Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Η Αθήνα πριν και μετά την εποχή των τυράννων

Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΡΑΝΝΩΝ

Η μεγαλύτερη οικοδομική δραστηριότητα στην αρχαϊκή Αθήνα συμπίπτει, όπως φαίνεται, με την εποχή των τυράννων. Πριν από αυτή, δια­κρίνουμε μόνο κάποια απομεινάρια μνημεια­κών οικοδομημάτων στην Ακρόπολη και την αστική διάταξη της Αγοράς, αλλά και αργότερα το ενδιαφέρον της νεοφανούς δημοκρατίας για την οικοδόμηση δεν ήταν έντονο, με κάποιες μηδαμινές εξαιρέσεις.

Η εικόνα της Αθήνας μετά τους τυράννους ήταν ήδη εντυπωσιακή για την ποικιλία και τον αριθμό των δημόσιων κτιρίων. Η πόλη, με τα τείχη ή χωρίς, είχε πλάτος 1,5 χλμ., σίγουρα όμως δεν ήταν οικοδομημένη σε όλο της το πλά­τος, διότι υπήρχαν μερικές γυμνές λοφοπλαγιές και πιθανώς μερικές αραιοκατοικημένες πε­ριοχές στα βόρεια και ανατολικά.

Η Ακρόπολη ήταν πολύ καλά οικοδομημένη με περίτεχνα λα­τρευτικά κτίσματα. Η Αγορά είχε ήδη προσλά­βει κάτι από την κλασική της μορφή: η δυτική της πλευρά αποτελείτο από μία σειρά δημόσιων κτισμάτων ή ναών που έβλεπαν στην ανοικτή περιοχή κατά μήκος της πόλης της Αθήνας, προς την Ακρόπολη. Λίγα από τα νέα οικοδομήματα της κάτω πόλης ήταν μεγάλα σε μέγεθος και η Αθήνα που απλωνόταν γύρω από την Ακρόπο­λη, περίπου το 500 π.Χ. είχε χαμηλά κτίσματα, κυρίως μονώροφα, που αποτελούσαν κατάλοι­πα της τοπικής πολεοδομίας.

Πιθανότατα η Αθήνα την εποχή των γιων του Πεισιστράτου να ήταν εντελώς διαφορετι­κή απ' ό,τι την εποχή του πατέρα τους. Είναι δύσκολο να καθορίσουμε πότε ξεκίνησαν ή τε­λείωσαν τα μεγαλύτερα έργα οικοδόμησης την εποχή της τυραννίας. Πολλές από τις σύγχρο­νες θεωρίες που αποδίδουν τα περισσότερα έρ­γα στους γιους του Πεισιστράτου, ενδεχομένως να μην αναγνωρίζουν την πρωτοβουλία του πα τέρα τους, ο οποίος προώθησε τα σχέδια, αλλά δεν πρόφθασε να τα δει να ολοκληρώνονται. Το γεγονός αυτό ίσως ευθύνεται για ορισμένες αντιφάσεις στις πηγές. Ένα περαιτέρω πρό­βλημα ανακύπτει κατά τις περιόδους εξορίας του Πεισιστράτου και υπάρχει πιθανότητα τα περισσότερα αγάλματα που κοσμούν τα κτίρια της Ακρόπολης, η διακόσμηση του κυρίως να­ού της, και η κατασκευή του ναού του Απόλ­λωνα Πατρώου στην Αγορά να ήταν έργα που πραγματοποιήθηκαν όταν ο Πεισίστρατος βρι­σκόταν μακριά από την Αθήνα.

Μέχρι το 510 π.Χ., η Αγορά είχε γίνει το κέ­ντρο της πόλης, τα όρια της οποίας ορίζονταν από τα δημόσια οικοδομήματα. Έτσι αποτρε­πόταν η επέκταση των βιοτεχνικών συνοικιών, που απλώνονταν προς τα βορειοδυτικά. Εκεί, για πολλά χρόνια δραστηριοποιούνταν οι σι­δηρουργοί και οι αγγειοπλάστες. Από τα κτί­σματα της δυτικής πλευράς μόνο ο ναός του Απόλλωνα Πατρώου και το μεγάλο νοτιοδυτι­κό Οίκημα, το οποίο θεωρείται από πολλούς η κατοικία των τυράννων, επέζησε έως τον 5ο αι­ώνα π.Χ. Αλλά τις επιβλητικές προσόψεις των ύστερων κλασικών κτιρίων στους πρόποδες του λόφου του Αγοραίου Κολωνού κατείχαν ταπει­νά αντίγραφα τους -το πρώιμο Βουλευτήριο και οι ναοί. Πλάι στο βορειότερο άκρο της οδού των Παναθηναίων, εκεί όπου διασταυρωνόταν με την Αγορά, υπήρχε το ομώνυμο κτίριο του εγ­γονού του Πεισιστράτου, ο βωμός των Δώδεκα Θεών, ένας καινοφανής βωμός λατρείας και ο «ομφαλός» της πόλης, απ' όπου απλώνονταν οι δρόμοι της Αττικής, προς όλες τις κατευθύνσεις.

Στο άλλο άκρο της οδού, βρισκόταν μία κρήνη περιστοιχισμένη από κιονοστοιχία, πιθανώς η Εννεάκρουνος, της οποίας η ονομασία αποδί­δεται στην αρχαιότητα, ή τμήμα από το νέο σύ­στημα ύδρευσης της Αθήνας, με σωλήνες από τα ανατολικά προς βόρεια και νότια της Ακρό­πολης. Στο βορειότερο τμήμα του κέντρου της Αθήνας βρισκόταν το ανοιχτό θέατρο, η ορχή­στρα, όπου πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες παραστάσεις του δράματος, και τέλος στην υπόλοιπη περιοχή της Αγοράς, που αποτελούσε μέρος συ­γκέντρωσης για την εκκλησία του δή­μου, διεξάγονταν εμπορικές δραστη­ριότητες (πιθανότατα περιορισμένες).

Σε ποιο βαθμό και ποια περίοδο ο Πεισίστρατος και οι γιοι του κα­τοίκησαν στην Ακρόπολη δεν είναι εξακριβωμένο. Από τη δεκαετία του 560 π.Χ., ο ιερός βράχος έπαψε να είναι, από κάθε άποψη, το πολιτικό κέντρο της Αθήνας, παρέμενε, όμως, το θρησκευτικό, καθώς και το φυσικό δυνατό σημείο της πόλης, στο οποίο κατέφευγε ο τύραννος σε περιόδους εντάσε­ων. Όταν ο Ιππίας οχύρωσε το λόφο της Μου­νιχίας το 511 π.Χ., δεν το έκανε επειδή δεν υπήρχε άλλο ασφαλές μέρος στην πόλη, αλλά επειδή ήθελε να εξασφαλίσει μία σίγουρη έξο­δο διαφυγής. Σίγουρα, τα νέα κτίρια που υπάρ­χουν στην Ακρόπολη, είτε χτίστηκαν από τον Πεισίστρατο είτε όχι, φαίνεται από τη διακό­σμηση τους ότι εξέφραζαν άλλους σκοπούς πέ­ρα από τη λατρεία της θεάς της πόλης (βλέπε παρακάτω).

Η τελευταία ανακαίνιση του παλαιού ναού της Αθηνάς πιστεύεται πως ολοκληρώθηκε από τους γιους του Πεισιστράτου και πιθανώς να είχε ξεκινήσει από αυτούς. Tα μαρμάρινα αε­τώματα συνδύαζαν το παλιό θέμα των μαχόμε­νων ζώων, τα οποία διακοσμούσαν το ναό τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του, με μία Γιγα­ντομαχία -ένα θέμα που σχετιζόταν περισσό­τερο με τα αθηναϊκά και παναθηναϊκά ενδια­φέροντα. Επίσης, ήταν το κυρίαρχο θέμα στα μαρμάρινα αναθήματα που πρόσφε­ραν οι Αλκμεωνίδες στο ναό του Απόλ­λωνα στους Δελφούς (Ηρόδ. Ε', 62). Συνέχεια αυτού αποτελούσαν τα νέα Προπύλαια στην είσοδο της Ακρό­πολης. Θα μπορούσαμε να χρησιμο­ποιήσουμε αυτές τις σχέσεις των Αλ-κμεωνιδών με τους Δελφούς ως στοι­χεία για τη χρονολόγηση των μαρ­μάρινων αετωμάτων μετά το 510 π.Χ. Με βάση την τεχνοτροπία, μπορού με να υποστηρίξουμε πως χρονολογούνται λί­γο μετά ή λίγο πριν το 510 π.Χ.

Μέχρι το θάνατο του Πεισιστράτου, η Ακρό­πολη προσείλκυε τους Αθηναίους περισσότερο για τα νέα της κτίρια παρά για να προσφέρουν τα αφιερώματα τους στη θεά. Κάποιοι πίστεψαν πως αυτό σήμαινε ότι οι πολίτες δεν είχαν εύ­κολη πρόσβαση στον ιερό βράχο, πιθανότατα όταν κατοικούσε εκεί ο Πεισίστρατος, ή ότι οι γιοι του εγκαινίασαν μία νέα τακτική για τη χρή­ση του, ή ότι ενθάρρυναν κάποιο νέο είδος αφιε­ρωμάτων. Ορισμένα από τα πρώιμα αγγεία που αφιερώθηκαν στην Ακρόπολη φέρουν επεξερ­γασμένες σκηνές Γιγαντομαχίας, που μας θυμί­ζουν το θέμα που υπήρχε κεντημένο στον πέπλο ο οποίος αφιερώθηκε στην Αθηνά στα Μεγάλα Παναθήναια και τον εορτασμό τους, στα τέλη του αιώνα στο μαρμάρινο αέτωμα του ναού της.

Tα αγάλματα-αφιερώματα εμφανίζονται πιο συ­χνά μετά το θάνατο του Πεισιστράτου, υπάρχει όμως η πιθανότητα αυτό να αποτελεί ένδειξη της ευπορίας και κάποιων αλλαγών στον τρόπο επί­δειξης του πλούτου καθώς και του τρόπου ζωής των Αθηναίων εκείνα τα χρόνια, κάτι που θα πρέ­πει να εξετάσουμε σε μεγαλύτερο βάθος. Μία ακόμη ένδειξη των παραπάνω παραγόντων ήταν και η σημασία που αποδιδόταν στις νέες ανανεω­μένες γιορτές -τις δραματικές γιορτές, π.χ., προς τιμή του Διονύσου, τα νέα Παναθήναια. Οι τε­τραετείς αγώνες προϋπέθεταν νέες ληκύθους μέσα στις οποίες θα τοποθετούνταν τα έλαια που προορίζονταν για τη βράβευση των αθλητών. Επίσης, οι πολύ γνωστοί μελανόμορφοι πανα­θηναϊκοί αμφορείς εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 560 π.Χ. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, η χρήση των αγγείων έγινε συστη ματική μετά το θάνατο του Πεισιστράτου και υπάρχουν μαρτυρίες για τα πιο δια­κεκριμένα εργαστήρια και τους αγ­γειογράφους τους την εποχή αυτή.

Οι τύραννοι συνήθιζαν να εισά­γουν στην πόλη λατρευτικές πρακτι­κές από την ύπαιθρο αλλά και να κα­θιερώνουν νέες. Στην Ακρόπολη, η λα­τρεία της Βραυρώνιας Αρτέμιδος προ­ερχόταν από κάποιο μέρος της πατρίδας των τυράννων, ενώ καθιερώθηκε ή προωθήθηκε η λατρεία της Αθηνάς Νί­κης. Στις νότιες πλαγιές χτίστηκε ο να­ός του Διονύσου, όπου πιθανώς υπήρ­χε ήδη το περιβάλλον που φιλοξενούσε τις πα­ραστάσεις του δράματος και που αργότερα φι­λοξένησε το θέατρο του Διονύσου, το ωραιότερο της Αθήνας.

Πλάι στην οδό των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη χτίστηκε το Ελευσίνιο για να εξυπηρετεί τα Μικρά Μυστήρια, και στην Ελευ­σίνα ένα νέο Τελεστήριο. Έξω από την κεντρική περιοχή της πόλης γίνονταν νέα έργα στην Ακα­δημία (το τείχος του Ιππάρχου) και το ιερό του Απόλλωνα του Πυθίου (ένας ακόμη βωμός από τον εγγονό του Πεισιστράτου). Επίσης, στον Ιλι-σό είχαν ξεκινήσει εργασίες στον καινούργιο ναό του Ολύμπιου Διός, ο οποίος θα ανταγωνιζόταν τους ναούς των ανατολικών ελληνικών πόλεων -ένα σχέδιο που εγκαταλείφθηκε μετά το 510 π.Χ. και απλά ολοκληρώθηκε με μία νέα αρχιτεκτονι­κή διάταξη από τον Αδριανό.

Όποιες και αν ήταν οι υπόλοιπες αλλαγές που επιχείρησαν οι τύραννοι στον τρόπο ζωής των Αθηναίων και προς όφελος της ευημερίας της πόλης, ως προς τον εξωραϊσμό της άφησαν πίσω τους στην Αθήνα νέους ναούς και δημόσια έργα, μαρμάρινα εκεί όπου πριν υπήρχαν ασβε­στόλιθος και τούβλα.


Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΡΑΝΝΩΝ


Οι αλλαγές που προωθήθηκαν σε υλικό επίπεδο από τη νέα μορφή δημοκρατίας στην Αθήνα μπο­ρεί μεν να άλλαξαν το πρόσωπο της, όχι, όμως, δραστικά. Οι περισσότερες από αυτές στόχευαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της νέας κοινωνίας. Στην Ακρόπολη, ο σπουδαίος ναός της Αθηνάς γοήτευε με τα καινούργια μαρμάρινα αετώματα του, παρότι, όπως είδαμε προηγουμένως, δεν μπο­ρούμε να προσδιορίσουμε εάν ήταν πρώιμο (και μάλιστα απρόσμενο) έργο της νέας δημοκρατίας, δηλαδή εάν ήταν αυτοί που αντικατέστησαν τον ασβεστόλιθο με μάρμαρο, όπως συνέβη με τους Αλκμεωνίδες στους Δελφούς. Ορισμέ­να μικρότερα κτίσματα που βρίσκονταν στην Ακρόπολη πιστεύεται ότι κατεδα­φίστηκαν εκείνη την περίοδο και όχι μετά την αποχώρηση των Περσών. Επι­πλέον, στήθηκε στον ιερό βράχο μία στήλη όπου υπήρχαν καταγεγραμμένα τα λάθη των τυράννων (Θουκ. ΣΤ, 55).

Όπως φαίνεται, τα αφιερώματα από την εποχή των τυράννων έμειναν ανέπα­φα, ενώ προστέθηκαν σε αυτά άλλα, καινούργια - τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν χάλκινα, γεγονός που δι­καιολογεί το μικρό σχετικά αριθμό των σωζόμενων μαρμάρινων τμημάτων, σε σύγκριση με τα πιο ταπεινά χάλκινα αφιερώματα και τα ζω­γραφισμένα αγγεία.

Το 506 π.Χ., το νέο καθεστώς γιόρτασε τις εκτός συνόρων επιτυχίες της Αθήνας στη Βοιω­τία και επί των Χαλκιδέων (Ηρόδ. Ε', 77.4) με το χάλκινο άρμα και τις αλυσίδες των αιχμαλώτων στην Ακρόπολη, ενώ προς τιμή της Αθηνάς Νί­κης αφιέρωσαν μόνο ένα ιερό και ένα βωμό. Με­τά τη μάχη του Μαραθώνα, συντελέστηκε μία από τις πιο αξιοσημείωτες καινοτομίες στη διά­ταξη του νέου ναού της Αθηνάς, ο «προγενέ­στερος Παρθενώνας», νότια του παλαιού ναού της Αθηνάς.

Η καινοτομία αυτή φαίνεται να έγι­νε προς τιμή κάποιας στρατιωτικής επιτυχίας κα­τά των Περσών. Τελικά, όμως, οι Πέρσες κατέ­στρεψαν το ημιτελές οικοδόμημα το 480 π.Χ. Αργότερα ο Περικλής ολοκλήρωσε το έργο, το οποίο πάντα συμβόλιζε τις επιτυχίες της Αθήνας κατά των ανατολικών λαών. Αυτό το έργο ήταν για την Αθήνα μετά το 490 π.Χ. ένα μεγάλο δη­μόσιο εγχείρημα - χτίστηκε ένας μαρμάρινος να­ός εφάμιλλος των μεγαλύτερων ναών της Κε­ντρικής Ελλάδας και των πλούσιων δυτικών αποι­κιών. Τον ξεπερνούσαν μόνο οι πόλεις της Ιωνίας και το Ολύμπιο των τυράννων της Αθήνας.
Στην Αγορά συναντάμε ανα­θήματα ενδεικτικά της μετάβα­σης από το παλαιό καθεστώς στο νέο. Το σύμπλεγμα των Τυραν­νοκτόνων Αρμόδιου και Αριστο-γείτονα, που ανεγέρθηκε, ήταν έργο του Αντήνορα -σημαντικό πρώιμο δείγμα της αναγωγής τους σε ήρωες της πόλης αμέ­σως μετά το θάνατο τους, ανε­ξάρτητα από τα κίνητρα των πρά­ξεων τους.

Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολλά για τον πυρήνα της πόλης κατά την κλασική εποχή. Υπάρχουν ορισμένα σημαντικά έργα που χρονολογούνται πριν από το 480 π.Χ. -ένα Βουλευτήριο (Παλιό), η Βασίλειος στοά, οι αλλαγές στην Πνύ­κα, όπου γίνονταν οι συνελεύσεις του δήμου. Όλα, όμως, τα παραπάνω θα πρέπει να ήταν έργα νεόπλουτων Αθη­ναίων μετά τους Περσικούς πολέμους.

Πέρα από την κεντρική περιοχή της πόλης όπου βρίσκονταν τα περισσότε­ρα κτίρια, απλώνονταν τα νεκροταφεία της Αθήνας. Ήδη, από τον 8ο αιώνα π.Χ., στο δυτικό άκρο της πόλης δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα και τα νεκροταφεία εκτεί­νονταν πιο πέρα από αυτό, κατά μήκος των κεντρικών δρόμων που οδηγούσαν μακριά από την Αθήνα, έξω από τις κλα­σικές πύλες, όπου γινόταν ο επίσημος απο­χαιρετισμός του ταξιδιώτη. Οι περιοχές α,λ όπου φιλοξενούνταν τα παλιότερα νε­κροταφεία μέσα στην πόλη, ακόμη και στην Αγορά, συνέχισαν να λειτουργούν για λίγο κα­τά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου, ενώ κα­τά τα ύστερα χρόνια σε μερικά νεκροταφεία άν­θησαν οι λατρείες σημαντικών ηρώων. Παρό­λο που τα ταφικά αφιερώματα ήταν λιτά, τα μνημεία των νεκρών ήταν πολύ ακριβά και συ­μπεριλάμβαναν μεγάλα έργα αρχαϊκής αθη­ναϊκής τέχνης.

Η πιο προσεγμένη επιτύμβια στήλη απαντά στα χρόνια πριν από το θάνατο του Πεισιστράτου. Στα επόμενα χρόνια, η επικράτηση πιο λιτών μορφών στις επιτύμβιες στή­λες δεν αποτελεί ένδειξη σχετικής νομοθεσίας που απαγόρευε τα έξοδα και την επίδειξη πλού­του (οι κούροι συνέχισαν να κατασκευάζονται για τα νεκροταφεία της Αθήνας και της υπαί­θρου). Μάλλον είναι μία ακόμη ένδειξη αλ­λαγής των προτιμήσεων. Μετά το 500 π.Χ. όμως, παρατηρείται μία συμπε­φωνημένη διακοπή παραγωγής ανά­γλυφων επιτύμβιων πλακών, ενώ μει­ώθηκε σε μεγάλο βαθμό και η χρήση των κούρων. Πιθανή αιτία ίσως ήταν κάποια νομοθεσία κατά της επίδειξης πλούτου που έκαναν οι πλουσιότερες οικογένειες.

Μία ακόμη καινοτομία, ήταν οι κρατικοί τάφοι, οι οποίοι προορίζονταν για τους μαχητές που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, και χα νέα κρατικά μνημεία στην Ακρόπολη προς τιμή των στρατιωτικών επιτυχιών.Το 480 π.Χ., οι Πέρσες κυρίευσαν και Ι λεηλάτησαν την Αθήνα. Το επόμενο έτος επέστρεψαν, έκαψαν και γκρέμισαν τα κτί­ρια της Ακρόπολης. Όταν οι Πέρσες απο­σύρθηκαν, μέλη από τον παλαιό ναό της Αθη­νάς και από τον ημιτελή «προγενέστερο Παρθενώνα» μεταφέρθηκαν στο βόρειο τεί­χος της Ακρόπολης, και διατάχθηκαν με τέ­τοιο τρόπο, ώστε να φαίνονται ως ένα είδος μνημείου, ορατό από την Αγορά, καθώς εκείνα τα χρόνια στον ιερό βράχο δεν υπήρχαν ναοί. Tα μαρμάρινα αγάλματα, οι βάσεις τους και τα μικρότερα αφιερώματα άρχισαν σταδιακά να θάβονται σε λάκκους, ενώ τα μεγάλα μπρού­ντζινα αγάλματα απομακρύνθηκαν και πιθανόν αποσπάσθηκε με λιώσιμο ο χαλκός τους. Είτε υπήρχε ο Όρκος των Πλαταιών (μία αρχαία πα­ράδοση πιθανότατα του 4ου αιώνα π.Χ., πα­ρουσιάζει τους Έλληνες να ορκίζονται πριν από τη μάχη των Πλαταιών.

Η έρευνα απέδειξε ότι πρόκειται για ένα από τα πλαστά ιστορικά κείμενα που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα για να υμνήσουν τη δόξα της πόλης) είτε όχι, η Αθή­να δεν έκανε τίποτα για να αναστηλώσει τους κατεστραμμένους από τους Πέρσες ναούς, μέ­χρις ότου αυτή και η Συμμαχία της κατάφεραν να ελευθερώσουν όλα τα ελληνικά εδάφη από τον περσικό ζυγό, οπότε το ιερό άγαλμα της Αθηνάς βρήκε προσωρινό καταφύγιο στα ερεί­πια του ναού της ή κάπου αλλού. Φαίνεται, επί­σης, πως επισκευάστηκαν και τα παλαιά Προ­πύλαια. Στην Αγορά, το άγαλμα των Τυραννο­κτόνων του Αντήνορα που είχε αφαιρεθεί από τον Ξέρξη, ανέλαβαν να αντικαταστήσουν οι γλύπτες Κρίτιος και Νησιώτης.

Οι ναοί λεηλα­τήθηκαν, ωστόσο όπως φαίνεται τα δημόσια κτίρια δεν υπέστησαν μεγάλες καταστροφές και πολύ γρήγορα ανεγέρθηκαν νέα. Φυσικά μέσα στην πόλη, τα σπίτια και τα εργαστήρια ανα­κατασκευάστηκαν. Δυστυχώς, τα στοιχεία που έχουμε από πρωτογενείς πηγές είναι ανεπαρ­κή. Πάντως, όλες οι ζημιές επισκευάστηκαν και τα οικήματα πήραν την πρότερη μορφή τους εκτός από τα ιερά. Tα νεκροταφεία παρέμειναν σχετικώς λιτά για ακόμη μισό αιώνα.


Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΛΛΑΔΑ


Αν εξαιρέσουμε την Αθήνα, υπάρχουν συγκρι­τικά πολύ λίγα στοιχεία για να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μία εικόνα σχετικά με την εμ­φάνιση και την ανάπτυξη των μεγαλύτερων πό­λεων, και ακόμη λιγότερα για τον τρόπο ζωής και τις αλλαγές του από τον 7ο αιώνα π.Χ. σε ορισμένες αποικίες. Δεν έχουμε ουσιαστικά κα­θόλου στοιχεία για τις πόλεις της Θήβας, του Αργούς, της Σπάρτης και της Κορίνθου στα τέ­λη της αρχαϊκής περιόδου, εκτός από την πε­ριοχή του ναού στην τελευταία. Στη Βοιωτία, η μαζική εισαγωγή αθηναϊκών αγγείων μικρής αξίας αποκαλύπτει τις επιχειρηματικές ικανό­τητες στο εμπόριο, καθώς και τις προτιμήσεις των Βοιωτών.

Η τεχνοτροπία της κεραμικής διακόσμησης παραμερίστηκε στην περιφέρεια και η Αθήνα πλέον προωθούσε όλα τα καλής ποιότητας επιτραπέζια πήλινα αγγεία σε μία αγορά, η οποία, τουλάχιστον εντός Ελλάδας, έδειχνε προτίμηση στο μελανόμορφο ρυθμό. Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι καλ­λιτεχνικές δεξιότητες αποτελούσαν αθηναϊκό μονοπώλιο, γιατί έτσι αδικούμε τις υπόλοιπες πόλεις. Έχουν βρεθεί υψηλής ποιότητας χάλ­κινα αγγεία που αποδίδονται σε διαφορετικά κέντρα, από αρχαιολογικής άποψης, όμως, δεν είναι ξεκάθαρη η προέλευση τους.

Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι οι πελο­ποννησιακές πόλεις μύησαν τον ελληνικό κό­σμο σε αυτό το είδος τέχνης και ότι το χάλκι­νο αγγείο αποτελούσε δείκτη ευημερίας σε σχέ­ση με το πήλινο. Παραδείγματος χάριν, η Σπάρ-τη είναι η πιθανή πηγή των σπουδαίων χάλκινων ελικωτών κρατήρων που εξάγονταν στα ανα­τολικά, βόρεια και δυτικά, και τα οποία όπως φαίνεται χρησιμοποιούνταν ως ακριβά δώρα, που παρέπεμπαν στην ηρωική εποχή και προ­σφέρονταν ως δείγμα φιλίας αλλά και επιρροής σε ξένους.

Ο ανατολικός ελληνικός κόσμος, ο οποίος βρισκόταν υπό περσική πολιορκία, δεν έχει πολ­λά να επιδείξει, ενώ διαθέτουμε λίγα ή και κα­θόλου στοιχεία για τις πόλεις της ενδοχώρας, που είχαν πληγεί σε μεγάλο βαθμό από τους ει σβολείς. Ο μεγάλος ναός της Εφέσου παρέμει­νε για μακρό χρονικό διάστημα ημιτελής και οι περισσότερες εργασίες στους αρχαϊκούς Διδύ­μους κοντά στη Μίλητο αποπερατώθηκαν πο­λύ πριν το τέλος του αιώνα. Από τα στοιχεία που διαθέτουμε, φαίνεται ότι η κατάσταση ήταν κα­λύτερη στα νησιά και η οικοδόμηση ναών συ­νεχίστηκε, όπως για παράδειγμα ο ναός στη Χίο, στις Φάνες.

Στη Σάμο, μετά την εποχή του Πολυκράτη, μειώνονται τα ακριβά αφιερώματα στο Ηραίο και πιθανώς οι εγχάραχτες επιτύμ­βιες πλάκες, ενώ, αντίθετα, υπάρχουν μαρτυ­ρίες για πολλά έργα γλυπτικής στο μεγάλο ναό καθώς και σε άλλα λατρευτικά οικήματα. Ήδη οι καλλιτέχνες της Ανατολικής Ελλάδας αντα­ποκρίνονταν στην πρόσκληση να εργαστούν σε γειτονικά βασίλεια, τα οποία απολάμβαναν μερική αυτονομία υπό την περσική κυριαρχία -παραδείγματος χάριν, εργάστηκαν στους σκαλιστούς τάφους του Ξάνθου στη Λυκία.

Την περίοδο αυτή άνθησε παράλληλα και η χάραξη πολύτι­μων λίθων σε εργαστήρια της Περ­σικής Αυτοκρατορίας και της ευ­ρύτερης επικράτειας της, συ­μπεριλαμβανομένης της Κύ­πρου. Ακόμη, οι Έλληνες καλλιτέχνες της Μικρός Ασίας συνέβαλαν στην άν­θηση της γλυπτικής και την παραγωγή μεγάλου αριθμού γλυπτών έργων τέχνης στο σημαντικό περ­σικό διοικητικό κέντρο των Σάρδεων.

Πηγή: Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας»



Πηγή