Ο Αμφιάραος πήρε για σύζυγό του την Εριφύλη, αδελφή του Αδράστου, τον οποίο προηγουμένως είχε εκδιώξει από το Άργος στη Σικυώνα, και έτσι συμφιλιώθηκε μαζί του με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης. Ο Αμφιάραος και η Εριφύλη απέκτησαν δύο γιους, τον Αλκμέωνα και τον Αμφίλοχο, και δύο κόρες, την Ευρυδίκη και τη Δημώνασσα. Ο ποιητής Άσιος προσθέτει στις θυγατέρες και την Αλκμήνη (Παυσ. Ε 17,8), ενώ ο Πλούταρχος την Αλεξίδα.
Με την άφιξη του καταδιωγμένου από τη Θήβα Πολυνείκη στο Άργος και τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να στηρίξει τη δίκαιη αξίωσή του. Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς ως γνώστης της μαντικής ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός.Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Ο Αμφιάραος αναγκάσθηκε τότε χωρίς τη θέλησή του να ακολουθήσει τους άλλους στην εκστρατεία που έγινε γνωστή ως οι «Επτά επί Θήβας». Η Εριφύλη όμως είχε πάρει το μέρος του αδελφού της όχι από αντικειμενική κρίση, αλλά επειδή είχε δωροδοκηθεί από τον Πολυνείκη με το περιδέραιο της Αρμονίας. Τόσο το περιδέραιο αυτό όσο και ο πέπλος ήταν πολύτιμα δώρα που είχαν δωρίσει οι θεοί στην Αρμονία κατά τους γάμους της και τα είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του ο Πολυνείκης.
Γνωρίζοντας τα πάντα ο Αμφιάραος ως μάντης, άφησε φεύγοντας για τον μοιραίο πόλεμο σκληρή εντολή στα παιδιά του: όταν μεγαλώσουν να σκοτώσουν τη μητέρα τους γιατί τον είχε στείλει σε βέβαιο θάνατο επειδή είχε θαμπωθεί από ύποπτα δώρα. Ο Απολλόδωρος πάντως (Γ 7, 2 και 5) ισχυρίζεται ότι ο Αλκμέωνας και ο Αμφίλοχος σκότωσαν τη μητέρα τους μετά από σχετική εντολή του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Αμφιάραος είχε κρυφτεί αλλά η Εριφύλη τον πρόδωσε στον Άδραστο, οπότε αυτός υποχρεώθηκε να τον ακολουθήσει.
Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Ο Αμφιάραος παρατάχθηκε και πολεμούσε μπροστά από τις Ομολωίδες ή Προιτίδες πύλες. Παρόλη την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη, γιατί αυτή ήταν η απόφαση του Δία ύστερα από την αυθόρμητη θυσία του Μενοικέως στον Άρη και τις καυχησιολογίες του Καπανέως. Στο τέλος λοιπόν, αφού σκοτώθηκαν σε μονομαχία τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός από τον Άδραστο.
Ο Αμφιάραος κατά την υποχώρησή του μετά την ήττα καταδιωκόταν από τον Θηβαίο Πολυκλύμενο ή Περικλύμενο, γιο του θεού Ποσειδώνα, που θα τον σκότωνε ή θα τον πλήγωνε, πράγμα λυπηρό και υποτιμητικό για μια ηρωική φυσιογνωμία όπως τον Αμφιάραο. Ο Δίας λοιπόν πάλι, θέλοντας να αποτρέψει αυτό το πεπρωμένο, έριξε κεραυνό που άνοιξε στη γη ένα μεγάλο χάσμα. Το χάσμα αυτό κατάπιε τον Αμφιάραο, τον ηνίοχό του Βάτωνα, το άρμα τους και το άλογό τους. Στη συνέχεια ο Δίας έκανε τον ήρωα αθάνατο, και οι αρχαίοι Έλληνες τον λάτρευαν από τότε ως θεό. Το χάσμα που τον κατάπιε το τοποθετούσαν αρχικώς μεν κοντά στον ποταμό της Θήβας Ισμηνό, αργότερα δε, όταν διαδόθηκε η λατρεία του Αμφιαράου, σε πολλά άλλα μέρη, τα οποία διεκδικούσαν την τιμή αυτή. Λεγόταν ότι στον τόπο που ανοίχθηκε το χάσμα κτίσθηκε αργότερα ένας περίβολος με κολώνες στις οποίες ποτέ δεν πήγαιναν να καθίσουν πουλιά και τα ζώα απέφευγαν να βοσκήσουν εκεί.
Ο Άδραστος θρήνησε απαρηγόρητα τον χαμό του γαμβρού του, όπως υμνεί ο Πίνδαρος (Ολυμπιόν. VI 34). Αλλά και όλοι οι άλλοι αρχαίοι ποιητές που εμπνεύσθηκαν από τον μύθο αυτό, ανέφεραν με πολλή εκτίμηση και σεβασμό το όνομα του Αμφιαράου. Σώζεται η παράδοση ότι, κάποτε που ο Αισχύλος υμνούσε τον Αμφιάραο σε μια τραγωδία του, όλοι ανεξαιρέτως οι θεατές έστρεψαν αυθόρμητα το βλέμμα τους στον παριστάμενο Αριστείδη τον Δίκαιο.
Μετά τη θεοποίηση του Αμφιαράου, πολλές πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του, υπερίσχυσε ωστόσο τελικώς η Θήβα. Ο Αμφιάραος είχε πολλά ιερά, με τα γνωστότερα να φιλοξενούνται στο Άργος, στη Σπάρτη, στο Βυζάντιο, στη Θήβα και στον Ωρωπό. Σε μεταγενέστερους μύθους, ο ήρωας εμφανίζεται να παίρνει μέρος και στην Αργοναυτική εκστρατεία (Απολλόδωρος, Ι 9, 16) ή στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου (Παυσανίας Θ΄ 45, 7). Τέλος, ως ένας από τους συμμετέχοντες στα «άθλα επί Πελία» (βλ. Πελίας).
Ο Αμφιάραος λατρεύτηκε ακόμα και ως ιατρός, και μάλιστα ως «δεύτερος Ασκληπιός». Η φήμη του ως μάντη είχε υπερβεί τα όρια της Ελλάδας και έφθανε μέχρι τη Λυδία, αφού ο Ηρόδοτος αναφέρει (Α 46) πως είχαν καταφύγει στο χρηστήριό του οι πρέσβεις του βασιλιά των Λυδών Κροίσου για να τον συμβουλευθούν αν έπρεπε ο Κροίσος να εκστρατεύσει κατά των Περσών. Για περισσότερα σχετικώς με το μαντείο του βλ. Αμφιαράειο.
Ο Αμφιάραος στη λογοτεχνία και την τέχνη
Πολλοί ποιητές και καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν από τον μύθο του Αμφιαράου. Πρώτος ο Όμηρος εμπνεύσθηκε το αποδιδόμενο σε αυτόν έπος «Αμφιαράου εξελασίη», δηλαδή η Εκστρατεία του Αμφιαράου. Επίσης, το έπος «Θηβαΐς», όχι του Ομήρου, είναι σχετικά με τον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. Ο Ησίοδος εμπνεύσθηκε τη «Μελαμποδία», με υπόθεση τον μύθο για τον παππού του Μελάμποδα, αλλά και τον ίδιο τον Αμφιάραο. Ο Σοφοκλής έγραψε σατυρικό δράμα με τίτλο «Αμφιάραος», ενώ ύμνους για τον ήρωα συνέθεσαν οι Πίνδαρος, Αισχύλος, Αριστοφάνης και άλλοι.
Πολλά υπήρξαν και τα σχετικά καλλιτεχνήματα της ελληνικής και της ρωμαϊκής εποχής, με τη Λάρνακα του Κυψέλου να ξεχωρίζει, όπως και οι παραστάσεις πολλών ρωμαϊκών αναγλύφων και αγγείων.
Βιβλιογραφία:
- Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969
Πληροφορίες αντλήθηκαν από την πηγή