Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

H Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου

Αμέσως μετά το αίσιο τέλος των περσικών πολέμων και την αξιοθαύμαστη ενότητα που -παραδόξως- επέδειξαν οι πόλεις-κράτη της κλασικής εποχής, η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων στον ελλαδικό χώρο επανήλθε στην προηγούμενη ρουτίνα του…αλληλοσπαραγμού μεταξύ των ανεξάρτητων πόλεων-κρατών. Οι Έλληνες με τους αγώνες για την υπεράσπιση της ελευθέριας τους απέναντι στους Πέρσες καλλιέργησαν έναν πρώιμο εθνικό δεσμό ανάμεσα τους, εντούτοις δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν και μια αντίστοιχη πολιτική ένωση.

Τα πρώτα επικίνδυνα συμπτώματα διχόνοιας εμφανίστηκαν ανάμεσα στις δυο πόλεις που είχαν προσφέρει και τα περισσότερα για την αντιμετώπιση του περσικού κινδύνου, την Αθήνα και τη Σπάρτη.
Την πολύπλευρη αυτή διαμάχη ανάμεσα στις δυο πόλεις και τον πόλεμο που ακολούθησε ανάμεσα τους τον εξιστορεί με θαυμαστό τρόπο ο Θουκυδίδης, ένας Αθηναίος πολίτης που έλαβε και ο ίδιος μέρος ως στρατηγός στις πολεμικές επιχειρήσεις. Γεννημένος στον Αλιμούντα της Αττικής ανάμεσα στο 460 π.Χ. και στο 454 π.Χ. ήταν στην ακμή της η νεότητας του όταν ξέσπασε το 431 π.Χ. ο κατ’ αυτόν «σημαντικότερος από όλους τους έως τότε πολέμους», ο επονομαζόμενος μετέπειτα  Πελοποννησιακός πόλεμος.

Ο Θουκυδίδης είναι η βασικότερη πηγή που έχουμε για την περίοδο που ξεκινάει από το 479 π.Χ. μέχρι και το 411 π.Χ., λίγο πριν δηλαδή το τέλος του πολέμου που τοποθετείται το 404 π. Χ. Τα τελευταία 7 χρόνια μας τα εξιστορεί ο Ξενοφώντας στα «Ελληνικά» του, ένα βιβλίο σχετικά με τα γεγονότα από το 411 π.Χ. έως το 362 π.Χ. Ο Θουκυδίδης με το έργο του αυτό οριοθετεί ουσιαστικά την επιστήμη της ιστορίας που κατ’ αυτόν έχει μια δική της νομοτέλεια και είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται ότι ο παράγοντας τύχη δεν συνδέεται με το υπερφυσικό αλλά αποτελεί ένα αστάθμητο στοιχείο που ο άνθρωπος αδυνατεί να προβλέψει.

Η φιλοσοφία του έχει αγκαλιάσει τον ορθολογισμό των προγενέστερων Ιώνων φιλοσόφων στο επίπεδο της αντίληψης και της ερμηνείας των πραγμάτων. Είναι, ή τουλάχιστον προσπαθεί να είναι, αντικειμενικός, είναι ακριβής, διαχωρίζει τα αίτια από τις αφορμές και το κυριότερο ήταν εκεί. Χρησιμοποιεί λογικές μεθόδους, όπως την αυτοψία ή τη διασταύρωση των πηγών του προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός. Σημαντικό επίσης το γεγονός ότι έχει κατανοήσει το μέγεθος και τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος του επιθυμώντας αυτό να έχει αιώνια αξία.

Η αντιπαλότητα ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη εκδηλώθηκε αμέσως μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης το 479 π.Χ. όταν έπρεπε να λυθεί το θέμα της προστασίας των πόλεων της Ιωνίας. Η Σπάρτη, μια κατά κύριο λόγο ηπειρωτική δύναμη, αδυνατούσε να συμμετάσχει σε υπερπόντιες περιπέτειες και συνέστησε προσβλητικά στους Ίωνες να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους και να εγκατασταθούν στην κυρίως Ελλάδα. Το αντίπαλο δέος όμως η Αθήνα που διέθετε τις πανίσχυρες τριήρεις και είχε εξασφαλίσει την κυριαρχία στο ανατολικό Αιγαίο, προσφέρθηκε να προστατεύσει τους Ίωνες. Γύρω από αυτήν την ναυτική κυριαρχία η Αθήνα θα ιδρύσει το χειμώνα του 477 π.Χ. τη Συμμαχία της Δήλου, σκοπός της οποίας ήταν η προστασία των πόλεων της Ιωνίας από τους Πέρσες. Όλες οι πόλεις της Ιωνίας, όλα τα νησιά από τη Λέσβο μέχρι τη Ρόδο, οι περισσότερες πόλεις της Προποντίδας και της Χαλκιδικής, οι Κυκλάδες και η Εύβοια εντάχθηκαν στη συμμαχία αυτή.

Ο Αριστείδης εκ μέρους των Αθηναίων καθόρισε τους όρους συμμετοχής ο σημαντικότερος εκ των οποίων αφορούσε την εισφορά σε χρήμα σε ένα κοινό ταμείο που στήθηκε στη Δήλο, παλαιό κέντρο της Ιωνικής Αμφικτιονίας. Ο επιθετικός πόλεμος ενάντια στους Πέρσες από τούδε και εξής διεξάγεται από τις αθηναϊκές τριήρεις. Ο στρατηγός Κίμωνας, γιος του Μιλτιάδη, καθαρίζει αρχικά το Αιγαίο από του Σκυριανούς πειρατές τους Δόλοπες ενώ εν συνεχεία το 465 π.Χ. εδραιώνει την ναυτική κυριαρχία των Αθηναίων με τη νίκη του ενάντια στους Πέρσες στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα στην περιοχή της Παμφυλία της Μικράς Ασίας. Από τη μεριά τους οι Σπαρτιάτες παρατηρούν ανήσυχοι και με φθόνο την οχύρωση της Αθήνας με την κατασκευή των μακρών τειχών το 458 π.Χ., παράλληλα με τον καλλωπισμό που εγκαινιάζει ο Περικλής για να αναδείξει το αθηναϊκό μεγαλείο, ασχέτως αν οι σύμμαχοι πλήρωναν το λογαριασμό…

Σταδιακά άρχισε να διαγράφεται ένας έντονος αθηναϊκός ηγεμονισμός που περισσότερο ήταν βάρος για τις συμμαχικές πόλεις παρά προστασία. Έκφανση της δεσποτικής συμπεριφοράς της Αθήνας αποτελεί και η μεταφορά του συμμαχικού ταμείου από την Δήλο στην Αθήνα το 454 π.Χ. και η αφιέρωση του από τον Απόλλωνα στην Αθηνά. Συνέπεια αυτού του ηγεμονισμού ήταν και ο υποβιβασμός πολλών πόλεων σε καθεστώς πλήρους υποτέλειας καθώς και η υποχρέωση τους να αναθέτουν την εκδίκαση των διαφορών τους στα αθηναϊκά δικαστήρια. Το 448 π.Χ. μάλιστα με τον «νόμο περί νομισμάτων» επιβάλουν στους συμμάχους τα αττικά αργυρά νομίσματα και τους υποχρεώνουν να εξάγουν τα προϊόντα τους μόνο στην Αθήνα. Άρχισαν έτσι σταδιακά να εκδηλώνονται ορισμένες αντιδράσεις από τις συμμαχικές πόλεις με αποστασίες, όπως της Νάξου το 469 π.Χ. και της Θάσου το 465 π.Χ., που σε πολλές περιπτώσεις υποδαυλίζονταν από τη Σπάρτη που κατηύθυνε την Πελοποννησιακή συμμαχία. Τέλος σε αυτόν τον, ακήρυχτο κατ’ ουσία, πόλεμο έβαλαν οι Τριακονταετείς Σπονδές το 445 π.Χ. που συνομολογήθηκαν ανάμεσα στις δυο συμμαχίες.

Ουσιαστικά εξασφαλιζόταν η μη ανάμειξη του ενός στα πράγματα του αλλού ενώ η Αθήνα παραχωρούσε όλες τις κτήσεις της στην Πελοπόννησο και οι Μεγαρείς γίνονταν σύμμαχοι της Σπάρτης. Από την αρχή όμως φάνηκε πως η Τριακονταετής ειρήνη ήταν επισφαλής. Οι Σπαρτιάτες δεν εγκατέλειψαν στιγμή την στρατηγική τους που ουσιαστικά συνίστατο στο δόγμα ότι αφού αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα να είναι απόλυτοι κυρίαρχοι στην Ελλάδα δεν θα ήταν κανείς… Μια μικρή αφορμή αρκούσε για να ξεσπάσει η υποβόσκουσα αντιπαλότητα ανάμεσα στα μεγαθήρια της κλασικής Ελλάδας. Τον σπινθήρα άναψε η ανάμειξη των Αθηναίων, στο πλευρό των δημοκρατικών Κερκυραίων, στον πόλεμο μεταξύ Κέρκυρας και Κορίνθου σχετικά με την Επίδαμνο και η αντίστοιχη προσφορά βοήθειας των Κορινθίων στην Ποτείδαια που είχε αποστατήσει από την Αθήνα το 432 π.Χ.

Η πρώτη δεκαετία του πολέμου από το 431 π.Χ. ως το 421 π.Χ. αναφέρεται ως Αρχιδάμειος πόλεμος και ξεκινά με την αιφνιδιαστική επίθεση των Θηβαίων ενάντια στις Πλαταιές και την εισβολή του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου στην Αττική την οποία και λεηλατεί. Η τακτική των δυο αντιπάλων είναι ριζικά αντίθετη και σχετίζεται με την αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων του καθενός. Από τη μεριά τους οι Σπαρτιάτες προσπαθούν να παρασύρουν τους Αθηναίους σε ανοιχτές μάχες στην ξηρά, ενώ οι Αθηναίοι προσπαθούν να τις αποφεύγουν.

Το πολεμικό σχέδιο του Περικλή συνίστατο στην οχύρωση των Αθηναίων μέσα στα απόρθητα μακρά τείχη, την εγκατάλειψη της υπαίθρου χώρας στις δηώσεις των Σπαρτιατών και τον απρόσκοπτο εφοδιασμό της πόλης δια θαλάσσης. «Ας αφήσουμε τη γη και τα σπίτια, αλλά ας φυλάξουμε την πολιτεία και τη θάλασσα. Δεν πρέπει να πολεμήσουμε τους Πελοποννήσιους, που πολύ μας ξεπερνούν σε αριθμό, κάτω από την επίδραση του θυμού μας για την απώλεια της ιδιοκτησίας μας.[…] Αν πίστευα ότι θα με ακούγατε θα σας έλεγα: Πηγαίνετε μόνοι σας και καταστρέψτε τα και αποδείξτε στους Πελοποννήσιους ότι τίποτα από αυτά δεν θα σας συγκινήσει. Τέτοια είναι η δύναμη που δίνει η ναυτική ηγεμονία.» (Θουκ. Α 143). Αλλά ο Περικλής είχε υπολογίσει χωρίς τα… μικρόβια. Ο συνωστισμός χιλιάδων πολιτών μέσα στα περιορισμένα όρια των μακρών τειχών και η έλλειψη υποδομών υγιεινής σε μεγάλη κλίμακα δημιούργησαν τις ιδανικές συνθήκες για το ξέσπασμα επιδημίας. Πράγματι το 430 π.Χ. ενσκήπτει στην Αθήνα φοβερή επιδημία, για τη φύση της οποίας μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν, που μέχρι το 427 π.Χ. είχε θερίσει το 1/3 του πληθυσμού μαζί και τον Περικλή.

Η απώλεια του ιθύνοντα νου τον Αθηναίων ήταν το μεγαλύτερο χτύπημα για την πόλη που παραδόθηκε στο εξής στις ορέξεις διαφόρων δημαγωγών της ριζοσπαστικής δημοκρατικής παράταξης όπως ο Κλέωνας και ο Υπέρβολος. Στο πεδίο των επιχειρήσεων το 425 π.Χ. σημειώνεται μια θετική εξέλιξη για τους Αθηναίους αφού καταλαμβάνουν την παραλιακή περιοχή της Πύλου και τη νήσο Σφακτηρία αποκλείοντας εκεί 420 οπλίτες της πελοποννησιακής συμμαχίας, 180 από τους οποίους ήταν γνήσιοι Σπαρτιάτες. Την επόμενη όμως χρονιά το 424 π.Χ. η προσπάθεια των Αθηναίων να κατακτήσουν την Βοιωτία αποτυγχάνει παταγωδώς με τον στρατό του στρατηγού Ιπποκράτη να ηττάται κοντά στο Δήλιον από τον βοιωτάρχη Παγώνδα. Παράλληλα οι Αθηναίοι αρχίζουν να κάνουν σχέδια για την κατάκτηση της Σικελίας και βρίσκουν μια πρώτη ευκαιρία να αναμειχθούν στα εκεί πράγματα στέλνοντας μια δύναμη 20 τριηρών στους Λεοντίνους, με τους οποίους ήταν σύμμαχοι, ενάντια στις Συρακούσες που είχαν υποσχεθεί βοήθεια στους Σπαρτιάτες.

Όμως με το συνέδριο ειρήνης στην Γέλα  το 424 π.Χ. οι Σικελιώτες ήρθαν σε συνεννόηση μεταξύ τους και οι Αθηναίοι επέστρεψαν άπραγοι στην πόλη τους. Τέλος στα 424 π.Χ. η σημαντικότερη αποικία των Αθηναίων στη Θράκη, η Αμφίπολη, αποστατεί. Ο Θουκυδίδης (ο ιστορικός) και ο Ευκλής στρατηγοί των Αθηναίων αδυνατούν να κινητοποιηθούν έγκαιρα με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της Αμφίπολης να κάνουν δεκτούς τους όρους του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα που περιελάμβαναν ίσα πολιτικά δικαιώματα και εγγύηση των περιουσιών τους. Οι Αθηναίοι ταράχτηκαν από τις απανωτές στρατιωτικές αποτυχίες, έθαψαν τις φιλοπόλεμες φωνές και υπό την ηγεσία του Νικία προσπάθησαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους Πελοποννήσιους που κατέληξαν σε ειρήνη το 421 π.Χ. Η Νικίειος ειρήνη θα είχε διάρκεια 50 χρόνια και οι δυο αντίπαλοι όφειλαν να αποδώσουν όσα εδάφη είχαν καταλάβει στη διάρκεια του πολέμου, με ορισμένες εξαιρέσεις.

Η ειρήνη του Νικία θορύβησε πολλούς από τους συμμάχους της Σπάρτης και οδήγησε στη διάλυση της Πελοποννησιακής συμμαχίας με την Κόρινθο, τη Μαντίνεια, την Ήλιδα και το Άργος να δημιουργούν δικό τους συνασπισμό. Η φιλοπολεμική παράταξη στην Αθήνα αναθάρρησε και ενισχύθηκε με την προσθήκη μιας προσωπικότητας που θα σφραγίσει τη μοίρα της Αθήνας. Ο Αλκιβιάδης, ένας νέος άνδρας ευγενούς καταγωγής, ευφυέστατος αλλά χωρίς ηθικές αναστολές αναλαμβάνει να ξυπνήσει το πολεμικό αίσθημα των Αθηναίων με μια εκστρατεία ενάντια στην Επίδαυρο αφού προηγουμένως η Ήλιδα, η Μαντίνεια και το Άργος είχαν συνυπογράψει με την Αθήνα εκατονταετή συμμαχία. Η βοήθεια της Σπάρτης προς την Επίδαυρο ήταν η αφορμή του δεύτερου επεισοδίου του πολέμου. Στην Μαντίνεια το 418 π.Χ. οι Αθηναίοι υπέστησαν νέα ήττα ενώ οι νέοι σύμμαχοι τους επέστρεψαν στην προηγούμενη συμμαχία τους με τη Σπάρτη.

Οι Αθηναίοι αρκέστηκαν να υποτάξουν τη Μήλο το 416 π.Χ. προβαίνοντας όμως σε ωμότητες ενάντια στους κατοίκους της, αφού σφαγιάσανε όλους τους άνδρες που ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία. Την ίδια χρονιά καταφτάνει στην Αθήνα αντιπροσωπία από την πόλη Έγεστα της Σικελίας ζητώντας στρατιωτική βοήθεια ενάντια στον γειτονικό Σελινούντα, σύμμαχο της Σπάρτης καθώς και αρωγή προς τους Λεοντίνους ενάντια στους Συρακούσιους. Ο Αλκιβιάδης και οι ριζοσπαστικοί δημοκρατικοί ευχαρίστως δέχτηκαν το αίτημα για παροχή βοήθειας και διέβλεψαν την δυνατότητα κυριαρχίας σε όλη τη Σικελία. Εγκατέλειπαν ουσιαστικά το σχέδιο του Περικλή για διατήρηση και όχι επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας. Έτσι το καλοκαίρι του 415 π.Χ. ένας στόλος από 134 τριήρεις και 6.000 οπλίτες αναχωρεί από την Αθήνα για τη Σικελία με στρατηγούς τον Αλκιβιάδη, τον Νικία και τον Λάμαχο. Το μέγεθος της εκστρατευτικής δύναμης δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας: οι Αθηναίοι έρχονταν να κατακτήσουν. Ένα ύποπτο περιστατικό όμως έβαλε σε κίνδυνο ευθύς εξ αρχής την προσπάθεια.

Ο Αλκιβιάδης κλήθηκε αιφνιδιαστικά πίσω στην Αθήνα κατηγορούμενος για ιεροσυλία, ότι είχε δηλαδή σπάσει σε κατάσταση μέθης μερικές στήλες του Ερμή που τότε χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. Επρόκειτο μάλλον για πολιτική σκευωρία σε βάρος του από πολιτικούς αντιπάλους του. Το κατηγορητήριο στηρίχτηκε στην ομολογία κάποιου Ανδοκίδη που κατονόμαζε μαζί με άλλους και τον Αλκιβιάδη ως «ερμοκοπίδες». Ο ίδιος ο Θουκυδίδης πάντως δηλώνει πως η αλήθεια για το περιστατικό ποτέ δεν μαθεύτηκε. Ουσιαστικά ο ιθύνων νους της εκστρατείας έβγαινε εκτός μάχης από «φίλια πυρά». Η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο με την αποστασία του Αλκιβιάδη στους Σπαρτιάτες και την αποστολή στις Συρακούσες μικρής εκστρατευτικής δύναμης Σπαρτιατών υπό τον ευφυή στρατηγό Γύλιππο. Η απόπειρα των Αθηναίων για κατάληψη των Συρακουσών το 414 π.Χ. στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία χάρη και στην στρατηγική ανικανότητα του Νικία, που σαν άνθρωπος μπορεί να ήταν αξιαγάπητος στους στρατιώτες αλλά σαν στρατηγός αποδείχτηκε τουλάχιστον ανεπαρκής. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδεκατιστεί ο αθηναϊκός στρατός και η εκστρατεία να καταλήξει σε ένα από τα μεγαλύτερα φιάσκο της παγκόσμιας ιστορίας.

Το θέατρο των επιχειρήσεων του πολέμου μεταφέρεται πλέον στο τελευταίο εναπομείναν μέρος που κυριαρχούσε η Αθήνα, το ανατολικό Αιγαίο. Ξεκινάει μάλιστα και η ενεργός συμμετοχή των Περσών στα ελληνικά πράγματα χρηματοδοτώντας τον ελληνικό αλληλοσπαραγμό. Το 412 π.Χ. ξεσηκώνονται σε αποστασία από την Αθήνα πολλές πόλεις του ανατολικού Αιγαίου όπως η Μίλητος, η Τέως και η Φώκαια. Ακολούθως το 409 π.Χ. σπαρτιατική αντιπροσωπεία φτάνει στα Σούσα της Περσίας και καταφέρνει να πείσει τον Βασιλέα να υποστηρίξει την Σπάρτη στον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα αναγνωρίζοντας του την κυριαρχία στη Μικρά Ασία.

Πράγματι το περσικό χρυσάφι έκανε τη δουλειά του. Ο ιδιοφυής Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος αφού συγκέντρωσε στόλο κατανίκησε τους Αθηναίους στους Αιγός Ποταμούς το 404 π.Χ. και εδραίωσε την σπαρτιατική κυριαρχία σε ένα νευραλγικό για την επιβίωση της Αθήνας σημείο στον Ελλήσποντό. Πλέον ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την Αθήνα. Ο Άγις από τη Δεκέλεια και ο Παυσανίας από τον Ισθμό είχαν αποκόψει την πρόσβαση της Αθήνας στην ηπειρωτική Ελλάδα ενώ ο Λύσανδρος καταπλέοντας έξω από τον Πειραιά στραγγάλιζε ουσιαστικά την Αθήνα. Οι Αθηναίοι υπέκυψαν στους ταπεινωτικούς όρους που επέβαλαν οι Σπαρτιάτες, μεταξύ άλλων να εγκαθιδρύσουν ολιγαρχικό πολίτευμα, να γκρεμίσουν τα μακρά τείχη και να καταστρέψουν το ναυτικό τους εκτός από 12 τριήρεις, με τους εχθρούς της δημοκρατίας να πανηγυρίζουν το τέλος του πολέμου υπό την μουσική αυλητρίδων «πιστεύοντας ότι τότε ανέτειλε για την Ελλάδα η μέρα της ελευθερίας» (Ξενοφ. Ελλην. ΙΙ, 2, 23).

Αυτό ήταν και το τέλος του αθηναϊκού μεγαλείου του 5ου  π.Χ. αιώνα. Έκτοτε η Αθήνα θα είναι μόνο σκιά του παλαιού εαυτού της. Η σύγκρουση των δυο κυρίαρχων πόλων του ελληνικού κόσμου συμπαρέσυρε στη δίνη του πολέμου όλες τις πόλεις-κράτη του Αιγαίου ακόμη και της Σικελίας. Πολλοί του αποδίδουν τον όρο του «αρχαίου παγκόσμιου πολέμου». Η Αθήνα μετά τον θάνατο του συνετού Περικλή παραδόθηκε στις ορέξεις δημαγωγών που καθένας είχε το δικό του πλάνο για τον πόλεμο. Καθένα από αυτά θα μπορούσε να επιτύχει αλλά η συνεχώς μεταβαλλόμενη πολεμική πολιτική των Αθηναίων επέδρασε καταλυτικά στην έκβαση του πολέμου.

Ενώ η πολιτική του Περικλή συνίστατο στην εδραίωση και αναγνώριση της αθηναϊκής ηγεμονίας οι μετέπειτα πολιτικοί ακολούθησαν μια εξουθενωτική και βλακώδη προσπάθεια ιμπεριαλιστικής εξάπλωσης που γονάτισε την πόλη. Εξέλεγαν συνεχώς νέους στρατηγούς οι οποίοι πολλές φορές ήταν απλά ακατάλληλοι για πόλεμο οδηγώντας από τη μια καταστροφή στην άλλη, όπως για παράδειγμα η αποστολή συνολικά τριών αποστολών στη Σικελία που όλες κατέληξαν σε καταστροφή. Επίσης στον απόηχο της επιτυχίας τους στη ναυμαχία στις Αργινούσες νήσους το 406 π.Χ. εκτέλεσαν τους στρατηγούς τους επειδή, λόγω κακοκαιρίας, δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς από την θάλασσα…

Παράλληλα οι πόλεις της συμμαχίας της Δήλου βρήκαν τον εαυτό τους να πέφτει από τον ένα άρπαγα, την Περσία, στον άλλο, την Αθήνα. Οι επαχθείς εισφορές τους αντί να λειτουργούν ανταποδοτικά για την προστασία τους κατέληγαν στην κατασκευή μεγαλεπήβολων έργων τέχνης στην Αθήνα. Ουσιαστικά είχε καταλυθεί δια της συμμαχίας το κυριότερο αγαθό που αυτή υποτίθεται προστάτευε, η ανεξαρτησία των πόλεων-κρατών. Η Σπάρτη από την πλευρά της δεν ενδιαφέρθηκε τόσο για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας των πόλεων-κρατών του ελληνικού κόσμου όσο για την εξασθένιση της Αθήνας. Είναι τόσος ο φθόνος προς την αθηναϊκή ηγεμονία που θα συμμαχήσει και με τον ίδιο το διάβολο, τους Πέρσες, για να κερδίσει τον πόλεμο. Οι δυο κυρίαρχες δυνάμεις του κλασικού ελληνικού κόσμου εν τέλει εξουθενώθηκαν τόσο πολύ από αυτόν τον τριακονταετή πόλεμο που ποτέ πια δεν θα ανακάμψουν πλήρως υποκύπτοντας πρώτα στους Μακεδόνες του Φιλίππου και αργότερα στους Ρωμαίους.


Μανόλης Πλούσος

Βιβλιογραφία:

Θουκυδίδη Ιστορία, Βιβλ. Α-Η.

Αρχαία Ελληνική Ιστορία, UlrichWilcken εκδόσεις Παπαζήση

Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Botsford & Robinson εκδ. ΜΙΕΤ



Πηγή