Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Στο φως η αρχαία Τενέα - Σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα

Οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας Τενέας εντοπίστηκαν πρώτη φορά στο Χιλιομόδι Κορινθίας, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Αρχαίας Τενέας, με φορέα τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, υπό την διεύθυνση της δρος Έλενας Κόρκα, επίτιμης γενικής διευθύντριας.

Οπως αναφέρει ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για τη συστηματική αρχαιολογική έρευνα, που φέτος διεξήχθη το χρονικό διάστημα από 1 Σεπτεμβρίου έως 10 Οκτωβρίου 2018, «οι εργασίες επικεντρώθηκαν σε δύο κυρίως χώρους: στην περιοχή όπου εκτείνεται οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων με συνοδά κτίρια και εγκαταστάσεις και σε έναν δεύτερο χώρο, όπου για πρώτη φορά εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας Τενέας».

«Τα τελευταία αποτελούν πλέον αποδείξεις για τον εντοπισμό της αρχαίας πόλης, η ύπαρξη της οποίας καταμαρτυρείται μόνον μέσα από ιστορικές πηγές και επιγραμματικές μαρτυρίες παλαιότερων και σύγχρονων μελετητών. Ταυτόχρονα, διεξήχθη ευρείας κλίμακας επιφανειακή και γεωφυσική έρευνα», σημειώνεται στην ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

Συγκεκριμένα, στο χώρο του νεκροταφείου, όπου «πραγματοποιήθηκαν τομές περιμετρικά του δίχωρου υπέργειου ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και της υποκείμενης αυτού δεξαμενής ελληνιστικών χρόνων, που ανασκάφηκαν το 2016 και 2017», φέτος εντοπίστηκαν επτά νέοι τάφοι. Τέσσερις από αυτούς χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους και βρίσκονται βόρεια του ταφικού μνημείου, εντός των ρωμαϊκών ταφικών περιβόλων.

«Σε χαμηλότερο επίπεδο διερευνήθηκαν τρεις τάφοι ελληνιστικών χρόνων, εκ των οποίων ο ένας επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τα οστεολογικά κατάλοιπα των εννέα ταφών οι δύο σκελετοί ανήκαν σε ενήλικους άνδρες, οι πέντε σε ενήλικες γυναίκες και οι δύο σε παιδιά. Μάλιστα, σε έναν από τους τάφους εντοπίσθηκε γυναικεία μαζί με παιδική ταφή», συμπληρώνει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

Οι ταφές ήταν όλες πλούσια κτερισμένες με αγγεία, χρυσά, χάλκινα και οστέινα κοσμήματα, στλεγγίδες, νομίσματα κ.ά. «Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει δαχτυλίδι που φέρει σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος καθήμενου σε θρόνο και πλησίον του τον Κέρβερο στην παραδοσιακή αναπαράστασή του με τις τρεις κεφαλές, ένας λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου με παράσταση της Υγείας, χρυσή δανάκη (σ.σ.: αρχαίο περσικό νόμισμα), θησαυρός τριών νομισμάτων που ανήκουν στις πρώτες κοπές της Κορίνθου ως ρωμαϊκή αποικία και χρονολογούνται περί το 44-40 π.Χ., καθώς και αρχαϊκά νομίσματα του ίδιου νομισματοκοπείου, όπως ένας οβολός Κορίνθου του β’ μισού του 6ου αι. π.Χ. και ένα ασημένιο ημίδραχμο του α’ μισού του 5ου αι. π.Χ.», τονίζει η ανακοίνωση.

Αυτό που διαπιστώνεται, σύμφωνα πάντα με το ΥΠΠΟΑ, είναι ότι, περιμετρικά της δεξαμενής και του μετέπειτα ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, εκτείνεται οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που στο σύνολό του απαριθμεί, από τα μέχρις σήμερα ανασκαφικά στοιχεία, 35 τάφους, πολλοί εκ των οποίων περιλαμβάνουν περισσότερες από μια ταφές. «Ο πλούτος και η ποικιλία των κτερισμάτων πιστοποιεί τη διαχρονική ευμάρεια της πόλης και των κατοίκων της», επισημαίνεται στην ανακοίνωση.

Επίσης, συμπληρώνεται ότι «νότια του πηγαδιού που εντοπίστηκε το 2016, αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου ρωμαϊκής εποχής, η χρήση του οποίου συνδέεται πιθανότατα με το πηγάδι. Η διερεύνηση του κτιρίου που εντοπίστηκε προς το τέλος της έρευνας, θα συνεχιστεί και την επόμενη ανασκαφική περίοδο».

Αρχαία Τενέα


Βορειότερα του νεκροταφείου, στον δεύτερο χώρο έρευνας, εντοπίστηκε τμήμα κτιριακών εγκαταστάσεων. «Συγκεκριμένα», συνεχίζει η ανακοίνωση, «σε έκταση 672 τ.μ. ανασκάφηκε τμήμα του οικιστικού ιστού της πόλης, που διέθετε οργανωμένους χώρους με στέγαση και θυραία ανοίγματα. Στο εσωτερικό των χώρων αυτών διατηρούνταν σε καλή κατάσταση πήλινα δάπεδα, καθώς και τμήματα από μαρμάρινα και λίθινα δάπεδα, ενώ κάποιοι από τους τοίχους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένοι και έφεραν επίστρωση κονιάματος».

Στο εσωτερικό των παραπάνω χώρων εντοπίστηκαν επιστήλια, κιονίσκοι και άλλα αρχιτεκτονικά, καθώς και ένας πυθαμφορέας, ο οποίος βρέθηκε in situ, δηλαδή στο σημείο όπου είχε τοποθετηθεί κατά την τελευταία χρήση του. Στον ίδιο χώρο, στη θεμελίωση ενός τοίχου, εντοπίσθηκε εγχυτρισμός (ταφή μέσα σε αγγείο) με δύο ταφές εμβρύων. Επιπλέον, σε έναν από τους χώρους, η διερεύνηση του οποίου δεν ολοκληρώθηκε, αποκαλύφθηκε τμήμα πήλινου αγωγού μήκους 3,5 μ., ενώ συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός ψηφίδων.

«Μόνον από την περιοχή των παραπάνω τομών προέκυψαν περισσότερα από διακόσια νομίσματα, τα οποία χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς μέχρι και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρκετά από τα νομίσματα αυτά ανήκουν στην εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ. Χ.), ενώ εντοπίζονται και σπάνιες τοπικές κοπές διαφόρων πελοποννησιακών πόλεων. Τα νομισματικά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισμός πιθανότατα γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων», τονίζει η ανακοίνωση. Επίσης, σύμφωνα με το ΥΠΠΟΑ, παρατηρήθηκε μεγάλη συγκέντρωση κεραμικής χρηστικών κυρίως αγγείων, ενώ ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα ευρήματα κατέχουν ένα θραύσμα επιγραφής ρωμαϊκής εποχής και ένα οστέινο ζάρι.

Οι παραπάνω κτιριακές εγκαταστάσεις, που φανερώνουν συνεχείς παρεμβάσεις και αναδιαμορφώσεις εξαιτίας της μακράς περιόδου χρήσης τους, χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και διαφαίνεται ότι επεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η έρευνα θα συνεχιστεί στους χώρους αυτούς στην επόμενη περίοδο.

«Το σύνολο των φετινών ανασκαφικών στοιχείων μάς οδηγεί στην υπόθεση ότι ο οικισμός ενδεχομένως υπέστη τις συνέπειες της επιδρομής του Αλάριχου στην Πελοπόννησο το 396-397 μ.Χ. και ότι ίσως εγκαταλείφθηκε στα χρόνια των αβαροοσλαβικών επιδρομών, στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.», προσθέτει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα ερευνητών, ενώ συμμετείχαν σε αυτό φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ανασκαφικών εργασιών. Ταυτόχρονα, διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα σε μαθητές δημοτικού και γυμνασίου της περιοχής.

Το ΥΠΠΟΑ υπογραμμίζει την ουσιαστική αρωγή της Περιφέρειας Πελοποννήσου, της επιχείρησης Χ. Τσαούση, του Ιδρύματος Π. και Α. Κανελλοπούλου, της Protergia και της Λάβα Α. Ε., καθώς και τη σημασία που έχει η «ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας με τις προσπάθειες του Σωματείου “Φίλοι Αρχαίας Τενέας”». Τέλος, εκφράζονται οι «ευχαριστίες στις οικογένειες Μανούσου Μανουσάκη και Θωμά Αθανασάκου για τη φιλοξενία τους και Διαμαντή Ηλία και Χρήστου Χασικίδη για τη δυνατότητα διερεύνησης των αγρών που μας διαθέτουν. Σε όλους όσοι υποστηρίζουν το έργο μας εκφράζουμε τις θερμές μας ευχαριστίες», καταλήγει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

Για την πόλη της αρχαίας Τενέας υπάρχουν αναφορές στη Γεωγραφία του Στράβωνα (64 π.Χ. - 24 μ.Χ.) και στα Κορινθιακά (Ελλάδος Περιήγησις) του Παυσανία (115 μ.Χ. - 180μ.Χ.).

Σύμφωνα με τις πηγές αυτές, η Τενέα ιδρύθηκε από Τρώες αιχμαλώτους από την νήσο Τένεδο, που εγκατέστησε στην περιοχή ο Αγαμέμνονας μετά τον Τρωικό πόλεμο. Το όνομά της προήλθε από τον Τέννη, γιο του Κύκνου (γιου του Ποσειδώνα) και οικιστή της Τενέδου, ο οποίος σύμφωνα με την Ιλιάδα σκότωθηκε από τον Αχιλλέα στον Τρωικό πόλεμο. Εκεί οι Τενεάτες έχτισαν το ιερό του Απόλλωνα του Τενεάτη, τον οποίο τιμούσαν ιδιαίτερα λόγω της καταγωγής τους. Κατά τον Παυσανία, η πόλη της Τενέας απείχε από την Τενεατική πύλη (στη νότια πλευρά) του Ακροκορίνθου απόσταση ίση με 60 στάδια (περίπου 11 km).

Το 734 π.Χ., Τενεάτες μαζί με Κορίνθιους αποίκους και με αρχηγό τον Αρχία αποίκησαν τη Σικελία, όπου ίδρυσαν την πόλη των Συρακουσών. Αργότερα, αναφέρεται ότι η Τενέα αποστάτησε από την Κόρινθο κατά την εισβολή των Ρωμαίων και συμμάχησε μαζί τους, οπότε και γλίτωσε από την καταστροφή.

Λέγεται τέλος, ότι στην πόλη της Τενέας ανέθρεψε ο Πόλυβος τον Οιδίποδα, μετέπειτα βασιλιά της Θήβας και γνωστό τραγικό πρόσωπο της αρχαιότητας.

Κατά την παράδοση, η Τενέα υπήρξε και πατρίδα του Κύψελου, βασιλιά της Κορίνθου, που τον διαδέχτηκε το 658 π.Χ. ο γιος του Περίανδρος.




Πηγή1 / Πηγή2