικά ερευνητικά κέντρα, υπό την αιγίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας.
* Ο κ. Μανώλης Παπαγρηγοράκης είναι επίκουρος καθηγητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή