Ο Μόψος νίκησε στη μαντική τέχνη τον περίφημο μάντη του Τρωικού Πολέμου, τον Κάλχαντα, όταν το πλοίο του δεύτερου πετάχτηκε από την τρικυμία στις ακτές της Κολοφώνας κατά την επιστροφή από την Τροία. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Κάλχας και οι σύντροφοί του πήγαν με τα πόδια ως την πόλη αυτή. Εκεί ο Κάλχας συνάντησε τον Μόψο, ήδη γνωστό μάντη. Κοντά στο σπίτι του Μόψου υπήρχε μια συκιά.
Ο Κάλχας ρώτησε τον Μόψο πόσα σύκα κάνει και ο Μόψος απάντησε: «Δέκα χιλιάδες και ένα καλάθι και ένα ακόμα σύκο». Επαληθεύθηκε ότι ο Μόψος είχε δίκιο. Τότε ο Μόψος ρώτησε τον Κάλχα: «Η γουρούνα που βλέπεις εδώ πόσα γουρουνάκια έχει στην κοιλιά της και πότε θα τα γεννήσει;» Ο Κάλχας απάντησε «8».Ο Μόψος τον πληροφόρησε τότε ότι έκανε λάθος: τα μικρά ήταν εννέα, όλα αρσενικά, και η γουρούνα θα τα γεννούσε στις 6 η ώρα της επόμενης ημέρας. Και πάλι ο Μόψος αποδείχθηκε σωστός. Τότε ο Κάλχας λυπήθηκε τόσο πολύ που ηττήθηκε σε αυτό τον ανεπίσημο διαγωνισμό, ώστε πέθανε από τη λύπη του ή αυτοκτόνησε.
Ο Κόνωνας διηγείται μία άλλη εκδοχή για τον αγώνα Μόψου-Κάλχα: Ο βασιλιάς της Λυκίας ετοίμαζε μια εκστρατεία. Ο Μόψος του είπε να μη διανοηθεί να την επιχειρήσει. Ο Κάλχας του είπε ότι θα νικούσε. Τελικά ο βασιλιάς ηττήθηκε και ο Κάλχας ύστερα από αυτό πέθανε ή αυτοκτόνησε. Σύμφωνα όμως με παλαιότερη παράδοση, αντίπαλος του Μόψου ήταν ο Αμφίλοχος και όχι ο Κάλχας.
Κατά τον Παυσανία, όταν η Θήβα καταλήφθηκε από τους Επιγόνους, η Μαντώ, κόρη του Τειρεσία, οδήγησε έναν αριθμό προσφύγων στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Εκεί ίδρυσε το ναό του Απόλλωνα στον Κλάρο. Ο γιός της Μόψος οδήγησε το λαό πέρα από το όρος Ταύρος προς την Παμφυλία, όπου άλλοι εγκαταστάθηκαν εκεί και άλλοι κινήθηκαν προς την Κιλικία, τη Συρία και τη Φοινίκη, όπως αναφέρεται από διάφορους αρχαίους συγγραφείς. Πιστεύεται ότι αυτά συνέβησαν μετά τον Τρωικό Πόλεμο.
Μη ελληνικές πηγές
Η ιστορία του Μόψου επιβεβαιώνεται από μια δίγλωσση επιγραφή (χεττιτική - φοινικική) που βρέθηκε στο Καρατεπέ της Κιλικίας, η οποία μνημονεύει τον βασιλικό οίκο του "Μουκσούς" στα χεττιτικά ή "Μουψ" στα φοινικικά. Αναφέρεται σε κάποιον "Αζιταβάτα", απόγονο του Μόψου, ο οποίος ήταν "βασιλιάς της πόλης Άδανα" στα χεττιτικά, και "βασιλιάς του Δανουνιγίμ" στα φοινικικά. Τα δύο αυτά τοπωνύμια δείχνουν καταγωγή από τους Δαναούς, όπως ονομάζονται οι Έλληνες από τον Όμηρο και τον Θουκυδίδη.
Έτσι, η μετανάστευση του Μόψου και Ελλήνων στην Κιλικία καταγράφεται από μια χεττιτική επιγραφή, ανεξάρτητα από την ελληνική παράδοση. Μια άλλη χεττιτική πινακίδα από το Μπογάζκιοϊ αναφέρει τον Μουκσούς σε σχέση με τον Αταρσιυάς "τον άνθρωπο από την Αχιγιάβα" (όπως ονομάζονταν οι Αχαιοί από τους Χιττίτες) και τον βασιλιά Αρνουβαντάς Γ'. Από αυτή την πηγή εκτιμάται ότι ο Μόψος έδρασε μεταξύ 1245-1230 πΧ, το οποίο είναι συμβατό με την ελληνική μυθολογία.
Στην αρχαία γεωγραφία και στα νομίσματα
Ο παραπάνω μύθος διαδόθηκε μέχρι τη Συρία και τη Φοινίκη. Αρκετές πόλεις, όπως η Άσπενδος και η Μοψουεστία (= «Μόψου Εστία») τιμούσαν τον Μόψο ως ιδρυτή τους, ενώ ολόκληρη η Παμφυλία ονομαζόταν παλαιότερα «Μοψοπία». Το μόνο όμως που παραδίνεται με βεβαιότητα είναι ότι ο Μόψος ίδρυσε μαζί με τον Αμφίλοχο την πόλη Μάλλο.
Ο Μόψος ο Κλάριος απεικονίζεται σε νομίσματα της Ιεραπόλεως της εποχής του Τραϊανού. Με τον Μόψο αυτό ταυτίζεται κάποτε ο Μόψος ο Λαπίθης και ο βασιλιάς Μόψοπος της Αττικής.
Βιβλιογραφία:
- Otto Höfer: Mopsos 2. Στο: Wilhelm Heinrich Roscher (Hrsg.): Ausführliches Lexikon der griechischen und römischen Mythologie, τόμ. 2,2, Λεψία 1897, Sp. 3208–3209 (ψηφιοποιημένο).
- Jan N. Bremmer: Mopsos. Στο: Der Neue Pauly (DNP), τόμος 8, Metzler, Στουτγάρδη 2000, ISBN 3-476-01478-9, Sp. 390–391.
- Bernhard Kruse: Mopsos 2. Στο: Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft (RE), τόμος XVI,1, Στουτγάρδη 1933, Sp. 242–243.
- Erika Simon: Mopsos 2. Στο: Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae (LIMC), τόμος 0006VI, Ζυρίχη/Μόναχο 1992, S. 652–654.
Πηγή εικόνας : Από User:Nikater - Έργο αυτού που το ανεβάζει by Nikater., CC BY-SA 4.0
Πληροφορίες αντλήθηκαν από την πηγή