Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

O Αντίνοος ή Αντίνους (αντί +νους) ο αρχηγός των μνηστήρων

O Αντίνοος ή Αντίνους( αντί +νους= αντριρρησίας), του Ευπείθη, αναφέρεται στην Οδύσσεια του Ομήρου ως ένας από τους δύο, ο άλλος ήταν ο Ευρύμαχος, αρχηγούς των μνηστήρων της Πηνελόπης. Με τους άλλους μνηστήρες ο υπερφίαλος Αντίνοος εκμεταλλεύεται τη φιλοξενία της Πηνελόπης, κατασπαταλώντας το βιος του Οδυσσέα...

Ενώ ο γιος του Οδυσσέα, ο Τηλέμαχος απουσιάζει στην Πύλο και τη Σπάρτη, επι ζητώντας ειδήσεις για την τύχη του πατέρα του, ο ύπουλος αυτός μνηστήρας μαζεύει είκοσι άνδρες και του στήνει ενέδρα σε μια νησίδα που βρίσκεται στον πορθμό ανάμεσα στην Ομηρική Ιθάκη και τη Σάμη, που ονομάζεται "Ἀστερίς".
«Κι ὁ Ἀντίνος, τοῦ Εὐπείθη ὁ γιός, τοὺς μίλησε μὲ πίκρα,τὶ λύσσα τὰ συνέπαιρνε τὰ μαῦρα σωθικά του,καὶ μοιάζανε τὰ μάτια του σὰ λαμπερὲς δυὸ φλόγες·“Γιὰ δὲς μεγάλο κάμωμα, ταξίδι νὰ τολμήση,ποὺ λέγαμε ὁ Τηλέμαχος πὼς δὲν τὰ βγάζει πέρα.Σὲ τόσων πεῖσμα ἕνα παιδὶ νὰ πάρη πλοῖο νὰ φύγη,ἀφοῦ τοῦ τόπου διάλεξε τὰ πρῶτα παλληκάρια.Ἀρχίζει κι ἀπ' τὰ πρῶτα του χερότερα ποὺ ὁ Δίαςνὰ τόνε σπάση πρὶν ἐρθῆ καὶ βάσανα μᾶς φέρη.Μὰ πλοῖο δόστε μου γοργὸ καὶ εἰκοσαριὰ συντρόφουςκαρτέρι νὰ τοῦ στήσω ἐγὼ καὶ νὰ παραμονέψωμὲς στὰ στενὰ ἐκεῖ τοῦ Θιακιοῦ καὶ τῶν βροχιῶν τῆς Σάμης,νὰ τὸ καῆ ποὺ ἀρμένισε γιὰ χάρη τοῦ γονιοῦ του».

Η ενέδρα αυτή με την επέμβαση- προειδοποίηση της θεάς Αθηνάς αποτυχαίνει. Όταν ο αιγοβοσκός Μελάνθιος φέρνει τον Οδυσσέα (μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο) στο παλάτι, ο Αντίνοος τον επικρίνει που έφερε άλλον έναν επαίτη, ο άλλος ήταν ο Ίρος, και δε διστάζει να ρίξει ένα κάθισμα στον δεξί ώμο του Οδυσσέα.

Στη Μνηστηροφονία (ραψ χ, Οδύσσεια), γίνεται η φανέρωση του Οδυσσέα:

«Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυμνώθη απ΄ τα κουρέλια και στο κατώφλι απάνω πήδηξε, κρατώντας το δοξάρι και το γεμάτο σαϊτολόγο του, και τις γοργές σαγίτες αυτοί, μπροστά στα πόδια του, άδειασε, και στους μνηστήρες είπε:
«Πια τέλος πήρε αυτό το αλύπητο δοκίμι μας, και τώρα διαλέγω άλλο σημάδι, που άνθρωπος κανείς δε βρήκε ακόμα, να ιδώ αν πετύχω κι αν ο Απόλλωνας μου δώσει αυτή τη δόξα.» Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει πικρή σαγίτα".

Πρώτα τον ανυποψίαστο σκότωσε Αντίνοο: 

«Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει, μαλαματένια, δίχερη, όμορφη· την έπαιζε στα χέρια κιόλας, κρασί να πιει, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι — και ποιος το φανταζόταν πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρεία κι αν είχε,άσκημο θάνατο θα του ΄δινε κι ασβολωμένη μοίρα!

Το βέλος στο λαιμό τον πέτυχε και διαπερνά τον αυχένα:

«Μα ως σημαδεύοντας απ΄ το χέρι τον πέτυχε πα στο λαιμό ο Οδυσσέας,απαντικρύ ο χαλκός επρόβαλε στον τρυφερό του σβέρκο·και χτυπημένος πίσω ανάγειρε και του ΄φυγε η κούπα, και κρουνός ξεχύθηκε μεμιάς  απ΄ τα ρουθούνιατο αίμα το ανθρώπινο, και πέταξε μακριά του το τραπέζικλωτσώντας το, και χάμω σκόρπισαν τα κρέατα τα ψημένα και τα ψωμιά, και στο αίμα βάφτηκαν».

Ο εγκλέφαλος της άνομης αυτής ομάδας κείτεται νεκρός. Αυτόν στόχευσε ο πολύτροπος βασιλιάς της Ιθάκης, μετά όλοι θα δοκιμάσουν τις θανάσιμες βολές του. Κοντά του πάντα ο γιος του, ο Τηλέμαχος, κι οι δυο πιστοί γιδοβοσκοί του, Εύμαιος και Φιλοίτιος.

«.................................Κι ασκώσαν οι μνηστήρες βουή τρανή, σαν είδαν άνθρωπος να πέφτει σκοτωμένος· κι απ΄ τα θρονιά σκιαγμένοι επήδηξαν και τρέχαν δώθε κείθε, κατά τους τοίχους τους καλόχτιστους κοιτάζοντας ολούθε·μα ουδέ σκουτάρι βρίσκαν γύρα τους ουδέ βαρύ κοντάρι».

Ακέφαλη είναι πια η αγέλη των μνηστήρων. Το δοξάρι, που μόνο ο Οδυσσέας μπορούσε να τεντώσει, όργανο της Θείας Δίκης γίνεται, να επαναφέρει την τάξη. Το φονικό, με τη μορφή του Μέντη, η Θεά Αθηνά επέβλεπε κι επόπτευε το δίκιο το δρόμο να μην χάσει:

«Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη, το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο».

Ο φόνος των μνηστήρων δεν μένει αναπάντητος, αντιδράσεις προκαλεί στους άμεσους συγγενείς τους. Ο Ευπείθης, που αποφασίζει να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του γιου του του Αντίνοου, τους οργανώνει, εξαγριώνοντάς τους. Τον βρίσκει, όπως είδαμε, ο θάνατος κι αυτόν από το ακόντιο του γέρου Λαέρτη, πατέρα του Οδυσσέα. Οι κεφαλές της ανομίας χτυπήθηκαν και το δίκιο στο «θρόνο» του εγκαθίσταται


Χαρά Νάστου


Πηγή