Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

O ληστής Σκίρων

Στην ελληνική μυθολογία ο Σκίρωνας (Σκίρων) ήταν ένας περιβόητος Κορίνθιος ληστής, γιος του Πέλοπα. Ο Σκίρων είχε το λημέρι του στον γκρεμό που είχε το όνομά του, τις λεγόμενες Σκιρωνίδες πέτρες, τη σημερινή «Κακιά Σκάλα». Παραμόνευε στον δρόμο Αθηνών-Πελοποννήσου και όταν περνούσε από εκεί μοναχικός ταξιδιώτης, τον λήστευε, τον αιχμαλώτιζε και τον βασάνιζε. Συνήθως ο Σκίρων υποχρέωνε τον αιχμάλωτό του να του πλύνει τα πόδια στην άκρη του γκρεμού, και την ώρα που αυτός ήταν απασχολημένος, του έδινε μια κλοτσιά και τον έριχνε από τον γκρεμό στη θάλασσα. Εκεί έβγαινε μια τεράστια χελώνα και έτρωγε τα κομμάτια του.

Ο ήρωας Θησέας σκότωσε τον Σκίρωνα είτε κατά το πρώτο του ταξίδι από την Τροιζήνα προς την Αθήνα, είτε αργότερα, όταν, βασιλιάς πια της Αθήνας, εξεστράτευσε κατά της Ελευσίνας.
Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Σκίρωνας ήταν γιος του Κανήθου και της Ηνιόχης, κόρης του Πιτθέα και αδελφής της Αίθρας, της μητέρας του Θησέα. Επομένως ο Σκίρων και ο Θησέας ήταν πρώτα εξαδέλφια από τις μητέρες τους. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζει ότι ο Θησέας ίδρυσε τους αγώνες Ίσθμια για να εξιλεωθεί επειδή είχε σκοτώσει τον ληστή εξάδελφό του.

Οι αρχαίοι ιστορικοί των Μεγάρων υπεστήριζαν ότι όλα αυτά ήταν γελοίες συκοφαντίες, και ότι ο Σκίρων όχι μόνο δεν ήταν ληστής, αλλά ήταν ευεργέτης ήρωας της περιοχής, και μάλιστα από πολύ καλή οικογένεια, γιος του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Σκίρων παντρεύτηκε τη Χαρικλώ, κόρη του Κυχρέως και εγγονή του θεού Ποσειδώνα. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε η Ενδηίδα, η μητέρα του Τελαμώνα και του Πηλέα.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Σκίρων πήρε ως σύζυγό του μία από τις κόρες του Αθηναίου βασιλιά Πανδίονα, όταν αυτός ήταν εξόριστος στα Μέγαρα. Ο Σκίρωνας μάλωσε με τον Νίσο όταν αυτός μετά τον θάνατο του Πανδίονα κατέλαβε τον θρόνο των Μεγάρων. Τελικώς ζήτησαν τη διαιτησία του Αιακού, ο οποίος επεδίκασε στον Νίσο τη βασιλεία και στον Σκίρωνα έδωσε τη διοίκηση του στρατού.



Πηγή : Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 680


Πηγή