Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Ο Ελικώνας, ο Παρνασσός και ο Κιθαιρώνας στην Ελληνική Μυθολογία

Ο Ελικώνας είναι βουνό της Βοιωτίας με υψόμετρο 1.748 μέτρα. Απλώνεται κατά μήκος των δυτικών ακτών της Βοιωτίας. Περικλείεται στα βόρεια από την Κίρφη (απόληξη του Παρνασσού), στα νότια από τον Κιθαιρώνα, ενώ στα ανατολικά καταλήγει στην πεδιάδα της Κωπαΐδας.

Ο Ελικώνας είναι γνωστός από την Ελληνική μυθολογία διότι υπήρχαν σε αυτόν δύο πηγές αφιερωμένες στις Μούσες: η Αγανίππη και η Ιπποκρήνη, και οι δύο έχουν τη λέξη "άλογο" (ίππος) στο τοπωνύμιο τους. Κατά τον ύστερο έβδομο αιώνα π.Χ., ο ποιητής Ησίοδος εξύμνησε τη νεότητά του όταν βοσκούσε τα πρόβατά του στις πλαγιές του Ελικώνος (Θεογονία, 23), όπου ο Έρως και οι Μούσες ήδη είχαν ιερά και ένα χορευτικό πεδίο κοντά στην κορυφή, όπου "τα παλλόμενα πόδια τους ξυπνούν την ερωτική επιθυμία" (Ησίοδος, 8).

Εκεί οι Μούσες τον ενέπνευσαν και άρχισε να τραγουδά την απαρχή των θεών. Έτσι ο Ελικών έγινε το έμβλημα της ποιητικής εμπνεύσεως. Ο Ησίοδος αναφέρει άλλες πηγές που ήταν άντρα των Μουσών: "Λούζουν τα μικρά τους σώματα στο νερό του Περμεσσού ή της Ιπποκρήνης ή του στοιχειωμένου Ολμειού". Στον Ελικώνα ευρίσκετο επίσης η πηγή όπου ο Νάρκισσος εμπνεύστηκε από την ίδια του την ομορφιά.

Στον Ομηρικό Ύμνο στον Ποσειδώνα, μία σύντομη επίκληση, ο θεός χαιρετίζεται ως "κύριος του Ελικώνος".

Ο Παρνασσός

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, ο οποίος είχε κτίσει πάνω στο βουνό μια πόλη, η οποία καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει κραυγές των λύκων. 

Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα ονομαζόταν Λιάκουρα, που αποτελεί δημώδη ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Επίσης έτσι ονομάζεται η υψηλότερη κορυφή του Παρνασσού.

Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή την γλώσσα που μιλούσαν οι Πελασγοί, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος.

Μυθολογία

Πολλές παραδόσεις της ελληνικής μυθολογίας και της γένεσης του ελληνικού έθνους έχουν συνδεθεί με τον Παρνασσό. Μία από αυτές αναφέρει ότι όταν ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει το διεφθαρμένο ανθρώπινο γένος με τον ονομαστό κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ο Δευκαλίων, γιος του Προμηθέα, άκουσε τη συμβουλή του πατέρα του και έφτιαξε ένα πλοίο, στο οποίο επιβιβάστηκε ο ίδιος με τη γυναίκα του, την Πύρρα. Μετά από εννέα μερόνυχτα ασταμάτητης βροχής, την δέκατη, το πλοίο προσάραξε στον Παρνασσό, όπου ο Δευκαλίων έκανε θυσία προς τιμήν του Δία και ο θεός πραγματοποίησε την πρώτη ευχή του Δευκαλίωνα, να ξαναγίνει το ανθρώπινο γένος.

Στην Φωκίδα μια παράδοση ήταν ότι, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα πήγαν στους Δελφούς, στο ιερό της Θέμιδος, την οποία παρακάλεσαν για την επαναδημιουργία του ανθρωπίνου γένους. Εκείνη τους είπε ότι θα έπρεπε να καλύψουν τα πρόσωπά τους και να πετούν πίσω τους τα οστά της μητέρας τους. Έτσι εκείνοι, ερμηνεύοντας τον χρησμό, κάλυψαν τα πρόσωπά τους και πέταξαν πίσω τους πέτρες, τα οστά δηλαδή της μητέρας Γης. 

Κάθε πέτρα που πετούσε ο Δευκαλίων γινόταν άνδρας και κάθε πέτρα της συζύγου του γινόταν γυναίκα. Ένας άλλος σχετικός μύθος αφηγείται ότι οι κάτοικοι της πόλης που είχε κτίσει ο ήρωας Παρνασσός ήταν οι μόνοι που σώθηκαν από τον κατακλυσμό, ακολουθώντας τα ουρλιαχτά των λύκων και ανεβαίνοντας σε μεγαλύτερο ύψος από αυτό των κατακλυσμιαίων υδάτων. Εκεί, ίδρυσαν μια πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια. Παραφθορά της θεωρείται η σημερινή ονομασία της υψηλότερης κορυφής του βουνού, της Λιάκουρας. 

Το βουνό συνδέθηκε από πολύ νωρίς με τον Απόλλωνα. Εδώ θεωρείται ότι ο Απόλλωνας γνώρισε τον Ορφέα και του χάρισε τη χρυσή λύρα και το χάρισμα να ημερεύει τα άγρια ζώα με τη φωνή και το τραγούδι του. Εδώ πάλι ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα, το φοβερό φίδι που φυλούσε το ιερό των χθόνιων θεοτήτων, και απέκτησε το χάρισμα της μαντικής, το οποίο μεταβίβασε στην ιέρειά του, την Πυθία. Το Κωρύκειο άντρο ήταν από τα πανάρχαια χρόνια τόπος λατρείας και συνδέθηκε με τον Πάνα και τις Μούσες (αν και κατ' άλλη εκδοχή τόπος διαμονής των Μουσών ήταν ο Ελικώνας).

Ο Κιθαιρώνας

Ο Κιθαιρώνας στην αρχαιότητα αποτελούσε το σύνορο μεταξύ της Βοιωτίας και της Μεγαρίδας. Η σημαντικότερη βοιωτική πόλη στους πρόποδες του Κιθαιρώνα ήταν οι Πλαταιές. Άλλες βοιωτικές πόλεις στις πλαγιές και τους πρόποδες του Κιθαιρώνα ήταν οι Ερυθρές, ο Σκώλος, τα Λεύκτρα και οι Ελευθερές. Η τελευταία πόλη αποτελούσε κέντρο λατρείας του Διονύσου, η λατρεία του οποίου, πέρασε και στην Αττική όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Αθηναίους.Μεγαρική πόλη κοντά στους πρόποδες του Κιθαιρώνα ήταν τα Αιγόσθενα.

Από τον Κιθαιρώνα διέρχονται σημαντικές διαβάσεις από την Αττική προς τη Βοιωτία, ο έλεγχος των οποίων ήταν στρατηγικής σημασίας στο παρελθόν. Τις διαβάσεις αυτές προσπάθησε να ελέγξει ο Μαρδόνιος που είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή των Πλαταιών, το 479 π.Χ., όπου και διεξήχθη η ομώνυμη μάχη. Οι διαβάσεις του Κιθαιρώνα προστατεύονταν από ισχυρά φρούρια όπως τα φρούρια των Ελευθερών, το Πάνακτο,των Αιγοσθένων, το φρούριο της Φυλής κ.α.

Μυθολογικά στοιχεία

Ο Κιθαιρώνας συνδέεται με τον Ορφέα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Ορφέας εισήγαγε πρώτος στην Ελλάδα και τέλεσε τα μυστήρια του Διονύσου στο βουνό της ποιητικής Θήβας, όπου κοντά γεννήθηκε ο Διόνυσος, επειδή αυτό συχνά αντηχούσε από το παίξιμο της κιθάρας ονομάστηκε Κιθαιρών.

Ο Κιθαιρώνας συνδέεται με πολλές μυθολογικές παραδόσεις, κυρίως με μύθους που ανήκουν στον Θηβαϊκό κύκλο.

Στον Κιθαιρώνα εγκαταλείφθηκε σε βρεφική ηλικία ο Οιδίποδας, όπου τον βρήκε ένας βοσκός και τον παρέδωσε στη Μερόπη, τη γυναίκα του βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβου.

Σύμφωνα με άλλο μύθο, στον Κιθαιρώνα μεγάλωσαν από κάποιο βοσκό, τα παιδιά της Αντιόπης, ο Ζήθος και ο Αμφίονας που έγιναν στη συνέχεια βασιλιάδες της Θήβας.

Άλλος μύθος που αφορά το βουνό είναι ο μύθος για το Λιοντάρι του Κιθαιρώνα. Το λιοντάρι ζούσε στο βουνό και προκαλούσε τρόμο στους κατοίκους της περιοχής. Κατάφερε τελικά να το σκοτώσει ο Ηρακλής.

Κωπαΐδα

Η Κωπαΐδα είναι πεδιάδα της Βοιωτίας η οποία δημιουργήθηκε ύστερα από την αποξήρανση της ομώνυμης λίμνης κατά το διάστημα 1880-1930. Βρίσκεται στα βόρεια του νομού και περικλείεται από τα όρη Ελικώνας στα δυτικά, Πτώο στα ανατολικά, Χλωμό στα βόρεια και από μικρότερα υψώματα στα νότια που χωρίζουν την Κωπαΐδα από την πεδιάδα της Θήβας και των Βαγίων. Η Κωπαΐδα όφειλε την ονομασία της στην αρχαία Βοιωτική πόλη Κώπες, που βρισκόταν στην θέση περίπου του σημερινού χωριού Κάστρο. Λεγόταν επίσης και Κηφισίδα λίμνη επειδή χυνόταν σε αυτή ο ποταμός Κηφισός.

Οι πρώτοι που αποξήραναν την λίμνη Κωπαΐδα ήταν οι αρχαίοι κάτοικοι του Ορχομενού, οι Μινύες. Οι Μινύες τον 16ο αιώνα π.Χ. περίπου πραγματοποιώντας εντυπωσιακά αρδευτικά έργα για την εποχή κατάφεραν να αποξηράνουν την λίμνη. Για τον σκοπό αυτό δημιούργησαν μία σειρά από σήραγγες και καταβόθρες διοχετεύοντας τελικά το νερό της λίμνης στον κόλπο της Λάρυμνας. Τα αρδευτικά αυτά έργα καταστράφηκαν μετά την παρακμή των Μινύων και την κάθοδο στην περιοχή των Βοιωτών. Στην καταστροφή των έργων συνέβαλαν και καταστρεπτικοί σεισμοί που σημειώθηκαν στην περιοχή. Έτσι, σταδιακά στις αρχές του 13ου π.Χ αιώνα, η περιοχή πλημμύρισε πάλι και ξανασχηματίστηκε η λίμνη.

Έργα αποξήρανσης έγιναν και κατά την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον Κράτη τον Ολύνθιο, όπως αναφέρει ο Στράβων.


Πηγή εικόνας : Από Electron08 - Έργο αυτού που το ανεβάζει, CC BY-SA 3.0


Πληροφορίες αντλήθηκαν από τις παρακάτω πηγές:

Πηγή1 / Πηγή2 / Πηγή3 / Πηγή4