Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Η μάχη στα Κούναξα 401 π.Χ. : Η επική ελληνική νίκη - Η κάθοδος των Μυρίων

Η Κύρου Ανάβασις είναι ένα πολύ σημαντικό ιστορικό σύγγραμμα του Έλληνα ιστορικού, στρατιωτικού, και φιλοσόφου Ξενοφώντα που περιγράφει τη συμμετοχή σώματος 13.000 Ελλήνων μισθοφόρων αναμεσα στους οποίους 700 Σπαρτιάτες (των Μυρίων), από την στιγμή που εντάχθηκαν στον στρατό του Κύρου και συμμετείχαν στην εκστρατεία εκείνου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη και ειδικότερα στη μάχη στα Κούναξα το 401 π.Χ.. Μετά τον θάνατο του Κύρου ακολούθησε η περιπετειώδης επιστροφή τους από την Μικρά Ασία προς την θάλασσα, η λεγόμενη "κάθοδος των μυρίων..". Ο Ξενοφών ήταν ο διοικητής αυτής της στρατιωτικής μονάδας.

Ο Κύρος ο Νεότερος, έχοντας αποφασίσει να διεκδικήσει τον περσικό θρόνο από τον αδερφό του Αρταξέρξη συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με τις οποίες σκόπευε να κινηθεί εναντίον του. Ανάμεσα στους 100.000 άνδρες του Κύρου, που αναφέρει ο Ξενοφών, ξεχώριζαν οι 13.000 Έλληνες μισθοφόροι του, οι αποκαλούμενοι χάριν συντομίας «Μύριοι». Οι Μύριοι ήταν ένα εκλεκτό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από λίαν εμπειροπόλεμους άνδρες, βετεράνους του καταστροφικού Πελοποννησιακού Πολέμου.

Το σώμα συγκροτείτο από 11.500 οπλίτες, 1.000 πελταστές, 500 ψιλούς και ελάχιστους ιππείς. Οι άνδρες προέρχονταν από κάθε γωνιά της Ελλάδος. Οι οπλίτες ήσαν κυρίως Πελοποννήσιοι και Βοιωτοί, οι δε πελταστές Θράκες. Οι ψιλοί ήσαν Κρήτες, οπλισμένοι με τόξο, μικρή ασπίδα και εγχειρίδιο. Οι οπλίτες πολεμούσαν στον κλασικό σχηματισμό της φάλαγγας. Ο ηγέτης του σώματος των Μυρίων ήταν ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο οποίος είχε προσαρμόσει τις τακτικές τους στα σπαρτιατικά πολεμικά δόγματα.

Ο Κύρος θέλοντας να κρατήσει μυστικές τις προθέσεις του, συνέχισε να πληρώνει τους φόρους του και δικαιολόγησε την συγκέντρωση των ελληνικών δυνάμεων λέγοντας ότι είχε διαμάχη με τον σατράπη της Ιωνίας, Τισσαφέρνη. Οι Έλληνες στρατιώτες, υπό τις διαταγές του Σπαρτιάτη στρατηγού Κλέαρχου συγκεντρώθηκαν χωρίς να γνωρίζουν το λόγο της εκστρατείας και ακόμη και όταν τον έμαθαν, ο Κύρος κατάφερε να τους πείσει με την υπόσχεση περισσοτέρων χρημάτων. Ο Αρταξέρξης είχε ενημερωθεί για τα πλάνα του Κύρου από τον Τισσαφέρνη. Καταστρώνοντας τα σχέδια του είχε ως βοήθεια τον Έλληνα εμπειρογνώμονα Φαλίνο, ο οποίος - σύμφωνα με τον Ξενοφώντα - εργάζονταν για τον Τισσαφέρνη και θεωρείτο γνώστης των τακτικών του πεζικού.

Προς την συνάντηση με τη μοίρα


Η στρατιά του Κύρου αφού διέσχισε τη Μικρά Ασία κινήθηκε προς την Βαβυλώνα. Η στρατιά διέσχισε τα αρδευτικά κανάλια του Ευφράτη και μια βαθιά τάφρο που είχε κατασκευάσει ο στρατός του Αρταξέρξη και συνέχισε την προέλασή της. Καθώς η στρατιά βάδιζε, έβλεπαν παντού ίχνη από άνδρες και ίππους στο χώμα, σημάδι πως ο βασιλικός στρατός υποχωρούσε ενώπιόν τους.

Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα η σύνθεση του σώματος αποτελείτο από

4.000 οπλίτες υπό τις διαταγές του Ξενία από την Αρκαδία (από την Παρρασία)
1.500 οπλίτες και 500 γυμνήτες (ελαφρύ πεζικό) υπό τις διαταγές του Πρόξενου από τη Βοιωτία (από τη Θήβα)
1.000 οπλίτες υπό τις διαταγές του Σοφαίνετου του Στυμφάλιου (από τη Στύμφηλο)
500 οπλίτες υπό τις διαταγές του Σωκράτη από την Αχαΐα
300 οπλίτες και 300 πελταστές με αρχηγό τον Πασίωνα από τα Μέγαρα
1.000 οπλίτες, 800 Θράκες πελταστές και 200 Κρήτες τοξότες με αρχηγό τον Κλέαρχο από τη Σπάρτη, συν πάνω από 2.000 άνδρες από το σώμα του Ξενία και του Πρόξενου όταν αυτοί λιποτάκτησαν
1.000 οπλίτες υπό τον Σοφαίνετο τον Αρκάδα
300 οπλίτες με αρχηγό τον Σώσι από τις Συρακούσες
700 οπλίτες υπό τον Χειρίσοφο από τη Σπάρτη
1.000 οπλίτες και 500 πελταστές υπό τον Μένωνα από τη Θεσσαλία (από τη Φάρσαλο)
και τέλος 400 Έλληνες μισθοφόροι, λιποτάκτες του στρατού του Αρταξέρξη

Οι Μύριοι συνοδεύονταν από 35 τριήρεις υπό τις διαταγές του Πυθαγόρα του Λακεδαιμόνιου και 25 άλλες τριήρεις με αρχηγό τον Αιγύπτιο ναύαρχο Ταμώ. Συνοδεύονταν δε αρχικώς από άλλους 100.000 Πέρσες με αρχηγό τον Αριαίο, ενώ σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν ότι η δύναμη αυτών των Περσών δεν ξεπερνούσε τις 20.000.

Έτσι βάδισαν επί τρεις ημέρες, όταν ξαφνικά ένας από τους ανιχνευτές ιππείς του Κύρου έφτασε καλπάζοντας και φωνάζοντας ότι ο βασιλικός στρατός ερχόταν καταπάνω τους. Ήταν πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου του 401 π.Χ. Αμέσως μόλις δόθηκε το σύνθημα η στρατιά μετέπεσε από σχηματισμό πορείας σε σχηματισμό μάχης. Οι άνδρες οπλίστηκαν και άρχισαν να λαμβάνουν τις προκαθορισμένες τους θέσεις.

Οι Έλληνες τάχθηκαν στο δεξιό κέρας, καλυπτόμενοι από την κοίτη του Ευφράτη. Στο άκρο δεξιό τάχθηκαν οι Έλληνες πελταστές και 1.000 Παφλαγόνες ιππείς. Δίπλα τους τάχθηκε η φάλαγγα, με τον Κλέαρχο να διοικεί την δεξιά πτέρυγα, τον Πρόξενο το κέντρο και τον Μένωνα την αριστερή πτέρυγά της.

Το κέντρο και το αριστερό κέρας της στρατιάς του Κύρου σχηματίστηκε από περσικά τμήματα και τμήματα υποτελών. Στο κέντρο τάχθηκε και ο ίδιος ο Κύρος επικεφαλής 600 επίλεκτων ιππέων της σωματοφυλακής του. Όλοι οι ιππείς της σωματοφυλακής έφεραν θώρακες, κράνη και παραμερίδια (ειδικές θωρακίσεις που προστάτευαν τα πόδια του πολεμιστή και εφαρμόζονταν στη σέλα).

Ο Κύρος μόνο αρνήθηκε να φορέσει κράνος για να είναι εύκολα αναγνωρίσιμος από τους άνδρες του. Από τη διάταξη και μόνο των δυνάμεών του γίνεται φανερό και το σχέδιο μάχης του Κύρου. Προφανώς ο Πέρσης πρίγκηπας υπολόγιζε ότι οι Έλληνες θα επικρατήσουν έναντι του εχθρικού αριστερού.

Κατόπιν θα μπορούσαν να πλαγιοκοπήσουν το εχθρικό κέντρο, εκεί όπου θα πολεμούσε και ο αδερφός του Αρταξέρξης, και με παράλληλη πίεση από τους δικούς του άνδρες και ιδίως από την επίλεκτη σωματοφυλακή του να το διασπάσουν. Ο Κύρος για να στεφθεί νικητής δεν αρκούσε να τρέψει σε φυγή τον αντίπαλο στρατό. Έπρεπε να σκοτώσει και τον αδερφό του.

Η πρώτη ελληνική έφοδος


Αφού παρατάχθηκαν με τον τρόπο αυτό οι άνδρες του Κύρου ανέμεναν την άφιξη του εχθρού. Πράγματι γύρω στο απόγευμα εμφανίστηκε από τα νότια η τεράστια στρατιά του Αρταξέρξη. «Φάνηκε ένα λευκό σύννεφο σκόνης, το οποίο μετά από ώρα έγινε μαύρο επί της πεδιάδας και σε μεγάλη έκταση«, γράφει ο Ξενοφών, εντυπωσιασμένος από το θέαμα της προσέγγισης του τεράστιου στρατού.

Στο άκρο αριστερό, το οποίο διοικούσε ο Τισσαφέρνης, τάχθηκαν βαριά οπλισμένοι ιππείς που όλοι τους έφεραν λευκούς ελληνικούς λινοθώρακες. Δίπλα τους τάχθηκαν γεροφόροι (γέρας=είδος ασπίδας) Πέρσες και δίπλα σε αυτούς Αιγύπτιοι δορυφόροι, οπλισμένοι με μεγάλες ποδήρεις ασπίδες και δόρατα όπως τα ελληνικά.

Κατόπιν είχαν ταχθεί άλλοι ιππείς και τοξότες. Οι στρατιώτες κάθε έθνους πολεμούσαν σε δικούς τους σχηματισμούς και μπορούσες να δεις, σύμφωνα με την περιγραφή του αυτόπτη μάρτυρα Ξενοφώντα, τους τετράπλευρους σχηματισμούς τους. Μπροστά απ’ όλο το μέτωπο ήταν ταγμένα τα δρεπανηφόρα άρματα.

Ενώπιον του εχθρικού μετώπου, το οποίο υπερείχε συντριπτικά σε μήκος του δικού του, ο Κύρος άλλαξε γνώμη και διέταξε τον Κλέαρχο να κινηθεί κλιμακωτά και να προσβάλει το εχθρικό κέντρο. Ο Κλέαρχος όμως, έμπειρος στρατηγός ως ήταν, δε θεωρούσε σωστή ενέργεια να κινηθεί προς το κέντρο και να αφήσει τη σιγουριά που του εξασφάλιζε η κοίτη του Ευφράτη.

Αν τυχόν ξεμάκρυνε από τον ποταμό υπήρχε ο κίνδυνος να διασπαστεί η αναγκαστικώς αραιωμένη του παράταξη και να περικυκλωθεί ολόκληρη η φάλαγγα από το ιππικό του Τισσαφέρνη. Για το λόγο αυτό ο Κλέαρχος απάντησε στον Κύρο να μην ανησυχεί και πως ο ίδιος γνώριζε πώς πρέπει να πολεμήσει.

Τελικά τα ασιατικά τμήματα του Κύρου άρχισαν να βαδίζουν προς συνάντηση του εχθρού. Οι Έλληνες όμως δεν είχαν ακόμα αρχίσει να κινούνται. Ο Κλέαρχος μόλις είχε δώσει το σύνθημα «Ζεύς σωτήρ και νίκη», το οποίο πέρασε από στόμα σε στόμα και από τον τελευταίο άνδρα. Μόλις ξαναήρθε η σειρά του Κλεάρχου να αναφωνήσει το σύνθημα, δόθηκε η διαταγή και οι Έλληνες άρχισαν να βαδίζουν.

Η απόσταση που χώριζε τα δύο στρατεύματα δεν ήταν μεγαλύτερη των 600-800 μέτρων. Οι Έλληνες βάδιζαν με ταχύ βήμα και έψαλαν τον παιάνα. Μόλις πλησίασαν περισσότερο άρχισαν να αλαλάζουν και να κτυπούν τα δόρατα επί των ασπίδων τους, παράγοντας έναν δαιμονικό θόρυβο.

Ενώπιον του θεάματος τούτου και πριν οι Έλληνες πλησιάσουν σε απόσταση του ωφέλιμου βεληνεκούς των τόξων (150-200 μέτρα) οι απέναντί τους βάρβαροι έστρεψαν τα νώτα και τράπηκαν σε φυγή! Ακόμα και οι ηνίοχοι των δρεπανηφόρων αρμάτων τα εγκατέλειψαν και ακολούθησαν τους φεύγοντες συναδέλφους τους.

Τα δε δρεπανηφόρα άρματα, με τους ίππους τρομοκρατημένους άρχισαν να τρέχουν και να κατακόπτουν το περσικό πεζικό. Μερικά από αυτά στράφηκαν ανεξέλεγκτα και κατά των Ελλήνων. Αυτοί όμως άνοιγαν τους ζυγούς τους και τα άφηναν να περνούν ακίνδυνα ανάμεσά τους. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες διέλυσαν την απέναντί τους εχθρική παράταξη με μοναδική απώλεια έναν τραυματία από βέλος!

Ο θάνατος του Κύρου


Την ώρα όμως που οι Έλληνες κατατρόπωναν κυριολεκτικά τους απέναντί τους εχθρούς, στο άλλο άκρο τα πράγματα δεν φαίνεται πως εξελίχθηκαν το ίδιο ευνοϊκά για τον Κύρο. Το αριστερό του Κύρου κάμφθηκε από την εχθρική υπεροχή και ο Κύρος φοβούμενος μην κατακοπεί το ελληνικό στράτευμα, πληττόμενο εκ των νώτων επέλασε με τους 600 επίλεκτους ιππείς του κατά των 6.000 ιππέων του Αρταξέρξη και τους διέσπασε.

Οι νικητές ιππείς του όμως άρχισαν να καταδιώκουν τους φεύγοντες εχθρούς και μόνο λίγοι, οι «ομοτράπεζοι» του έμειναν δίπλα στον Κύρο. Έξαφνα ο Κύρος αντελήφθη την παρουσία του αδερφού του. «Ιδού, τον βλέπω», είπε στους άνδρες του και όρμησε καταπάνω στον Αρταξέρξη. Κατόρθωσε μάλιστα να τον τραυματίσει στο στέρνο τρυπώντας του ακόμα και τον θώρακα. Την ίδια όμως στιγμή ο Κύρος δέχθηκε ένα ακόντιο κάτω από το μάτι. Με τον αρχηγό τους βαριά πληγωμένο, οι λιγοστοί άνδρες του Κύρου προσπάθησαν να τον καλύψουν.

Σε μια άγρια και συγκεχυμένη όμως συμπλοκή που ακολούθησε έπεσαν όλοι, μαζί με τον ηγέτη τους. Οι μεν νικητές έκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι του Κύρου, οι δε στρατιώτες του νεκρού τράπηκαν σε φυγή και οι άνδρες του Αρταξέρξη κατέλαβαν το στρατόπεδο της στρατιάς του Κύρου. Οι επιζώντες βάρβαροι στρατιώτες του Κύρου, με επικεφαλής τον Αριαίο, κινήθηκαν προς τα πίσω και σταμάτησαν σε απόσταση 25 χλμ. από το πεδίο της μάχης.

Στο μεταξύ εντός του στρατοπέδου ξέσπασε μεγάλη μάχη μεταξύ των Ελλήνων φρουρών του στρατοπέδου και των ανδρών του Αρταξέρξη. Οι τελευταίοι αιχμαλώτισαν μάλιστα τη μία από τις δύο Ελληνίδες παλλακίδες του Κύρου. Η δεύτερη κατόρθωσε να ξεφύγει και γυμνή κατέφυγε στους Έλληνες φρουρούς και διεσώθη. Οι Έλληνες φρουροί άντεξαν για κάποια ώρα την εχθρική πίεση.

Καθώς όμως όλο και περισσότεροι βάρβαροι έρχονταν εναντίον τους στράφηκαν προς το κύριο σώμα των Ελλήνων του Κλεάρχου. Στο μεταξύ ο Αρταξέρξης είχε πληροφορηθεί από τον Τισσαφέρνη ότι οι Έλληνες είχαν διαλύσει τις απέναντί τους δυνάμεις και διέταξε την αναδιοργάνωση των δυνάμεών του, ώστε να επιτεθούν εκ νέου στους ως τότε νικητές Έλληνες.


Η δεύτερη ελληνική έφοδος


Ο Κλέαρχος, όμως, έστρεψε την φάλαγγα και ανέμενε την νέα εχθρική επίθεση. Την ίδια ώρα οι Έλληνες πελταστές, υπό τον Επισθένη από την Αμφίπολη, κατόρθωσαν να προκαλέσουν τεράστιες απώλειες στο επίλεκτο ελαφρύ ιππικό, χρησιμοποιώντας μια άκρως έξυπνη τακτική. Δεχόμενοι την έφοδο του εχθρικού ιππικού οι Έλληνες πελταστές είτε άνοιξαν τους ζυγούς τους, είτε έπεσαν πρηνείς στο έδαφος. Μόλις οι Πέρσες ιππείς περνούσαν οι Έλληνες άρχιζαν να τους κτυπούν από πολύ κοντά με ακόντια, ακόμα και με σπαθιά! Με τον τρόπο αυτό κανείς πελταστής δεν έπαθε το παραμικρό και οι ιππείς τράπηκαν σε φυγή.

Τελικά ο Τισσαφέρνης και οι άνδρες του σταμάτησαν τη φυγή όταν συνάντησαν τα λοιπά βασιλικά στρατεύματα. Έτσι, τώρα, όλοι μαζί κινήθηκαν κατά των Ελλήνων. Τώρα οι Έλληνες θα έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα, μόνοι τους 13.000 άνδρες, κατά των μυριάδων του Αρταξέρξη.

Ο εμπειροπόλεμος Κλέαρχος, στην κρίσιμη αυτή στιγμή, έδειξε όλη του την αξία. Διέταξε τους άνδρες του να λάβουν θέσεις όσο το δυνατό πλησιέστερα στον ποταμό, ώστε να έχουν καλυμμένα τα νώτα τους και να είναι σε θέση με απλή κλίση να καλύψει και τις πτέρυγες. Αντίθετα οι Πέρσες τάχθηκαν παραδοσιακά, όπως και πριν και άρχισαν να βαδίζουν κατά των ακατάβλητων Ελλήνων.

Οι Έλληνες, όμως, δεν τους περίμεναν. Έψαλαν τον παιάνα και εφόρμησαν κατά των εχθρών. Αυτή τη φορά οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή ακόμα ενωρίτερα, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Ακόμα και το εχθρικό ιππικό, το επίλεκτο περσικό ιππικό, ετράπη επίσης σε φυγή και δεν στάθηκε να αντιμετωπίσει την έφοδο των Ελλήνων πεζών!

Οι νικητές Έλληνες στρατοπέδευσαν για τη νύκτα στους πρόποδες ενός γηλόφου, στην κορυφή του οποίου εγκατέστησαν προφυλακές. Λίγο πριν βραδιάσει ο Λύκιος ο Συρακούσιος, ο οποίος εστάλη από τον Κλέαρχο για αναγνώριση, επέστρεψε χαρούμενος και ανέφερε ότι «φεύγουσιν ανά κράτος»! Μια από τις μεγαλύτερες νίκες των αρχαίων Ελλήνων, η πλέον παρεξηγημένη, είχε μόλις επιτευχθεί.

Η κάθοδος των Μυρίων ως προάγγελος της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου


Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ. βρίσκει τη Σπάρτη νικήτρια και την Αθήνα ηττημένη να συνθηκολογεί με δυσβάσταχτους όρους. Την περίοδο εκείνη Έλληνες από τις πόλεις - κράτη ξεκινούν σταδιακά να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι. Χιλιάδες Έλληνες πολεμιστές εκπαιδευμένοι και καταρτισμένοι σε πολεμικές επιχειρήσεις και στρατηγικές μάχης προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε βασιλιάδες, διεκδικητές θρόνων και σατράπες του περσικού βασιλείου.

Οι μηχανορραφίες που λάμβαναν χώρα στην περσική αυλή προσέφεραν ευκαιρίες ανάμιξης των Ελλήνων στρατιωτών σε επαναστάσεις για την ανατροπή της εξουσίας. Τα πλούτη του Μεγάλου Βασιλιά αποτελούσαν ισχυρό δέλεαρ για τους Έλληνες στρατιώτες, οι δυνατότητες των οποίων στη μάχη αναγνωρίζονταν και θαυμάζονταν ιδιαιτέρως στον αρχαίο κόσμο.

Στην «Κύρου Ανάβαση» ο Ξενοφών καταγράφει βήμα προς βήμα την πορεία του μισθοφορικού στρατού των Ελλήνων, ο οποίος συγκροτούνταν από οπλίτες προερχόμενους από διαφορετικές πόλεις - κράτη, από τα Μικρασιατικά παράλια έως τη μάχη στα Κούναξα στις 5 Σεπτεμβρίου του 401 π.Χ. και την επιστροφή τους από τα Κούναξα έως την Τραπεζούντα και από εκεί στην Πέργαμο.

Η σημασία και ο ρόλος της Αναβάσεως των Μυρίων ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για την αρχαιότητα και δη για την Ελλάδα. Το έργο του Ξενοφώντα ήταν γνωστό στον αρχαίο κόσμο και αποτελεί προάγγελο της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου μισό και πλέον αιώνα αργότερα. Ο Έλληνας ιστορικός προσέφερε σημαντικές πληροφορίες σε ζητήματα στρατιωτικού, διοικητικού, ψυχολογικού, ηθικού, οικονομικού, πολιτισμικού και γεωγραφικού ενδιαφέροντος:

i. Αρχικά, ο Ξενοφών καταγράφει με ακρίβεια την πορεία του στρατεύματος από τη μία πόλη στην άλλη παραθέτοντας τον αριθμό των παρασαγγών και των στάσεων που πραγματοποιήθηκαν: εντευθεν εξελαύνει σταθμούς τρεις παρασάγγας είκοσιν εις Κελαινάς, της Φρυγίας πόλιν οικουμένην, μεγάλην και ευδαίμονα.

Επίσης, περιγράφει αναλυτικά τη γεωμορφολογία της ενδοχώρας του περσικού κράτους, μέσα από την αναφορά ποταμών, λιμνών, ερήμων και βουνών, επί παραδείγματι: επί τον Μαίανδρον ποταμόν. Τούτου τό ευρος δύο πλέθρα• γέφυρα δέ επην εζευγμένη πλοίοις2. Η διοικητική διαίρεση του κράτους, οι σατραπείες και τα σύνορά τους, καθώς και οι λαοί που κατοικούν σε κάθε περιοχή αναφέρονται ενδελεχώς: εντευθεν εξελαύνει σταθμούς τρεις παρασάγγας είκοσιν εις Ικόνιον, της Φρυγίας πόλιν εσχάτην3.

ii. Στην Κύρου Ανάβαση για πρώτη φορά περιγράφονται οι περιοχές πέραν των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη: πέραν δέ του Ευφράτου ποταμου κατά τούς ερήμους σταθμούς ην πόλις ευδαίμων καί μεγάλη, όνομα δέ Χαρμάνδη4. Τους ποταμούς αυτούς θα διαβεί αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος. Επιπλέον, η καταγραφή πόλεων, χωριών και οχυρώσεων θα βοηθήσει τους Έλληνες να γνωρίσουν και να μελετήσουν το εσωτερικό της αχανούς περσικής αυτοκρατορίας.

iii. Η διεκδίκηση του βασιλικού θρόνου από τον Κύρο και η διαμάχη του με τον Αρταξέρξη αντικατοπτρίζει πλήρως όσα συνέβαιναν εντός της περσικής αυλής. Οι διάδοχοι του θρόνου συγκρούονταν διεκδικώντας τη βασιλεία και τον πλούτο της αυτοκρατορίας. Στη διαμάχη αυτή συχνά αναμιγνύονταν οι σατράπες των επαρχιών προσδοκώντας στην αποκόμιση υλικών και ηθικών ανταλλαγμάτων. Αρκετοί σατράπες επαναστάτησαν κατά του Πέρση Βασιλιά διεκδικώντας την ανεξαρτησία της επαρχίας τους. Οι εσωτερικές έριδες της περσικής αυτοκρατορίας διατηρούνταν και κατά την εποχή της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

iv. Οι σατράπες δεν τηρούσαν ενιαία στάση απέναντι στα στρατεύματα που διέρχονταν από την επαρχία τους και κινούνταν εναντίον του Μεγάλου Βασιλιά. Έτσι, είτε συνωμοτούσαν με τους εισβολείς προσδοκώντας την ανατροπή του είτε τηρούσαν ουδέτερη στάση προσπαθώντας να μη δημιουργήσουν προβλήματα, ώστε το στράτευμα να εγκαταλείψει γρήγορα την περιοχή τους και να μην τη λεηλατήσει. Τέλος, υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες σύναπταν μάχη με τους εισβολείς διεκδικώντας την ευμένεια του Πέρση Βασιλιά για τις υπηρεσίες που προσέφεραν.

v. Ο στρατός των Μυρίων υπέστη αρκετές κακουχίες. Η έλλειψη τροφής, η κούραση, οι συνεχείς μάχες και γενικότερα οι αμφισβητήσεις για την ορθότητα των επιλογών των Ελλήνων στρατηγών δυσχέραιναν την προσπάθεια σωτηρίας τους. Η διαχείριση τέτοιων κρίσεων και διαφωνιών μεταξύ των στρατιωτών θα αποτελέσει πρότυπο για τις εκστρατείες που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον. Η απόσταση που χώριζε τους στρατιώτες από την πατρίδα τους συνδυαζόμενη με την αγωνία της επιβίωσης θα λειτουργούν ανασχετικά σε κάθε πορεία προς το εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας. Ανάλογα προβλήματα θα παρουσιάζονταν στο μακεδονικό στρατό με τη συνεχή του πορεία προς την ασιατική ενδοχώρα κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου.

vi. Ο τρόπος μάχης των δύο στρατών διέφερε σημαντικά. Ο περσικός στρατός δε μετέβαλε τη δομή του στηριζόμενος κατά κύριο λόγο στην αριθμητική του υπεροχή έναντι του αντιπάλου και στις δυνάμεις του ιππικού και των τοξοτών. Στον αντίποδα, οι Έλληνες βασίζονταν στο θάρρος, την τόλμη, τους ελιγμούς και την πειθαρχία των οπλιτών. Ο περσικός στρατός δεν ήταν σε θέση να υπομείνει μία κατά μέτωπο επίθεση των Ελλήνων οπλιτών, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει και στη συνέχεια να διασκορπιστεί.

vii. Επίσης, συνήθης τακτική του περσικού στρατού ήταν η εγκατάλειψη της μάχης όταν θανατωνόταν ο αρχηγός του. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε και στα Κούναξα όταν, παρά τη νίκη που κατήγαγαν οι Μύριοι, ο θάνατος του Κύρου είχε ως συνέπεια το περσικό τμήμα του στρατού του να τραπεί σε φυγή αναζητώντας τη σωτηρία του. Η νίκη των Μυρίων ισοδυναμούσε με ήττα από τη στιγμή που ο Κύρος πέθανε. Την πρακτική αυτή θα εκμεταλλευτεί αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος όταν, ως επικεφαλής του μακεδονικού ιππικού, επιτέθηκε εναντίον του κεντρικού τμήματος της παράταξης του περσικού στρατού για να σκοτώσει το βασιλιά Δαρείο.

viii. Οι Πέρσες έναν αιώνα μετά την εισβολή τους στον ελληνικό χώρο, παρά τον πλούτο που διέθεταν και παρά την ενεργότερη ανάμιξή τους στα ελληνικά πράγματα μέσω της οικονομικής ενίσχυσης αντίπαλων πόλεων - κρατών, δεν παρέμεναν ανίκητοι. Όπως συνέβη και στους Περσικούς Πολέμους, ηττήθηκαν από το ελληνικό μισθοφορικό στράτευμα.

ix. Οι Έλληνες για πρώτη φορά συγκρούστηκαν με τους Πέρσες σε μία μάχη που δόθηκε στην ενδοχώρα της περσικής αυτοκρατορίας, μόλις 70 χιλιόμετρα βόρεια της Βαβυλώνας. Παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισαν και την απουσία των κατάλληλων εφοδίων, οι Έλληνες μισθοφόροι διήγαν μία σημαντική νίκη. Πλέον, ο Μεγάλος Βασιλιάς ηττόταν εντός της αυτοκρατορίας του.

x. Παρά τις κακουχίες και τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε ο στρατός των Μυρίων κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Όταν ξεκίνησε την πορεία του προς το εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας το εκστρατευτικό σώμα αριθμούσε περίπου 13.000 οπλίτες από διάφορες πόλεις - κράτη, από τους οποίους επέστρεψαν περίπου 8.600, δηλαδή σώθηκε περισσότερο από το ήμισυ του αρχικού σώματος, παρά τις συνεχείς μάχες και το βαρύ χειμώνα στη μακρινή ανατολή.

xi. Τέλος, το επίτευγμα των Ελλήνων μισθοφόρων σημειώθηκε παρά τις αντικειμενικές δυσχέρειες της εκστρατείας. Ο ετερόκλητος χαρακτήρας του στρατού με τους οπλίτες να έλκουν την καταγωγή τους από διάφορες πόλεις - κράτη του μητροπολιτικού ελλαδικού περιορίστηκε. Οι Μύριοι ήταν μισθοφόροι και το μοναδικό κίνητρο για τη συμμετοχή τους στην προσπάθεια του Κύρου να διεκδικήσει το θρόνο της περσικής αυτοκρατορίας ήταν τα χρήματα που θα τους εξασφάλιζαν μία καλύτερη ζωή. Παρόλα αυτά η νίκη τους φανέρωνε τις δυνατότητες επιτυχίας μιας εκστρατείας ενός συμπαγούς και κατάλληλα εκπαιδευμένου στρατού στο εγγύς μέλλον. Ο στρατός αυτός θα τίθεντο υπό τις εντολές του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Εν κατακλείδι, η νίκη των Μυρίων απέναντι στον περσικό στρατό, η επιτυχής πορεία και επιστροφή τους από το εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας, καθώς και οι αντιξοότητες που κατάφεραν να υπερκεράσουν ανανέωσαν το αίσθημα υπεροχής και ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των Περσών. Μετά την ήττα τους στις Πλαταιές, οι Πέρσες δεν επεχείρησαν να εκστρατεύσουν ξανά εναντίον του κυρίως ελλαδικού χώρου, αλλά επικεντρώθηκαν στην οικονομική τους ανάμιξη στα εσωτερικά των πόλεων - κρατών και τις διαμάχες των για την ηγεμονία της Ελλάδας. Ο περσικός χρυσός θα αποτελέσει αίτιο προστριβών, με τις ελληνικές πόλεις να ερίζουν για την εύνοια του Μεγάλου Βασιλιά. Ο Πέρσης Βασιλιάς θα επεμβαίνει στα εσωτερικά τους και θα λειτουργεί ως ρυθμιστής και διαιτητής των ζητημάτων. Η περσική ανάμιξη θα συνεχιστεί καθ' όλη τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα.

Η «Κύρου Ανάβασις» παρείχε σημαντικές πληροφορίες στον αρχαίο κόσμο για τη δομή και σύνθεση της περσικής αυτοκρατορίας. Η κάθοδος των Μυρίων κατάφερε να αναδείξει την περσική αδυναμία. Όταν 66 χρόνια αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος θα υποτάξει την περσική αυτοκρατορία θα έχει έρθει αντιμέτωπος με πολλά από όσα έχει καταγράψει ο Ξενοφών στην Ανάβασή του. Η πορεία του μισθοφορικού στρατού από τα παράλια της Μικράς Ασίας έως την περιοχή της Μεσοποταμίας και η επιστροφή του μέσα από δυσπρόσιτες οδούς, οι συνεχείς μάχες με λαούς της αυτοκρατορίας, η αντιμετώπιση των διαφωνιών εντός του στρατεύματος και οι άσχημες καιρικές συνθήκες που υπέμειναν ανέπνευσαν τον αρχαίο ελληνικό κόσμο καταρρίπτοντας το μύθο του ισχυρού στρατού του Μεγάλου Βασιλέα. Η πολιτική του Φίλιππου Β' και στη συνέχεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου για μία εκστρατεία των Ελλήνων για την υποδούλωση των Περσών είχε πιθανότητες επιτυχίας χάρις το επίτευγμα των Μυρίων.

Βιβλιογραφία:

Πρωτογενείς Πηγές
1) Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις
2) Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις
Δευτερογενείς Πηγές
1) Bury J.B. & Meiggs Russwell, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, 3η έκδοση, τ. Γ', εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998.
2) Cambridge Univercity, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, τ. 5 Η ηγεμονία των Μακεδόνων, νέες ελληνικές δυνάμεις, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005.
3) Δομή, Ιστορία των Ελλήνων, 2η έκδοση, τ. 3 Κλασικοί χρόνοι, εκδ. Δομή, Αθήνα 2006.
4) Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 5 (421 - 362 π.Χ.), εκδ. National Geographic Society, Αθήνα 2009 - 2010.
Σημειώσεις:
1.Ξενοφώντος Κύρου Αναβάσεως, I, ii, 7.
2.Ξενοφώντος Κύρου Αναβάσεως, I, ii, 5.
3.Ξενοφώντος Κύρου Αναβάσεως, I, ii, 19.
4.Ξενοφώντος Κύρου Αναβάσεως, I, v, 10.


Πηγή