Οι Μυκήνες (Μυκήναι, Μυκήνη) ήταν αρχαία πόλη της Αργολίδας κοντά στο βουνό Τρητός κι απέναντι απ' τον Αργολικό κόλπο. Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών βρίσκεται περίπου 90 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αθήνας, στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.
Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού, οι Μυκήνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, αποτελώντας ένα ισχυρό στρατιωτικό φρούριο που δέσποζε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ελλάδας. Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας μεταξύ 1600 π.Χ. έως περίπου το 1100 π.Χ. ονομάζεται «μυκηναϊκή», αναφερόμενη στις Μυκήνες. Στο απόγειο της δόξας τους, το 1350 π.Χ., το κάστρο και η κάτω πόλη είχαν 30.000 κατοίκους και ήταν έκτασης 32 εκταρίων.[1] Πρώτος ο Όμηρος αναφέρει την πόλη περιγράφοντάς την με τα λόγια «ευρυάγυιαν, πολύχρυσον».
Παρότι το οχυρό κτίστηκε από Έλληνες, η ονομασία «Μυκήνες» δεν θεωρείται ελληνική αλλά μάλλον αποτελεί προελληνικό τοπωνύμιο, το οποίο υιοθετήθηκε από τους επήλυδες Έλληνες.[2][3] Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες στην Τίρυνθα και τους έδωσε αυτό το όνομα είτε διότι του έπεσε εκεί ο «μύκης» (θήκη) απ' το ξίφος του[4] είτε ενώ διψούσε, βρήκε ένα μύκητα (δηλαδή ένα μανιτάρι) και τραβώντας τον είδε να υπάρχει η πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.
Τούτο παρακίνησε τον Ερρίκο Σλήμαν να σκάψει την ακρόπολη των Μυκηνών, όπου βρήκε τους γνωστούς κάθετους λακκοειδείς τάφους, διάφορα αγγεία σπάνιας τέχνης, δείγματα Μυκηναϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε με κέντρο τις Μυκήνες από τα 1600-1100 π.Χ. Το έργο του Σλήμαν συνέχισε από το 1888 ο Χρήστος Τσούντας, η συστηματική, σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη του οποίου έφερε στο φως το ανάκτορο στην κορυφή της ακρόπολης, καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην ευρύτερη περιοχή.
Το έργο του Σλήμαν και του Χρήστου Τσούντα συνέχισε επάξια ο Άλαν Γουέις (A. Wace), διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, που από τα 1919 έως τα 1955, συστηματοποίησε τα έως τότε δεδομένα, εμπλούτισε την έρευνα, τα ευρήματα και τη γνώση του χώρου και του πολιτιστικού του ιδιώματος. Άξιοι συνεχιστές της επιστημονικής παρακαταθήκης των προηγουμένων, οι Γουίλιαμ Τέιλορ (Lord William Taylour), η έρευνα του οποίου έφερε στο φως το Θρησκευτικό Κέντρο στην κάτω δυτική πλαγιά του τειχισμένου λόφου, του Ιωάννη Παπαδημητρίου ο οποίος έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β, ο Γεώργιος Μυλωνάς που ως διευθυντής ανασκαφών της αρχαιολογικής εταιρείας για 30 περίπου χρόνια διεκπεραίωσε το πλέον σημαντικό ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη των Μυκηνών, αποκαλύπτοντας εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα, όπως οι βόρειες αποθήκες, η βορειοδυτική και νοτιοδυτική συνοικία, συμβάλλοντας στην κατανόηση της οργάνωσης και χρήσης του χώρου σ' ένα μοναδικό ανακτορικό συγκρότημα, όπως των Μυκηνών. Επιπλέον, η συμβολή του Σπ. Ιακωβίδη αλλά και της Φρενς (E. French) την τελευταία τριακονταετία κεφαλαιοποιεί την σχεδόν επί έναν αιώνα συναρπαστική και ατέρμονη ανάγνωση του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τέλος, σημαντική είναι η προσφορά διαχρονικά της Διεύθυνσης Αναστήλωσης, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έφερε σε πέρας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μορφής του ανακτορικού συγκροτήματος και της αίθουσας του θρόνου (εστία), της θόλου του τελευταίου μνημειώδους θολωτού τάφου που χτίστηκε στις Μυκήνες, γνωστού ως της Κλυταιμνήστρας αλλά και των τειχών. Το 1962, ανακαλύφθηκε πλήθος ευρημάτων στην Ακρόπολη των Μυκηνών[5]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αρχαιολογική Εταιρεία προχώρησε στην αναστήλωση και διάσωση του θολωτού τάφου, γνωστού ως Αιγίσθου αλλά και του σημαντικού κτιριακού συγκροτήματος στα δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, της συνοικίας του λαδέμπορα.
Από το 2000 έως και σήμερα, το ΥΠ.ΠΟ και το ταμείο διαχείρισης πιστώσεων για την εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.) συνεχίζει το έργο της συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης της ακρόπολης και των μνημείων του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου των Μυκηνών, με στοχευμένες επεμβάσεις που αποσκοπούν στη διάσωση του μοναδικού αυτού μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου προσβάσεων εντός κι εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών, η ανάδειξη της αυλής και της εστίας του ανακτόρου, η διάσωση των μοναδικών αποθηκευτικών πίθων των βόρειων αποθηκών, η αποκατάσταση και ενίσχυση των τοιχοδομιών των επί ένα αιώνα εκτεθειμένων οικιστικών και ανακτορικών καταλοίπων,η ανάδειξη του ταφικού κύκλου Β και του θολωτού τάφου των Λεόντων καθώς κι η κατασκευή απαραίτητων υποδομών στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο συμβάλλουν στην αρμονική, επιμορφωτική και διαλεκτική σχέση με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών απ' όλο τον κόσμο.
Νεολιθική και μέση εποχή χαλκού
Η ακρόπολη των Μυκηνών κατοικούταν από την πρώιμη νεολιθική έως και την πρώιμη και μέση ελλαδική περίοδο. Το1877-1878 ανακαλύφθηκαν από τον Σταματάκη στον Ταφικό Κύκλο Α, αποτελούμενος από έξι φρεατοειδείς τάφους, σε ρηχό βάθος πήλινα αντικείμενα, η χρονολογία των οποίων εκτείνεται κατά την ελλαδική περίοδο. Επιπλέον ελλαδικά και μεσοελλαδικά ευρήματα βρέθηκαν κάτω από τείχη και το δάπεδο του ανακτόρου, στην κορυφή της ακροπόλεως και έξω από την Πύλη των Λεόντων, στο αρχαίο νεκροταφείο[6]. Στην κορυφή του λόφου Καλκάνη, νοτιοδυτικά της ακρόπολης και κοντά σε ένα πηγάδι, ανακαλύφθηκε επίσης ένας πρώιμος και μεσοελλαδικός οικισμός[7]. Οι πρώτες ταφές σε λάκκους ή λακκοειδείς τάφους στη δυτική παρειά του λόφου, που περικλείεται εν μέρει από το κυκλικό οχυρωματικό τείχος, παραπέμπουν στη μεσοελλαδική εποχή (περίπου 1800-1700 π.Χ.)[8].
Ύστερη εποχή του χαλκού
Κατά τη διάρκεια της εποχής του χαλκού, το οικιστικό σχέδιο των Μυκηνών περιλάμβανε έναν οχυρωμένο λόφο που περιβάλλεται από μικρά χωριά και κτήματα, σε αντίθεση με την πυκνοκατοικημένη παραθαλάσσια περιοχή (Άργος). Οι ηγεμόνες του κράτους των Μυκηνών που δέσποζε σε μεγάλο μέρος του μεσογειακού κόσμου θα πρέπει να επέλεξαν αυτή τη λιγότερο κατοικημένη και πιο απομακρυσμένη τοποθεσία χάρη στην αμυντική της αξία.
Δωρική Κάθοδος
Απ' τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισε η παρακμή των Μυκηνών. Η καταστροφή του κράτους των Χετταίων που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από τον 17ο αιώνα της τεχνικής επεξεργασίας του σιδήρου, η απώλεια των αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν τις Μυκήνες. Η καταστροφή αυτή συμπληρώθηκε απ' τους Ηρακλειδείς. Μετά το φόνο του Αγαμέμνονα απ' τον Αίγισθο, το κράτος των Ατρειδών έπαψε να υπάρχει και οι νέοι κατακτητές της Πελοποννήσου, οι Δωριείς, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να πατήσουν το 1100 π.Χ. τη χώρα, που έφτασε σε μεγάλο βαθμό πολιτισμού.
Από τότε έπεσαν σε αφάνεια μέχρι τους περσικούς πολέμους. Λίγοι μόνο πολεμιστές της πήραν μέρος στις μάχες Θερμοπυλών και Πλαταιών. Καταστράφηκαν ξανά το 468 π.Χ. από τους Αργείους που έγιναν κύριοι της περιοχής και τη μοίρασαν στους φτωχούς πολίτες του Άργους.
Οι παλιοί κάτοικοι των Μυκηνών σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα φτάνοντας μέχρι τη Μακεδονία.
Βέβαια υπήρχαν ακόμα στην παλιά πόλη μερικοί κάτοικοι μέχρι το 150 μ.Χ., οπότε πιθανώς ερημώθηκε τελείως.
Περσείδες
Η παράδοση αναφέρει ότι τις Μυκήνες ίδρυσε ο Περσέας, εγγονός του βασιλέα του Άργους Ακρισίου. Ο Ακρίσιος χώρισε τη χώρα του σε διάφορα βασίλεια και έδωσε το Ηραίο στον αδελφό του Προίτο, τη Μιδέα και την Τίρυνθα και ο Περσέας, που ήταν γιος του Δία και της Δανάης, έφυγε για τη χώρα της Λυκίας. Επιστρέφοντας από εκει, σκότωσε, χωρίς να θέλει, τον παππού του και έδωσε στο Μεγαπένθη το βασίλειό του, το Άργος, ενώ πήρε από εκείνον το βασίλειο της Τίρυνθας.
Άλλοι λένε ότι η κόρη ή η γυναίκα του Ινάχου είχε το όνομα Μυκήνη. Από τον Περσέα ιδρύθηκε η δυναστεία των Περσειδών, στην οποία ανήκουν μικροί τετράγωνοι τάφοι. Απόγονοι αυτού ήταν ο Ηλεκτρύονας, ο Σθένελος και ο Ευρυσθέας, ο τελευταίος γόνος της δυναστείας, που φονεύθηκε από τους Hρακλείδες.
Ατρείδες
Η δυναστεία αυτή ανατράπηκε από τη δυναστεία των Πελοπιδών από τους οποίους προήλθαν οι Ατρείδες. Οι Πελοπίδες κατασκεύασαν την Πύλη των Λεόντων και δραστήριοι, όπως ήταν, κυριάρχησαν σε όλη την Πελοπόννησο και τα γύρω νησιά, απέκτησαν δύναμη και κύρος, ώστε όλοι οι βασιλείς εκείνων των χρόνων θεώρησαν ως αρχηγό τους στην εκστρατεία κατά της Τροίας τον Αγαμέμνονα. Σ' αυτούς ανήκουν τα οχυρά της Ακρόπολης, οι θολωτοί τάφοι, όπως ο περίφημος τάφος του Ατρέα, ένα θαυμάσιο έργο των αρχαίων Ελλήνων κι ακόμα πολλοί άλλοι μικρότεροι , που βρέθηκαν ανοιχτοί και λεηλατημένοι για πολλά χρόνια, όπως αναφέρει ο Παυσανίας κι ο Σοφοκλής.
Οι Πελοπίδες κυβέρνησαν τρεις και περισσότερο αιώνες (1400 - 1050 π.Χ.). Βέβαια, οι παραδόσεις δεν μπορούν να μας πληροφορήσουν ακριβώς για τα ιστορικά γεγονότα αυτών των χρόνων. Ο Ατρεύς κι ο Αγαμέμνονας είναι τα πιο γνωστά πρόσωπα αυτής εποχής απ' τα ποιήματα και τα ευρήματα των ανασκαφών, που μας βοηθούν να γνωρίσουμε και τους ανθρώπους που έζησαν σ' αυτά τα μέρη. Οι πελώριοι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την Πύλη των Λεόντων, μας μιλούν για τη δύναμη εκείνων των ανθρώπων, που προκαλούσαν κατάπληξη στους πολίτες των άλλων πόλεων, ώστε τα ονόμαζαν «Κυκλώπεια τείχη». Τα ανάκτορα, που είχαν για πυρήνα ένα ορθογώνιο κτίριο με πολλά διαμερίσματα γύρω, στολίζονταν με πολύχρωμες τοιχογραφίες.
Τα διάφορα κοσμήματα, όπλα, δαχτυλίδια, ειδώλια (αγάλματα) μικρά και άλλα αντικείμενα αλλά και τα εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα εντός και εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών μας γνωρίζουν τον τρόπο ζωής των Μυκηναίων.
Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή (λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός τάφος της Κλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά. Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.
Παραπομπές
Chew 2000, p. 220; Chapman 2005, p. 94: "...Thebes at 50 hectares, Mycenae at 32 hectares..."
Beekes 2009, p. 29 (s.v. "Ἀθήνη").
Chadwick 1976, p. 1. Although Chadwick states that the name "Mycenae" is derived from a previously unknown language(s) spoken in Greece, he admits that his supposition of a Greek language outside of Greece is "a hypothesis for which there is no evidence."
Παυσανίας, Βιβλίο 2, Paus. 2.16.3
Πλήθος αρχαίων σε όλη τη χώρα, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 149, Καθημερινή (1997)
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Πηγή
Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού, οι Μυκήνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, αποτελώντας ένα ισχυρό στρατιωτικό φρούριο που δέσποζε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ελλάδας. Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας μεταξύ 1600 π.Χ. έως περίπου το 1100 π.Χ. ονομάζεται «μυκηναϊκή», αναφερόμενη στις Μυκήνες. Στο απόγειο της δόξας τους, το 1350 π.Χ., το κάστρο και η κάτω πόλη είχαν 30.000 κατοίκους και ήταν έκτασης 32 εκταρίων.[1] Πρώτος ο Όμηρος αναφέρει την πόλη περιγράφοντάς την με τα λόγια «ευρυάγυιαν, πολύχρυσον».
Ονομασία
Παρότι το οχυρό κτίστηκε από Έλληνες, η ονομασία «Μυκήνες» δεν θεωρείται ελληνική αλλά μάλλον αποτελεί προελληνικό τοπωνύμιο, το οποίο υιοθετήθηκε από τους επήλυδες Έλληνες.[2][3] Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες στην Τίρυνθα και τους έδωσε αυτό το όνομα είτε διότι του έπεσε εκεί ο «μύκης» (θήκη) απ' το ξίφος του[4] είτε ενώ διψούσε, βρήκε ένα μύκητα (δηλαδή ένα μανιτάρι) και τραβώντας τον είδε να υπάρχει η πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.
Αρχαιολογία
Τούτο παρακίνησε τον Ερρίκο Σλήμαν να σκάψει την ακρόπολη των Μυκηνών, όπου βρήκε τους γνωστούς κάθετους λακκοειδείς τάφους, διάφορα αγγεία σπάνιας τέχνης, δείγματα Μυκηναϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε με κέντρο τις Μυκήνες από τα 1600-1100 π.Χ. Το έργο του Σλήμαν συνέχισε από το 1888 ο Χρήστος Τσούντας, η συστηματική, σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη του οποίου έφερε στο φως το ανάκτορο στην κορυφή της ακρόπολης, καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην ευρύτερη περιοχή.
Το έργο του Σλήμαν και του Χρήστου Τσούντα συνέχισε επάξια ο Άλαν Γουέις (A. Wace), διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, που από τα 1919 έως τα 1955, συστηματοποίησε τα έως τότε δεδομένα, εμπλούτισε την έρευνα, τα ευρήματα και τη γνώση του χώρου και του πολιτιστικού του ιδιώματος. Άξιοι συνεχιστές της επιστημονικής παρακαταθήκης των προηγουμένων, οι Γουίλιαμ Τέιλορ (Lord William Taylour), η έρευνα του οποίου έφερε στο φως το Θρησκευτικό Κέντρο στην κάτω δυτική πλαγιά του τειχισμένου λόφου, του Ιωάννη Παπαδημητρίου ο οποίος έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β, ο Γεώργιος Μυλωνάς που ως διευθυντής ανασκαφών της αρχαιολογικής εταιρείας για 30 περίπου χρόνια διεκπεραίωσε το πλέον σημαντικό ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη των Μυκηνών, αποκαλύπτοντας εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα, όπως οι βόρειες αποθήκες, η βορειοδυτική και νοτιοδυτική συνοικία, συμβάλλοντας στην κατανόηση της οργάνωσης και χρήσης του χώρου σ' ένα μοναδικό ανακτορικό συγκρότημα, όπως των Μυκηνών. Επιπλέον, η συμβολή του Σπ. Ιακωβίδη αλλά και της Φρενς (E. French) την τελευταία τριακονταετία κεφαλαιοποιεί την σχεδόν επί έναν αιώνα συναρπαστική και ατέρμονη ανάγνωση του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τέλος, σημαντική είναι η προσφορά διαχρονικά της Διεύθυνσης Αναστήλωσης, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έφερε σε πέρας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μορφής του ανακτορικού συγκροτήματος και της αίθουσας του θρόνου (εστία), της θόλου του τελευταίου μνημειώδους θολωτού τάφου που χτίστηκε στις Μυκήνες, γνωστού ως της Κλυταιμνήστρας αλλά και των τειχών. Το 1962, ανακαλύφθηκε πλήθος ευρημάτων στην Ακρόπολη των Μυκηνών[5]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αρχαιολογική Εταιρεία προχώρησε στην αναστήλωση και διάσωση του θολωτού τάφου, γνωστού ως Αιγίσθου αλλά και του σημαντικού κτιριακού συγκροτήματος στα δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, της συνοικίας του λαδέμπορα.
Από το 2000 έως και σήμερα, το ΥΠ.ΠΟ και το ταμείο διαχείρισης πιστώσεων για την εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.) συνεχίζει το έργο της συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης της ακρόπολης και των μνημείων του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου των Μυκηνών, με στοχευμένες επεμβάσεις που αποσκοπούν στη διάσωση του μοναδικού αυτού μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου προσβάσεων εντός κι εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών, η ανάδειξη της αυλής και της εστίας του ανακτόρου, η διάσωση των μοναδικών αποθηκευτικών πίθων των βόρειων αποθηκών, η αποκατάσταση και ενίσχυση των τοιχοδομιών των επί ένα αιώνα εκτεθειμένων οικιστικών και ανακτορικών καταλοίπων,η ανάδειξη του ταφικού κύκλου Β και του θολωτού τάφου των Λεόντων καθώς κι η κατασκευή απαραίτητων υποδομών στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο συμβάλλουν στην αρμονική, επιμορφωτική και διαλεκτική σχέση με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών απ' όλο τον κόσμο.
Δείτε το Βίντεο
Ιστορία
Νεολιθική και μέση εποχή χαλκού
Η ακρόπολη των Μυκηνών κατοικούταν από την πρώιμη νεολιθική έως και την πρώιμη και μέση ελλαδική περίοδο. Το1877-1878 ανακαλύφθηκαν από τον Σταματάκη στον Ταφικό Κύκλο Α, αποτελούμενος από έξι φρεατοειδείς τάφους, σε ρηχό βάθος πήλινα αντικείμενα, η χρονολογία των οποίων εκτείνεται κατά την ελλαδική περίοδο. Επιπλέον ελλαδικά και μεσοελλαδικά ευρήματα βρέθηκαν κάτω από τείχη και το δάπεδο του ανακτόρου, στην κορυφή της ακροπόλεως και έξω από την Πύλη των Λεόντων, στο αρχαίο νεκροταφείο[6]. Στην κορυφή του λόφου Καλκάνη, νοτιοδυτικά της ακρόπολης και κοντά σε ένα πηγάδι, ανακαλύφθηκε επίσης ένας πρώιμος και μεσοελλαδικός οικισμός[7]. Οι πρώτες ταφές σε λάκκους ή λακκοειδείς τάφους στη δυτική παρειά του λόφου, που περικλείεται εν μέρει από το κυκλικό οχυρωματικό τείχος, παραπέμπουν στη μεσοελλαδική εποχή (περίπου 1800-1700 π.Χ.)[8].
Ύστερη εποχή του χαλκού
Κατά τη διάρκεια της εποχής του χαλκού, το οικιστικό σχέδιο των Μυκηνών περιλάμβανε έναν οχυρωμένο λόφο που περιβάλλεται από μικρά χωριά και κτήματα, σε αντίθεση με την πυκνοκατοικημένη παραθαλάσσια περιοχή (Άργος). Οι ηγεμόνες του κράτους των Μυκηνών που δέσποζε σε μεγάλο μέρος του μεσογειακού κόσμου θα πρέπει να επέλεξαν αυτή τη λιγότερο κατοικημένη και πιο απομακρυσμένη τοποθεσία χάρη στην αμυντική της αξία.
Δωρική Κάθοδος
Απ' τον 12ο αιώνα π.Χ. άρχισε η παρακμή των Μυκηνών. Η καταστροφή του κράτους των Χετταίων που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από τον 17ο αιώνα της τεχνικής επεξεργασίας του σιδήρου, η απώλεια των αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν τις Μυκήνες. Η καταστροφή αυτή συμπληρώθηκε απ' τους Ηρακλειδείς. Μετά το φόνο του Αγαμέμνονα απ' τον Αίγισθο, το κράτος των Ατρειδών έπαψε να υπάρχει και οι νέοι κατακτητές της Πελοποννήσου, οι Δωριείς, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να πατήσουν το 1100 π.Χ. τη χώρα, που έφτασε σε μεγάλο βαθμό πολιτισμού.
Από τότε έπεσαν σε αφάνεια μέχρι τους περσικούς πολέμους. Λίγοι μόνο πολεμιστές της πήραν μέρος στις μάχες Θερμοπυλών και Πλαταιών. Καταστράφηκαν ξανά το 468 π.Χ. από τους Αργείους που έγιναν κύριοι της περιοχής και τη μοίρασαν στους φτωχούς πολίτες του Άργους.
Οι παλιοί κάτοικοι των Μυκηνών σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα φτάνοντας μέχρι τη Μακεδονία.
Βέβαια υπήρχαν ακόμα στην παλιά πόλη μερικοί κάτοικοι μέχρι το 150 μ.Χ., οπότε πιθανώς ερημώθηκε τελείως.
Οι Μυκήνες στην Ελληνική μυθολογία και μύθους
Περσείδες
Η παράδοση αναφέρει ότι τις Μυκήνες ίδρυσε ο Περσέας, εγγονός του βασιλέα του Άργους Ακρισίου. Ο Ακρίσιος χώρισε τη χώρα του σε διάφορα βασίλεια και έδωσε το Ηραίο στον αδελφό του Προίτο, τη Μιδέα και την Τίρυνθα και ο Περσέας, που ήταν γιος του Δία και της Δανάης, έφυγε για τη χώρα της Λυκίας. Επιστρέφοντας από εκει, σκότωσε, χωρίς να θέλει, τον παππού του και έδωσε στο Μεγαπένθη το βασίλειό του, το Άργος, ενώ πήρε από εκείνον το βασίλειο της Τίρυνθας.
Άλλοι λένε ότι η κόρη ή η γυναίκα του Ινάχου είχε το όνομα Μυκήνη. Από τον Περσέα ιδρύθηκε η δυναστεία των Περσειδών, στην οποία ανήκουν μικροί τετράγωνοι τάφοι. Απόγονοι αυτού ήταν ο Ηλεκτρύονας, ο Σθένελος και ο Ευρυσθέας, ο τελευταίος γόνος της δυναστείας, που φονεύθηκε από τους Hρακλείδες.
Ατρείδες
Η δυναστεία αυτή ανατράπηκε από τη δυναστεία των Πελοπιδών από τους οποίους προήλθαν οι Ατρείδες. Οι Πελοπίδες κατασκεύασαν την Πύλη των Λεόντων και δραστήριοι, όπως ήταν, κυριάρχησαν σε όλη την Πελοπόννησο και τα γύρω νησιά, απέκτησαν δύναμη και κύρος, ώστε όλοι οι βασιλείς εκείνων των χρόνων θεώρησαν ως αρχηγό τους στην εκστρατεία κατά της Τροίας τον Αγαμέμνονα. Σ' αυτούς ανήκουν τα οχυρά της Ακρόπολης, οι θολωτοί τάφοι, όπως ο περίφημος τάφος του Ατρέα, ένα θαυμάσιο έργο των αρχαίων Ελλήνων κι ακόμα πολλοί άλλοι μικρότεροι , που βρέθηκαν ανοιχτοί και λεηλατημένοι για πολλά χρόνια, όπως αναφέρει ο Παυσανίας κι ο Σοφοκλής.
Οι Πελοπίδες κυβέρνησαν τρεις και περισσότερο αιώνες (1400 - 1050 π.Χ.). Βέβαια, οι παραδόσεις δεν μπορούν να μας πληροφορήσουν ακριβώς για τα ιστορικά γεγονότα αυτών των χρόνων. Ο Ατρεύς κι ο Αγαμέμνονας είναι τα πιο γνωστά πρόσωπα αυτής εποχής απ' τα ποιήματα και τα ευρήματα των ανασκαφών, που μας βοηθούν να γνωρίσουμε και τους ανθρώπους που έζησαν σ' αυτά τα μέρη. Οι πελώριοι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την Πύλη των Λεόντων, μας μιλούν για τη δύναμη εκείνων των ανθρώπων, που προκαλούσαν κατάπληξη στους πολίτες των άλλων πόλεων, ώστε τα ονόμαζαν «Κυκλώπεια τείχη». Τα ανάκτορα, που είχαν για πυρήνα ένα ορθογώνιο κτίριο με πολλά διαμερίσματα γύρω, στολίζονταν με πολύχρωμες τοιχογραφίες.
Τα διάφορα κοσμήματα, όπλα, δαχτυλίδια, ειδώλια (αγάλματα) μικρά και άλλα αντικείμενα αλλά και τα εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα εντός και εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών μας γνωρίζουν τον τρόπο ζωής των Μυκηναίων.
Σημερινή κατάσταση
Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή (λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός τάφος της Κλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά. Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.
Παραπομπές
Chew 2000, p. 220; Chapman 2005, p. 94: "...Thebes at 50 hectares, Mycenae at 32 hectares..."
Beekes 2009, p. 29 (s.v. "Ἀθήνη").
Chadwick 1976, p. 1. Although Chadwick states that the name "Mycenae" is derived from a previously unknown language(s) spoken in Greece, he admits that his supposition of a Greek language outside of Greece is "a hypothesis for which there is no evidence."
Παυσανίας, Βιβλίο 2, Paus. 2.16.3
Πλήθος αρχαίων σε όλη τη χώρα, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 149, Καθημερινή (1997)
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Forsén 1992, "Mycenae – Argolid (A:5)", pp. 51–52.
Πηγή