Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Ο Χρεμωνίδειος πόλεμος (268 π.Χ. ή 267 π.Χ. – 261 π.Χ.) που έφερε αντιμέτωπους τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες με τον βασιλιά της Μακεδονίας

Ο Χρεμωνίδειος πόλεμος (268 π.Χ. ή 267 π.Χ. – 261 π.Χ.) έφερε αντιμέτωπους τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά.Τους δυο συμμάχους ενίσχυε ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος.

Παρακμή των κυρίαρχων πόλεων της Αθήνας και της Σπάρτης

Η Σπάρτη και η Αθήνα επιθυμούσαν την αποκατάσταση την ανεξαρτησίας τους και την απαλλαγή τους από τη μακεδονική κυριαρχία.

Ο σημαντικότερος υποστηρικτής του πολέμου εναντίον του Αντίγονου Γονατά στη Σπάρτη ήταν ο βασιλιάς Αρεύς Α΄,ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος ύστερα από τη νίκη του κατά του Πύρρου και συμπεριφέρονταν σαν απολυταρχικός μονάρχης. Ο άλλος βασιλιάς Αρχίδαμος ύστερα από την ήττα του από τον Δημήτριο Πολιορκητή (294 π.Χ.) ήταν πολιτικά απομονωμένος.

Ο αντιμακεδονικός συνασπισμός στην Αθήνα είχε αρχηγό τον στωικό Χρεμωνίδη και τον αδελφό του Γλαύκωνα. Οι Αθηναίοι ήθελαν να απαλλαγούν από τη φρουρά του Αντίγονου Γονατά που βρίσκονταν στον Πειραιά και να ανακτήσουν την πλήρη ανεξαρτησία τους. Οι οπαδοί του Αντίγονου Γονατά στην Αθήνα δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την εξουσία και η πόλη προσχώρησε το 268-267 π.Χ. στον αντιμακεδονικό συνασπισμό που οργάνωσε ο Λακεδαιμόνιος βασιλιάς.

Αθηναίοι και Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον Αντίγονο Γονατά χωρίς ισχυρή βοήθεια. Οι Αιτωλοί δεν ήταν διατεθειμένοι να τους βοηθήσουν, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος όμως ήταν. Ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος και η αδελφή και σύζυγός του Αρσινόη Β΄(που επιθυμούσε να ενθρονίσει στη Μακεδονία τον γιο της Πτολεμαίο που είχε αποκτήσει από τον Λυσίμαχο) απειλούνταν από τον Αντίγονο Γονατά ο οποίος μετά τη νίκη του επί των Γαλατών στη Λυσιμάχεια της Θράκης και τον θάνατο του Πύρρου απέκτησε μεγάλη δύναμη καταφέρνοντας να κυριαρχήσει στην κυρίως Ελλάδα. Η Αρσινόη όμως είχε ήδη πεθάνει πριν από την έναρξη του πολέμου (είτε το 270 π.Χ. είτε, σύμφωνα με άλλες πηγές τον Ιούλιο του 268 π.Χ., δύο μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου).

Ο Αντίγονος Γονατάς αφού επιβλήθηκε ως βασιλιάς στη Μακεδονία έφερε στην επιρροή του τη Θεσσαλία, όπου ανακηρύχθηκε "ηγεμών των Θεσσαλών". Κατόπιν στράφηκε στην Πελοπόννησο. Οι οπαδοί του με την υποστήριξή του επιβλήθηκαν ως "τύραννοι", ο Αριστόδαμος στη Μεγαλόπολη, ο Αριστότιμος στην Ήλιδα, ο Αρίστιππος στο Άργος, ο Τιμοκλείδας και ο Κλεινίας στη Σικυώνα και ύστερα από αυτούς ο Αβαντίδας.

Ο Αντιγονίδης βασιλιάς είχε υπό την άμεση κυριαρχία του την Εύβοια, τα Μέγαρα και την Αίγινα. Φρουρές υπήρχαν στην Κόρινθο, τη Χαλκίδα και όπως προαναφέραμε, στον Πειραιά. Η Κόρινθος ήταν η έδρα της διοίκησης όλων αυτών των περιοχών. Τη θέση του διοικητή κατείχε ο ετεροθαλής αδελφός του Αντίγονου Γονατά Κρατερός.

Στην Αθήνα ο Χρεμωνίδης και ο Γλαύκων κήρυξαν τον πόλεμο στον Αντίγονο Γονατά το έτος που ήταν επώνυμος άρχοντας ο Πειθίδημος (268/267 π.Χ.) με ψήφισμα όπου γίνονταν αναφορά στους Μηδικούς πολέμους. Στην αντιμακεδονική συμμαχία συμμετείχαν μερικές πόλεις της Αρκαδίας, οι Αχαιοί, οι Ηλείοι αφού προηγουμένως έδιωξαν τον Αριστότιμο, η κρητική πόλη Γόρτυς και μερικές άλλες μικρότερες πόλεις της Κρήτης που είχαν καλές σχέσεις με τον βασιλιά της Σπάρτης.

Τα πρώτα έτη του πολέμου

Ο πόλεμος άρχισε με την εισβολή του Αντίγονου Γονατά στην Αττική(268 ή 267 π.Χ.). Ενώ ο Αντιγονίδης βασιλιάς έφτανε ανενόχλητος ως τα περίχωρα της Αθήνας και άρχιζε να πολιορκεί την πόλη, ο στόλος του κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά που ελέγχονταν από τη μακεδονική φρουρά η οποία δεν είχε εξουδετερωθεί.

Λίγο αργότερα κατέπλευσε στο Σούνιο ο πτολεμαϊκός στόλος υπό τον Πάτροκλο. Ο Πάτροκλος οχυρώθηκε σε μία νησίδα δυτικά του Σουνίου ( η οποία ονομάστηκε Πατρόκλου Χάραξ) και από εκεί έλεγχε τον Σαρωνικό κόλπο. Ορμητήρια επίσης εγκατέστησε στην τοποθεσία Κορησσία της Κέας, σε πολλά σημεία των ακτών της Αττικής, στην Κρήτη και στη Θήρα. Ωστόσο δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια.

Στην Αθήνα η Εκκλησία του Δήμου εξέλεξε ως στρατηγούς και αντιπροσώπους στο πολεμικό συμβούλιο των συμμάχων τους Κάλιππο και Γλαύκωνα. Ο στρατός του Αντίγονου κατέκλυσε την ύπαιθρο της Αττικής. Οι Αθηναίοι κατέφευγαν καταδιωκόμενοι σε παράκτια φρούρια. Ο Πάτροκλος δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στους Αθηναίους καθώς δεν μπορούσε να αποβιβάσει πεζικό στις ακτές της Αττικής (το σύνολο των δυνάμεων του αποτελούνταν από τους ναύτες του στόλου του που δεν είχαν μεγάλη μαχητική αξία ως πεζοί), ενώ ο στόλος του Αντίγονου Γονατά παρέμενε αγκυροβολημένος αποφεύγοντας να ναυμαχήσει.

Έτσι ο Πάτροκλος περιορίζονταν να παρενοχλεί τους αντιπάλους του ώστε η πολιορκία της πόλης να μην γίνει ασφυκτική.

Ο Αρεύς, παρακινούμενος από τον Πάτροκλο, έκανε μια εκστρατεία για να βοηθήσει τους Αθηναίους (267 π.Χ.) απέτυχε όμως να καταλάβει τον Ισθμό που κατέχονταν από δυνάμεις του Αντίγονου Γονατά. Ο στρατός του Αντίγονου κατέστρεφε την ύπαιθρο της Αττικής και επιτίθονταν στα οχυρά των αντιπάλων του. Μια τέτοια επίθεση απέκρουσε ο Επιχάρης στρατηγός του Ραμνούντα με τη βοήθεια του στόλου του Πατρόκλου. Ο Επιχάρης είχε επιφορτιστεί με την προστασία των αγροτών που καλλιεργούσαν τη γη και την ασφαλή μεταφορά της σοδειάς του σιταριού στην πόλη.

Οι επιχειρήσεις του πολέμου κατά τα δύο πρώτα χρόνια εξελίσονταν με αυτόν τον τρόπο. Οι Αθήναιοι που κατείχαν το φρούριο της Ελευσίνας κατάφεραν πάντως το 266 π.Χ. να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι την πομπή της γιορτής των μεγάλων Παναθηναίων.

Ελέφαντες στα Μέγαρα 

Το 266 π. Χ. στη διάρκεια του Χρεμωνιδείου Πολέμου (267-261 π. Χ.) ο Αντίγονος Γονατάς, βασιλιά της Μακεδονίας, επιτέθηκε στα Μέγαρα, μία από τις πόλεις που ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι Μεγαρείς ετοιμάστηκαν να συγκρουστούν στο ανοιχτό πεδίο με τους στρατιώτες του Αντιγόνου. Αυτό που κυρίως τους φόβιζε ήταν οι πολλοί πολεμικοί ελέφαντες. Όμως, οι Μεγαρείς σκέφθηκαν και εφάρμοσαν μια πρωτόγνωρη τακτική για να τους εξουδετερώσουν: Σύμφωνα με τον Πολύαινο, (Στρατηγήματα, 4.6.3), οι Μεγαρείς:"άλειψαν γουρούνια με πίσσα, τους έβαλαν φωτιά και τους αμόλησαν ανάμεσα στους ελέφαντες. Τα γουρούνια γρύλισαν και ούρλιαξαν κάτω από το μαρτύριο της φωτιάς και ξεπήδησαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν ανάμεσα στους ελέφαντες". Οι ελέφαντες κατελήφθησαν από «σύγχυση και τρόμο» και αφού «έσπασαν τις τάξεις τους και έφυγαν τρέχοντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις». Εξαιτίας του τρόμου που τους προκάλεσαν τα τσιρίγματα από τα φλεγόμενα γουρούνια οι ελέφαντες άρχισαν να ποδοπατούν και να σκοτώνουν πολλούς στρατιώτες της πλευράς τους.

Ο θανατος του Αρέως

Ο Πάτροκλος συνέχιζε να ζητά από τον Σπαρτιάτη βασιλιά να χτυπήσει μετωπικά τους αντιπάλους του προσεγγίζοντας την Αττική από την Ελευσίνα. Οι προσπάθειες όμως που έκανε ο Αρεύς για να καταλάβει τον Ισθμό το 266 π.Χ. και το 265/264 π.Χ. απέτυχαν.Έτσι αφού είχε πλέον εξαντλήσει όλα του τα εφόδια επέστρεψε άπρακτος στη Σπάρτη, ενώ ο στόλος του Πατρόκλου έφυγε για τη Μικρά Ασία αφήνοντας τους Αθηναίους μόνους εναντίον του Αντίγονου.

Ο πόλεμος φάνηκε να παίρνει διαφορετική τροπή όταν στασίασαν οι Γαλάτες μισθοφόροι του Αντίγονου πού βρίσκονταν στα Μέγαρα. Ο βασιλιάς όμως επενέβη έγκαιρα και κατέπνιξε τη στάση. Ο Αρεύς επιδιώκοντας να επωφεληθεί κινήθηκε ξανά εναντίον των αντιπάλων του. Σε μάχη όμως που δόθηκε στην Κόρινθο ο στρατός του ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε(264 π.Χ.).

Διάλυση του αντιμακεδονικού συνασπισμού· Πτολεμαϊκή παρέμβαση

Ο θάνατος του Αρέως έφερε τη διάλυση του αντιμακεδονικού συνασπισμού. Οι Αχαιοί διέλυσαν τη συμμαχία τους με τη Σπάρτη και οι Μαντινείς προσχώρησαν στο Αρκαδικό Κοινό. Ο Αντίγονος ενίσχυσε τις θέσεις του στον Ισθμό τοποθετώντας φρουρά στο όρος Όνειον (Όνεια Όρη) που ξεκινούσε νότια της Κορίνθου και εκτείνονταν ως τον όρμο των Κεγχρεών(Κεχριών).

Οι μακεδονικές δυνάμεις από τα ορμητήρια τους στην περιοχή του Ισθμού πραγματοποιούσαν επιδρομές από ξηρά και θάλασσα στην Αττική. Ο Πάτροκλος δεν κατάφερε να κάνει τίποτα αξιόλογο πέρα από την κατάληψη των Μεθάνων στα οποία έδωσε το όνομα της βασίλισσας Αρσινόης Β'.

Ο Αντίγονος βρίσκονταν στην Αττική όταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αλέξανδρος εισέβαλε ύστερα από συνεννόηση με τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο στην Άνω Μακεδονία και κατέλαβε τη χώρα, ύστερα από την προσχώρηση σε αυτόν των κατοίκων της περιοχής. Ταυτόχρονα ο Αλέξανδρος συμμάχησε με τους Αιτωλούς και τους Ευβοείς. Έτσι η χερσαία οδός επικοινωνίας του Αντίγονου με τις βάσεις του στον βορρά πρακτικά αποκόπηκε. Απέμενε μόνο η θαλάσσια οδός όμως ο στόλος του Πατρόκλου ενισχύθηκε με νέα πλοία από τον Πτολεμαίο.

Ο Αντίγονος αποφάσισε τελικά να πολεμήσει στην ξηρά. Γύρισε στη Μακεδονία και νίκησε τον Αλέξανδρο σε αποφασιστική μάχη στην περιοχή της Ελιμιώτιδος. Κατόπιν ο μακεδονικός στρατός υπό την τυπική ηγεσία του γιου του Αντίγονου Δημητρίου εισέβαλε στην Ήπειρο (264/263 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος κατέφυγε στην Ακαρνανία. Κατάφερε τελικά να ανακτήσει το θρόνο του λίγο αργότερα (259 π.Χ.).

Συντριβή Σπαρτιατών και Αθηναίων

Ο νέος βασιλιάς της Σπάρτης Ακρότατος γιος του Αρέως επιτέθηκε εναντίον της Μαντίνειας. Ο Αριστόδαμος όμως οδήγησε τα στρατεύματα του Αρκαδικού Κοινού εναντίον του. Στη μάχη που δόθηκε ο Ακρότατος ηττήθηκε και σκοτώθηκε (263 π.Χ.).

Ο Αντίγονος Γονατάς επιτέθηκε ξανά στην Αττική και το 263 π.Χ. άρχισε τη συστηματική πολιορκία της πόλης. Οι Αθηναίοι που δεν περίμεναν από πουθενά ενισχύσεις ζήτησαν ανακωχή. Στις διαπραγματεύσεις που έγιναν οι προτάσεις του Αντίγονου αρχικά απορρίφθηκαν. Όταν όμως οι πολιορκημένοι, που υπέφεραν από σιτοδεία, κατάλαβαν ότι ο Αντίγονος θα άρχιζε ξανά τις εχθροπραξίες παραδόθηκαν (τέλος 262 π.Χ.).

Σύμφωνα με μια διαφορετική αφήγηση η εισβολή του Αλέξανδρου στην Άνω Μακεδονία έγινε το 262 π.Χ. Ο Αντίγονος που τότε βρίσκονταν στην Αττική έκανε ειρήνη με τους Αθηναίους και επέστρεψε στη Μακεδονία (φθινόπωρο του 262 π.Χ.). Ο Αντίγονος επέστρεψε στην Αττική το 261 π.Χ. αφού είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Αλέξανδρο. Εκεί οι εχθροπραξίες είχαν επαναληφθεί και η ειρήνη είχε αποδειχτεί μια απλή ανακωχή. Η πόλη παραδόθηκε τελικά την άνοιξη του ίδιου έτους.

Κατά την διάρκεια της πολιορκίας πυρπολήθηκε το ιερό άλσος και ο ναός του Ποσειδώνος Ιππίου κοντά στην Ακαδημία των Αθηνών που ήταν εγκατεστημένο το αρχηγείο του αθηναϊκού ιππικού.

Στην πόλη της Αθήνας εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά (στον λόφο του Μουσείου). Το ίδιο έγινε στη Σαλαμίνα, στην Ελευσίνα και το Σούνιο και στα φρούρια της Αττικής,Ραμνούντα,Πάνακτο και Φυλή, ενώ γκρεμίστηκε ένα τμήμα των Μακρών Τειχών. Το δημοκρατικό πολίτευμα δεν καταλύθηκε την εξουσία όμως ανέλαβαν οι οπαδοί του Αντίγονου (όπως ο ομώνυμος εγγονός του Δημήτριου του Φαληρέως). Ο ιστοριογράφος Φιλόχαρος εκτελέστηκε σύμφωνα με διαταγή του Αντίγονου επειδή αλληλογραφούσε με τον Πτολεμαίο. Ο Χρεμωνίδης και ο Γλαύκων κατέφυγαν στην Αίγυπτο όπου κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στη διοίκηση της χώρας. Ύστερα από λίγα χρόνια ο Αθηναίος πολιτικός Μικίων τους κατέταξε στην ίδια κατηγορία με τον Αλκιβιάδη και τον Λεωσθένη.

Το τέλος του πολέμου

Ο στόλος του Πτολεμαίου ηττήθηκε στην Κω το 261 π.Χ. ή 257 π.Χ.(άλλες πηγές χρονολογούν τη ναυμαχία αυτή και το 255 π.Χ). Η ήττα αυτή που περιόρισε την επιρροή του Πτολεμαίου στο Αιγαίο και έφερε τη λήξη του πολέμου.


Βιβλιογραφία:

  • Green, Peter (1993). Alexander to Actium: the historical evolution of the Hellenistic age. Berkeley: University of California Press. ISBN 0-520-08349-0.
  • Ιστορία του Ελληνικού έθνους Τόμος Δ' Μέγας Αλέξανδρος –Ελληνιστικοί Χρόνοι Εκδοτική Αθηνών 1979
  • Στρατιωτική Ιστορία ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΡΚΟΥ. ΧΡΕΜΩΝΙΔΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Η τελευταία σθεναρή προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης της Αθήνας (268 π.Χ.) Εκδότης Σ. ΠΑΝΕΛΗΣ. Τεύχος 128. 2007
  • LIVIUS Articles on Ancient History Antigonus II Gonatas Αρχειοθετήθηκε 2011-06-05 στο Wayback Machine.
  • Nicholas Geoffrey Lemprière Hammond, Frank William Walbank A History of Macedonia: 336-167 B.C. Oxford University Press, 1988
  • Xenophontis opera, ed. G.H. Schaefer. TOMVS IV LIPSIAE 1811
  • Perseus Digital Library Pausanias, Description of Greece
  • Anemi Digital Library of Modern Greek Studies Ιουστίνος Επιτομή των Φιλιππικών του Πομπηίου Τρόγου νῦν πρῶτον ἐκ τοῦ λατινικοῦ εἰς τὴν αἰολοδωρικὴν ἑλληνικὴ διάλεκτον μεταγλωττισθεῖσα, καὶ ἐκδοθεῖσα παρὰ τοῦ ἀποπειρογράφου τῆς Ρουμουνίας, καὶ προσφωνηθεῖσα. Εν Λειψία: Παρά τω Τάουχνιτζ, 1817.

Πληροφορίες αντλήθηκαν από τις παρακάτω πηγές:

Πηγή 1 / Πηγή2