Ο Υμηττός είναι το πιο κοντινό και πιο οικείο βουνό της Αθήνας. Απέχει μόλις 7,5 χιλιόμετρα από την Πλατεία Συντάγματος, γι’ αυτό και ήταν πάντα ένας παραδοσιακός τόπος αναψυχής των κατοίκων της πρωτεύουσας. Το ξερό και υγιεινό κλίμα του ήταν ιδεώδες για όσους έπασχαν από φυματίωση.
Το μενεξελί βουνό που «χαρίζει κάθε πρωί την ανατολή του αττικού ήλιου», οι Αρχαίοι Αθηναίοι το θεωρούσαν ιερό, γι’ αυτό και πάνω από την πιο υψηλή κορφή του είχαν στήσει το άγαλμα του «Υμήττιου Δία», καθώς και βωμούς του «Όμβριου Δία» και του «Προόψιου Απόλλωνα».
Όμως, ίχνη τους δεν έχουν βρεθεί. Αντίθετα, έχουν ανακαλυφθεί στους πρόποδες απομεινάρια από ναούς της Αφροδίτης ή της Δήμητρας, κοντά στο ιστορικό βυζαντινό μοναστήρι της Καισαριανής, του Δία και πιθανόν του Απόλλωνα.
Το βουνό αναφέρεται στα έργα πολλών αρχαίων συγγραφέων, από τον Ηρόδοτο ως τον Παυσανία, ενώ το έχουν περπατήσει και περιγράψει πολλοί ξένοι και αργότερα Έλληνες περιηγητές και φυσιοδίφες. Έτσι ανακαλύφθηκαν και εξερευνήθηκαν τα δεκάδες διάσπαρτα βάραθρα και σπήλαια, πολλά από τα οποία οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν μετατρέψει σε ιερά αφιερωμένα στον Πάνα και στις Νύμφες. (Τα πιο γνωστά είναι το Κουτούκι, του Λιονταριού, του Καρακοβουνίου και το μεγάλο βάραθρο του Αστερίου).
Αλλά και οι Χριστιανοί με τη σειρά τους μετέτρεψαν τα ιερά των αρχαίων σε ναούς, όπως του Αϊ Γιάννη του Κυνηγού, του Αϊ Γιάννη του Θεολόγου, τα μοναστήρια της Καισαριανής, των Ταξιαρχών, του Αστερίου και του Καρέα.
Στο Κακόρεμα, κοντά στον Καρέα, υπήρχαν και στην αρχαιότητα λατομεία μαρμάρου τα οποία ήταν πολύ πιο παλιά από της Πεντέλης. Όταν το 570 π.Χ. άρχισε η εκμετάλλευση του πεντελικού μαρμάρου, σταμάτησαν τα λατομεία του Υμηττού, για να επαναλειτουργήσουν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Οι χωρίς απότομες εξάρσεις ομαλές κορυφές (ψηλότερες είναι ο Εύζωνας ή Τρελοβούνι, 1.026 μ.) και οι ράχες του, θεωρούνται υπόδειγμα αρμονίας και αισθητικής τελειότητας της φύσης, ενώ ο μακρόστενος, μήκους 15 χιλιομέτρων, όγκος του οροθετεί το λεκανοπέδιο της Αττικής από την πεδιάδα των Μεσογείων.
Ο Αθηναίος χρονικογράφος Δ. Καμπούρογλου έλεγε χαριτολογώντας πως ο Υμηττός χωρίζει την Αττική στην περιοχή του πνεύματος, εννοώντας την Αθήνα με τον Παρθενώνα και στην περιοχή του… οινοπνεύματος, εννοώντας τα Μεσόγεια, όπου παράγεται η ξακουστή ρετσίνα.
Ο Υμηττός φημιζόταν πάντα για το μέλι του, γιατί εκτός από το άρωμα, το χρώμα και τη γεύση του είχε και ιδιότητες ιαματικές , γνωστές από την αρχαιότητα. Λέγεται ότι οι μέλισσες, όταν τρυγούσαν γύρη και νέκταρ από το ευωδιαστό θυμάρι που αφθονούσε, στροβιλίζονταν και χόρευαν σαν μεθυσμένες και από αυτό το φαινόμενο της «τρέλας των μελισσών» ονομάστηκε το βουνό «Τρελός», όπως τον αποκαλούσαν οι παλιοί Αθηναίοι.
Σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, το όνομα Υμηττός προέρχεται από το θυμός, κοινώς θυμάρι, που με τα χρόνια έγινε σιγά σιγά θυμέτ-Υμέτ-Υμηττός.
(Απόσπασμα από το περιοδικό «Ιστορία»)
Πηγή
Το μενεξελί βουνό που «χαρίζει κάθε πρωί την ανατολή του αττικού ήλιου», οι Αρχαίοι Αθηναίοι το θεωρούσαν ιερό, γι’ αυτό και πάνω από την πιο υψηλή κορφή του είχαν στήσει το άγαλμα του «Υμήττιου Δία», καθώς και βωμούς του «Όμβριου Δία» και του «Προόψιου Απόλλωνα».
Όμως, ίχνη τους δεν έχουν βρεθεί. Αντίθετα, έχουν ανακαλυφθεί στους πρόποδες απομεινάρια από ναούς της Αφροδίτης ή της Δήμητρας, κοντά στο ιστορικό βυζαντινό μοναστήρι της Καισαριανής, του Δία και πιθανόν του Απόλλωνα.
Το βουνό αναφέρεται στα έργα πολλών αρχαίων συγγραφέων, από τον Ηρόδοτο ως τον Παυσανία, ενώ το έχουν περπατήσει και περιγράψει πολλοί ξένοι και αργότερα Έλληνες περιηγητές και φυσιοδίφες. Έτσι ανακαλύφθηκαν και εξερευνήθηκαν τα δεκάδες διάσπαρτα βάραθρα και σπήλαια, πολλά από τα οποία οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν μετατρέψει σε ιερά αφιερωμένα στον Πάνα και στις Νύμφες. (Τα πιο γνωστά είναι το Κουτούκι, του Λιονταριού, του Καρακοβουνίου και το μεγάλο βάραθρο του Αστερίου).
Αλλά και οι Χριστιανοί με τη σειρά τους μετέτρεψαν τα ιερά των αρχαίων σε ναούς, όπως του Αϊ Γιάννη του Κυνηγού, του Αϊ Γιάννη του Θεολόγου, τα μοναστήρια της Καισαριανής, των Ταξιαρχών, του Αστερίου και του Καρέα.
Στο Κακόρεμα, κοντά στον Καρέα, υπήρχαν και στην αρχαιότητα λατομεία μαρμάρου τα οποία ήταν πολύ πιο παλιά από της Πεντέλης. Όταν το 570 π.Χ. άρχισε η εκμετάλλευση του πεντελικού μαρμάρου, σταμάτησαν τα λατομεία του Υμηττού, για να επαναλειτουργήσουν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Οι χωρίς απότομες εξάρσεις ομαλές κορυφές (ψηλότερες είναι ο Εύζωνας ή Τρελοβούνι, 1.026 μ.) και οι ράχες του, θεωρούνται υπόδειγμα αρμονίας και αισθητικής τελειότητας της φύσης, ενώ ο μακρόστενος, μήκους 15 χιλιομέτρων, όγκος του οροθετεί το λεκανοπέδιο της Αττικής από την πεδιάδα των Μεσογείων.
Ο Αθηναίος χρονικογράφος Δ. Καμπούρογλου έλεγε χαριτολογώντας πως ο Υμηττός χωρίζει την Αττική στην περιοχή του πνεύματος, εννοώντας την Αθήνα με τον Παρθενώνα και στην περιοχή του… οινοπνεύματος, εννοώντας τα Μεσόγεια, όπου παράγεται η ξακουστή ρετσίνα.
Ο Υμηττός φημιζόταν πάντα για το μέλι του, γιατί εκτός από το άρωμα, το χρώμα και τη γεύση του είχε και ιδιότητες ιαματικές , γνωστές από την αρχαιότητα. Λέγεται ότι οι μέλισσες, όταν τρυγούσαν γύρη και νέκταρ από το ευωδιαστό θυμάρι που αφθονούσε, στροβιλίζονταν και χόρευαν σαν μεθυσμένες και από αυτό το φαινόμενο της «τρέλας των μελισσών» ονομάστηκε το βουνό «Τρελός», όπως τον αποκαλούσαν οι παλιοί Αθηναίοι.
Σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, το όνομα Υμηττός προέρχεται από το θυμός, κοινώς θυμάρι, που με τα χρόνια έγινε σιγά σιγά θυμέτ-Υμέτ-Υμηττός.
(Απόσπασμα από το περιοδικό «Ιστορία»)
Πηγή